Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

"Μάθε, παιδί μου, ιερά γράμματα" έγραψε η Μαρία Ρεπούση ("Εφημερίδα των Συντακτών", 30.03.2018)

..............................................................


Μάθε, παιδί μου, ιερά γράμματα

 
  EUROKINISSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
 έγραψε η Μαρία Ρεπούση *
Δεν είναι η πρώτη φορά που, στην Ελλάδα, το μάθημα των θρησκευτικών γίνεται αντικείμενο αντιπαράθεσης ανάμεσα στην Εκκλησία και την Πολιτεία καθώς και σε πολίτες με διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές ταυτότητες.
Είναι γιατί συγκεντρώνει μεγάλες αντίρροπες πιέσεις: από τη μια είναι οι πιέσεις για τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, για την εκκοσμίκευση του σχολείου, για μια σύγχρονη δημοκρατική εκπαίδευση που σέβεται τις διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις των μαθητών και μαθητριών της, και από την άλλη οι αντιστάσεις σ’ αυτές τις πιέσεις.
Με απλά λόγια, στα θρησκευτικά κρίνονται πολύ περισσότερα πράγματα από το αν θα έχει ή δεν θα έχει το βιβλίο πληροφορίες για το Ισλάμ ή τον βουδισμό. Η Εκκλησία της Ελλάδος, με τη βοήθεια του πολυπληθούς κοινού της και την πολιτική δύναμη που μέσα στα χρόνια έχει αντλήσει απ' αυτό το κοινό, με τη στήριξη των πολιτικών, τους οποίους δεν ξεχνά όταν έρθει η ώρα της μάχης του σταυρού, υπαγορεύει τους κανόνες της στην πολιτεία, δοκιμάζει τις αντοχές της και σε κάποιες περιπτώσεις επιλέγει να αναμετρηθεί μαζί της.
Συνήθως, η αναμέτρηση είναι αχρείαστη, διότι έχει προηγηθεί ο σωφρονισμός πολιτείας και πολιτικών. Το θέμα της εκάστοτε αντιπαράθεσης ποικίλλει. Στις μέρες μας, αφορά το περιεχόμενό του και το δικαίωμα της απαλλαγής απ’ αυτό.
Το μάθημα πιέζεται να αλλάξει περιεχόμενο αν θέλει να μείνει υποχρεωτικό για όλα τα παιδιά, διαφορετικά στον βαθμό που παραμένει ομολογιακού ή και κατηχητικού χαρακτήρα οφείλει να είναι προαιρετικό, καθώς η υποχρέωση της παρακολούθησής του παραβιάζει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Το σύγχρονο σχολείο οφείλει να σέβεται τις διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις ή και την παντελή απουσία τους. Το δικό μας σχολείο, το ελληνικό, επιμένει να τις παραβιάζει συστηματικά.
Κοσμικό κράτος η Ελλάδα, και η μέρα στο σχολείο εξακολουθεί να ξεκινά με προσευχή στο προαύλιο του σχολείου, και οι τοίχοι είναι στολισμένοι με εικόνες, και τα παιδιά οδηγούνται σε υποχρεωτικό εκκλησιασμό. Σύγχρονο κράτος η Ελλάδα, και η δημόσια τηλεόραση αναμεταδίδει την ορθόδοξη λειτουργία και διάφορες άλλες ορθόδοξες –πάντα– εκκλησιαστικές τελετουργίες, και η εκάστοτε κυβέρνηση δεν τολμά να επιβάλει ΕΝΦΙΑ στα ακίνητα της Εκκλησίας και του Αγίου Ορους –ακόμα και σ’ αυτά που προορίζονται για επαγγελματική εκμετάλλευση–, και οι συνταξιούχοι μοναχοί που η σύνταξή τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ, καθαρά, εξαιρούνται από την υποχρέωση που έχουν όλοι οι πολίτες να υποβάλλουν φορολογική δήλωση, και τα ρουσφέτια συνεχίζονται ακόμα και σήμερα.
Δημοκρατία η Ελλάδα, και οι υπουργοί αναγκάζονται να αποσύρουν εγκυκλίους όταν διαφωνούν οι ιεράρχες ή και αποπέμπονται όταν δεν έχουν την ευλογία της Εκκλησίας (Φίλης, 2017). Για να μην αναφερθούμε στον Κώστα Σημίτη και στο τεράστιο πολιτικό κόστος που ανέλαβε λόγω της αντιπαράθεσής του με την Εκκλησία στο ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες των Ελλήνων πολιτών.
Το πρόσφατο παρελθόν έχει να επιδείξει πολλά επεισόδια που αφορούν τη διελκυστίνδα Πολιτείας και Εκκλησίας. Τα συγκεκριμένα αναφέρονται στην αναγνώριση του δικαιώματος του πολίτη να ζητήσει την εξαίρεσή του από ένα μάθημα θρησκευτικού προσηλυτισμού.
Το 2008, ο κ. Στυλιανίδης, υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Καραμανλή, εξέδωσε δύο εγκυκλίους που έδιναν το δικαίωμα αναιτιολόγητου αιτήματος απαλλαγής. Μπορούσε κανείς να ζητήσει απαλλαγή χωρίς να είναι υποχρεωμένος να εξηγήσει τον λόγο. Υστερα από αντιδράσεις ιεραρχών, την ίδια χρονιά, μια τρίτη εγκύκλιος του Στυλιανίδη διευκρίνιζε ότι το δικαίωμα της απαλλαγής ανήκει μόνο στους αλλόθρησκους. Τον Στυλιανίδη διαδέχθηκε η κ. Διαμαντοπούλου, υιοθετώντας την πολιτική της διγλωσσίας.
Το 2009, όμως, τα ψέματα τέλειωσαν και η υφυπουργός κ. Χριστοφιλοπούλου δήλωνε στη Βουλή, σε απάντηση ερώτησης του Φώτη Κουβέλη, ότι απαλλάσσονται μόνον οι αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι εφόσον το επιθυμούν.
Το 2013, με τρικομματική κυβέρνηση, Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, ο τότε υπουργός Παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλος πρόσθετε στους λόγους της απαλλαγής και τη θρησκευτική συνείδηση, διευρύνοντας έτσι τις δυνατότητες απαλλαγής. Δύο ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, τον Ιανουάριο του 2015, και ενώ η Βουλή είχε διαλυθεί, ο τότε υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, Α. Λοβέρδος, αναιρούσε την εγκύκλιο Αρβανιτόπουλου επιστρέφοντας στο προηγούμενο καθεστώς.
Εκεί είμαστε όταν το υπουργείο σκέφθηκε ότι ένα μάθημα προσανατολισμένο περισσότερο στην πληροφόρηση των παιδιών για τις θρησκείες, παρά στην κατήχηση της ορθόδοξης πίστης, ένα μάθημα θρησκειολογικής κατεύθυνσης θα έλυνε το πρόβλημα της απαλλαγής από αυτό και θα αποσοβούσε την κρίση στις σχέσεις του υπουργείου με την Ιερά Σύνοδο.
Εκανε λάθος. Οποιαδήποτε απόπειρα υποδήλωνε τη βούληση της Πολιτείας για την εκκοσμίκευση της εκπαίδευσης δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από το άγρυπνο μάτι των ιεραρχών. Οσο κι αν πηγαινοέρχεται ο εκάστοτε υπουργός Παιδείας στον αρχιεπίσκοπο, ένα μόνο θα τον σώσει: να αφήσει τα πράγματα όπως τα παρέλαβε. Αν νομίζει ότι με τεχνάσματα μπορεί να παρακάμψει τους ιεράρχες, κάνει λάθος. Για να παρακαμφθούν, πρέπει να περιοριστούν στα δικά τους.

* καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης ΑΠΘ

"Η δημοκρατία θέλει διαζύγιο" έγραψε ο Τάσος Τσακίρογλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 30.03.2018)

..............................................................
 

Η δημοκρατία θέλει διαζύγιο


 
AP Photo/Thanassis Stavrakis
 
 έγραψε ο Τάσος Τσακίρογλου


«Η αμηχανία της δημοκρατίας» (Κάρλο Γκάλι, Πόλις), «Μεταδημοκρατία» (Κόλιν Κράουτς, Εκκρεμές), «Για την επανεκκίνηση της δημοκρατίας» (Μανουέλ Αριάγκα, Αιώρα), «Οι χρόνιες παθήσεις της δημοκρατίας» (Φρεντερίκ Βορμς, Πόλις), «Δημοκρατία ή καπιταλισμός» (δίτομο συλλογικό, Επίκεντρο). Ο κατάλογος με τα έργα που καταπιάνονται με το δημοκρατικό πρόβλημα τα τελευταία χρόνια είναι μακρύς και δείχνει αφενός την επαναλαμβανόμενη διάγνωση ότι η δημοκρατία νοσεί και αφετέρου ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον των διανοουμένων να βρουν και να προτείνουν λύσεις.
Η πολύχρονη οικονομική κρίση, αλλά και η περίοδος υπερκατανάλωσης, εφησυχασμού και αδιαφορίας για τα κοινά λειτούργησαν κατασταλτικά στα δημοκρατικά ανακλαστικά και οδήγησαν σε αισθήματα παραίτησης, αποδοχής του υπάρχοντος ή -εναλλακτικά- σε έναν κυνισμό που εκλογίκευε όλα τα προηγούμενα. Φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι, δεν έλειψαν -σε πρώτη φάση- οι αγώνες, οι αντιστάσεις και οι σπασμωδικές συγκρούσεις.
Ομως αυτές δεν ήταν αρκετές για να σταματήσουν την επερχόμενη κοινωνική καταστροφή, καθώς έλειπε το βασικό «συστατικό» κάθε αγώνα, δηλαδή αυτό που ο Εντσο Τραβέρσο ονομάζει «ορίζοντα προσμονής» -το ένα από τα δύο χαρακτηριστικά που συνθέτουν την Ιστορία, μαζί με το «πεδίο της βιωμένης εμπειρίας» που είναι το παρελθόν.
Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρεκ τονίζει ότι η ένωση καπιταλισμού και δημοκρατίας ήταν ένας γάμος συμφέροντος και προβλέπει ότι θα έλθει η στιγμή που θα πρέπει να χωρίσουν οι δρόμοι των δύο. «Το πιο πιθανό αποτέλεσμα σ’ αυτή την περίπτωση θα είναι η ολοκλήρωση του κοινωνικού μοντέλου του Χάγεκ, δηλαδή μια δικτατορία της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, απρόσβλητη από δημοκρατικές βελτιώσεις» γράφει.
Εάν κάποιος δεν θέλει να έχει ψευδαισθήσεις, διαπιστώνει ότι αυτή η στιγμή του διαζυγίου έχει φτάσει και ότι πλέον η δικτατορία της οικονομίας της αγοράς, «απρόσβλητη από δημοκρατικές βελτιώσεις», είναι ήδη εδώ. Τον λόγο έχουν οι «αγορές», το Γιούρογκρουπ, η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, όλα τους όργανα εκτός δημοκρατικού και λαϊκού ελέγχου.
Η δημοκρατική πρόσοψη είναι απλώς ένα σκηνικό εντός του οποίου διαδραματίζεται το σενάριο της καπιταλιστικής άγριας Δύσης, με τους νεοφιλελεύθερους ηγέτες σε ρόλο πάνοπλου καουμπόι και τους λαούς σε ρόλο ιθαγενή-Ινδιάνου. Μια δεύτερη «πρωταρχική συσσώρευση» στην ιστορία του καπιταλισμού βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη εδώ και χρόνια, με καύσιμο τους ανθρώπους, τον πλούτο που παράγουν και τους φυσικούς πόρους.
Μαζί με την οικονομία και την πολιτική, σε δραστική μετάλλαξη βρίσκεται και το πολιτισμικό πλαίσιο της κοινωνίας, με μια μεγάλη μάζα του πληθυσμού να είναι εγκλωβισμένη μεταξύ μιας ηθελημένης άγνοιας (σαν ένα δρόμο προς την καθημερινή μακαριότητα) και μιας προσομοίωσης επικοινωνίας μέσω των social media (σαν ένα υποκατάστατο των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων).
Υπάρχει διέξοδος; Αυτό είναι το δύσκολο ερώτημα σε μια συγκυρία που όλα δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση: την επιστροφή στον λαβύρινθο του φόβου, της αμφιβολίας, της αμηχανίας, του δισταγμού, της απελπισίας.
Σε κάθε περίπτωση η Αριστερά οφείλει να είναι αυτή που θα στοχαστεί, θα προτείνει, θα οργανώσει και θα δράσει με ένα εναλλακτικό σχέδιο, έτσι ώστε η κοινωνία να ξαναφτιάξει τη ζωή της μετά το διαζύγιο με τον καπιταλισμό. Διαφορετικά, το μέλλον θα είναι γεμάτο συμβάσεις, συμβιβασμούς και δυστυχία.
 

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Folia - Baroque Violin, Viola da Gamba & Harpsichord (youtube, 30 Ιουλ 2014)

...........................................................


Folia - Baroque Violin, Viola da Gamba & Harpsichord

(youtube, 30 Ιουλ 2014)
Folia - Variations by Arcangelo Corelli, Alessandro Scarlatti and Marin Marais Jakob David Rattinger

Jakob David RattingerViola da Gamba 
Lina Tur Bonet Baroque Violin
Nadja LesaulnierHarpsichord

"ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΩΜΟΠΛΑΤΗΣ" ποίημα του Γιάννη Καρατζόγλου

.........................................................









Γιάννης Καρατζόγλου
(γ.1946)









ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΩΜΟΠΛΑΤΗΣ 


Όσο γερνάει κάνει το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που υποδεικνύουν οι γιατροί.
Καπνίζει σαν φουγάρο, πίνει ούζα και τσίπουρα βουστροφηδόν
τραβάει τις νύχτες ως το χάραμα διαβάζοντας αδηφάγες διηγήσεις
δεν περπατάει το καθημερινό χιλιόμετρο, δεν ανεβαίνει σκάλες με τα πόδια
τους μετρητές χοληστερίνης, πίεσης, σακχάρου αγνοεί…

Όσο παλιώνει πράττει το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που λέει η λογική.
Θυμάται τα πρόσφατα, δεν προσφεύγει στα παλιά,
τα καλοκαίρια αγνοεί
απολαμβάνει τη βροχή, το χιόνι, τις λασπουριές και τους ανέμους
ακούει τραγούδια με γερασμένους τραγουδιστές της εποχής του
ξοδεύει άναρχα όσα του απομείνανε, οι καταθέσεις του τελειώνουν
δεν ασχολείται με διαθήκες, ψιλές κυριότητες και επικαρπίες…

Όσο γερνάει καλυτερεύει η υγεία μέσα του, εκτός από κάτι πόνους
στις κλειδώσεις της ωμοπλάτης, δεν είναι τίποτα του είπαν οι γιατροί
είναι που φύονται φτερά, λιγάκι ακόμα θα πονάς μέχρι να μεγαλώσουν
αλλά τη μέρα εκείνη θα πετάξεις άνετα με μεγάλες απλωτές…

Από τη συλλογή Εγγραφές κλεισίματος (2017)

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

[...«το σινεμά είναι το βλέμμα του Θεού»...] από τον φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook, 28/3/2018)


..............................................................

 


...«το σινεμά είναι το βλέμμα του Θεού»...




                         από τον φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook, 28/3/2018)



Έβλεπα μια ταινία σήμερα όπου σε ένα σημείο της ακούγεται η εξής φράση: «το σινεμά είναι το βλέμμα του Θεού». Με έβαλε σε σκέψεις. Σίγουρα, πριν και πάνω απ’ όλα, το σινεμά είναι βλέμμα. Αλλά το βλέμμα του Θεού; Κι ο ανθρώπινος παράγοντας, η θεμελιώδης, οπτική γωνία του δημιουργού; Αν υιοθετήσουμε αυτή την τελευταία προσέγγιση, ξεπέφτουμε στον υποκειμενισμό, προσδίδουμε μεγάλο βάρος στην ατομικότητα. Και το σινεμά, περισσότερο απ΄ τις άλλες τέχνες, θολώνει τα όρια ανάμεσα στο ειδικό και το γενικό (έστω και εξαιτίας του πρακτικού γεγονότος ότι μια ταινία, σε αντίθεση μ’ έναν πίνακα ζωγραφικής, ένα ποίημα, ένα μυθιστόρημα, ένα γλυπτό, είναι το σημείο όπου τέμνονται πολλές διαφορετικές βουλήσεις, ό,τι κι αν λέει περί του αντιθέτου η απλουστευτική θεωρία του auteur. Ένα φιλμ, μοιάζει περισσότερο με παλίμψηστο: πάνω απ’ το έργο του σκηνοθέτη, το έργο του μοντέρ, από κάτω το έργο του διευθυντή φωτογραφίας, από κάτω το έργο του σεναριογράφου κτλ. ). Μιλώντας για το «βλέμμα του Θεού», ίσως απλά να επιστρέφουμε στο γενικό και το ανώνυμο τα χαμένα τους δικαιώματα (ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι στις αρχαϊκές κοινωνίες, η τέχνη ήταν συλλογικό προϊόν, δημιούργημα της κοινότητας, συνεπώς του ανώνυμου κοινωνικού σώματος, της γενικότητας). Δεν έχει θρησκευτικές συνεπαγωγές αυτός ο ορισμός, πρέπει να τον δούμε έξω από οποιοδήποτε μεταφυσικό πλαίσιο. Ας ονομάσουμε, «Θεό», τον «τρίτο όρο» στον οποίο αναφέρεται ο Λακάν, δηλαδή τον «μεγάλο Άλλο». Αν το σινεμά δεν είναι το δικό μου βλέμμα –παρόλο που οι εικόνες χρειάζονται το βλέμμα μου για να αποκτήσουν υπόσταση-, ούτε απλώς το βλέμμα του άλλου, του δημιουργού (γιατί σ’ αυτή την περίπτωση θα νιώθαμε ότι μας παρακολουθούν την ώρα που παρακολουθούμε, και κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει: είμαστε ο εαυτός μας όταν βλέπουμε μια ταινία, ελεύθεροι απ’ το απαιτητικό κοίταγμα του άλλου που μας αποδίδει έναν ρόλο στην πραγματική ζωή), τότε πρέπει να είναι το βλέμμα του μεγάλου Άλλου. Δηλαδή η ματιά της αόρατης γενικότητας πάνω στα συγκεκριμένα, κάθε φορά, ανθρώπινα. Είτε πρόκειται για μια πολυπρόσωπη πολεμική περιπέτεια με χιλιάδες κομπάρσους, είτε για ένα δράμα δωματίου με δύο χαρακτήρες όλους κι όλους, οτιδήποτε συμβαίνει επί της οθόνης μεταφέρεται σ’ εμάς μέσα από ένα πανεποπτικό βλέμμα που δεν κάνει άλλο απ’ το να «καταγράφει» αχόρταγα, να γεννά εικόνες και να τροφοδοτεί το συλλογικό ασυνείδητο μ’ αυτές. Αποστασιοποιημένο ή εγγύτατο, ουδέτερο ή παθιασμένο, αυτό το βλέμμα δεν έχει υποκειμενικά χαρακτηριστικά, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιείται απ’ αυτό, όπως ο Λόγος στη φιλοσοφία του Χέγκελ, χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως όργανο για να πραγματώσει τους σκοπούς της Ιστορίας, τη στιγμή που το κάθε άτομο νομίζει ότι πράττει αυτοβούλως, υπακούοντας στις ιδιαίτερες επιδιώξεις ή την ιδεολογία του. Οι μεγάλοι σκηνοθέτες, με το αναγνωρίσιμο στυλ και το ξεχωριστό ύφος τους, δεν κάνουν τίποτα άλλο απ’ το να υπηρετούν αυτό το μεγάλο, ανώνυμο βλέμμα που μοιάζει λίγο με τη «βούληση» του Σοπενχάουερ (ο οποίος είχε επηρεαστεί απ’ τον Χέγκελ περισσότερο απ’ όσο ήθελε να παραδεχτεί: η Βούληση, που διαπερνάει τα ατομικά πεπρωμένα και ωθεί τα όντα να πράττουν κόντρα στο αντικειμενικό τους συμφέρον, μέχρι και να θυσιάζονται για το καλό του είδους –όπως συμβαίνει στον έρωτα-, τι άλλο είναι αν όχι μια ακόμα εκδοχή της χεγκελιανής «πανουργίας του Λόγου»). Αν υπάρχει κάτι σαν μια ακατανίκητη λαχτάρα για πράξεις, συμβάντα, δράματα, συναισθήματα, με άλλα λόγια, για Ζωή πέρα από κάθε λογική αιτιολόγηση (ή παρά την όποια επίφασή της), τότε θα πρέπει να υπάρχει και το ακόρεστο Βλέμμα που τα καταγράφει όλα αυτά και μας τα προσφέρει στην αισθητική μεταγραφή τους, σε εικόνες, κίνηση, λόγο, ως ένα εντυπωσιακό πανόραμα των ανθρωπίνων. Η ζωή έχει ανάγκη τον καλλιτεχνικό αναδιπλασιασμό της, το ατέρμονο καθρέφτισμά της σε μια νοητή επιφάνεια (ας την ονομάσουμε, κινηματογραφική τέχνη), όπως μια ωραία γυναίκα νιώθει την ανάγκη να αυτοθαυμάζεται σε όλων των ειδών τα κάτοπτρα. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεώρηση –αν και σε ένα εντελώς διαφορετικό νοηματικό συγκείμενο- ισχύει αυτό που λέει ο Foivos Delivorias στο τραγούδι του, «Ο καθρέφτης»: «Έχω μπροστά μου συνεχώς έναν καθρέφτη/ που μ’ εμποδίζει ότι είναι πίσω του να δω/ δεν έχω δει ποτέ μου πιο μεγάλο ψεύτη/ και το χειρότερο, είναι όμοιος εγώ...». Αυτός ο καθρέφτης είναι το κινηματογραφικό κάδρο, που μας επιστρέφει μια ψευδαισθητική εικόνα της ύπαρξής, μόνο που το ψέμα αυτό βρίσκεται πέραν του καλού και του κακού, δεν το αφορούν οι ηθικές αξιολογήσεις, απλούστατα χρειάζεται ως, κατά κάποιον τρόπο, φαντασιακό συμπλήρωμα της πραγματικότητας. Το σινεμά είναι όντως το βλέμμα του Θεού, υπό την έννοια ότι αυτός ο τρίτος όρος, ο μεγάλος Άλλος, το αχανές αρχείο καταγραφής, ενυπάρχει ήδη στο ασυνείδητό μας ως εσωτερικό βλέμμα. Και για τη συνείδηση (δηλαδή την κάμερα που κουβαλάμε μέσα στο κεφάλι μας απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε, μέχρι την ώρα που πεθαίνουμε), η ίδια μας η ζωή δεν είναι παρά μια ταινία που εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

"Γήρας αμήχανο" γράφει η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 27.03.2018)

............................................................


Γήρας αμήχανο


 
EUROKINISSI/ΧΑΣΙΑΛΗΣ ΒΑΙΟΣ
 
 
 
γράφει η  Άννα Δαμιανίδη
Η γενιά των γονιών μας γέρασε, και γερνά ακόμα, ξαφνιασμένη από τη μοναξιά, για την οποία δεν είχε προετοιμαστεί καταλλήλως. Κι όμως, ήταν εκείνη που αγωνίστηκε πολύ για την αξιοπρεπή καθημερινότητα της πυρηνικής οικογένειας, για την ανεξαρτησία της από τα μεγάλα σόγια, από τους πατριάρχες και τις βασιλομήτορες που είχαν λόγο σε όλα κι ανακατεύονταν στη μοίρα και την καθημερινότητα των νέων ζευγαριών.
Η γενιά των γονιών μας χώρισε τα τσανάκια της όσο μπόρεσε, έδωσε τη μάχη της, πλήρωσε χρυσά τα τριάρια και τα δυάρια της ελευθερίας της κι όταν τα χρόνια πέρασαν, άρχισε να νοσταλγεί τα σπίτια του χωριού με τις προσθήκες και τα πανoπτικά που θα τους επέτρεπαν, αφού πια είχαν γεράσει, να έχουν εκείνοι την εποπτεία ή, έστω, τη θέα των κατιόντων. Αλλά είναι αργά πια να γκρεμιστούν οι τοίχοι και να ξαναχτιστεί η οικογένεια, να ξαναδεθεί με όλα τα δεσμά που μάτωσε να αποτινάξει.
Βέβαια, υπάρχουν πάντα μερικοί που δεν χρειάστηκε να περάσουν τέτοιες δοκιμασίες. Από παιδιά βολεύτηκαν εύκολα στις καταστάσεις που τους έλαχαν, θα έλεγε μάλιστα κανείς, κρίνοντας από την οικοδομική δραστηριότητα των προαστίων, πως υπάρχει ειδική μεσογειακή ευκολία στην προσαρμογή των μελών της οικογένειας στον σύγχρονο γενικό οικοδομικό κανονισμό με τα πανταχόθεν ελεύθερα οροφοδιαμερίσματα εσωτερικής γενεακής εξάρτησης, αλλά δεν παύουν να είναι λίγοι.
Ισως υπήρξαν οι πιο προνοητικοί, αυτοί που ήξεραν το μέτρο, ζύγισαν τις κερδισμένες αποστάσεις και τη χαμένη επιτήρηση και βρήκαν τη χρυσή τομή ή έστω κάτι που της μοιάζει. Οι πιο πολλοί πέρασαν το μεγάλο ξάφνιασμα, πώς ερημώνει έτσι το σπίτι όταν μεγαλώνουν τα παιδιά κι αργούν να κάνουν εγγόνια, πώς να τα προσελκύσεις πίσω, τι να μαγειρέψεις, πώς να καλλιεργήσεις την ανάγκη που ήδη ξεπεράστηκε. Δύσκολα ζητήματα για γέρους ανθρώπους, συχνά αναπάντητα για όποιον δεν προνόησε από νωρίς να τα λύσει.
Καθώς γερνούν οι άνθρωποι που θυμούνται ακόμα κάποιον παππού τους να περιλαμβάνεται στο τοπίο του πατρικού σπιτιού, παραξενεύονται που δεν υπάρχει γύρω τους κόσμος, που δεν έχουν τη θέση εκείνου.
Η δική μας γενιά, που μεγάλωσε χωρίς πολύ κόσμο γύρω της, στην εξασφαλισμένη ανεξαρτησία της πυρηνικής οικογένειας, θα πρέπει να επινοήσει κάτι πρωτότυπο για τα γεράματά της, έναν καινούργιο τρόπο ζωής. Μόνο που οι πρωτοτυπίες ταιριάζουν στη νεότητα, κι εκεί θα ξανασυναντήσει την αμηχανία.

«Ιδανικά» γράφει ο Κύρκος Δοξιάδης * ("Εφημερίδα των Συντακτών", 27.03.2018)

..............................................................
 

«Ιδανικά»


 
 AP Photo/ Giannis Papanikos
Για τέταρτη φορά σε δυόμισι μήνες αισθάνομαι την ανάγκη να ασχοληθώ στην αρθρογραφία μου με το Μακεδονικό. Το ενδιαφέρον μου δεν συνίσταται σε κάποια εμμονή. Οσο οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βαίνουν από το κακό στο χειρότερο τόσο πιο πολύ επείγει η επίλυση του προβλήματος των σχέσεων της Ελλάδας με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Μπορεί να λέμε –για λόγους ίσως «εφαρμογής της θεωρίας των παιγνίων στο πεδίο της διπλωματίας»– πως «η Ελλάδα δεν βιάζεται», στην πραγματικότητα όμως θα έπρεπε να βιάζεται. Δεν συμφέρει τη χώρα μας να παραμένει μια εκκρεμότητα στη γειτονιά της, για την οποία η αδυναμία εξεύρεσης λύσης θα αποδίδεται –δικαιολογημένα, εν μέρει έστω– και σε δική της αδιαλλαξία.
Εχω ασχοληθεί αρκετά με το ζήτημα του (μη) «αλυτρωτισμού» (πέρα από την ονομασία) στο Σύνταγμα της γείτονος (βλ. και το προηγούμενο άρθρο μου στην «Εφ.Συν.», «Περί “αλυτρωτισμού”», 13/3/2018). Σήμερα επανέρχομαι στο «ονοματολογικό». Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ 1, άρχισε την επιχειρηματολογία του υπέρ της αποδοχής της σύνθετης ονομασίας, υποστηρίζοντας ότι «ιδανικά», για την ελληνική πλευρά, θα έπρεπε να βρεθεί μια λύση που να μην περιέχει καθόλου τον όρο «Μακεδονία».
Είναι κάποιες διατυπώσεις που, χωρίς να το επιδιώκει το υποκείμενο που τις εκφέρει, λειτουργούν εξαιρετικά αποκαλυπτικά ως προς κάποια καίρια ιδεολογικά ζητήματα. Διευκρινίζω εξαρχής πως δεν σχολιάζω τη γενικότερη στάση του συγκεκριμένου στελέχους της κυβέρνησης της Αριστεράς επί του ζητήματος. Μπορεί, άλλωστε, ο άνθρωπος να μην το εννοούσε ακριβώς έτσι, οπότε του ζητώ συγγνώμη κιόλας προκαταβολικά.
Ανεξάρτητα –επαναλαμβάνω– από τις αληθινές απόψεις του εν λόγω υπουργού, φαίνεται πως αυτό είναι κάτι που πιστεύουν πάρα πολλοί από όσους δέχονται πως η επιδιωκόμενη λύση πρέπει να είναι η σύνθετη ονομασία. Οτι δηλαδή «ιδανικά» δεν θα έπρεπε, αλλά –τι να κάνουμε;– λόγοι «ρεαλισμού» μάς αναγκάζουν να την αποδεχτούμε.
Ισως δεν θα ήταν υπερβολικό κιόλας να πούμε πως αυτό –η μη αποδοχή της σύνθετης ονομασίας παρά μόνον ως «ρεαλιστικά αναγκαίας υποχώρησης»– συγκροτεί ένα είδος σιωπηλής συναίνεσης: συναίνεσης όχι βέβαια απαραίτητα υπό την έννοια ότι όλοι όντως συμφωνούν, αλλά υπό την έννοια πως όλοι θα έπρεπε να συμφωνούν. Δηλώνω λοιπόν εδώ, ελπίζοντας πως έτσι «σπάω την πορσελάνη» της συγκεκριμένης συναίνεσης, ότι εγώ (τουλάχιστον) δεν συμφωνώ καθόλου.
Και δεν συμφωνώ, διότι στην «ιδανική» περίπτωση που θα καταλήγαμε σε «συμφωνία» που δεν θα περιείχε καθόλου τον όρο «Μακεδονία», θα αισθανόμουν ντροπή ως Ελληνας πολίτης, ως δημοκράτης και ως αριστερός.
Δεν υπερβάλλω, ούτε ηθικολογώ. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα σήμαινε πως θα είχαμε εξαναγκάσει έναν ολόκληρο λαό να απαρνηθεί τη μοναδική εθνική του ταυτότητα, αποδεχόμενος ως όνομα της χώρας του μια ονομασία («Σκόπια», «Βαρντάσκα», «Παιονία» ή όπως αλλιώς) που ποτέ δεν είχε – ούτε ως ανεξάρτητο έθνος-κράτος, ούτε ως ομόσπονδη δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, ούτε σε οποιαδήποτε προγενέστερη περίοδο στην οποία πιθανόν να είχε αποκτήσει κάποια εθνική συνείδηση.
Μήπως να σκεφτούμε και άλλες πιθανές παραλλαγές τούτης της λογικής περί «ιδανικής» κατάστασης που «δυστυχώς» δεν μπορούμε να επιδιώκουμε για λόγους «ρεαλισμού»; «Ιδανικά» όλοι οι Ελληνες θα έπρεπε να είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, για να μην υπάρχει πρόβλημα ούτε με την ερμηνεία του Συντάγματος ούτε με τη διδασκαλία των θρησκευτικών. «Ιδανικά» όλοι οι πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών θα έπρεπε να είναι ευρωπαϊκής καταγωγής, για να μην υπάρχει πρόβλημα ρατσισμού. Και ούτω καθ' εξής.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, ο θεσμός του έθνους-κράτους και οι συναφείς με αυτό αρχές του δικαίου, από κάποια ιστορική στιγμή κι έπειτα, τουλάχιστον στον δυτικό πολιτισμό, άρχισαν να συνυπάρχουν με κάποιες αξιακές και δικαιικές αρχές που είναι οικουμενικές: που τοποθετούνται δηλαδή υπεράνω των επιμέρους συμφερόντων των μεμονωμένων εθνών-κρατών.
Αυτή είναι μια πραγματικότητα, που δεν τη δεχόμαστε «με βαριά καρδιά» επειδή είμαστε «ρεαλιστές», αλλά επειδή είναι αυτό ακριβώς που μας διακρίνει από τον εθνικισμό, τη θρησκευτική μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό. Το ότι συχνά η συγκεκριμένη αξιακή προτεραιότητα των οικουμενικών ιδεών παραβιάζεται δεν αποτελεί παρά ένα επιπλέον κίνητρο για την Αριστερά να αποδεικνύει στην πράξη το περίφημο –και πολλαχώς αμφισβητούμενο– ηθικό της πλεονέκτημα, παλεύοντας ενάντια σε αυτήν ακριβώς την παραβίαση.
Αλλά για να μιλήσουμε και στο επίπεδο του –αληθινού, αυτή τη φορά– ρεαλισμού: Ποιος στη διεθνή κοινότητα θα μας πάρει στα σοβαρά αν προβάλουμε ως «παραχώρηση» που έχουμε ήδη κάνει την παραίτηση από την απαίτηση η γειτονική χώρα να λέγεται «Παιονία»;


* καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
 

"Το κύριο έργο του Νίκου Γκάτσου δεν είναι η "Αμοργός", είναι τα τραγούδια του..." (απόσπασμα) Από τον ποιητή, συγγραφέα και φίλο στο Κώστα Κουτσουρέλη (facebook, 27/3/2018)


 ..............................................................







Το κύριο έργο του Νίκου Γκάτσου (1911 - 1992)  δεν είναι η "Αμοργός", είναι τα τραγούδια του...











Από τον ποιητή, συγγραφέα και φίλο στο  Κώστα Κουτσουρέλη (facebook, 27/3/2018)










1. Στην Ελλάδα, όπως έχει γραφτεί, είμαστε ρομαντικοί. Η ιδέα του μεγάλου ποιητή που σιώπησε νωρίς, μας στοιχειώνει από τον καιρό του Κάλβου. Και έκτοτε δεν χάνουμε αφορμή να το δείχνουμε: ο Γρυπάρης, ο Αναγνωστάκης, ο Γκάτσος είναι για μας πρωτίστως τέτοιοι: ποιητές που σιώπησαν. Τα πράγματα όμως έχουν αλλιώς. Ο όψιμος Γρυπάρης μας χάρισε τον καλύτερο Αισχύλο που έχουμε στη νεοελληνίδα φωνή. Ο Αναγνωστάκης επινόησε έναν δεινό σατιρογράφο, τον δαιμόνιο Μανούσο Φάσση. Και ο Γκάτσος με τα τραγούδια του έπλασε για λογαριασμό μας έναν ολόκληρο καινούργιο ποιητικό κόσμο.
2. Το κύριο έργο, το opus magnum του Γκάτσου δεν είναι η Αμοργός, όπως λένε. Είναι, με διαφορά, τα τραγούδια του. Η Αμοργός, έργο νεανικό και πολυπαινεμένο ανέκαθεν λόγω της μυθολογίας που το συνοδεύει, φέρει ακόμα πάνω της τα σημάδια του ακαταστάλακτου μοντερνισμού που τo θρέφει και της νεότητας ενός ποιητή που ήταν προορισμένος εξαρχής να κατακτήσει κορυφές πολύ σημαντικότερες. Μολονότι δεν της λείπουν οι στιλπνοί στίχοι, ως σύνολο παραμένει ένα λαμπρό πρωτόλειο. Από τον τίτλο ήδη παραδοξολογεί, κάμποσες φορές χάνεται στην εντυπωσιθηρία, της λείπει η επαφή με το συγκεκριμένο, το απτό, τα λεκτικά της στολίδια βαραίνουν στη ζυγαριά περισσότερο από την ποιητική ουσία που κομίζει. Αν ο Γκάτσος συνέχιζε στον δρόμο της Αμοργού, είναι βέβαιο ότι θα την ξεπερνούσε δίνοντας κάτι που στη λόγια ποίησή μας θα μπορούσε να σταθεί πλάι στον καλύτερο Σεφέρη, τον καλύτερο Ελύτη. Αντ’ αυτού όμως έκανε κάτι άλλο, σημαντικότερο. Άνοιξε έναν δρόμο δικό του. Για πρώτη φορά μετά το δημοτικό τραγούδι, ύψωσε και πάλι τον ελληνικό στίχο στο επίπεδο της πραγματικής τέχνης.
3. Ο τραγουδοποιός Γκάτσος δεν είναι μόνο ένας από τους σημαντικότερους ποιητές μας των τελευταίων πέντ’-έξι δεκαετιών. Ανάμεσά τους είναι και ο επιδραστικότερος, αυτός που είχε την μεγαλύτερη απήχηση στο πιο ευρύ ακροατήριο, αυτός που διέπλασε την συλλογική μας ευαισθησία σε μια έκταση που πριν απ’ αυτόν από τους λόγιους ποιητές μας μόνον ίσως ο Βιτζέντζος Κορνάρος στην Κρήτη το αξιώθηκε. Αυτός που έκανε την ποίηση και πάλι αυτό που από γεννησιμιού της υπήρξε: τέχνη λαϊκή.
4. Ως στιχουργό τον Γκάτσο τον έχουμε συνδέσει με τον λεπταίσθητο λυρισμό που μας υποβάλλουν οι μελωδίες του Χατζιδάκι. Όμως η εντύπωση αυτή τον αδικεί. Πάνω κι από μεγάλος λυρικός, ο Γκάτσος είναι ένας σπουδαίος αφηγητής και ένας οξυδερκής παρατηρητής της ανθρώπινης κατάστασης. Με την άφθαστη δεξιοσύνη του στην αυστηρή προσωδία, από τη μια μεριά, και μπολιάζοντας αυτή την τελευταία με τη λεκτική τόλμη και φαντασία του μοντερνισμού, από την άλλη, ο Γκάτσος μάς έδωσε αριστουργήματα, που ακόμη κι αν δεν είχαν ποτέ ντυθεί με μουσική, θα άντεχαν την αναμέτρηση με τα καλύτερα ομόλογά τους, στη δική μας και την ξένη γραμματεία. Γιατί η παράδοση στην οποία ανήκει είναι βαθύρριζη, είναι εκείνη των ραψωδών και των τροβαδούρων, των δικών μας παραλογών και του ευρωπαϊκού ρομαντισμού του 19ου αιώνα, με μέτρο εκείνην πρέπει να κριθεί. Αντιθέτως, χωρίς τους στίχους του Γκάτσου, χωρίς τη ραχοκοκαλιά την πνευματική που του χαρίζουν, το έργο του Χατζιδάκι θα έφτανε ώς εμάς φτωχότερο, ασπόνδυλο. Ο ίδιος ο Μάνος, προς τιμήν του, αυτό το αναγνώριζε. «Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής.»

ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ
(απόσπασμα)

................................................
 

Με την Ελλάδα καραβοκύρη

 Με τη φουρτούνα
και το Σιρόκο
ήρθε μια σκούνα
απ’ το Μαρόκο

Με τον αγέρα
και με τ’ αγιάζι
πάει μια μπρατσέρα
για την Βεγγάζη

Άγιε Νικόλα,
παρακαλώ σε
στα πέλαγα όλα
λουλούδια στρώσε

Με τον ασίκη
το μπουρλοτιέρη
ήρθε ένα μπρίκι
από τ’ Αλγέρι

Με την Ελλάδα
καραβοκύρη
πάει μια φρεγάδα
για το Μισίρι

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                    



"ΕΡΩΣ ΘΑΝΑΤΟΥ" από τον φίλο στο fb Μάνο Σ. Στεφανίδη (κείμενο και φωτο δικά του, facebook, 27/3/2018)

..............................................................
 

ΕΡΩΣ ΘΑΝΑΤΟΥ


(Μάνος Σ.Στεφανίδης, facebook, 27/3/2018)






Ο θεϊκός Αμεντέο. Ωραίος σαν θεός. Ένας Μότσαρτ του χρωστήρα. Πέθανε στις 24 Ιανουαρίου του 1920 ενώ ήταν μόλις 36 ετών. Μια μέρα μετά από την κηδεία του αυτοκτόνησε η σύντροφος του από απελπισία ούσα εννέα μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους.
Ο Μοντιλιάνι έζησε πλάνης και ανέστιος βουτηγμένος στο αλκοόλ, τους έρωτες, τα παραισθησιογόνα και την απελπισία. Η ζωγραφική του δεν εντάσσεται πουθενά και πορεύεται αντίθετα από την ορθοδοξία του Μοντερνισμού. Είναι μοναδική και ακατάταχτη καθώς ζωγραφίζει γυναίκες σαν γυμνούς αγγέλους σε πορεία αντίθετη της προσδοκωμένης : από τη γη στον ουρανό.
Αγαπήθηκε όσο λίγοι και χλευάστηκε όπως οι περισσότεροι καταραμένοι καλλιτέχνες. Η Αχμάτοβα τον λάτρεψε και εκείνος απαθανάτισε στο γωνιώδες, φιλήδονο πρόσωπο της τον ίμερο, την έμπνευση και την τραγωδία των ερώτων που είναι καταδικασμένοι να τελειώσουν ακριβώς για να μην πεθάνουν. Τον κατάλαβαν μόνο γυναίκες ενώ οι άντρες τον ζήλευαν και τον περιφρονούσαν για εκείνη την αδυναμία που ήταν συγχρόνως και η απόλυτη του δύναμη.
Οι φιγούρες που ζωγραφίζει είναι έξω από τα ανθρώπινα μέτρα σαν τις αντίστοιχες του Γκρέκο ή των αττικών ληκύθων. Μελωδικές σαν μουσική και απόμακρες σαν μελαγχολία. Η μελωδία της μελαγχολίας ως το σώμα του έρωτα. Το κορμί που πετάει με τα φτερά της επιθυμίας.
Συχνά τα μάτια των μοντέλων του αποδίδονται όπως τα μάτια των αρχαίων αγαλμάτων. Χωρίς το φως της ίριδας. Αυτό καθιστά τις μορφές ακόμη πιο υπερβατικές. Σαν να ταξιδεύουν ήδη για το άπειρο. Πένθιμες και απόλυτα αισθησιακές. Έρως θανάτου. Νεότητα και ειμαρμένη.
Ο Αμεντέο βρίσκεται συχνά εκτός της επίσημης ιστορίας των κινημάτων του εικοστού αιώνα αλλά μέσα στις καρδιές όσων αγαπούν την ζωγραφική. Όπως εξάλλου κι ο Κλιμτ. Είναι ενδεικτικό πως στο εκτενές, κατά τ' άλλα βιβλίο μου Μια Ίστορία της Ζωγραφικής δεν αναφέρω ούτε τον ένα ούτε τον άλλον επιμένοντας μόνο σε εκείνους που ηγούνται κινημάτων ! Mea culpa.
ΥΓ. Το μοντέλο κι ο ζωγράφος. Μια σχέση εξουσίας, εξάρτησης, έρωτα, αδυναμίας, έκφρασης κλπ. Προσωπικά μου αρέσει όταν η σχέση αυτή αντιστρέφεται. Κι ο ζωγράφος γίνεται από κυνηγός θήραμα. Και το αφημένο, παθητικό θήλυ δεν γίνεται μόνο πρωταγωνίστρια των εικόνων του ζωγράφου αλλά και της ζωής του. Όταν κατακτά τη διάνοια και την καρδιά του...



Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

"Κι εμάς που δεν πιστεύουμε σε θεό..." ποίημα της Άννας Νιαράκη

.............................................................









Άννα Νιαράκη
(γ.1979)








 
Κι εμάς
που δεν πιστ
εύουμε σε θεό...

 

Κι εμάς
που δεν πιστεύουμε σε θεό,
θα μας σώσει ο έρωτας


αυτός που κουλουριάζεται πλάι μας
όταν αιμορραγούμε, αυτός
που μας ταΐζει κουταλιά κουταλιά
όταν η κατάθλιψη μας
κάνει να αρνούμαστε τροφή


ο έρωτας
οι φίλοι
οι σύντροφοι
όσοι πλάι μας στέκονται
όσο χαμηλά κι αν συρθούμε


όσοι μας τραβάνε να σηκωθούμε όρθιοι
όταν τίποτα δεν μας υπόσχεται η καινούργια μέρα


θα μας σώσει η αγάπη
αυτή που μας ξεσκίζει τη σάρκα
που μας σημαδεύει σαν σίδερο πυρωμένο
στο μέρος της καρδιάς


σας αφήνουμε μετάνοιες
συγχώρεση, και ράσο


εμάς θα μας σώσει
η γύμνια


η δική μας
και των άλλων


η αλήθεια θα μας κάνει καινούργιους

ωραίους και ένδοξους στην ήττα
χέρι με χέρι με αυτούς που αγαπήσαμε


χωρίς να λογαριάζουμε την ήττα
για αυτό ωραίοι
για αυτό ένδοξοι


για αυτό και πάντα.

Άννα Νιαράκη


L'Arpeggiata, Christina Pluhar - HASAPIKO - Traditional, Greece (youtube, 25 Φεβ 2016)

............................................................



L'Arpeggiata, Christina Pluhar - HASAPIKO - Traditional, Greece


(youtube, 25 Φεβ 2016)

Album Mediterraneo 2013
 
 Παίζει το Μουσικό σύνολο πρώιμης και μπαρόκ μουσικής 
L’Arpeggiata 
Διεύθυνση:Christina Pluhar. 
 
Aytac Dogan: qanun 
Ismail Tungbilek : saz 
SokratisSinopoulos:lyra                                                                                                                                                                
Nikolaos Mermigkas : lavta 
Margit Obellacker : psaltery 
David Mayoral : percussions 
Francesco Turrisi : harpsichord 
Boris Schmidt : bass


"Μητροπολίτες, σταρ του μίσους" έγραψε ο Περικλής Κοροβέσης ("Εφημερίδα τών Συντακτών" 23.03.2018)

..............................................................
 

Μητροπολίτες, σταρ του μίσους


 
 
έγραψε ο Περικλής Κοροβέσης  ("Εφημερίδα τών Συντακτών"
Ο κ. Αμβρόσιος, μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας (με αυτόν τον τίτλο ευγενείας είναι γνωστός), είναι ένας άνθρωπος με φασιστικές ιδέες που ουδέποτε τις έκρυψε. Ανήκει σε μια ομάδα τεσσάρων-πέντε μητροπολιτών που εκφράζουν τις απόψεις της Χρυσής Αυγής από άμβωνος.
Κάθε τόσο κάνουν και ένα κήρυγμα μίσους και αποκτούν πανελλήνιο ακροατήριο και γίνονται σταρ του μίσους. Αυτή η Ανώτατη Εκκλησιαστική Ιεραρχία δεν είναι ούτε η ηγεσία της Εκκλησίας ούτε εκφράζει τις απόψεις της. Εχει όμως την ανοχή της Ιεράς Συνόδου, υπάρχει ένα είδος «ομερτά», πράγμα σύνηθες στους μεγάλους οργανισμούς (Στρατός, Αστυνομία, κόμματα) για να κρατήσουν τη συνοχή τους προς τα έξω. Μόνο όταν γίνει κάποια διάσπαση σε κόμμα ή θρησκευτικό δόγμα καταλαβαίνουμε το αβυσσαλέο μίσος που τους χώριζε. Στον Στρατό και την Αστυνομία δεν γίνονται διασπάσεις, αλλά εκκαθαρίσεις.
Αλλά η Εκκλησία δεν είναι μόνο Ιεραρχία, είναι και ο κατώτατος κλήρος. Αυτόν που συναντούν οι κοινοί θνητοί στα χωριά ή στις γειτονιές. Αυτοί δηλαδή που έχουν προσωπικές σχέσεις με το εκκλησίασμά τους. Εχω δει παπάδες να παίζουν όργανα, να τραγουδούν και να χορεύουν. Μητροπολίτη να χορεύει δεν έχω δει.
Τα συμπεράσματά μου από αυτές τις συναναστροφές είναι πως οι παπάδες ζουν σε συνθήκες σκλαβιάς. Είναι στον απόλυτο και πλήρη έλεγχο του δεσπότη. Οι νέοι ιερωμένοι είναι κατά κανόνα θεολόγοι (ή μπορεί να έχουν και ένα δεύτερο πτυχίο), εντελώς ενημερωμένοι για τα κοινωνικά και θεολογικά προβλήματα, όπως και για την αυταρχική λειτουργία της Ιεραρχίας που, όχι σπάνια, αγγίζει τα όρια της τυραννίας ή για την προκλητική επίδειξη πλούτου και εξουσίας.
Είναι τυχαίο άραγε πως όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμη και αστυνομικοί και στρατιωτικοί, έχουν το δικαίωμα να συνδικαλίζονται; Οι παπάδες, που και αυτοί είναι δημόσιοι υπάλληλοι όπως και οι μητροπολίτες, δεν έχουν αυτό το δικαίωμα. Τι να λέει άραγε ο Συνήγορος του Πολίτη; Δεν είναι μια σαφής διάκριση για μια κατηγορία πολιτών; Και ακόμη, τους απαγορεύεται να πολιτευτούν. Πού το γράφει αυτό το Σύνταγμα;
Η ΛΟΑΤ κοινότητα είναι προϊόν του κινήματος των ομοφυλόφιλων που άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 στην Αγγλία και στις ΗΠΑ και εξελίχθηκε ραγδαία σε μαζικό κίνημα. Και σε πολλές χώρες του κόσμου νίκησαν και απέκτησαν, τουλάχιστον νομικά, τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους πολίτες.
Κατά την άποψή μου, αυτό το κίνημα είναι εξίσου σημαντικό με τον αγώνα που έχουν δώσει οι γυναίκες ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα (Μαίρη Γουόλστονκραφτ) όπως και το κίνημα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, δεκαετία του ‘60, για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτό που πρόσφερε το κίνημα των ομοφυλόφιλων ήταν η ανακάλυψη του εσωτερικού μας εαυτού για να βρούμε την πραγματική μας ταυτότητα. Και αυτό ήταν πρωτοποριακό.
Αυτή η κοινότητα έχει υποστεί πολλούς διωγμούς και διώξεις. Εχουν δολοφονηθεί κατά δεκάδες και πολλοί έχουν πεθάνει στα ναζιστικά στρατόπεδα του θανάτου. Οχι γιατί έκαναν κάτι, αλλά γι’ αυτό που ήταν. Και τη δίωξη των ΛΟΑΤ ζήτησε και ο Αμβρόσιος, κατά την παράδοση των ναζί.
Ας σταθούμε σε δύο φράσεις του: «Αν είχα όπλο και μπορούσα από τον νόμο, θα το χρησιμοποιούσα να τελειώνουμε». Και ακόμη: «Αν παρόμοια φράση χρησιμοποιούσαν οι ναζί, τότε μπράβο». Η σωστή ανάγνωση αυτών των φράσεων ως προς το σημαινόμενό τους είναι: «Αν ήμουν σε μια παρακρατική οργάνωση -άρα νόμιμο όπλο- θα σκότωνα όλους τους πούστηδες μέχρι να τους τελειώσουμε».
Η δεύτερη φράση δείχνει τη μεγαλομανία του, που θυμίζει φίρερ. «Αν οι ναζί ακολουθούν τα δικά μου κηρύγματα, τότε μπράβο». Χωρίς να θέλω να απογοητεύσω τον Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, οι ναζί είχαν ήδη στείλει τους ομοφυλόφιλους στον φούρνο. Οπότε μάλλον αυτοί έπρεπε να έλεγαν «μπράβο» στον κ. Αμβρόσιο που λέει τα ίδια με αυτούς.
Ο κ. Αλιβιζάτος, που κανείς δεν αμφισβητεί το κύρος του, είπε στην κατάθεσή του πως το επίμαχο άρθρο του κ. Αμβρόσιου «παραβιάζει τον ρατσιστικό νόμο, καθώς υποκινεί σε μίσος και συνιστά προτροπή σε βία». Γιατί τότε δεν κινήθηκε αυτεπάγγελτα η Δικαιοσύνη, αφού παραβιάζεται νόμος του κράτους;
Αντίθετα είδαμε τη Δικαιοσύνη του Αιγίου να δέχεται την παραβίαση του νόμου και βγάζει τον παραβάτη αθώο και να τον δικαιώνει. Και αυτό με έβαλε σε πολλές σκέψεις και με ανησύχησε πιο πολύ και από τις δηλώσεις του κ. Αμβρόσιου. Η Δικαιοσύνη, μας λένε, είναι μία και αδιαίρετη και φυσικά ανεξάρτητη. Αυτή θα κρίνει και την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Να είναι μια ένδειξη για το πώς θα είναι η απόφαση για τα εγκλήματα της Χ.Α.;
Αυτό δεν μπορεί να το πει κάποιος με βεβαιότητα. Αλλά τίποτα δεν εμποδίζει κανέναν να το σκεφτεί. Το 313 η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γίνεται χριστιανική. Τον επόμενο χρόνο στη Σύνοδο της Αρλ, καταργείται η εντολή «ου φονεύσεις» και οι χριστιανοί υποχρεώνονται να κατατάσσονται στις ρωμαϊκές λεγεώνες.
Μήπως έχουμε ακόμη για κάποιους ιεράρχες αυτοκρατορικό χριστιανισμό και Ιερά Εξέταση; Που, κατά Ντοστογιέφσκι, ο μεγάλος ιεροεξεταστής έδιωξε τον Χριστό και του είπε να μην ξαναπατήσει το ποδάρι του στη Γη.