ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΥ ΛΥΠΕΣ
Παμπάλαιο κι ερείπιο ένα πλοίο
είδα άθλια γερμένο σ’ ένα πλάι,
με τα πλευρά του που η σκουριά του πια τα ‘χει φάει
με το τιμόνι του έξω απ’ τα νερά,
σπασμένο, δαγκωμένο
απ’ άγνωστο της θάλασσας θηρίο.
Τέτοιο τρισάθλιο κι ερείπιο ένα πλοίο…
Κι όμως – ποιος θα το πίστευε; -
απ’ το γυρτό φουγάρο του φαινόταν
μια υποψία καπνού ν’ αργανεβαίνει
αδύναμη ψηλά και να σκορπιέται…
(Είχε το ερείπιο μες στα σπλάχνα του κρυμμένη
μια τελευταία σπίθα, κι ίσως ίσως
μελλοντικά ταξίδια ονειρευόταν,
ίσως με τέτοια ελπίδα αποκοιμόταν
τα βράδια μες στην πλήξη του ναυστάθμου…)
Το κοίταζα. Κι ο νους μου άθελα πήγε
σε κάτι ομοιοκατάντητους ανθρώπους
που έτσι η ζωή σιγά σιγά τους τρώει…
Και οι παραλληλισμοί μού ήρθαν αθρόοι.
Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990)
(από τη «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ» της «Ε», 31/7/2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου