Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Μια κουβέντα, ένα δίλημμα, μια επέτειος...

   
   Βρέθηκα μέσα στις γιορτές σε ένα φιλικό σπίτι, σ' ένα απ' αυτά τα εθιμοτυπικά τραπέζια των ημερών, όπου συγγενείς και φίλοι μαζεύονται για να ευχηθούν για την καινούρια χρονιά και πολλές φορές για να κάνουν, όχι υποχρεωτικά, και απολογισμό του χρόνου που πέρασε, και όχι μόνο. Και λέω όχι μόνο, αφού αυτές οι γιορτές εν μέσω κρίσης, προσφέρονταν για τέτοιους απολογισμούς, κριτικές, επανατοποθετήσεις, αποκηρύξεις και αυτοκριτικές. Στην καλή παρέα συμμετείχε και ένας καλός ηθοποιός της γενιάς του Πολυτεχνείου, απ' αυτούς τους ηθοποιούς που η σταδιοδρομία τους ήταν ισορροπημένη, εννοώντας ότι και εναλλακτικό θέατρο και σινεμά έκανε, και τηλεόραση με μέτρο και με αξιοπρέπεια έκανε, και σε διαφημιστικά που δεν τον εξέθεταν συμμετείχε, και σε άλλες δουλειές πολιτισμού προχώρησε. Ισορροπημένη λοιπόν η σταδιοδρομία και άξια σεβασμού.
   Όπως ήταν φυσικό, η κουβέντα πέρα από την στανικά χαρούμενη φέτος, λόγω της κρίσης, πολυλογία των ημερών ήρθε και στο ελληνικό σινεμά. Φυσικό ήταν, έρχονταν και τα καλά νέα για τον "Κυνόδοντα", είχαν και κάποια καλή υποδοχή από το κοινό και οι άλλες ελληνικές ταινίες της χρονιάς που πέρασε... Ωστόσο με το πες-πες κατέληξε η κουβέντα στην κακοδαιμονία που ταλαιπωρεί εμάς τους νεοέλληνες: στη σώνει και καλά αναγκαστική συνθήκη να τοποθετούμεθα ξεκάθαρα σε διλήμματα. Πώς λέγαμε "Καραμανλής ή τανκς", "Μέσα ή έξω από την ΕΟΚ, το ΝΑΤΟ κλπ.", "Αριστερά ή Δεξιά", ή "ελληνικό λαϊκό τραγούδι ή ροκ εν ρολ", "εμπορικό ή ποιοτικό θέατρο και σινεμά" επί διλημμάτων πολιτισμού , με όλα τα συμπαρομαρτούντα διλήμματα του τύπου "Θεοδωράκης ή Χατζιδάκις", "Βουγιουκλάκη ή Καρέζη", "Μπιτλς ή Ρόλινγκ Στόουνς", "Παναθηναϊκός ή Ολυμπιακός" επί διλημμάτων ποδοσφαίρου  κλπ., έτσι και τώρα, η κουβέντα οδηγήθηκε στο δίλημμα " κινηματογράφος της Αριστεράς ή κινηματογράφος της ψυχαγωγίας". Και δώστου ο καλός ηθοποιός να κατακεραυνώνει τον "κινηματογράφο της Αριστεράς" που καταπίεσε κοντά 40 χρόνια κοινό και δημιουργούς, που δεν έδωσε τίποτα παρά μόνο βαρεμάρα και τίποτα άλλο, "που στο κάτω-κάτω, καλύτερα περνάγαμε με τις ταινίες του Φίνου, που και καλούς ηθοποιούς βλέπαμε, όχι σαν τον Αγγελόπουλο που πρέπει να περιμένεις μισή ώρα για να ανοίξει ηθοποιός το στόμα του να μιλήσει..." κλπ, κλπ τα γνωστά επιχειρήματα και αστειάκια του Περράκη και του Τζιμάκου του Πανούση.
   Εδώ τώρα θέλω να κάνω ένα άλμα στο χρόνο και να 'ρθω στο σήμερα που όλος ο κόσμος, ιδιαίτερα τα παιδιά μας, είναι αγκιστρωμένος στην ανοησία της τηλεόρασης από την "Μαρία την άσχημη" και την "Πάτι" μέχρι τα σκουπίδια του μεσημεριού και τις καθημερινές σειρές της ελληνοτουρκικής κακογουστιάς (άλλη επιστροφή στην κουλτούρα της δικτατορίας, θυμηθείτε Χούλια Κότσγιγιτ, την "Αλίκη της Τουρκίας"). Συν φυσικά και την αδιάλειπτη παρουσία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου από καταβολής τηλεοράσεως στη χώρα μας. Θέλω να πω, καλή είναι η νοσταλγία για μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, αλλά να μην υμνούμε ένα σινεμά που εδώ και 50 χρόνια έχει προετοιμάσει το έδαφος για το σημερινό σκουπιδαριό που έχει στρογγυλοκαθήσει στα σπίτια μας. Πολύ περισσότερο έχει καλλιεργήσει και τρόπους να σκεφτόμαστε, και τρόπους να αισθανόμαστε σαν αυτούς με τους οποίους πορεύτηκε ο κοσμάκης μετά τον πόλεμο: να κοιτάει την πάρτη του την ώρα που ο διπλανός του βασανιζόταν, φυλακιζόταν, εξοριζόταν και εκτελούνταν για την προκοπή όλων.
   Αν πρέπει κανείς να καταμαρτυρήσει κάτι στο "σινεμά της Αριστεράς" είναι όχι η στράτευσή του (που οπωσδήποτε δεν είχε να κάνει με "σοσιαλιστικούς ρεαλισμούς" κλπ.), αλλά η εμμονή του σε φορμαλιστικές αναζητήσεις - καθώς αμφισβητούσε τους φθαρμένους τρόπους αφήγησης, η έγνοια του, μέχρι ναρκισσισμού, για προβολή νοημάτων  και η αδυναμία του να αφηγηθεί ιστορίες που να σε συγκινούν και να σε ταξιδεύουν. Σε μια χώρα που η καλλιτεχνική παιδεία, και ιδίως η κινηματογραφική, ήταν και είναι ανύπαρκτη. Υπ' αυτόν τον όρο της ανυπαρξίας παιδείας - πόσο μάλλον σχολής, μάλλον ήρωες είναι οι κινηματογραφιστές που προσπάθησαν να αρθρώσουν έναν άλλο λόγο.
   Όσο για τον λεγόμενο "εμπορικό" κινηματογράφο, οι εικόνες του είναι χρήσιμες εφ' όσον τις βλέπουμε ως εικόνες που  πρέπει να σωθούν από τη λήθη, γιατί μας θυμίζουν τις αφετηρίες μας και μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε τον ασήμαντο λόγο μας, το χαλασμένο μας μυαλό και το φθαρμένο  ήθος μας. Όλα προϊόντα ιστορικών συνθηκών ανυπέρβλητων που συνέθλιψαν (και τώρα ακόμα συνθλίβουν) πρωτότυπες ιδέες και πρακτικές.
          
   





                                          Φιλοποίμην Φίνος       (1908 – 1977)

Ο Φιλοποίμην Φίνος γεννήθηκε στην Κάτω Τιθωρέα της Λοκρίδας το 1908. Ο πατέρας του ήταν αγρότης και ο ίδιος σπούδασε Νομικά. Ωστόσο, ποτέ δεν άσκησε τη δικηγορία, μιας και από τα παιδικά του, ακόμα, χρόνια το όνειρό του ήταν να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο.

Το 1939 αποφασίζει να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Πουλά όλα τα υπάρχοντά του και ιδρύει στο Καλαμάκι τα «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο». Την επόμενη χρονιά κάνει την πρώτη και τελευταία σκηνοθετική του απόπειρα με την ταινία «Το Τραγούδι του Χωρισμού», με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τη Λήδα Μιράντα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Τα χρόνια που ακολουθούν είναι πολύ δύσκολα για τον Φιλοποίμην Φίνο. Οι Γερμανοί εκτελούν τον πατέρα του. Ο ίδιος συλλαμβάνεται, ενώ όλος ο εξοπλισμός του λεηλατείται και τα «Επίκαιρα» που γύριζε επί Κατοχής κατάσχονται και καταστρέφονται. Ωστόσο, δεν το βάζει κάτω...
Το 1943 ιδρύει τη «Φίνος Φιλμ», αρχικά στην οδό Στουρνάρα και το 1957 εγκαθιστά οριστικά τα κινηματογραφικά του εργαστήρια στην οδό Χίου 53. Το 1964 παράγει τον πρώτο, ελληνικό, στερεοφωνικό ήχο με τα «Κορίτσια για φίλημα», που θα προβληθεί στερεοφωνικά μόνο στο Αττικόν, τη μοναδική αίθουσα με την ανάλογη τεχνική υποδομή. Το 1971 εγκαινιάζει στην Παιανία τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά στούντιο των Βαλκανίων.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται 175 ταινίες, πολλές από τις οποίες έμειναν κλασσικές, όπως «Η Αγνή του λιμανιού» (1952), «Η Αλίκη στο Ναυτικό» (1961), «Μανταλένα» (1960), «Οι κυρίες της αυλής» (1966), «Στεφανία» (1966), «Λατέρνα, φτώχια και γαρύφαλλο» (1957), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), και πολλές άλλες.

Συνεργάστηκε με πολλούς μεγάλους ηθοποιούς, ανάμεσά τους η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Ζωή Λάσκαρη, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Μάρθα Καραγιάννη, η Τζένη Καρέζη, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, η Γεωργία Βασιλειάδου κ.α.
Ήταν αυτός που έδωσε ώθηση στην καριέρα της Ειρήνης Παπά, ωστόσο ποτέ δεν πίστεψε ότι η Μελίνα Μερκούρη θα μπορούσε να γίνει αστέρας της μεγάλης οθόνης, εξαιτίας του μεγάλου στόματός της. Έτσι, έχασε την ευκαιρία να βγάλει την εταιρία του εκτός των συνόρων, όταν αρνήθηκε την πρόταση να αναλάβει τη συμπαραγωγή της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή» (1960).
Τελευταία παραγωγή του ήταν η ταινία «Ο κυρ-Γιώργης εκπαιδεύεται» (1977), με πρωταγωνιστή τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη. Αυτή αποτέλεσε την «ταφόπλακα» της ήδη χρεοκοπημένης «Φίνος Φιλμ».
Ο «πατέρας» του ελληνικού κινηματογράφου πέθανε στις 26 Ιανουαρίου του 1977, αρνούμενος να υπηρετήσει ούτε στιγμή την τηλεόραση, η οποία του προκαλούσε αποστροφή.

http://www.sansimera.gr/biographies/32

Δεν υπάρχουν σχόλια: