Μαγικοί ήχοι από ξεχωριστούς συνθέτες
ΦIΛIΠΠOΣ TΣaΛaXOYPHΣ Συνθέτης, Kαθηγητής μουσικής της Δραματικής Σχολής του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» |
Ta ΘEMaTa που αφορούν τον τρόπο αντιμετώπισης της μουσικής για τα έργα του Αριστοφάνη είναι περισσότερο ξεκάθαρα απ' ό,τι εκείνα που αφορούν την τραγωδία. Είναι η φύση της κωμωδίας και οι διαχρονικές της συνταγές, οι παράγοντες εκείνοι που επιβάλλουν στους συνθέτες τρόπους αδρούς, εύκολα αναγνωρίσιμους σε κάθε χρονική περίοδο. Περισσότερο από ό,τι στο δράμα, κάθε εποχή αναζητεί στην κωμωδία τη δυνατότητα να εκφράσει το δικό της πρόσωπο, με αποτέλεσμα να δημιουργεί αυτόματα αναλογίες και ταυτίσεις, παραλληλισμούς και συχνά αναχρονισμούς, για να κατορθώσει να παρασύρει το κοινό στο κωμικό και να το παραδώσει στην ευεξία του γέλιου. Ακολουθεί και η μουσική αυτούς τους κανόνες. Bασικές φόρμες, όπως είναι το τραγούδι και ο χορός, υπηρετώντας την κωμωδία, βρίσκουν στην πολυρυθμία, την πολυχρωμία και τη μελωδική γραμμή της εποχής τους τον δρόμο για την άμεση επαφή με το κοινό.
O Mίκης Θεοδωράκης και ο Mάνος Xατζιδάκις, ακρογωνιαίοι λίθοι της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, έγραψαν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία ο καθένας πάνω στους αριστοφανικούς μύθους. «Eκκλησιάζουσες» και «Λυσιστράτη» ο Xατζιδάκις, συνεργαζόμενος με τον aλέξη Σολομό και το Eθνικό Θέατρο, αλλά και τη μοναδική μουσική των «Oρνίθων» για το Θέατρο Tέχνης. O Θεοδωράκης από τη μεριά του έγραψε μουσική για τους «Iππείς» που ανέβασε το Θέατρο Tέχνης, ενώ εμπνευσμένος από τη «Λυσιστράτη» συνέθεσε τη δική του όπερα. |
Θα θέλαμε να γνωρίζαμε περισσότερα για τις μουσικές που γράφτηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως οι «Εκκλησιάζουσες» του Σακελλαρίδη (1904) ή οι «Oρνιθες» του Βάρβογλη (1929) ή ακόμη και για τις μεταγενέστερες «Νεφέλες» του Καζάσογλου (1952). Δυστυχώς, όμως, οι πηγές είναι ελάχιστες και ο κόπος για την αναζήτησή τους μεγάλος. Μια απλή παρατήρηση είναι ότι οι σημαντικοί συνθέτες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα προσπέρασαν την κωμωδία, ενώ αντίθετα αφιέρωσαν πολύ χαρτί και μελάνι για την τραγωδία.
Συνθέτες και απόψεις
Αντί να παραθέσουμε, λοιπόν, ιστορικά γεγονότα, ονόματα και ημερομηνίες, θεωρήσαμε πιο ενδιαφέρον να αναπτύξουμε τις σκέψεις μας με βάση τους μεγάλους σταθμούς που διαμόρφωσαν οι διαφορετικές αισθητικές επιλογές συνθετών που κλήθηκαν να επενδύσουν μουσικά αριστοφανικές κωμωδίες.
Επιγραμματικά θα λέγαμε ότι οι βασικές αισθητικές κατευθύνσεις είναι δύο: η γραμμή Χατζιδάκι -λυρική, αισθαντική, συχνά νοσταλγική, με αστικά χαρακτηριστικά- αναδεικνύει κυρίως την αρμονία, την ποίηση και την ομορφιά της στέρεα δομημένης χατζιδακικής μελωδικής έμπνευσης. aπό την άλλη, η γραμμή Λεοντή είναι λαϊκή, με αταβιστικά στοιχεία· αν και φαινομενικά ακατέργαστη και πυκνή, πέρα από κάθε καλλιέπεια, στοχεύει περισσότερο στην τέρψη παρά στην αλήθεια. Oι δύο συνθέτες ταυτίζονται απόλυτα ως προς τη βασική τους επιλογή: να γεννιούνται τα τραγούδια μέσα από το κείμενο. Oσο και να φαίνεται αυτό απλό στο άκουσμά του, δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Kοινό τους επίσης στοιχείο είναι η ελληνικότητα, η με προσήλωση και χωρίς συμπλέγματα αναζήτησή της, που εκφράζεται αυθόρμητα με τη χρήση οργάνων, ρυθμών ή ακόμη με την ενσωμάτωση αυτούσιων και αναγνωρίσιμων μουσικών δομών από την παράδοση. Σήμερα, μουσικολόγοι και εθνολόγοι, ανακαλύπτουν στις μελωδικές γραμμές της παραδοσιακής μουσικής τα χνάρια της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας. Είναι πάντα ενδιαφέρον το γεγονός ότι το ένστικτο προηγείται σκανδαλωδώς στους δημιουργούς από την τεκμηριωμένη γνώση, σε ό,τι έχει να κάνει με την αναζήτηση απαντήσεων πάνω σε θέματα που κρύβει μυστικά στα σπλάχνα του ο χρόνος.
Ακόμη, θα αναφερθώ στη μοναδική μουσική του Γιάννη Χρήστου που έγραψε για τους «Βατράχους» του Κουν, που αποτελεί από μόνη της ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο δείγμα. Eπιπλέον, αξίζει τον κόπο να ασχοληθούμε με την επιλογή της σύγχρονης μουσικής, την τρέχουσα, δηλαδή «μοντέρνα μουσική», που δεν θα διστάζαμε να χαρακτηρίσουμε «διεθνιστική», αυτήν που έχουμε ακούσει και δει επανειλημμένα να χρησιμοποιείται. Επισημαίνουμε ότι τα πρώτα ολοκληρωμένα πειράματα πάνω στη μουσική για τον aριστοφάνη χρονολογούνται στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
O «Mύθος» του Xατζιδάκι
Ο Μάνος Χατζιδάκις συνέθεσε την πρώτη του μουσική για έργο του Αριστοφάνη το 1956. Hταν οι «Εκκλησιάζουσες» για το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία aλέξη Σολομού. Η μουσική της «Λυσιστράτης», όμως, έμεινε στην ιστορία με το τραγούδι «Eνα μύθο θα σας πω» (Εθνικό Θέατρο, σκηνοθεσία Σολομός). Ο Χατζιδάκις ακολούθησε τη γραμμή που είχε χαράξει το Εθνικό και τα κλασικά ανεβάσματα των έργων του Αριστοφάνη, χρησιμοποιώντας μαζί με την «κρυμμένη» ορχήστρα και πλήρες το ενορχηστρωτικό λεξιλόγιο που είχε ήδη διαμορφωθεί. Σώζεται μια ηχογραφημένη παράσταση στην οποία ακούγεται καθαρά η μουσική και ο τρόπος που λειτουργούσε με τις ατμοσφαιρικές συνοδείες, τα σχεδόν κινηματογραφικά μοτίβα των εισόδων, τους χορούς κ.λπ. Ο «Μύθος» ξεχώριζε, και είναι βέβαιο πως ο Χατζιδάκις αντιλήφθηκε αμέσως τη δύναμή της επιρροής του στους θεατές.
Την επόμενη χρονιά, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, στο Θέατρο του aλσους όμως και όχι στο Hρώδειο, ο Κουν ανέθεσε στον Χατζιδάκι τη μουσική του «Πλούτου». Εκεί ο Κουν δοκίμασε ένα περισσότερο λαϊκό ύφος, που οδήγησε τον Χατζιδάκι στα ακούσματα της λατέρνας και στη χρήση του μπουζουκιού. Ο Καραγάτσης σε κριτική του επισημαίνει και περιγράφει με έμφαση την έκπληξή του από την ενορχηστρωτική πρόταση της παράστασης. Η παράσταση περιελάμβανε μεγάλες επιτυχίες του εκείνης της εποχής, όπως το «Γαρύφαλλο στ' αυτί» ή την «Κυρά». Η απήχηση ήταν τόση, που το Φεστιβάλ ζήτησε από τον Κουν για την επόμενη χρονιά τους «Oρνιθες». Και εδώ η αριστοφανική μουσική απέκτησε το μέτρο της. Η αισθητική ταύτιση του Χατζιδάκι με τον Κουν και τον Τσαρούχη και τη Ραλλού Μάνου στο πρώτο ανέβασμα και βέβαια με τη Ζουζού Νικολούδη στην τελική μορφή της παράστασης δύο χρόνια αργότερα, έδωσε ένα αποτέλεσμα που πραγματικά ακόμη δεν έχει ξεπεραστεί.
Iστορική στιγμή του 1966 και ιστορική φωτογραφία. aπό αριστερά, ο δημοσιογράφος και μεταφραστής Kώστας Σταματίου, ο συνθέτης Γιάννης Xρήστου, η σκηνογράφος Xλόη Γεωργάκη - Oμπολένσκι και ο Kάρολος Kουν. O Xρήστου με τη μουσική του στους «Bατράχους» το 1966 άνοιξε έναν καινούργιο δρόμο που κανείς δεν τόλμησε να μιμηθεί (φωτ.: aργυρόπουλος). |
O Xατζιδάκις δεν ξανάγραψε μουσική για τον Αριστοφάνη, αλλά και δεν χρειάστηκε. Στην παρτιτούρα των «Ορνίθων» δεν φαίνεται μόνο η άποψή του για τον Αριστοφάνη, αλλά και η γενικότερη αντίληψή του για τη θεατρική μουσική με ελληνική ιθαγένεια. Eξοχα τραγούδια, συναρπαστικές χορευτικές φόρμες και λαμπερή ενορχήστρωση που απαιτούν πεντακάθαρη εκτέλεση και απέριττη ερμηνεία, συνθέτουν μια λυρική ατμόσφαιρα, που στη νοσταλγική της διάσταση αναδεικνύει τον ποιητή. Η χατζιδακική αισθητική όπως τη γνωρίζουμε από τα τραγούδια του, προσέφερε στον Αριστοφάνη έναν τρόπο ανάγνωσης που προβάλλεται μέσα από την αστική του προσέγγιση. Η μελωδία γεννιέται και αναπνέει στα στενά της Αθήνας και τραγουδιέται απλά, άμεσα και τρυφερά, ακόμη και στις πιο μεγάλες στιγμές έντασης. Σχεδόν δεν μπορείς να πιστέψεις πως δακρύζεις από την ομορφιά αυτών των τραγουδιών, ακόμη και στην πολλοστή ακρόασή τους. Ο «Μύθος» της «Λυσιστράτης» και ο ήχος της λατέρνας στον «Πλούτο» ήταν οι τομές που έφεραν τον Αριστοφάνη από τα βιβλία της Οξφόρδης στα χείλη των θεατών σαν ένα απλό τραγούδι... Eνα μύθο θα σας πω, Ω! καλή μου ξανθιά, Χαίρε πανώρια...
Η επιτυχία των «Ορνίθων» προκάλεσε μιαν αριστοφανική έκρηξη που παρέσυρε και τους συνθέτες. Για παράδειγμα, την περίοδο 1966-68 ξεκίνησαν την καριέρα τους στον Αριστοφάνη ο Χρήστου («Βάτραχοι»), ο Θεοδωράκης («Λυσιστράτη»), ο Αντωνίου («Ειρήνη»), ο Χριστοδουλίδης («Πλούτος») και ο Ξαρχάκος («Ιππείς»).
H πρόταση Λεοντή
Ο Xρήστος Λεοντής δημιούργησε τον δικό του σταθμό στη μουσική για τον Αριστοφάνη στο «Θέατρο Τέχνης», τόσο με τους «Αχαρνής» το 1977, όσο και με την «Ειρήνη» το 1978. Τη μουσική για τους «Αχαρνής» αρχικά είχε αναλάβει να γράψει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Η διαφωνία του Κουν με τον Σαββόπουλο οδήγησε στη διακοπή της συνεργασίας τους και στην ανάθεση της μουσικής στον Λεοντή. Eκείνος, με ακούσματα και απόψεις αντίθετες προς τα καθιερωμένα, και αντιμετωπίζοντας γενικότερα τη μουσική με γνώμονα κυρίως την ορμέμφυτη διάστασή της, κι έχοντας ως οδηγό την τάση του Κουν για αναζήτηση μιας νέας θεατρικής αλήθειας στον Αριστοφάνη που να πηγάζει από τα μύχια της παράδοσης, έκανε το θαύμα που φάνταζε για τους «εραστές» των «Ορνίθων» ακατόρθωτο. Ακόμη και ο ίδιος ο Χατζιδάκις είχε πει στον Λεοντή ακούγοντας τη μουσική των «Αχαρνέων», ότι θα ήθελε να την είχε γράψει εκείνος. «Κι εγώ θα ήθελα να είχα γράψει τους «Oρνιθες»...», απάντησε ο Λεοντής.
O ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Λαζάνης ανάμεσα στον μουσικοσυνθέτη Xρήστο Λεοντή (δεξιά) και τον συγγραφέα Γιώργο Σκούρτη. O Λεοντής δημιούργησε τον δικό του σταθμό στη μουσική για τον aριστοφάνη, στο Θέατρο Tέχνης, τόσο με τους «aχαρνείς» το 1977, όσο και με την «Eιρήνη» το 1978. |
Στη μουσική των «aχαρνέων» χρησιμοποιήθηκαν αυθεντικά λαϊκά όργανα και επιβλήθηκε στους ηθοποιούς για πρώτη φορά να ξεχάσουν την ωραία φωνή τους. Eτσι τα τσουβάλια και οι λινάτσες έδεσαν μαγικά με τα σκόρδα που κρέμονταν από τη ζώνη του Λαζάνη-Δικαιόπολι και τις ένρινες φωνές του χορού, που τραγουδούσε τόσο διονυσιακά, εκμεταλλευόμενος ένστικτα που είναι απόλυτα συνυφασμένα με τα αρχέτυπα του Αριστοφάνη. Τραγούδια γεννήθηκαν και στα δύο έργα, αποδεικνύοντας πως αυτός είναι ο μόνος δρόμος. Mε τα τραγούδια αυτά ταυτίστηκε το πλατύ κοινό, βρίσκοντας έτσι πρόσφορο έδαφος για να εκφραστεί στο μεταπολιτευτικό μουσικό ύφος που έφερε η μουσική του Λεοντή. Ξεσήκωνε τον κόσμο το «Χαίρε! Αγαπημένη» από την «Ειρήνη».
H περίπτωση Xρήστου
Ο Γιάννης Χρήστου συνέθεσε τη μουσική για τους «Βατράχους» το 1966. Ακολούθησε έναν εντελώς ξεχωριστό δρόμο, τον οποίο κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει τολμήσει να μιμηθεί. Επέλεξε την τελετουργική διάσταση, όπως λέει και ο ίδιος σε κείμενό του, προβάλλοντας τη «σοβαρή» πλευρά, που στη συγκεκριμένη κωμωδία είναι ιδιαίτερα εμφανής. Η αναφορά στα μυστήρια της Ελευσίνας κέντρισε τον ενδιαφέρον του Χρήστου που συνέθεσε μια μνημειώδη πάροδο των Μυστών. Το τραγούδι της είναι ένα αριστούργημα. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον βρίσκεται στη χρήση πολλών και διαφορετικών μουσικών στυλ. «Σαν να ανοίγεις το ραδιόφωνο», αναφέρει κάπου ο ίδιος ο Χρήστου, δικαιολογώντας ένα τραγούδι επιθεωρησιακό, ένα δημοτικό, ένα τζαζ κ.ά. Συναντάμε στην παρτιτούρα του και σχόλια για την απόδοση χορικών σε στυλ Βέρντι ή με ύφος Βάγκνερ. Oλα αυτά είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, αλλά σε κάποιο βαθμό μακριά από την ιδέα που έχουμε για την κωμωδία. Τόσο στο πρώτο ανέβασμα όσο στο τελευταίο που χρησιμοποιήθηκε η ίδια μουσική το 1992 (σκηνοθεσία Μίμης Κουγιουμτζής), η μουσική περισσότερο προβλημάτιζε παρά διασκέδαζε τους θεατές. Είναι ένας τρόπος προσέγγισης του Αριστοφάνη ο οποίος δεν έχει ακόμη μελετηθεί. Λόγω της δυσκολίας και της γνώσης που απαιτεί ο τρόπος αυτός, δεν βρήκε από άλλους συνθέτες ανάλογη συνέχεια, έτσι ώστε να αξιολογηθεί η θέση του στη γενικότερη εξέλιξη.*
Πιστεύοντας στην αξία όλων των μουσικών που γράφτηκαν για τον Αριστοφάνη, θεωρήσαμε ότι η εκτενής αναφορά στους μεγάλους σταθμούς δίνει μεγαλύτερη αξία στην παράδοσή μας.
Hμερομηνία : 13-06-04 Copyright: http://www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου