Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Περί ζεϊμπέκικου από την "Αυγή" και από την "Καθημερινή" (9/1/2011)





Ο Σπύρος και ο Γιώργος

του ΚΩΣΤΑ ΚΑΝΑΒΟΥΡΗ ("ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ",  9/1/2011)

Το έχω ξαναγράψει πριν από χρόνια, αλλά δεν πειράζει, καλό είναι να ξαναθυμόμαστε πού και πού ορισμένα περιστατικά από τους βίους των δικών μας αγίων, έτσι, για να μην ωραιοποιείται ακόμα και η απελπισία μας: Είχε, που λέτε, ο Μάρκος Βαμβακάρης έναν φίλο ράφτη, ονόματι Σπύρο, καταπληκτικό χορευτή ζεϊμπέκικου. Όταν λοιπόν ταίριαζε ένα καινούργιο τραγούδι και ήθελε να δει αν το μέτρο ήταν το σωστό, το πρέπον δηλαδή, καλούσε σε βοήθεια τον φίλο του: "σήκω, ρε Σπύρο, να δω πώς πάει στα πόδια σου".
Δεν βρίσκω πληρέστερη έκφραση για την αξιοπρέπεια αυτού του χορού από τα λόγια του μεγάλου Μάρκου και ας με συγχωρέσει όποιος έγραψε το περιστατικό γιατί δεν θυμάμαι ώστε να αναφέρω την πηγή. "Να δω πώς πάει στα πόδια σου". Έκφραση μιας ολόκληρης κουλτούρας, την οποία φυσικά δεν διαθέτει ο άξεστος περί τον ρυθμό γενικώς (τον ρυθμό των ανθρώπων εννοώ), αλλά και τον ρυθμό των εννέα όγδοων ειδικώς, πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου. Και όχι μόνο είναι άξεστος, αλλά και ως γνήσιος αυθέντης νομίζει ότι μπορεί να γελοιοποιεί και να καταβαραθρώνει τα πάντα, χωρίς αιδώ, μέσα στην έπαρση μιας ρηχής εξουσίας που δεν θα φτάσει ποτέ στο δέος του αχανούς ανθρώπου και του αχανούς χορευμένου του βήματος μέσα στο χάος.
Το βλακώδες ζεϊμπέκικο (συγγνώμη που ονομάζω ζεϊμπέκικο αυτή την κλωτσοπατινάδα) που χόρεψε πρόσφατα ήταν μια απερίφραστη περιφρόνηση, αφού το σώμα μιλάει πάντοτε τη γλώσσα της αλήθειας, προς την αυθόρμητη περηφάνια, προς τη χαρμόλυπη σχέση με τον θάνατο, προς τη συγκρουσιακή σχέση με την υποταγή στο μοιραίο, προς την ενθεογόνο ενόρμηση του χορού, προς την υπερούσια δομή της ανάσας ανάμεσα σε δύο στίχους τραγουδιού που παρακινεί κάθε φορά τον "Σπύρο" να επαληθεύσει τη σχέση με το χάος. Καθαρά πράγματα: ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ένας ανάξιος χορευτής, επειδή είναι ένας κολακευμένος άνθρωπος, άρα ανίκανος να αποκτήσει τον ελάχιστο βηματισμό της εξανάστασης. Χυδαίος χορευτής, ανίκανος άνθρωπος. Όποιος κλωτσάει έτσι θεωρώντας ότι οι άλλοι -δεν μπορεί- θα το εισπράξουν ως ζεϊμπέκικο, δεν είναι ικανός για τίποτε. Το αντίθετο: είναι ικανός για τα χείριστα επειδή δεν αντιλαμβάνεται την αίσθηση του ήθους. Του ήθους που προκύπτει από τον ρυθμό και που επιβάλλει την αισθητική τού υπάρχειν.



Ώστε ανήθικος χορευτής σημαίνει ανήθικος άνθρωπος. Και εν συνεχεία: Ανύπαρκτος χορευτής θα πει ανύπαρκτη οντότητα. Θα πει κέλυφος αδειανό, χαλκός αλαλάζων (αλαζονικά δε, που έχει και την ίδια ρίζα) και κύμβαλο παράκρουσης αντί για το ωραία επαχθές απέραντο της οντότητας. Τι να καταλάβει απ' όλα αυτά ο Γιώργος Παπανδρέου και οι χειροκροτητές του; Τι να καταλάβουν οι κόλακες από την ύβρι που συντελείται και που οι ίδιοι προκαλούν και επιφέρουν επί δικαίους και αδίκους; Τι να καταλάβουν από αυτό το μπαλέτο της ανοησίας; Τι να καταλάβουν από αυτό το αναίσχυντο υβρεολόγιο προς το ζεϊμπέκικο με πρωθυπουργική υπογραφή; Τι να καταλάβουν οι κερδώοι της καταστροφής;
Δεν είναι καινούργιο αυτό το "ζεϊμπέκικο" που σκύλευσε τα πάντα. Και δεν αναφέρομαι καν στο πέταγμα της κότας που υποτίθεται ότι χόρεψε παλιότερα ο ίδιος άνθρωπος ενώπιον του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών ως επίδειξη μιας γλεντοκόπας φιλίας. Κοτίσιο ζεϊμπέκικο, κοτίσια φιλία, κοτίσιο μυαλό. Δεν μιλώ γι' αυτό. Μιλώ και για τα παλιότερα ζεϊμπέκικα του πρώτου διδάξαντος, του Ανδρέα Παπανδρέου, τα τόσο ταιριαστά με την πασόκικη γουρουνίλα της δεκαετίας του '80, τότε που όλη η στέρηση ελευθερίας μετατράπηκε σε αρπακτικό λαϊκισμό, ένυλο και άυλο. Τότε που σπαταλήθηκαν τα άυλα κυρίως υπάρχοντα για να προκύψει η ανερμάτιστη υποταγή στην άδοξη ευωχία. Με τα ζεϊμπέκικα του Ανδρέα που χόρευε ως μέγας λαϊκός, ποδοπατώντας ό,τι λαϊκό έβρισκε μπροστά του κι από κάτω χειροκροτούσε (κρατούσε τον ρυθμό -Θε μου σχώρα με- με παλαμάκια) όλο το γουρουνάριο κι όλο το ερπετάριο με την ακράτεια των σιελογόνων αδένων μπροστά στον αρχηγό που απελευθέρωνε τις ενοχές της κάθε αχόρευτης υποταγής και τις μετέτρεπε μ' ένα " ζεϊμπέκικο" σε μαγκιά και περηφάνια του ελληνικού λαού. Ύμνοι και οίνοι για το ζεϊμπέκικο του αρχηγού.
Ο "Σπύρος" βέβαια είχε ακρωτηριασθεί, αλλά τούτο ουδένα ενδιέφερε. Σημασία είχε το ακατάσχετο βήμα του γουρουνιού, το φτεροκόπημα της κότας, το συριστικό σίγμα του μερακλωμένου προγάστορα που χοροπηδάει φτερνοκοπώντας τον πισινό του. Και ο μέγας αρχηγός να απαντάει ανερυθρίαστα στους ξελιγωμένους ερωτώντες για το πού έμαθε τόσο ωραίο ζεϊμπέκικο, ότι του το έμαθαν οι εργάτες στη φυλακή. Μα τον Θεό, έτσι απάντησε ο αείμνηστος κανάγιας και δεν έπεσε η φωτιά του Κορνήλιου Καστοριάδη (που κάτι ήξερε όπως και άλλοι από φυλακή με τον Ανδρέα Παπανδρέου) να τον κάψει. Ω ναι. Χορεύτηκε πολύ το ζεϊμπέκικο επί ΠΑΣΟΚ. Και φτάσαμε ώς εδώ που φτάσαμε. Και καταλήξαμε κοπρίτες στο στόμα του Πάγκαλου. Λες και σ' αυτή τη χώρα δεν υπήρξε ποτέ Λαλιώτης, ούτε Κουλούρης, ούτε Παπαντωνίου, ούτε Τσοχατζόπουλος, ούτε τα τρία κακά της μοίρας μας. Κι έτσι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Από το ζεϊμπέκικο του "Σπύρου" φτάσαμε στη φάρσα ζεϊμπέκικου του υιού του Γιώργου. Ενός χορού που νομίζει ότι είναι χορός. Ένα νόμισμα δηλαδή. Κίβδηλο. Κάλπικο. Κανένα χρέος δεν γίνεται να ξεπληρώσει. Γιατί ο κάλπης φαίνεται από το βήμα του στον κόσμο και στον χρόνο. Από τον χορό του. Γιατί για μια ακόμη φορά "το φαίνεσθαι είναι και Είναι". Κατά Χάντεγγερ τουλάχιστον.






















































Ο καημός του πρωθυπουργού


Tης Mαριας Kατσουνάκη

Τις μέρες της Πρωτοχρονιάς, ο Γιώργος Παπανδρέου επέλεξε να πάει σε ένα κέντρο στη Νέα Κηφισιά. Η έξοδος συνοδεύτηκε και από χορό. Ζεϊμπέκικο. Ο πρωθυπουργός, κρίκος της πολιτικής μεταπολιτευτικής αλυσίδας, έδωσε τη δική του ερμηνεία στη «Συννεφιασμένη Κυριακή», κινησιολογικά και εκφραστικά. Οι χορευτικές επιδόσεις του σχολιάστηκαν από τα ΜΜΕ, οι αναφορές στο δίπολο κρίση - διασκέδαση (εδώ ο κόσμος χάνεται και ο πρωθυπουργός διολισθαίνει στην ψυχαγωγία) αμβλύνθηκαν κάπως από το όνομα του κέντρου: «Παυσίλυπο».
Η μακρά παράδοση του ζεϊμπέκικου στην πολιτική ελληνική σκηνή (βλέπε «Περιβόλι τ' ουρανού») έχει πολλούς εκπροσώπους, άλλους πρωταγωνιστές στην πίστα, άλλους απλούς χειροκροτητές - θαυμαστές. Οπως και να 'χει, το ζεϊμπέκικο κατέχει (μαζί με τα «Κάρμινα Μπουράνα») διακριτή θέση στην πασοκική μυθολογία. Παραπέμπει ευθέως στο είδος του πολιτικού που είναι παιδί του λαού, προέρχεται από αυτόν και αναφέρεται σε αυτόν. Η σημειολογία του αποτελεί θεσμοθετημένο λόγο. Προσδιορίζει μια διαδικασία συμμετοχής, στέλνει μηνύματα συμπαράστασης στο πάσχον κοινωνικό σύνολο, διέπεται από κανόνες και ρυθμίσεις (λέγονται και φιγούρες). Το ζεϊμπέκικο είναι ένας διαχρονικός λόγος, της κάθε εποχής αλλά και για την κάθε εποχή. Τι κι αν ορισμένοι κακόβουλοι θεωρούν το ζεϊμπέκικο των πολιτικών «χορογραφημένο λαϊκισμό»… Δεν αντιλαμβάνονται -προφανώς- τη συμβολική σημασία των βημάτων, εμπρός και πίσω, του ανεπαίσθητου μετεωρισμού, της μετάθεσης του βάρους, των περιστροφών, του βυθίσματος στον εαυτό, των σοφά, αν και παρορμητικά, επιλεγμένων κινήσεων.
Ακόμα κι αν ορισμένοι πρεσβεύουν ότι «το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται». Οτι δεν έχει βήματα, «είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα, που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται». Η άποψή τους προσκρούει στις πρωθυπουργικές ερμηνείες. Ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος, για παράδειγμα, σε ένα ιδιαίτερα μελετημένο άρθρο που είχε δημοσιεύσει πριν από χρόνια σημείωνε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Το ζεϊμπέκικο είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων. Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα, ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε. (…) Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του· αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι' αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει. Ο σωστός χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία. (…) Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι· απάδει προς το πνεύμα. Είναι χορός μοναχικός, κλειστός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. (…) Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο πόνος του άλλου δεν αποθεώνεται. Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του· δηλαδή να του γιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει».
Αν ακολουθήσουμε τη λογική του κειμένου, θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά τι οδήγησε τον Ελληνα πρωθυπουργό στην πίστα. Εστω και αν «ο αρχαϊκός χορός της Θράκης, που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922, έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο». Εστω κι αν «δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και άλλες προτεραιότητες». Θα έχει πάντα θέση στο ρεπερτόριο της άλλης Ελλάδας, που, όσο και να (κατα)κρίνουμε, μας σκιάζει.






Δεν υπάρχουν σχόλια: