Από τις «ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»
Μακρόνησος, Άη Στράτης, 1949-1951
... «Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
νάρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις, νάρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,
και συ να λείπεις,
οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι, και συ να λείπεις,
ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,
πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν στα μπαλκόνια,
ν’ ανεβαίνει μια παρέλαση την οδό Σταδίου,
χιλιάδες κόσμος κρατώντας στα χέρια του κόκκινες σημαίες,
κρατώντας επιτέλους τα όνειρά του μέσα στα χέρια του,
να λένε δυνατά τη λέξη σύντροφος, και συ να λείπεις,
ύστερα ένα κλειδί να στρίβει – η κάμαρα νάναι σκοτεινή,
δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις,
σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτω απ’ το χώμα,
και τα κουμπιά του σακκακιού σου ν’ αντέχουν πιότερο από σένα κάτου
απ’ το χώμα
και η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει,
όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θάχει λιώσει»...
...Θα πρέπει ν’ αγαπιόμαστε πολύ,
γιατί ‘ναι πολύς θάνατος μέσα στα σπίτια και στους δρόμους,
και πάντα είναι ένας θάνατος μέσα στον ίσκιο μας
κι αύριο μπορεί νάναι αργά για να πεις σ’ αγαπώ...
- «Ώστε, λοιπόν, δεν κρυώνουν, Λοχαγέ;»
- «Δεν κρυώνουν, κ. Διοικητά,
καθόλου δεν κρυώνουν,
Δεν είναι περίεργο, κ. Διοικητά,
να μην κρυώνουν;»
- «Σκασμός, Λοχαγέ. Διατάξατε αμέσως:
όλοι οι φυλακισμένοι να κρυώνουν,
όλοι οι σκοτωμένοι να κρυώνουν,
να κρυώ –
νουν –»
«Μάλιστα κ. Διοικητά
Θα κρυώνουν».
Η πολιτεία κοιμόταν.
Έκανε πως κοιμάται η πολιτεία.
«Πυρ»
Η φωνή στο έρημο γήπεδο.
Ένα παράθυρο άνοιξε –
έκλεισε πάλι προφυλακτικά.
Οι γλόμποι του δρόμου ξεθώριαζαν.
Η αυγή έτριβε τα μάτια της.
Λίγες γριές βγήκαν με τα καλάθια τους
να μαζέψουν χόρτα στα γύρω χαντάκια.
Δεν κοίταζαν οι γριές το δρόμο.
Δεν μάζευαν χόρτα.
Στο φορτηγό αυτοκίνητο
ο λοχαγός κι οι δώδεκα άντρες.
Τ’ απόσπασμα γυρνούσε στο στρατώνα.
Ο Λοχίας αποκοιμήθηκε στ’ αυτοκίνητο.
Κρύωνε πολύ ο Λοχίας – κι αποκοιμήθηκε.
Το κεφάλι του σάλευε πέρα-δώθε.
Ο Βαγγέλης δε σάλευε καθόλου...
- Απ’ την αρχή λοιπόν, σύντροφε;
- Απ’ την αρχή.
- Κουράστηκα, σύντροφε, κουράστηκα.
Οι μέρες μας μέσα στη σκιά. Μέσα στο φόβο οι νύχτες μας.
Πού ’ναι ένα δέντρο; ένα φιλί; λιγάκι φως στα πρωινά σεντόνια μας;
Ένα σκαμνί στον ποτισμένο κήπο το βραδάκι;
Ταπεινά λόγια – «είμαι καλά» - δε σ’ αφήνουν –
ένα τραγούδι απ’ την ταβέρνα, η μυρουδιά απ’ τον άνιθο
το πρώτο τριαντάφυλλο που σκάει
σα μάγουλο παιδιού τεντωμένο για φίλημα,
η Κυριακή με το σιδερωμένο σου πουκάμισο
ένας περίπατος στα πευκάκια με την Ελένη –
το χέρι σου στη μέση της, όπως το δειλινό φως περνάει το χέρι του στη
μέση της πασχαλιάς, -
νάναι ήσυχο το σήμερα, δίχως χτες, δίχως αύριο,
ήσυχο τ’ όνειρο σαν τη σταγόνα της βροχής σ’ ένα λουλούδι
κι αργά τη νύχτα οι σκιές από δύο φύλλα της κληματαριάς
πάνου στο τζάμι το αχνισμένο με φεγγάρι
σαν τα μεταξωτά καλτσάκια του παιδιού μας που ακόμα δεν γεννήθηκε.
Κουράστηκα, Θε μου. Όλο τ’ αύριο, τ’ αύριο. Ξεχάσαμε
τη σίγουρη στιγμή πούναι δική μας, μόνο αυτή δική μας, και τη χάνουμε.
Και νάναι το κρεβάτι σου μικρό –
τα πόδια σου να κρέμουνται μέσα στο αύριο – έτσι άβολα –
τα χέρια σου να κρέμουνται μέσα στο θάνατο. Κουράστηκα.
Κρατούσαμε στα χέρια μας τη ζωή μας – μας την πήραν.
Μας κόψαν και τα χέρια. Κουράστηκα.
Δεν μπορώ μήτε να μισήσω. Δεν μπορώ. Κουράστηκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου