Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
Γράφοντας, πίνοντας, ψέλνοντας
Οσο ζούσε ήταν η προσωποποίηση του... «loser». Μεγαλωμένος σαν ξεπεσμένο αρχοντόπουλο, χωρίς παρέες, και παθιασμένος με τα γράμματα από μικρός, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του βίου του στην Αθήνα σε απόσταση ασφαλείας από τους «κουλτουριάρηδες» της εποχής, πλημμυρισμένος από νοσταλγία για το νησί του, τη Σκιάθο. Στον αιώνα που μεσολάβησε όμως από τον θάνατό του, στις 3 Ιανουαρίου του 1911, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εκτιμήθηκε και μυθοποιήθηκε όσο ελάχιστοι ομότεχνοί του. Γιατί;
Μεταφράζων και μεταφραζόμενος
Με τι κριτήρια τού αποδίδονται σήμερα μεταφράσεις όπως του «Δράκουλα», που είχαν δημοσιευτεί χωρίς την υπογραφή του; Πόσο θεμιτό είναι να μεταφέρονται τα έργα του στα νεοελληνικά; Και σε ποιο βαθμό προδίδεται η γραφή του όταν μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες; Τέτοιου είδους ερωτήματα θα φωτιστούν στο Γ' Διεθνές Συνέδριο της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών που θα γίνει το φθινόπωρο, στη Σκιάθο μάλλον, με κεντρικό θέμα «Παπαδιαμάντης μεταφράζων και μεταφραζόμενος». Πάνω από ενενήντα μελετητές ζήτησαν να λάβουν μέρος σ' αυτό ώς τώρα, αλλά μέσα σ' ένα διήμερο οι εισηγήσεις δεν μπορούν να ξεπερνούν τις σαράντα. Για την επιλογή τους εργάζεται ήδη επιστημονική επιτροπή (Ν. Βαγενάς, Φ. Δημητρακόπουλος, Σ. Ζουμπουλάκης, Α. Μπερλής, Ι. Ναούμ, Λ. Τριανταφυλλοπούλου. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη).
Στοιχεία ταυτότητας
Γιος παπά, γεννημένος πριν από 160 χρόνια, το 1851, στη Σκιάθο, φοίτησε με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών προβλημάτων, σε γυμνάσια της Χαλκίδας, του Πειραιά και στο Βαρβάκειο, και μολονότι γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, για τους ίδιους λόγους, δεν το τελείωσε. Στο μεταξύ είχε μαθητεύσει για λίγο και στα σκληρά αγιορείτικα ήθη, αλλά παρ' όλο που γοητεύτηκε από τον μοναχισμό, διάλεξε να ζήσει ως αναχωρητής μέσα στο πλήθος της πρωτεύουσας.
Μορφώθηκε μόνος του, παρακολουθώντας επιλεκτικά διαλέξεις στη Φιλοσοφική, όπως μόνος του έμαθε αγγλικά και γαλλικά για να διαβάζει στο πρωτότυπο τα σπουδαία έργα της εποχής του και όχι μόνο. Αρχικά βιοποριζόταν κάνοντας ιδιαίτερα σε μαθητές, κι από το 1879 συνεργαζόμενος με εφημερίδες και περιοδικά ως συγγραφέας και μεταφραστής. Οι τσέπες του ήταν τρύπιες: με το που έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, στου Ψυρρή, πλήρωνε το νοίκι για το δωμάτιό του, έστελνε λεφτά στην οικογένειά του, μοίραζε στους φτωχούς, δεν κρατούσε τίποτε για τον εαυτό του.
Μέγας πότης, μανιώδης καπνιστής και πάντα εργένης, «θ' αφήσει στην ιστορία των γραμμάτων αυτή τη φιγούρα του άπλυτου, του κακοντυμένου, του λιγομίλητου επαρχιώτη, που θα κέρδιζε πολλά ως συγγραφέας, επειδή είχε χάσει πολλά σαν άνθρωπος», σημειώνει στο «Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ» ο Κωστής Παπαγιώργης (εκδ. Καστανιώτη). Στη Σκιάθο επέστρεψε οριστικά, το 1908, τρία μόλις χρόνια πριν πεθάνει από πνευμονία. Και πριν αφήσει την τελευταία του πνοή έψαλε το τροπάριο «Την χείραν σου την αψαμένην» και ζήτησε να διαβάσει Σέξπιρ από την αγγλική έκδοση που είχε πάντα στο πλάι του.
Κάθε εποχή και ο Παπαδιαμάντης της
Σε αντίθεση με το δημοσιογραφικό σινάφι, το λογοτεχνικό φάνηκε εξαρχής επιφυλακτικό απέναντί του. Μόνο οι δημοτικιστές τον είδαν με μια κάποια συμπάθεια. Ο ίδιος, πάντως, μόνο του Παλαμά και του Νιρβάνα αξιώθηκε να διαβάσει κριτική. Επρεπε να πεθάνει για να εγκωμιαστεί. Εκτοτε, δυο ήταν τα θέματα που τέθηκαν στο μικροσκόπιο: η γλωσσική ιδιαιτερότητά του και ο τρόπος με τον οποίο εξέφρασε την εθνική-λαϊκή ψυχή.
Αλλοι χαρακτήρισαν την καθαρεύουσά του προβληματική (βλ. Τερζάκης), σχολαστική ή ξεπερασμένη, κι άλλοι, από τον Τ. Αγρα ώς τον Ελύτη και τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, ως μια γλώσσα που κουβαλάει πάνω της στρώσεις αιώνων, αφομοιώνοντας αρμονικά στοιχεία αρχαία, βυζαντινά, εκκλησιαστικά και νεοελληνικά. Ούτε όμως ο Νιρβάνας, ούτε ο Παλαμάς, ούτε ο Ξενόπουλος είδαν τα γραπτά του ως φωτογραφικές απεικονίσεις και μόνο της ζωής στον γενέθλιο τόπο του. Η... ρετσινιά της ηθογραφίας ήρθε αργότερα, στη δεκαετία του '40. Κι ενώ σήμερα υπάρχει ομοφωνία ως προς τις ποιητικές διαστάσεις της γλώσσας του (κάτι που αναγνώρισε δημόσια και ο Σεφέρης το 1952, συγκαταλέγοντάς τον στους μεγαλύτερους έλληνες ποιητές), ιδού τι έγραφε στην «Ιστορία» του ο Κ. Θ. Δημαράς: «Ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται εύκολα από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα και δεν απαιτεί κανενός είδους προπαρασκευή. Η γενιά που τιμούσε τον Σουρή για μεγάλο ποιητή, επόμενο ήταν να τιμήσει για μεγάλο πεζογράφο τον Παπαδιαμάντη». Μια αστοχία που μνημονεύεται ακόμη...
Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, το παπαδιαμαντικό σύμπαν ταυτίστηκε θετικά με την έννοια της ορθοδοξίας (βλ. Λορεντζάτος, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Χρ. Γιανναράς), προσεγγίστηκε με εργαλεία ψυχαναλυτικής κριτικής (βλ. Γκι Σονιέ, Π. Μουλλάς), και έδωσε επιχειρήματα σε μελετητές όπως ο Λάκης Προγκίδης για να συγκρίνουν τον δημιουργό του με τους θεμελιωτές του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Κάθε εποχή και με τον Παπαδιαμάντη της.
Σε ξένες γλώσσες
Εργο με ξεχωριστή θέση στο σύμπαν του Παπαδιαμάντη, η «Φόνισσα» κατέχει και τη μερίδα του λέοντος στις μεταφράσεις του στο εξωτερικό. Η ιστορία της Φραγκογιαννούς που παραβαίνει το «ου φονεύσεις» για καλό σκοπό -πνίγει με τα χέρια της δύο νεογέννητα κοριτσάκια για να λυτρώσει και τα ίδια και τους γονείς τους από τα βάσανα της κοινωνίας- μια ιστορία που χρεώνει το απόλυτο κακό όχι σ' ένα διεστραμμένο τέρας αλλά σ' έναν συνηθισμένο άνθρωπο, έχει μεταφραστεί στ' αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ισπανικά και τα ιταλικά, αλλά και στα βουλγαρικά, τα ρουμανικά, τα καταλανικά, τα δανέζικα...
Πλήρης κατάλογος με τα μεταφρασμένα διηγήματά του δεν έχει συγκροτηθεί ακόμη. Στο σχετικό αρχείο πάντως του ΕΚΕΒΙ, αναφέρονται 41 ξένες εκδόσεις, για το διάστημα 1968-2009. Η πιο πρόσφατη, που είναι ίσως και η σημαντικότερη, απλώνεται στον συλλογικό τόμο «The boundless garden» (εκδ. Denise Harvey), όπου συμπράττουν μεταξύ άλλων μεταφραστές όπως ο Πίτερ Μάκριτζ και ο Ντέιβιντ Κόνολι, και όπου χάρη στην κατατοπιστική εισαγωγή του ιερωμένου και διακεκριμένου πανεπιστημιακού στο Μόντρεαλ Λάμπρου Καμπερίδη, παρέχονται όλα τα απαραίτητα κλειδιά για την κατανόηση του παπαδιαμαντικού κόσμου στο αγγλοσαξονικό κοινό.
Η κίνηση των «Απάντων» του
Σύμφωνα με τον άνθρωπο που έγινε εκδότης μόνο και μόνο για να στεγάσει το παπαδιαμαντικό έργο, τον Δημήτρη Μαυρόπουλο του «Δόμου», «κάθε χρόνο διαθέτουμε γύρω στις 600 σειρές των "Απάντων" του, στην διόλου ευκαταφρόνητη τιμή των 200 ευρώ. Κι απ' ό,τι βλέπω, το 80% των ανθρώπων που τα αγοράζουν είναι νέοι που ουδέποτε διδάχτηκαν τη γλώσσα του στα σχολεία τους. Το ενδιαφέρον, μ' άλλα λόγια, πάει κατ' ευθείαν στο περιεχόμενο. Δεν είναι ενθαρρυντικό;»
Ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας
Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας στην Ελλάδα, με την έννοια ότι έγραφε για να βιοποριστεί. Οσο ζούσε όμως, δεν ευτύχησε να δει ούτε μια μικρή συλλογή διηγημάτων του τυπωμένη σε βιβλίο - ήταν όλα τους διασκορπισμένα σε εφημερίδες και περιοδικά. Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρία του Γ. Δροσίνη, από τη στιγμή που άφηνε κείμενό του σε κάποιο γραφείο, «ούτε το συλλογίζουνταν πια, ούτε ζητούσε να μάθει πότε θα δημοσιευθεί, ούτε και διορθώσεις έβλεπε από το τυπογραφείο: τα χειρόγραφά του ήταν έκθετα ριγμένα στη βρεφοδόχο του Βρεφοκομείου. Γι' αυτό και πολλά κακοτυπώθηκαν από την πρώτη φορά...».
Ετσι εξηγείται και ο ισχυρισμός του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, του χαλκιδαίου φιλολόγου που αφοσιώθηκε στη μελέτη και την ανάδειξη του παπαδιαμαντικού έργου, ότι ποτέ δεν θα είμαστε σε θέση να έχουμε μια πλήρη και ακριβή έκδοση των «Απάντων» του. Η ακρίβεια και η πληρότητα, λέει, είναι αρετές που εξασφαλίζονται όταν ο ίδιος ο συγγραφέας φροντίζει την έκδοση, ή τουλάχιστον όταν έχει διασωθεί όλο του το αρχείο. Εκείνο του Σκιαθίτη όμως, όποιο κι αν ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος του έχει χαθεί.
Ο παράξενος τρόπος των Ελλήνων
Ο Παπαδιαμάντης στράφηκε με τα διηγήματά του προς τους ηττημένους της ζωής, τους άπραγους, τους αλκοολικούς, τους φτωχούς, σ' αυτούς που ζουν παράμερα από τους «πολιτισμένους» ανθρώπους, συναισθανόμενος τον αγώνα τους κόντρα στην αρρώστια, το θάνατο, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Βρήκε το υλικό του στις καρδιές των παιδιών, των γυναικών, των ανίσχυρων γερόντων και το ένωσε με την ομορφιά της θάλασσας και της Σκιάθου, αγκαλιάζοντας στις περιγραφές του όλες τις αμμουδιές, τα λιμανάκια, τις χαράδρες, τα υψώματα και τα «ρόδινα ακρογιάλια» του αγαπημένου του νησιού. Και μπολιάζοντας τις παιδικές του αναμνήσεις με τα θρησκευτικά του βιώματα, τα δικά του βάσανα, την ευαισθησία του και τον ποιητικό του οίστρο, κατάφερε ν' αναδείξει το ντόπιο ήθος σε αισθητικό και πνευματικό γεγονός.
Γι' αυτό και διαβάζεται -απ' όσους διαβάζεται- μέχρι σήμερα. Οχι μόνο επειδή είναι σπουδαίος συγγραφέας, αλλά επειδή στο έργο του αποθησαυρίζεται «ο παράξενος τρόπος των Ελλήνων», όπως το έθεσε ο πρόωρα χαμένος Χρήστος Βακαλόπουλος. Επειδή, μ' άλλα λόγια, στις σελίδες του βρίσκεται το κλειδί της εθνικής μας ιδιαιτερότητας, που ακόμα προσπαθούμε να την ορίσουμε, στριμωγμένοι ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή.
«Με φτάνουνε εκατό δραχμές»
Το περιστατικό το αναφέρει ο Νιρβάνας, συνάδελφος του Παπαδιαμάντη στο «Αστυ» την περίοδο 1899-1902: Οταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα, του προσφέρθηκε μισθός 150 δραχμών. Βλέποντας όμως τον Σκιαθίτη απορροφημένο στους συλλογισμούς του, ο διευθυντής τον ρώτησε: «Μήπως είναι λίγα;» «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό», απάντησε τότε εκείνος, κι έφυγε χωρίς να προσθέσει λέξη, βιαστικός και ντροπαλός.
Ισως αυτή η στάση ζωής του Παπαδιαμάντη, ο περιορισμός του στ' αναγκαία, να προκαλεί την μεγαλύτερη αμηχανία σήμερα. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Δημήτρης Νόλλας (βλ. «Φύλλα καπνού», Εστία): «Πίσω από τα λιβάνια και τους ψαλμούς, και πίσω από μια γλώσσα που προϋποθέτει παιδεία και άσκηση», γράφει, «κρύβεται ο άνθρωπος που αρνείται να καταλάβει πού πάνε τα τέσσερα - πού πάει δηλαδή ο Συγγρός, ο δείκτης του ΧΑΑ της εποχής, το Λαύριο και ο εκσυγχρονισμός της Αττικής. Ολα αυτά, με άλλα λόγια, που είναι η πυξίδα του σημερινού αχόρταγου ανθρώπου...»
Επτά, Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
«Και αι τρεις είχον στιλπνούς λευκούς οδόντας...»
Τι σχέση θα μπορούσε να έχει ένας κοσμοκαλόγερος σαν τον Παπαδιαμάντη με την πιο σατανική ιστορία που γράφτηκε ποτέ; Σήμερα πια, θεωρείται βέβαιο: Αυτός κρυβόταν πίσω από τον ανώνυμο μεταφραστή του «Πύργου του Δράκουλα» που, τέτοιες μέρες, τον Ιανουάριο του 1903, διαφημιζόταν από το «Νέον Αστυ» ως το «περιεργότερον μυθιστόρημα όπερ εδημοσιεύθη εις ελληνικήν εφημερίδα».
Σ' αυτό το συμπέρασμα κατέληξε η φιλόλογος Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, έχοντας στη φαρέτρα της ένα πλήθος από γλωσσικά και άλλα τεκμήρια για να το ισχυριστεί.
Από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα της γοτθικής λογοτεχνίας, σφραγισμένο από τον τρόμο και τη φρίκη που εμπνέουν το αλλόκοτο και η μεταφυσική, το χιλιοδιασκευασμένο έκτοτε μυθιστόρημα του Μπραμ Στόουκερ είχε δει το φως λίγα χρόνια μόλις νωρίτερα, το 1897, αποτυπώνοντας την εφιαλτική εμπειρία ενός νεαρού υπαλλήλου σε δικηγορικό γραφείο του Λονδίνου, από μια επαγγελματική, όπως νομίζει, αποστολή του στο καταφύγιο του Κόμη Δράκουλα, στα Καρπάθια Ορη. Οπως, ωστόσο, φάνηκε από την αντιπαραβολή της μετάφρασης με το κείμενο του ιρλανδού συγγραφέα, ο Παπαδιαμάντης δεν είχε μεταφράσει τον «Δράκουλα» από το πρωτότυπο, αλλά από τη συντομευμένη εκδοχή που είχε δημοσιευτεί το 1901 με τη συγκατάθεση του Στόουκερ.
Η παπαδιαμαντική μετάφραση θα εκδοθεί μέσα στην χρονιά από τις εκδόσεις «Κίχλη». Ως τότε, ας αρκεστούμε σ' ένα χαρακτηριστικό της απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου ο Ιωνάθαν Αρκερ, έχοντας ήδη ψυχανεμιστεί ότι δεν είναι φιλοξενούμενος αλλά φυλακισμένος στον Πύργο του Δράκουλα, αποφασίζει να αγνοήσει τη νουθεσία του τελευταίου και να μην επιστρέψει στο δωμάτιό του για ν' αναπαυθεί. Τι είδους εκπλήξεις τον περιμένουν τώρα;
Βραδύτερον· πρωία της 16 Μαΐου. - Ο Θεός να φυλάξη τον νουν μου, διότι εις τούτο κατήντησα. Η ασφάλεια και η βεβαιότης της ασφαλείας είναι πράγματα περασμένα. Ενόσω ζω εδώ, έν πράγμα μόνον πρέπει να εύχωμαι: να μη τρελλαθώ, εάν εντούτοις δεν είμαι τρελλός ήδη. Εάν εχεφρονώ, τότε βεβαίως είναι τρελλόν να σκέπτωμαι ότι εξ όλων των βδελυρών πραγμάτων, τα οποία ανέρπουσιν εις το μισητόν τούτο μέρος, ο Κόμης είναι το ολιγώτερον φοβερόν εις εμέ· ότι εις αυτόν μόνον δύναμαι ν' αποβλέπω προς ασφάλειαν, και τούτο μόνον ενόσω δύναμαι να υπηρετήσω τον σκοπόν του. Μέγιστε Θεέ! Θεέ πολυεύσπλαγχνε! Δος να είμαι ατάραχος, διότι πέραν τούτου κείται η παραφροσύνη.
Η μυστηριώδης νουθεσία του Κόμητος μ' ετρόμαξεν εν καιρώ· τώρα με τρομάζει περισσότερον, όταν την αναλογίζωμαι, διότι εις το μέλλον αυτός έχει φοβεράν λαβήν επ' εμού. Θα φοβούμαι και ν' αμφιβάλλω εις ό,τι και να είπη!
ταν είχα γράψει εις το ημερολόγιόν μου, και είχα βάλει ευτυχώς το βιβλίον και την γραφίδα εις το θυλάκιόν μου, ησθάνθην νυσταγμόν. Η νουθεσία του Κόμητος ήλθεν εις τον νουν μου, αλλ' εύρον ηδονήν εις το να παρακούσω. Η αίσθησις του ύπνου ήτο επ' εμού, και μετ' αυτής η ισχυρογνωμοσύνη, την οποίαν ο ύπνος ως προπομπόν φέρει. Το μελιχρόν της σελήνης φως εμάλασσε την καρδίαν, και η αχανής έξω έκτασις παρείχεν αίσθημα ελευθερίας, το οποίον με ανέψυχε. Απεφάσισα να μη επιστρέψω απόψε εις τους θαλάμους τους κατηφείς, αλλά να κοιμηθώ εδώ, όπου το πάλαι δέσποιναι εκάθηντο και έψαλλον και έζων αβράν ζωήν, ενώ τα ευγενή στέρνα των ήσαν τεθλιμμένα, διότι οι άρρενες οικείοι των έλειπον εις τους απηνείς πολέμους. Εσυρα μέγα ανάκλιντρον από την θέσιν του παρά την γωνίαν, ώστε πλαγιασμένος να βλέπω την ωραίαν θέαν προς ανατολάς και μεσημβρίαν, και χωρίς να με μέλη διά την σκόνην, διετέθην προς ύπνον.
Υποθέτω ότι απεκοιμήθην· ελπίζω τούτο, πλην φοβούμαι, διότι παν ό,τι επηκολούθησεν ήτο εκπάγλως πραγματικόν - τόσον πραγματικόν, ώστε τώρα, καθήμενος εδώ εις τον ήλιον της πρωίας δεν δύναμαι το παράπαν να πιστεύσω ότι όλα ήσαν καθ' ύπνους.
Δέν ήμην μόνος. Ο θάλαμος ήτο ο ίδιος αμετάβλητος καθ' όλα αφότου εισήλθα· έβλεπα κατά μήκος του δαπέδου, εις το λαμπρόν σεληνόφως, τα ίχνη των ιδίων βημάτων μου αποτυπωμένα, όπου είχα διαταράξει την μακροχρόνιον επισώρευσιν της σκόνης. Εις το φως της σελήνης αντικρύ μου ήσαν τρεις νεαραί γυναίκες, κυρίαι εκ της ενδυμασίας και του τρόπου των. Εσκέφθην την ώραν εκείνην ότι πρέπει να ωνειρευόμην, όταν τας είδα, διότι, καίτοι το σεληνόφως ήτο όπισθέν των, δεν έρριπτον σκιάν επί του δαπέδου.
λθαν πλησίον μου και μ' εκοίταξαν επί τινας στιγμάς και είτα ήρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ των. Δύο ήσαν μελαχροιναί και είχον υψηλάς γρυπάς ρίνας, όπως ο Κόμης, και μεγάλους, βαθείς, διαπεραστικούς οφθαλμούς, οι οποίοι εφαίνοντο να είναι σχεδόν ερυθροί εν συγκρίσει προς την ωχράν λευκήν σελήνην. Η άλλη ήτο ξανθή, ξανθοτάτη, με μεγάλους μεταξοειδείς βοστρύχους χρυσής κόμης και όμματα ως σαπφείρους ωχρούς. Και αι τρεις είχον στιλπνούς λευκούς οδόντας, οίτινες έφεγγον ως μαργαρίται επάνω εις το ρουβίνιον των ηδυπαθών χειλέων των. Είχον κάτι τι επάνω των, το οποίον με έκαμεν ανήσυχον· ένα πόθον και συγχρόνως ένα θανάσιμον φόβον. Ησθάνθην εν τη καρδία μου πονηράν, καίουσαν επιθυμίαν όπως με φιλήσουν μ' εκείνα τα κόκκινα χείλη. Εψιθύρισαν ομού, είτα και αι τρεις εγέλασαν - τόσον αργυρόηχον, μουσικόν γέλωτα, αλλά και τόσον σκληρόν, ως εάν ο ήχος ουδέποτε ηδύνατο να προέλθη εκ της μαλακότητος ανθρωπίνων χειλέων. Ητο όμοιος με την αφόρητον, την κωδωνίζουσαν κλαγγήν ποτηρίων όταν δι' επιδεξίας χειρός συγκρούωνται. Η ξανθή έσεισε φιλαρέσκως την κεφαλήν της και αι άλλαι δύο την παρώτρυνον. Η μία είπεν:
- Υπαγε! Είσαι πρώτη κ' εμείς θ' ακολουθήσωμεν· δικαίωμά σου είναι ν' αρχίσης.
Η άλλη προσέθηκεν:
- Είναι νέος και δυνατός· υπάρχουν φιλήματα δι' όλας μας.
Εγώ κατεκείμην ήσυχος, ρίπτων βλέμματα υπό τας βλεφαρίδας μου, εν αγωνία ηδονής και προσδοκίας. Η ξανθή επροχώρησε και έκυψεν επάνω μου, εωσότου ησθάνθην την κίνησιν της πνοής της επ' εμού. Γλυκύ ήτο κατά μίαν έννοιαν, ως μέλι γλυκύ, και μετεβίβαζε τον αυτόν κωδωνισμόν εις τα νεύρα όπως η φωνή της, αλλά μετά πικράς υποστάθμης το γλυκύ, μετά πικράς προσβολής, ως όταν οσφραίνεταί τις αίμα.
Εφοβούμην να υψώσω τα βλέφαρά μου, πλην εκοίταζα κ' έβλεπα εντελώς υπό τας βλεφαρίδας. Η ξανθή κόρη εγονάτισε και έκυψεν επ' εμού, εμπαθώς κοιτάζουσά με. Ενυπήρχε μία εσκεμμένη ηδυπάθεια, ήτις ήτο άμα ριγηλή και απεχθής, και καθώς έκαμπτε τον λαιμόν της πράγματι έλειχεν ως θηρίον τα χείλη της, εις τρόπον ώστε ημπόρεσα να ίδω εις το σεληνόφως την υγρότητα στίλβουσαν επί των πορφυρών χειλέων και της ερυθράς γλώσσης, καθώς προέκυπτε διά των λευκών αιχμηρών οδόντων. Χαμηλότερα ολονέν κατήρχετο η κεφαλή της, καθώς τα χείλη ήρχοντο κάτω του επιπέδου του στόματος και του πώγωνός μου, κ' εφαίνοντο έτοιμα να ριφθώσι κατά του λαιμού μου. Τότε εστάθη, κ' ηδυνάμην ν' ακούω τον λείον ήχον της γλώσσης της, καθώς έλειχε τους οδόντας της και τα χείλη, και ησθανόμην επί του λαιμού μου την θερμήν πνοήν. Τότε η επιδερμίς του πώγωνός μου ήρχισε ν' ανατριχιάζη, όπως ανατριχιάζει η σαρξ όταν η χειρ ήτις θα την ψαύση επί μάλλον και μάλλον προσεγγίζη. Ηδυνήθην να αισθανθώ την μαλακήν, ριγηλήν επαφήν των χειλέων επί του ευαισθήτου δέρματος του λαιμού μου και τα σκληρά ούλα δύο αιχμηρών οδόντων, τα οποία έψαυσαν κολλώντα εκεί. Εκλεισα τα όμματα εις ναρκώδη έκστασιν κ' έμεινα - έμεινα με πάλλουσαν καρδίαν.
Αλλά την στιγμήν εκείνην μία άλλη αίσθησις επήλθεν επ' εμέ ως αστραπή ταχεία. Ενόησα την παρουσίαν του Κόμητος και ότι ούτος συνείχετο ως εν τρικυμία οργής. Καθώς οι οφθαλμοί μου ηνοίχθησαν ακουσίως, είδα την στιβαράν χείρα του να δράττη τον λεπτόν λαιμόν της ξανθής και με ρώμην γίγαντος να τον σύρη οπίσω, τα γαλανά όμματα να μεταμορφούνται εξ οργής, τους λευκούς οδόντας να τρίζουν εκ λύσσης και τας ξανθάς παρειάς να φλέγωσιν ερυθραί εκ πάθους. Πλην ο Κόμης!... Ποτέ δεν εφανταζόμην τοιαύτην οργήν και μανίαν, ούτε εις τους δαίμονας της κολάσεως. Οι οφθαλμοί του εφλογοβόλουν πράγματι. Το ερυθρόν φως τούτων αντηύγαζεν, ως εάν αι φλόγες του πυρός της γεέννης έκαιον όπισθέν των. Η όψις του ήτο θανασίμως ωχρά και αι γραμμαί ταύτης ήσαν σκληραί ως κλωσμένα σύρματα· αι παχείαι οφρύες, αίτινες συνηντώντο άνω της ρινός, τώρα εφαίνοντο ως οριζοντία ράβδος πεπυρακτωμένου μετάλλου.
ε άγριον κίνημα της χειρός του απεμάκρυνε την γυναίκα απ' αυτού και είτα εστράφη προς τας άλλας, ως να τας απώθει οπίσω. Ητο η επιτακτική χειρονομία, της οποίας είχον ιδή να γίνεται χρήσις προς τους λύκους. Με φωνήν, ήτις καίτοι χθαμαλή και σχεδόν ψίθυρος, εφαίνετο να κόπτη τον αέρα και είτα να περιηχή όλον τον θάλαμον, είπε:
- Πώς τολμάτε να τον θίξετε καμμία από σας; Πώς τολμάτε να ρίπτετε βλέμμα επάνω του, αφού εγώ το είχα απαγορεύσει; Οπίσω, σας λέγω όλας! Ο άνθρωπος ούτος ανήκει εις εμέ! Φυλαχθήτε ν' αναμιχθήτε μαζί του· αλλέως θα έχετε μαζί μου να κάμετε.
Η ξανθή, με γέλωτα ακολάστου φιλαρεσκείας, τω απήντησε:
- Συ ποτέ δεν αγάπησες· ποτέ δεν αγαπάς!
Εις τούτο αι δύο άλλαι γυναίκες ηνώθησαν, και τοιούτος άχαρις, σκληρός, άστοργος γέλως ήχησεν ανά τον θάλαμον, ώστε σχεδόν μ' έκαμε να λιποθυμήσω ακούων· ωμοίαζε με αγαλλίασιν δαιμόνων. Τότε ο Κόμης εστράφη, αφού ενέβλεψεν εις το πρόσωπόν μου προσεκτικώς, και είπε με μαλακόν ψίθυρον:
- Ναι κ' εγώ δύναμαι ν' αγαπώ· σεις αι ίδιαι μπορείτε να 'πήτε αυτό από το παρελθόν. Δεν είν' έτσι; Λοιπόν, σας υπόσχομαι, όταν τον ξεκάμω να τον φιλήσετε όσον θέλετε. Τώρα πηγαίνετε! πηγαίνετε! Πρέπει να τον εξυπνίσω, διότι υπάρχει εργασία να γίνη.
-Δεν θα έχωμεν τίποτε απόψε; είπε μία τούτων με βραχύν γέλωτα.
αι έδειξε προς ένα σάκκον, τον οποίον εκείνος είχε ρίψει επί του δαπέδου και ο οποίος εκινείτο ως να υπήρχε ζωντανόν πλάσμα μέσα του. Εις απάντησιν εκείνος ένευσε με την κεφαλήν. Μία των γυναικών έτρεξεν εμπρός και ήνοιξε τον σάκκον. Εάν τα ώτα μου δεν με ηπάτησαν, υπήρχεν εκεί ασθματική πνοή και χαμηλόν κλαύμα, ως μισοπνιγμένου νηπίου. Αι γυναίκες ώρμησαν τριγύρω, ενώ εγώ ήμην εμβρόντητος από φρίκην. Αλλά, καθώς εκοίταζα, έγιναν άφαντοι και μετ' αυτών ο φοβερός σάκκος. Δεν υπήρχε θύρα πλησίον των και δεν ηδύναντο να διέλθωσι χωρίς να τας παρατηρήσω. Εφάνησαν απλώς ότι εξέλιπον εις τας ακτίνας της σελήνης και εξήλθον διά του παραθύρου, διότι ηδυνήθην να ίδω έξω τας αμυδράς σκιώδεις μορφάς επί τινα στιγμήν πριν ολοσχερώς εκλίπωσι.
Τότε η φρίκη με κατεκυρίευσε και κατέπεσα αναίσθητος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου