Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Ανδρέας Μπελεζίνης, ένας δάσκαλος που το καλοκαίρι του 1974 φανέρωσε σε κάποια "αποξηραμένα" παιδιά ότι υπήρχε η δυνατότητα για μια βαθιά γνώση, για ένα "άλλο" σχολείο, για μια "άλλη" παιδεία, και τι κρίμα που δεν την έζησαν...



«Έφυγε» ο φιλόλογος και κριτικός της λογοτεχνίας Ανδρέας Μπελεζίνης

ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛH | Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011  [ 21:54 ] (από το "ΒΗΜΑ - on line")



Ο χαρισματικός δάσκαλος και δραστήριος μέχρι τέλους μελετητής της λογοτεχνίας Ανδρέας Μπελεζίνης «έφυγε» το απόγευμα της Τετάρτης, στα 81 χρόνια του, στην Εντατική Μονάδα του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» όπου νοσηλευόταν τον τελευταίο ενάμιση μήνα.
Γεννημένος στην Πάτρα στις 28 Οκτωβρίου του 1929, μεγάλωσε στη συνοικία του Αγίου Ανδρέα και στην Αρόη. Τελείωσε το τότε οκτατάξιο γυμνάσιο στη Μέση Σχολή και τις δύο τελευταίες τάξεις στο Δ΄ Αρρένων Πατρών. Φοίτησε στο Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και συνέχισε, για ένα μικρό διάστημα, με μεταπτυχιακά στην ιστορία. Δίδαξε σε φροντιστήριο και για πέντε χρόνια σε δημόσιο σχολείο. Παραιτήθηκε το 1966, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και στράφηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση. Το φροντιστήριό του στην οδό Κωλέττη, όπου τον θυμούνται λογοτέχνες και φίλοι, ήταν σημείο συνάντησης για χρόνια.
«Προαγωγός εις ποίησιν», όπως σημείωνε χαρακτηριστικά ο ίδιος, είπε πολλά, έγραψε λιγότερα και δημοσίευσε ελάχιστα. Εξέδωσε και συνδιηύθυνε τα περιοδικά «Οστρακο» (στην Πάτρα) και «Σπείρα» (στην Αθήνα). Ιδρυτικό μέλος του Συμποσίου Ποίησης στην Πάτρα, ήταν επίτιμος πρόεδρός του.
Χάρη στον φιλόλογο Παναγιώτη Γκίνη, καθηγητή του των Νέων Ελληνικών στη Μέση Σχολή, αγάπησε τη λογοτεχνία και ζητούσε από τον πατέρα του, τον υποδηματοποιό Ιωάννη Μπελεζίνη, να του φέρει βιβλία «πότε έναν από τους τρεις τόμους του “Λυρικού βίου” του Aγγελου Σικελιανού, μέσα στη διετία 1946-47, πότε, με πιέσεις και παρακάλια ώσπου να φτάσει στηνΠάτρα ένα απότα αριθμημένα τριακόσια αντίτυπα, την “Κίχλη” του Γιώργου Σεφέρη το 1947, κι άλλοτε τη συλλογή “ΕΛΕΥΣΙΣ” του Νίκου Εγγονόπουλου», έλεγε ο ίδιος σε συνέντευξή του το 2007 στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό poeticanet.com.
Μελετητής με τεράστιο φιλολογικό υπόβαθρο και εντυπωσιακές γνώσεις, στράφηκε στην κριτική από πολύ νωρίς. Τον Σεπτέμβριο του 1947, νεοεισακτέος στη Φιλολογία, παίρνει το βάπτισμα του πυρός όταν αντικαθιστά τον Γκίνη σε μια ομιλία στην αίθουσα επιμελητηρίου στη Μεγάλη Πλατεία στην Πάτρα, με θέμα «Αγγελος Σικελιανός – Κώστας Καρυωτάκης: δύο αντίποδες». Αφησε εκαντοντάδες δημοσιεύσεις και τόμους με κριτικά κείμενα, σχεδόν αποκλειστικά για την ποίηση, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους ποιητές του υπερρεαλισμού: «Εύσημοι και άσημοι λόγοι» (1986),«“Η νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη” του Νίκου Καρούζου. Κριτική ανάγνωση» (1987), «Κριτικό τρίπτυχο» (1991), «Ο όψιμος Ελύτης» (1999),«Παρουσιάσεις ποιητών» (2004), «Για τον Νίκο Εγγονόπουλο και τον υπερρεαλισμό: Ενα διακειμενικό δοκίμιο και άλλα μελετήματα» (2008), «Νίκος Φωκάς: Ενας "αναφορικός" ποιητής» (2009).
Τα τελευταία χρόνια, περιορισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι λόγω του αυχενικού συνδρόμου που τον ταλαιπωρούσε, ζούσε μεταξύ Αμαρουσίου και Ωρωπού γράφοντας και δημοσιεύοντας αδιάλλειπτα. Συνεργάστηκε ως κριτικός με εφημερίδες και περιοδικά («Αντί», «Διαβάζω», «Νέα Εστία», «Ο Πολίτης», «Σήμα», «Τομές», «Υδρία» κ.ά.).
Η κηδεία του θα γίνει την Παρασκευή 21 Ιανουαρίου, στις 13.30, από την εκκλησία του Αγίου Λαζάρου στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Σχόλιο-αποχαιρετισμός: Το καλοκαίρι του 1974 τέλειωσα την Ε' Γυμνασίου και όπως τόσοι και τόσοι νέοι βρέθηκα στις πύλες των φροντιστηρίων. Η θεωρητική κατεύθυνση που διάλεξα με έφερε στο "Θεωρητικό Φροντιστήριο" της οδού Κωλέττη, στα Εξάρχεια. Ερχόμουνα από ένα Πρότυπο Γυμνάσιο της εποχής, νεοιδρυθέν το 1971, την "Πρότυπον Ευαγγελικήν Σχολήν Νέας Σμύρνης" που υποτίθεται ότι πληρούσε αυστηρότερες προδιαγραφές στη μάθηση που μας παρείχε μαζί με τον υπερσυντηρητισμό της εποχής. Τρίχες! Τίποτα δεν μας παρείχε. Παπαγαλία και μιζέρια, μιζέρια και παπαγαλία! Και κανείς δάσκαλος να θαυμάσεις και ν' αγαπήσεις για κάποια χαραμάδα φως που θα σου άνοιγε να ξεστραβωθείς στο χουντικό σκοτάδι. Οι του "Πρακτικού" συμμαθητές μας φαίνονταν ευχαριστημένοι, τους αρκούσε που μάθαιναν τα κόλπα να λύνουν ασκήσεις. 
   Στριμωχτήκαμε στις μικρές αίθουσες του κτιρίου της οδού Λόντου και περιμέναμε να γνωρίσουμε έναν καινούργιο κόσμο, που εκτός από παραπαιδεία με όλη τη καχυποψία που συνόδευε την προσέγγισή μας, για μας τα παιδιά που τα περισσότερα σχολικά χρόνια τα θητεύσαμε σε ένα αυταρχικό σχολείο, ήταν κι ένας κόσμος ελευθερίας. Ελευθερίας, πρώτα στο ωράριο (7 με 10 το βράδυ), ελευθερία κινήσεων (ταξίδι στο κέντρο της Αθήνας μακριά από τη γονεϊκή επιτήρηση) και φυσικά για μας τ' αγόρια που ανήκαμε σε γυμνάσιο Αρρένων ήταν και ελευθερία πρωτοβουλιών στην προσέγγισή μας με τα κορίτσια! Όλα συγκλονιστικά!
   Καλά όλ' αυτά, αλλά το πιο συγκλονιστικό για μένα ήταν η αποκάλυψη ότι τα Αρχαία Ελληνικά και η Λογοτεχνία (ποίηση και πεζογραφία) μπορούσαν να μου δώσουν, εκτός από την απόλαυση να τα "ξεκλειδώνω" και να επικοινωνώ μαζί τους, μια βαθιά εμπειρία ζωής που μπορούσε πια να διαποτίσει και τον τρόπο σκέψης μου και τον τρόπο της ζωής μου. Κι αυτά όχι περίκλειστα, όχι στεγανά, απομονωμένα από την  ιστορία και την σύγχρονη πραγματικότητα. Αξέχαστα θα μου μείνουν τα "πετάγματα" και οι "λοξοδρομήσεις" του Μπελεζίνη στην ιστορία, αρχαία, βυζαντινή και νεώτερη, κι ας μας δίδασκε αρχαία ελληνική θεματογραφία. Όπως φυσικά και οι αντίστοιχες, δηκτικότατες κι αυτές, στην ζέουσα σύγχρονη πραγματικότητα της μεταπολίτευσης μαζί με τις παραινέσεις του για να παρακολουθούμε ό,τι ενδιαφέρον γινόταν στην πνευματική ζωή της εποχής. Κι όλα αυτά με τον χαρακτηριστικό τρόπο της ομιλίας και της απαγγελίας του, που στους περισσότερους ανόητους και "τυφλούς" έφηβους, τους μεγαλωμένους μέσα στη επτάχρονη νύχτα της πιο γελοίας και μίζερης περιόδου της ζωής μας,  φαινόταν από παράξενη μέχρι αστεία και γραφική. Όμως κάτω απ' αυτόν τον τρόπο κρυβόταν ένα πάθος για τον τόπο και την πατρίδα, για τους ανθρώπους που την κατοικούσαν, για μας που θα την κατοικούσαμε και θα συμμετείχαμε στον ορισμό της μοίρας της. Πέρασα στο πανεπιστήμιο, το φροντιστήριο έπιασε τόπο, έκανα πολλές και διαφορετικές σπουδές  αλλά αυτό που κράτησα ζωντανό, ακόμα και τώρα μετά από περίπου 40 χρόνια, είναι η εικόνα του Ανδρέα Μπελεζίνη, του δασκάλου που πάλλεται μπροστά στους μαθητές του, που συγκινεί επειδή συγκινείται σαν τον καλό παραμυθά που παίρνει τα παιδιά και τα ταξιδεύει και αυτά του αφήνονται με ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη...    
       
"Μιλούσε μιαν άλλη γλώσσα,/ την ιδιάζουσα διάλεκτο/ μιας λησμονημένης,/ τώρα πλέον,/ πόλεως,/ της οποίας και είτανε άλλωστε, / ο μόνος νοσταλγός."  

                                                                                                               Νίκος Εγγονόπουλος
    



1 σχόλιο:

Πιρανέζι είπε...

Χαίρε Ανδρέα,

Είμασταν πολύ τυχεροί που σε είχαμε δάσκαλο στον τελευταίο δύσκολο χρόνο της δικτατορίας, όταν μάς βράβευες με χαντρούλες από την Βακτριανή και ξεκούραζες τον εφηβικό μας νου με την ποίηση. Κανένας πανεπιστημιακός δάσκαλος δεν μπόρεσε να συγκριθεί μαζί σου, στις γνώσεις, στην σοφία, στην ευφυία, στην αγάπη για την αρχαιότητα και την τέχνη γενικότερα.

Χαίρε σοφέ και χρηστέ μας δάσκαλε!
Χαίρε!