Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

«Αφήγηση ενός αρχικηπουρού» Από τη συλλογή διηγημάτων του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) «Πόσο αργεί να ξημερώσει…» (μτφ. Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2009)

..............................................................








 Άντον Τσέχωφ
(1860 - 1904)











 


·       «Αφήγηση ενός αρχικηπουρού»

Από τη συλλογή διηγημάτων του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) «Πόσο αργεί να ξημερώσει…» (μτφ. Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2009)



Στο θερμοκήπιο του κόμη Ν. γινότανε αγορά λουλουδιών. Οι πελάτες, μετρημένοι στα δάχτυλα: εγώ, ένας γείτονάς μου κτηματίας κι ένας νεαρός που εμπορευότανε ξυλεία. Ενώ οι εργάτες βγάζανε έξω τα ωραία μας άνθη και τα τοποθετούσαν στ’ αμάξια, εμείς είχαμε καθίσει στην είσοδο της σέρας και κάτι κουβεντιάζαμε. Να είναι θερμό απριλιάτικο πρωινό, να κάθεσαι στον κήπο, ν’ ακούς τα πουλιά και να βλέπεις πως τα λουλούδια έξω στον ελεύθερο αέρα παιχνιδίζανε στον ήλιο ήτανε μια σπάνια ευχαρίστηση.
   Την τοποθέτηση των λουλουδιών στ’ αμάξια τη φρόντιζε ο ίδιος ο κηπουρός Μιχαήλ Κάρποβιτς, ένας σεβάσμιος γέροντας με ξυρισμένα τα γένια του, με γούνινο πουλόβερ, δίχως τη ρεντιγκότα. Έκανε σιωπηλά τη δουλειά του, πρόσεχε όμως τι λέγαμε και περίμενε μήπως πούμε κανένα νέο. Έξυπνος άνθρωπος, αγαθός, κι όλοι τον εκτιμούσαν. Για κάποιο λόγο τον είχανε για Γερμανό, αλλά από πατέρα ήταν Σουηδός κι από τη μητέρα του Ρώσος και πήγαινε στην ορθόδοξη εκκλησία. Ήξερε ρωσικά, σουηδικά και γερμανικά, είχε αρκετά διαβάσει σ’ αυτές τις γλώσσες και το θεωρούσε μεγάλη του ευχαρίστηση όταν του έδινες να διαβάσει κανένα καινούργιο βιβλίο ή του έπιανες κουβέντα για τον Ίψεν επί παραδείγματι.
   Είχε και τις αδυναμίες του, μα αθώες και άκακες. Του άρεσε να λέει πως είναι αρχικηπουρός, παρόλο που άλλοι κηπουροί στη σέρα δεν υπήρχαν, κι έβλεπες στο πρόσωπό του σπουδαιοφάνεια και υπεροψία ακόμα· δεν του άρεσε να του φέρνουν αντιρρήσεις κι ήθελε να τον ακούνε με σοβαρότητα και προσοχή.
   -Τον βλέπετε αυτόν εκεί τον νεαρό; είπε ο γείτονάς μου, δείχνοντας έναν από τους εργάτες με μαυριδερό πρόσωπο τσιγγάνου, που εκείνη τη στιγμή πέρασε με μια βαρέλα νερό. Σας τον συστήνω, τομάρι, μεγάλο τομάρι. Την περασμένη βδομάδα τον πιάσανε στην πόλη για ληστεία, αλλά τον αθωώσανε. Του αναγνωρίσανε ψυχική διαταραχή, αλλά δέστε τη μούρη του, υγιέστατος. Τώρα τελευταία στη Ρωσία είναι μόδα ν’ αθωώνουν συχνά κάτι τέτοιους αχρείους, αναφέρονται σε ψυχοπάθειες και διαταραχές, κι είναι ολοφάνερο πως οι αθωωτικές αυτές αποφάσεις δείχνουν ανοχή και συγκαταβατικότητα και σε καλό δε θα μας βγάλουν. Απογοητεύουνε τον κόσμο, το αίσθημα της δικαιοσύνης έχει παντού διαβρωθεί, συνηθίσανε οι άνθρωποι να βλέπουνε το κακό ατιμώρητο και – ξέρετε – για τούτη τώρα τη δική μας εποχή καθόλου δεν είναι υπερβολή να πει κανείς τη φράση του Σαίξπηρ: «Στον άθλιο, κακούργο αιώνα μας η αρετή συχώρεση απ’ την κακία ζητάει».
   - Σωστά, σωστά, συμφώνησε ο έμπορος. Όσο τα δικαστήρια αθωώνουν, οι φόνοι κι οι εμπρησμοί πληθύνονται. Για πηγαίνετε να ρωτήσετε και τους μουζίκους.
   Ο κηπουρός Μιχαήλ Κάρποβιτς στράφηκε προς το μέρος μας και είπε:
   -Όσο με αφορά, κύριοι, πάντα όταν ακούω αθωωτική απόφαση, τη χαιρετίζω με ενθουσιασμό. Δε φοβάμαι ούτε για την ηθική ούτε για τη δικαιοσύνη, όταν ακούω «αθώος» - αντιθέτως χαίρομαι. Ακόμα κι όταν η συνείδηση μέσα μου λέει ότι αθωώνοντας έναν εγκληματία οι ένορκοι κάνανε λάθος, ακόμα και τότε εγώ πανηγυρίζω. Κρίνετε και μόνοι σας, κύριοι: αν οι δικαστές και οι ένορκοι περισσότερο πιστεύουν στον άνθρωπο, παρά στα πειστήρια, στ’ αποδεικτικά υλικά και στις αγορεύσεις, αυτή η πίστη στον άνθρωπο δεν είναι από μόνη της πάνω από τις συνηθισμένες μας αντιλήψεις; Στο θεό είναι εύκολο να πιστεύεις. Στο θεό πιστεύουνε και οι ιεροεξεταστές, όπως κι ο Μπίρον με τον Αραξέγεφ. Α, όχι, στον άνθρωπο πιστέψτε! Αυτή την πίστη την έχουν λίγοι μόνο, όποιος καταλαβαίνει και νιώθει σαν τον Χριστό.
   - Σκέψη πάρα πολύ καλή, είπα εγώ.
   - Και καθόλου νέα. Θυμάμαι εδώ και πάρα πολλά χρόνια άκουσα γι’ αυτό μια ιστορία. Ένα πολύ όμορφο αφήγημα, είπε ο κηπουρός και χαμογέλασε. Μου το έλεγε η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, μητέρα του πατέρα μου, θαυμάσια γερόντισσα. Μου τα έλεγε στη σουηδική γλώσσα, αλλά ρωσικά δε θα βγει τόσο όμορφο, τόσο κλασικό.
  Τον παρακαλέσαμε όμως να μας πει την ιστορία χωρίς να φοβάται τις  χοντράδες της ρωσικής γλώσσας. Τον ευχαρίστησε πολύ αυτό, τράβηξε αργά το τσιμπούκι του, έριξε μια αυστηρή ματιά στους εργάτες κι άρχισε την αφήγησή του:
   -Σε μια πολιτειούλα πήγε να ζήσει ένας ηλικιωμένος κύριος. Ήταν άνθρωπος μοναχικός και μάλιστα ασχημομούρης, τον λέγανε Τόμσον ή Ουίλσον, δεν έχει σημασία, το όνομα δεν μας αφορά. Όμως το επάγγελμά του, από τα ευγενέστερα που υπάρχουν: γιάτρευε τους ανθρώπους. Πάντα θα τον έβλεπες σκυθρωπό, γνωριμίες δεν έκανε, μίλαγε μόνο όσο έπρεπε για τη δουλειά του. Επισκέψεις κοσμικές στα σπίτια επίσης δεν έκανε, πέρναγε χαιρετώντας με σιωπηλή υπόκλιση και ζούσε ταπεινά σαν ασκητής. Κι αυτά, γιατί ήτανε άνθρωπος της επιστήμης, κι εκείνους τους καιρούς οι επιστήμονες δε μοιάζανε με τους άλλους ανθρώπους. Πέρναγε τις ώρες και τις μέρες του με τη μελέτη, διάβαζε και γιάτρευε από τις αρρώστιες, κι όλα τ’ άλλα τα είχε για ευτελή πράγματα, δεν του έμενε καιρός για να μιλάει γι’ αυτά. Οι κάτοικοι κατανοούσανε τη συμπεριφορά του και προσπαθούσανε να μην τον ενοχλούν μ’ επισκέψεις και φλυαρίες. Ήταν πολύ ευχαριστημένοι που τους έστειλε επιτέλους ο θεός κι ένα τέτοιο άνθρωπο που μπορούσε να τους γιατρεύει, καμαρώνανε που ζούσε στην πόλη τους ένας τόσο θαυμάσιος άνθρωπος.
   -Όλα τα ξέρει, τους άκουγες να λένε.
   Αλλά κι αυτό δεν ήτανε, ξέρετε, αρκετό. Καλύτερα έπρεπε να λένε: «Όλους τους αγαπάει!». Στα στήθη αυτού του σοφού ανθρώπου χτύπαγε μια αξιοθαύμαστη, μια αγγελική καρδιά. Ό,τι και να πεις, όλοι οι κάτοικοι της πόλης τού ήτανε ξένοι, δεν ήτανε δηλαδή δικοί του άνθρωποι, μα όλους τους αγαπούσε σαν παιδιά του χωρίς να λυπάται κι αυτή τη ζωή του. Ήτανε κι ο ίδιος φτισικός, έβηχε, αλλά όταν τον καλούσαν να δει άρρωστο, ξέχναγε τελείως τη δική του αρρώστια, και χωρίς να λυπάται τον εαυτό του σκαρφάλωνε ασθμαίνοντας ακόμα και στα ψηλότερα βουνά. Δε λογάριαζε ζέστες, κρύα, καταφρονούσε την πείνα και τη δίψα. Χρήματα δεν έπαιρνε, κι όταν ένας ασθενής του πέθαινε, πήγαινε κι αυτός μαζί με τους συγγενείς του νεκρού πίσω από την κάσα και θρηνούσε.
   Έγινε – και μάλιστα πολύ γρήγορα – τόσο απαραίτητος στην πόλη που όλοι απορούσαν πώς μέχρι τώρα μπορούσαν να κάνουν χωρίς έναν τέτοιον άνθρωπο. Η ευγνωμοσύνη τους δεν είχε όρια. Μεγάλοι και παιδιά, καλοί και κακοί, τίμιοι και κατεργαραίοι, μ’ ένα λόγο όλοι, τον σέβονταν και τον είχαν στην πιο μεγάλη εκτίμηση. Δεν υπήρχε στη μικρή εκείνη πόλη κι έξω στην περιφέρεια άνθρωπος ικανός να του κάνει το παραμικρό κακό, ακόμα και να σκεφτεί κάτι τέτοιο. Βγαίνοντας από το σπίτι του, ποτέ δεν κλείδωνε την πόρτα, δε σφάλιζε τα παράθυρα, το ‘ξερε καλά πως δεν υπήρχε κλέφτης που θα πήγαινε να του κάνει κακό. Συχνά συνέβαινε πηγαίνοντας για τη δουλειά του, να περνάει από τους πιο ερημικούς δρόμους μέσα στα δάση και πάνω στα βουνά, όπου γυρίζανε πλήθος νηστικοί και πλάνητες, παντού όμως ένιωθε ασφαλής. Μια νύχτα γύριζε από έναν ασθενή του και μες στο δάσος κάποιοι κακούργοι όρμησαν πάνω του, αλλά μόλις τον γνωρίσανε, του βγάλανε με σεβασμό τα σκουφιά τους και τον ρωτήσανε αν ήθελε να φάει. Όταν τους είπε πως έχει φάει, του δώσανε ένα ζεστό ρούχο να ρίξει πάνω του και τον ξεπροβοδίσανε ως κάτω  στην πόλη, χαρούμενοι που η τύχη τούς έδωσε την ευκαιρία να ευχαριστήσουν με κάτι τον μεγαλόψυχο αυτόν άντρα. Και βέβαια η γιαγιά μου έλεγε πως ακόμα και τ’ άλογα, τα γελάδια και τα σκυλιά τον είχανε μάθει, κι όταν τον βλέπανε, του δείχνανε κι αυτά τη χαρά τους.
   Και να, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος, που θα λέγαμε πως η αγιοσύνη του τον προστάτευε από κάθε κακό και τόσο τον είχανε συμπαθήσει ακόμα κι οι ληστές κι οι δαίμονες, ένα ωραίο πρωί βρέθηκε σκοτωμένος. Ήταν όλος στα αίματα μέσα σε μια χαράδρα με το κρανίο σπασμένο και στο χλωμό του πρόσωπο μια έκφραση απορίας. Ναι, ακριβώς η κατάπληξη κι όχι η φρίκη πάγωσε πάνω στο πρόσωπό του στη θέα του φονιά. Μπορείτε λοιπόν να καταλάβετε τι θλίψη νιώθανε οι κάτοικοι της πόλης και της περιοχής. Δεν μπορούσαν να πιστέψουνε στα μάτια τους και μόνο αναρωτιούνταν: ποιος μπόρεσε να σκοτώσει έναν τέτοιον άνθρωπο; Οι δικαστικοί που κάνανε τις ανακρίσεις κι εξετάσανε το πτώμα του γιατρού ήρθαν στο εξής συμπέρασμα: «Έχουμε όλα τα τεκμήρια του φόνου, αλλά γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει στον κόσμο άνθρωπος που θα σκότωνε το γιατρό μας, είναι φανερό και οφείλουμε να δεχτούμε ότι δεν πρόκειται για φόνο και η σύμπτωση των ενδείξεων είναι απλώς τυχαία. Πρέπει να υποθέσουμε πως μες στο σκοτάδι ο γιατρός μόνος του έπεσε στη χαράδρα κι επήλθε ο θάνατος».
   Πάνω σ’ αυτό όλη η πόλη βρέθηκε σύμφωνη. Έγινε η κηδεία του γιατρού και κανείς πια δε μίλησε για βίαιο θάνατο. Να βρεθεί ένας τόσο κακός, τόσο ελεεινός άνθρωπος που θα μπορούσε να σκοτώσει το γιατρό φαινόταν σ’ όλους απίστευτο. Γιατί και η κακοήθεια έχει κι αυτή τα όριά της. Δε συμφωνείτε;
   Μα και τι δε γίνεται στον κόσμο! Τελείως απροσδόκητα από μια απλή σύμπτωση ανακαλύφτηκε ο φονιάς. Κάποιοι είδαν έναν αχρείο, που κι άλλες φορές τον είχανε δικάσει κι όλοι ξέρανε τι άσωτη ζωή έκανε, να πίνει στην ταβέρνα κι αντί λεφτά να δίνει στον ταβερνιάρη την ταμπακέρα και το ρολόι του γιατρού. Όταν άρχισαν να τον ανακρίνουν, τα μπέρδεψε και είπε ένα ολοφάνερο ψέμα. Έκαναν έρευνα και βρήκανε στο στρώμα του ένα πουκάμισο με τα μανίκια καταματωμένα κι ένα χειρουργικό νυστέρι με χρυσή λαβή. Τι άλλες αποδείξεις χρειάζονταν; Κλείσανε τον κακούργο στη φυλακή. Οι κάτοικοι ήταν αγανακτισμένοι, μα λέγανε κιόλας:
   -Απίστευτο! Μα δεν είναι δυνατό! Προσέξτε μη γίνει κανένα λάθος, καμιά φορά κι οι αποδείξεις δε λένε την αλήθεια!
   Στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος αρνιόταν επίμονα την ενοχή του. Όλα ήταν εναντίον του και να πειστεί κανείς ότι εκείνος ήταν ο ένοχος δεν ήτανε πιο δύσκολο απ’ το να διαπιστώσεις πως ετούτο εδώ υο χώμα είναι μαύρο, αλλά οι δικαστές, θα ‘λεγε κανείς, τα είχαν χαμένα, δέκα φορές ζυγίσανε το κάθε στοιχείο, ακούγανε με δυσπιστία τους μάρτυρες, αναψοκοκκινίζανε, πίνανε νερό… Η δίκη άρχισε πια πρωί και τελείωσε πια το βράδυ.
   -Κατηγορούμενε! είπε ο δικαστής. Το δικαστήριο σε κρίνει ένοχο για το φόνο του γιατρού και σε καταδικάζει σε…
   Ο πρόεδρος ήθελε να πει «σε θάνατο», αλλά άφησε να πέσει από τα χέρια του το χαρτί με την καταδικαστική απόφαση, σφούγγισε τον κρύο του ιδρώτα και φώναξε:
   -Όχι! Αν κάνω άδικη κρίση, ο θεός ας με τιμωρήσει, μα ορκίζομαι, είναι αθώος! Δεν μπορώ ούτε να το σκεφτώ πως μπορούσε να βρεθεί άνθρωπος που τόλμησε να σκοτώσει το φίλο μας το γιατρό! Δεν είναι δυνατό να πέσει ο άνθρωπος τόσο χαμηλά!
   - Ναι, τέτοιος άνθρωπος δεν υπάρχει, συμφώνησαν κι οι άλλοι δικαστές.
   - Ναι, φώναξε και το πλήθος. Αφήστε τον ελεύθερο!
   Τον αφήσανε να πάει όπου θέλει, και κανείς δεν κατέκρινε τους δικαστές πως υπήρξαν άδικοι. Κι ο ίδιος ο θεός, μου έλεγε η γιαγιά μου, συχώρεσε την πόλη, γιατί οι κάτοικοι δείξανε πως έχουν πίστη στον άνθρωπο. Χαίρεται ο θεός όταν βλέπει πως πράγματι ο άνθρωπος είναι εικόνα κι ομοίωσή του, και θλίβεται όταν, λησμονώντας την αξία του ανθρώπου, τον κρίνουν χειρότερα κι από τα σκυλιά. Ας κάνει κακό στην πόλη μια αθωωτική απόφαση, μα σκεφτείτε πόσο πιο ισχυρή θα είναι η πίστη στον άνθρωπο, πίστη που νεκρή δε μένει – ξυπνάει μέσα μας μεγαλόψυχα αισθήματα και πάντα παρακινεί τους ανθρώπους να σέβονται τον καθένα. Τον καθένα! Αυτό είναι το πιο σπουδαίο.
   Ο Μιχαήλ Κάρλοβιτς τελείωσε. Ο γείτονάς μου κάτι θέλησε ν’ αντιτείνει, αλλά ο αρχικηπουρός τού έκανε με το χέρι μια κίνηση που σήμαινε πως οι αντιλογίες δεν του αρέσουν κι αμέσως στράφηκε στ’ αμάξια και, παίρνοντας πάλι το σοβαρό του ύφος, συνέχισε τη δουλειά του με τ’ άνθη.
                                                                                                                    
                                                                                   1894   



Δεν υπάρχουν σχόλια: