Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Στον Μάκη Στάθη που έφυγε σήμερα...




...Κοίτα, τρύπησες το δάχτυλο σου... να ορίστε, μάτωσε... δώσ’ μου να το πιπιλίσω... εσύ είσαι μικρή ακόμα, που μπορεί να ξέρεις να κεντάς, πρέπει να μάθεις...Γι’ αυτό σου λέω, όποτε θες, έλα... έλα να σου δείξει η μάνα μου, και θα δεις, θα πάρεις άριστα στην χειροτεχνία...
Να κατάλαβε τίποτα ο άντρας της...; Βάραγε η καρδιά μου ως και οι περαστικοί θα την ακούγανε... Κι όμως περάσανε είκοσι πέντε χρόνια.
Διαλεχτή... έχει τρία παιδιά και δε μου μοιάζει κανένα... Θα μας βάλουνε λέει στα θρανία ένα αγόρι, ένα κορίτσι... θές, Διαλεχτή, να κάτσουμε μαζί...; Καλός φαινότανε ο άντρας της... τρία παιδιά...

Να μ’ έβλεπε κανείς έτσι που σέρνομαι, θα νόμιζε πώς τρελάθηκα... Τι λες κι εσύ, κύριε πόδι του τραπεζιού... για λωλό δε θα μ’ έπαιρνε...; Λοιπόν, εσείς τα έπιπλα έχετε ώρες ώρες ένα ύφος.. Είστε απαράλλαχτα όπως οι πεθαμένοι, που θαρρείς πώς  μπορούνε να μιλήσουνε και δεν μιλούνε... έτσι επίτηδες... σαν να τους αρέσει πού εσύ ψοφάς να τους ακούσεις και κείνοι σωπαίνουνε... Λόγω τιμής, την ίδια μούρη έχετε κι εσείς... Ά μωρέ μάνα, δεν τη βρίσκω αυτή τη βελόνα... που σου ’πεσε, εδώ ή έξω...; Πάω να φύγω κι εγώ... όλοι οι άλλοι παίζουνε κι εγώ ή γράφω ορθογραφία ή με βάζει και κοπανίζω αλάτι... Κι εγώ θα γίνω ναύαρχος, άμα μεγαλώσω, να κάνω ότι θέλω εγώ... Μάνα μου, μάνα μου, άχ, να μπορούσες να μ ‘ακούσεις και να μου πεις ένα λόγο... Σαν βροχούλα θα ’πεφτε πάνω μου ο λόγος σου...σαν δροσερή ευλογημένη βροχή απ’ τον ουρανό... Αχ να ’σουνα τώρα να κάθεσαι σ’ αυτή την καρέκλα, να σε βλέπω, να σ’ έχω... Να μπορώ να σου πω... Ξέρεις τι θα σου ζήταγα, μάνα, κι ας είμαι γέρος πια... Να με πάρεις στα πόδια σου, να με χορέψεις, να με τρυφερέψεις μια στάλα... τότε μικρός τι καταλάβαινα...; Τώρα μου λείπει... να νιώθω τα χέρια σου στα μαλλιά μου, στα μάγουλα μου... Να χώσω τα μούτρα μου μες στην ποδιά σου να κλάψω... να τριφτώ... και να ’χεις τσάγαλα, λέει, στην τσέπη σου... να μου τα δώσεις... με δείρανε, μάνα..., πήγα να παίξω και με διώξανε και με δείρανε... βοήθεια, μάνα, μπάλωσε μου το πανταλόνι μου... Γιατί πέθανες, μάνα, γιατί...; γιατί δε με ρώτησες...; βοήθεια, μπάλωσε μου το πανταλόνι μου, μπάλωσε μου το...



Να τη...

(Σηκώνεται,  αφήνει την βελόνα στο τραπέζι.  Πάει στο ραδιόφωνο και ανοίγει το διακόπτη.)...


Από το μονόλογο του Ιάκωβου Καμπανέλλη "Αυτός και το παντελόνι του" που ο Μάκης έζησε μοναδικά και δεν είναι πια εδώ να το ξαναζήσει... 

1 σχόλιο:

Ευαγγελία είπε...

Ο Μάκης είναι μια αιώνια πηγή που μπορούμε να λουζόμαστε...
Μας έδειξε τον τρόπο του, αυτόν που μας συγκίνησε, μας άγγιξε, μας ξεσήκωσε, μας ένωσε....
Πονάμε βαθειά για μας που δεν μπορούμε πια να πέφτουμε στην αγκαλιά του, που δε θα βλέπουμε πια την ομορφιά μας στα μάτια του και στο μεγάλο του χαμόγελο.
Φοβόμαστε πως δίχως αυτήν τη σαρκωμένη μεγάλη ψυχή θα βουλιάζουμε χωρίς ελπίδα μες την μικρο-λιποψυχιά μας.
Όμως ο αγαπημένος μας έκανε όσα μπόρεσε και μοιράστηκε μαζί μας όλα όσα ονειρεύτηκε..
Τώρα μας έδωσε τη σκυτάλη .
Ας μη κλαίμε άλλο τη βρωμιά μας
Ας λουστούμε στην πηγή του.