Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Από το βιβλίο της Αγαθής Δημητρούκα "Πουλάμε τη Ζωή Χρεώνουμε το Θάνατο" (Εκδόσεις Πατάκη)


...Ο κήπος είχε επίσης ελαιόδεντρα ποικιλίας κορωναίικης για λάδι και ποικιλίας Αγρινίου για βρώσιμες ελιές. Τα τελευταία, είτε επειδή ήταν γέρικα είτε επειδή ο καρπός τους μαύριζε νωρίς και τον έτρωγαν οι καρακάξες και τα τσιρόνια, ο πατέρας μου προσπαθούσε να τα κεντρώσει με μοσχεύματα ποικιλίας Καλαμών, που ήταν στη μόδα την... αγροτική. Έπειτα από κάμποσες άκαρπες προσπάθειές του, έτυχε να διαβάσω στο βιβλίο της φυσικής ιστορίας - σε μάθημα που ακόμα δεν το είχαμε διδαχτεί - ότι για να  ενσωματώνονται τα μπόλια έπρεπε να κόβονται από πάνω τα κλαδιά. Ο πατέρας μου με άκουσε, κι όταν γύρισε από τα χωράφια η μάνα μου, την άκουσε κι εκείνη να του λέει: "Δεν ντρέπεσαι, γέροντας άνθρωπος, να ακούσεις ένα μικρό παιδί και να πιάσεις να κουτσουρέψεις τις ελιές;"
   "Η τσούπα μας το διάβασε στα βιβλία της" της απάντησε εκείνος ήρεμος και συνέχισε: "Αυτά τα πράγματα τα μαθαίνουν στο σχολείο. Εσύ πήγες σχολείο; Δεν πήγες!"
   "Πήγα ως τα μισά της Δευτέρας" άρχισε εκείνη να μονολογεί, βλαστημώντας από μέσα τη μοίρα της. "Στα μισά της Δευτέρας πέθανε ο μαυροπατέρας μου, και η μαυρομάνα μου με πήρε απ' το σχολείο για να δουλεύω στις καπναποθήκες, να ποστιάζω καπνά". Και, σαν να έφευγε σε μιαν άλλη διάσταση, συνέχιζε με τις δουλειές της, περιδινούμενη όπως η σβούρα.
   Εγώ μόλις είχα πάρει ένα μάθημα δημοκρατίας: της δημοκρατίας της γνώσης.
 Μα γι' αυτό αγαπούσα τον πατέρα μου: για τη δικαιοσύνη του και για την εμπιστοσύνη που μου έδειχνε.
   Κι όταν, παραβαίνοντας τις μεταξύ μας συμφωνίες, έκανα του κεφαλιού μου κι έπρεπε να τιμωρηθώ, παρόλο που στα χωριά η τιμωρία συνεπαγόταν ένα γενναίο χέρι ξύλο, εγώ δεν έτρεχα να φύγω, να κρυφτώ, για να μην τον προσβάλω που εκείνος δεν μπορούσε να τρέξει σε αναζήτησή μου. Πλησίαζα με κατεβασμένο το κεφάλι, όπως ακριβώς πλησίαζε και μένα ο σκύλος μας - όταν έσπαγε την αλυσίδα του για να τον ξαναδέσω -, και μου έδινε απλώς ένα συμβατικό χαστούκι.
   Προφανώς, εκτός του ότι τον αγαπούσα, τον λυπόμουνα κιόλας. Γι' αυτό κάποιες φορές που παρέλυε στον κήπο κάνοντας δουλειές που υπερέβαιναν τις δυνάμεις του - όπως το καθάρισμα του φράχτη από τα βάτα και των δέντρων από τις παραφυάδες ή το στήσιμο της λιάστρας για τα καπνά -, τον φορτωνόμουνα στην πλάτη και τον έσερνα ως το σπίτι να ξαπλώσει στο κρεβάτι του, για να μην τον φάει η κάψα και το λιοπύρι. Έλειπαν όλοι στα χωράφια. Ποιος να βοηθήσει; Πολύ πιο ψηλός από μένα, που ήμουνα δε θα 'μουνα δέκα χρονών, τα πόδια του περίσσευαν και σέρνονταν, και μάτωναν από τις πέτρες τα δάχτυλά του, παρόλο που φορούσε παπούτσια. Όμως του έδινα κουράγιο με αυτό που το λένε, όπως έμαθα στα κατοπινά βιβλία, υιική στοργή, κι εκείνος δεν σταματούσε τις ευχές: "Όσες τρίχες έχει η κεφαλή μου τόσα καλά να δεις στη ζωή σου / "Χώμα να πιάνεις και μάλαμα να γίνεται" / "Απ' όπου θα περνάς να μοσχοβολάει ο τόπος, να μη σε πει κανένας παλιοβρόμα". Κι εγώ άντεχα το βάρος του, παρ' όλο που ήταν σχεδόν τριπλάσιο από το δικό μου, κι όταν άρχιζε η ανηφόρα, καμπούριαζα ακόμα πιο πολύ, για να μη γλιστρήσει από την πλάτη μου, καμπούριαζα τόσο που έφτανα να βλέπω μόνο τα πόδια μου από τα γόνατα και κάτω. Τώρα μετρούσα πέντε βήματα και μία στάση, ένα σκαλοπάτι και άλλη μία στάση, άλλο ένα σκαλοπάτι και μια τρίτη στάση, κι έπειτα άλλα δύο βήματα και μια επιτόπου στροφή, και τον απίθωνα στην καρέκλα, έξω από την πόρτα του σπιτιού μας. Εκείνος έλεγε ένα "Δόξα Σοι ο Θεός" κι έκανε τον σταυρό του κι εγώ έπαιρνα μια βαθιά ανάσα και ππροσπαθούσα να ισιώσω την πλάτη μου αργά αργά, γιατί πονούσα σαν να είχαν σφηνωθεί ανάμεσα στα πλευρά και στους σπονδύλους κομμάτια από μάρμαρο που γινόταν ένα με τα κόκαλα. Κι ήταν πολύ ιδιαίτερος αυτός ο πόνος / και τον ένιωθα μόνο τότε.
   Γι' αυτό παραξενεύτηκα όταν, ύστερα από χρόνια που ξεκίνησα να μεταφράζω τον Δον Κιχώτη, πονούσα με τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούσα να δουλέψω και για να συνέλθω χρειαζόταν να αναλύομαι σε δάκρυα. Μα εγώ τον Δον Κιχώτη τον λάτρευα και στις σελίδες του εντωμεταξύ είχα βρει επανειλημμένα καταφύγιο και γιατρειά όταν μελαγχολούσα. Τι συνέβαινε λοιπόν; "Μα δεν καταλαβαίνεις πως ο Δον Κιχώτης είναι ο πατέρας σου;" μου έλυσε την απορία ο Ευγένιος, φίλος της ψυχής.
   Ξαναπαίρνοντας τον χρόνο με τη σειρά, κι έπειτα από πολλές βαθιές ανάσες, έφερνα στον πατέρα μου μια λεκάνη με νερό - μια τσίγκινη λεκάνη, αφού δεν είχαν βγει ακόμα οι πλαστικές -, του έβγαζα παπούτσια και κάλτσες, του έπλενα τα πόδια, έχυνα το νερό, που είχε γίνει κόκκινο από τα αίματα, γέμιζα τη λεκάνη με καθαρό νερό, του έβαζα μέσα τα πόδια για να ανακουφιστούν, κι ώσπου να ξεκλειδώσω την πόρτα και να του φέρω μια πετσέτα και τις παντόφλες του, άρχιζε το αγαπημένο του τραγούδι:

                Θ' ανέβω και θα τραγουδήσω
                στο πιο ψηλότερο βουνό...

   Τι κι αν το ψηλότερο βουνό που μπορούσε ν' ανεβεί ήταν απλώς το κρεβάτι του!...                    
                                                                                                                                     (σελ. 32 -35) 



... Κι όταν συνήλθα εντελώς, πήρα καινούργιο ποδήλατο, μόνο που ο Νίκος μού επέτρεπε να κυκλοφορώ στην Αθήνα με έναν όρο: να πηγαίνω και να γυρνάω από τον ίδιο δρόμο. 
   Αυτό έκανα, ωστόσο τα όσα άκουγα από τους αυτοκινητιστές με βάλανε σε σκέψεις: Τι είδους εμμονή ήταν αυτή, που ξεπερνούσε την απλή παραξενιά, την αποδεκτή ιδιοτροπία, εφ' όσον εμπεριείχε μεγάλο ποσοστό κινδύνου να πάθω ατύχημα;
   "Μην ανησυχείς! Δε θα πάθεις τίποτα" ήταν η ήρεμη απάντησή του στη διαμαρτυρία μου, ενώ, στην απορία μου για την εμμονή του, η απάντηση ήταν: "Έχω τους λόγους μου, που έχουν να κάνουν με δικά μου πράγματα, όχι με σένα".
   Όπως όλοι ξέρουμε, οι χρησμοί επιδέχονται διάφορες ερμηνείες. Εγώ επέλεξα να ερμηνεύσω τα λόγια του ως εξής: "Αφενός δε με θεωρεί πράγμα του και αφετέρου με διαβεβαιώνει ότι δεν θα πάθω τίποτα, σαν να με περιβάλλει ο ίδιος με μια αόρατη κι ευλογημένη αύρα".
   Σωστή ερμηνεία για τη μεταξύ μας σχέση, όχι όμως έξω απ' αυτή: το υπερβολικό αίσθημα ασφάλειας που μου ενέπνευσε, σε συνάρτηση με τον παρορμητικό χαρακτήρα  μου, με έκανε συχνά να εκτιμώ λάθος καταστάσεις και πρόσωπα και να πέφτω σε παγίδες.
   Γιατί παρόλο που ακόμα και σήμερα νιώθω τον Γκάτσο σαν προστατευτική αύρα γύρω μου, σπάνια καταφέρνω να ισορροπώ: βουλιάζω στις καταβόθρες των λαθών μου. 
   Τέλος πάντων. Τα λάθη απαγορεύονται στα ολοκληρωτικά καθεστώτα / στις δημοκρατίες όχι μόνο επιτρέπονται, αλλά θεωρούνται και δεδομένα, σε σημείο που η αναγνώριση και η ανοχή τους εκλαμβάνονται ως δείκτες δημοκρατικότητας.
   Κι όσο κι αν οι σύγχρονοι παιδοψυχολόγοι συνηθίζουν να διατείνονται το αντίθετο, η ζωή θα είναι πάντα όπως τη διδάσκει η ιστορία της: τραγική. Κι εμείς, ως το τέλος του βίου μας, θα προσπαθούμε να αντισταθμίζουμε την τραγικότητά της, ώστε, τη στιγμή εκείνη που κάτι θα πετυχαίνουμε, να τη θεωρούμε ηρωική και να εισπράττουμε το μεγαλείο της...

                                                                                                                             (σελ. 121-122) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: