..............................................................
* καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης ΑΠΘ
Μάθε, παιδί μου, ιερά γράμματα
Δεν είναι η πρώτη φορά που,
στην Ελλάδα, το μάθημα των θρησκευτικών γίνεται αντικείμενο
αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Εκκλησία και την Πολιτεία καθώς και σε
πολίτες με διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές ταυτότητες.
Είναι γιατί συγκεντρώνει μεγάλες αντίρροπες πιέσεις: από τη μια είναι
οι πιέσεις για τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, για την εκκοσμίκευση
του σχολείου, για μια σύγχρονη δημοκρατική εκπαίδευση που σέβεται τις
διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις των μαθητών και μαθητριών της, και
από την άλλη οι αντιστάσεις σ’ αυτές τις πιέσεις.
Με απλά λόγια, στα θρησκευτικά κρίνονται πολύ περισσότερα πράγματα
από το αν θα έχει ή δεν θα έχει το βιβλίο πληροφορίες για το Ισλάμ ή τον
βουδισμό. Η Εκκλησία της Ελλάδος, με τη βοήθεια του πολυπληθούς κοινού
της και την πολιτική δύναμη που μέσα στα χρόνια έχει αντλήσει απ' αυτό
το κοινό, με τη στήριξη των πολιτικών, τους οποίους δεν ξεχνά όταν έρθει
η ώρα της μάχης του σταυρού, υπαγορεύει τους κανόνες της στην πολιτεία,
δοκιμάζει τις αντοχές της και σε κάποιες περιπτώσεις επιλέγει να
αναμετρηθεί μαζί της.
Συνήθως, η αναμέτρηση είναι αχρείαστη, διότι έχει προηγηθεί ο
σωφρονισμός πολιτείας και πολιτικών. Το θέμα της εκάστοτε αντιπαράθεσης
ποικίλλει. Στις μέρες μας, αφορά το περιεχόμενό του και το δικαίωμα της
απαλλαγής απ’ αυτό.
Το μάθημα πιέζεται να αλλάξει περιεχόμενο αν θέλει να μείνει
υποχρεωτικό για όλα τα παιδιά, διαφορετικά στον βαθμό που παραμένει
ομολογιακού ή και κατηχητικού χαρακτήρα οφείλει να είναι προαιρετικό,
καθώς η υποχρέωση της παρακολούθησής του παραβιάζει την ελευθερία της
θρησκευτικής συνείδησης. Το σύγχρονο σχολείο οφείλει να σέβεται τις
διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις ή και την παντελή απουσία τους. Το
δικό μας σχολείο, το ελληνικό, επιμένει να τις παραβιάζει συστηματικά.
Κοσμικό κράτος η Ελλάδα, και η μέρα στο σχολείο εξακολουθεί να ξεκινά
με προσευχή στο προαύλιο του σχολείου, και οι τοίχοι είναι στολισμένοι
με εικόνες, και τα παιδιά οδηγούνται σε υποχρεωτικό εκκλησιασμό.
Σύγχρονο κράτος η Ελλάδα, και η δημόσια τηλεόραση αναμεταδίδει την
ορθόδοξη λειτουργία και διάφορες άλλες ορθόδοξες –πάντα– εκκλησιαστικές
τελετουργίες, και η εκάστοτε κυβέρνηση δεν τολμά να επιβάλει ΕΝΦΙΑ στα
ακίνητα της Εκκλησίας και του Αγίου Ορους –ακόμα και σ’ αυτά που
προορίζονται για επαγγελματική εκμετάλλευση–, και οι συνταξιούχοι
μοναχοί που η σύνταξή τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ,
καθαρά, εξαιρούνται από την υποχρέωση που έχουν όλοι οι πολίτες να
υποβάλλουν φορολογική δήλωση, και τα ρουσφέτια συνεχίζονται ακόμα και
σήμερα.
Δημοκρατία η Ελλάδα, και οι υπουργοί αναγκάζονται να αποσύρουν
εγκυκλίους όταν διαφωνούν οι ιεράρχες ή και αποπέμπονται όταν δεν έχουν
την ευλογία της Εκκλησίας (Φίλης, 2017). Για να μην αναφερθούμε στον
Κώστα Σημίτη και στο τεράστιο πολιτικό κόστος που ανέλαβε λόγω της
αντιπαράθεσής του με την Εκκλησία στο ζήτημα της αναγραφής του
θρησκεύματος στις ταυτότητες των Ελλήνων πολιτών.
Το πρόσφατο παρελθόν έχει να επιδείξει πολλά επεισόδια που αφορούν τη
διελκυστίνδα Πολιτείας και Εκκλησίας. Τα συγκεκριμένα αναφέρονται στην
αναγνώριση του δικαιώματος του πολίτη να ζητήσει την εξαίρεσή του από
ένα μάθημα θρησκευτικού προσηλυτισμού.
Το 2008, ο κ. Στυλιανίδης, υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης
Καραμανλή, εξέδωσε δύο εγκυκλίους που έδιναν το δικαίωμα αναιτιολόγητου
αιτήματος απαλλαγής. Μπορούσε κανείς να ζητήσει απαλλαγή χωρίς να είναι
υποχρεωμένος να εξηγήσει τον λόγο. Υστερα από αντιδράσεις ιεραρχών, την
ίδια χρονιά, μια τρίτη εγκύκλιος του Στυλιανίδη διευκρίνιζε ότι το
δικαίωμα της απαλλαγής ανήκει μόνο στους αλλόθρησκους. Τον Στυλιανίδη
διαδέχθηκε η κ. Διαμαντοπούλου, υιοθετώντας την πολιτική της διγλωσσίας.
Το 2009, όμως, τα ψέματα τέλειωσαν και η υφυπουργός κ.
Χριστοφιλοπούλου δήλωνε στη Βουλή, σε απάντηση ερώτησης του Φώτη
Κουβέλη, ότι απαλλάσσονται μόνον οι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι εφόσον το
επιθυμούν.
Το 2013, με τρικομματική κυβέρνηση, Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, ο τότε υπουργός
Παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλος πρόσθετε στους λόγους της απαλλαγής και τη
θρησκευτική συνείδηση, διευρύνοντας έτσι τις δυνατότητες απαλλαγής. Δύο
ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, τον Ιανουάριο του 2015, και ενώ
η Βουλή είχε διαλυθεί, ο τότε υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης
Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, Α. Λοβέρδος, αναιρούσε την εγκύκλιο Αρβανιτόπουλου
επιστρέφοντας στο προηγούμενο καθεστώς.
Εκεί είμαστε όταν το υπουργείο σκέφθηκε ότι ένα μάθημα
προσανατολισμένο περισσότερο στην πληροφόρηση των παιδιών για τις
θρησκείες, παρά στην κατήχηση της ορθόδοξης πίστης, ένα μάθημα
θρησκειολογικής κατεύθυνσης θα έλυνε το πρόβλημα της απαλλαγής από αυτό
και θα αποσοβούσε την κρίση στις σχέσεις του υπουργείου με την Ιερά
Σύνοδο.
Εκανε λάθος. Οποιαδήποτε απόπειρα υποδήλωνε τη βούληση της Πολιτείας
για την εκκοσμίκευση της εκπαίδευσης δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη
από το άγρυπνο μάτι των ιεραρχών. Οσο κι αν πηγαινοέρχεται ο εκάστοτε
υπουργός Παιδείας στον αρχιεπίσκοπο, ένα μόνο θα τον σώσει: να αφήσει τα
πράγματα όπως τα παρέλαβε. Αν νομίζει ότι με τεχνάσματα μπορεί να
παρακάμψει τους ιεράρχες, κάνει λάθος. Για να παρακαμφθούν, πρέπει να
περιοριστούν στα δικά τους.
* καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης ΑΠΘ