...Την άλλην βραδιάν επανήρχετο όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κι εμορμύριζεν/
- Ένας Θεός θα μας κρίνη... κι ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
Και είτα, μετά στεναγμού, προσέθετε/
- Κι ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
Αλλά δεν ημπορούσε πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες ασμάτιον/
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κι εμένα γείτονα με τη γειτόνισσά σου.
Την άλλην βραδιάν η χιών είχε στρωθή σινδών εις όλον τον μακρύν στενόν δρομίσκον.
- 'Ασπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους το μάτι του Θεού... να μας ασπρίση τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Εφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, εν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν' ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Το καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς, και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Μασσαλίας, την ασωτείαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, δια να μη παρασταθούν όλα γυμνά και ξετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου. Ν' ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στε νόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον, τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν, την λερήν και κουρελιασμένην. Να σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την Πολυλογού και ψεύτραν και τον χειρόμυλόν της και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της και το γυαλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, και τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα, να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου