Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

"Το πουκάμισο" διήγημα του Σέρμπο Ιβάνοφσκι, από την ανύπαρκτη γειτονική χώρα (https://sarantakos.wordpress.com, 21/1/2018)

...........................................................

 "Το πουκάμισο" 

διήγημα του Σέρμπο Ιβάνοφσκι


Γράφει ο Νίκος Σαραντάκος 
 
Μια και η γειτονικη χώρα χωρίς όνομα βρίσκεται στην επικαιρότητα και μάλιστα σήμερα γίνεται στη Θεσσαλονίκη συλλαλητήριο που εχει στόχο να τορπιλίσει την πιθανότητα συμφωνίας σε σύνθετη ονομασία, λες και δεν μάθαμε τιποτα από τα καζάντια μας με τα συλλαλητήρια του 1992, είπα να βάλω ένα διήγημα γραμμένο σε μια γλώσσα ανύπαρκτη. Ευχαριστώ τον φίλο Γιώργο Μάντζιο που το έθεσε υπόψη μου.
Πρόκειται για το «Πουκάμισο» του Σέρμπο Ιβάνοφσκι (1928) και είναι παρμένο από το βιβλίο του Κώστα Βαλέτα «Ανθολογία διηγήματος της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αίμος υποθέτω στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η μετάφραση από την ανύπαρκτη γλώσσα στα ελληνικά είναι του Μίτο Αργιρόφσκι.





ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ



— Ήμασταν τρεις, μικρέ, είπε αυτός.
Γι’ αυτόν όλοι ήσαν μικροί. Ακόμα κι εγώ, παρόλο που αυτός ήταν δυο πιθαμές πιο κοντός από μένα.
—Ήμασταν τρεις, μικρέ, επανέλαβε αυτός. Το πρωί όταν πεινούσαμε ή όταν θέλαμε να τραβήξουμε την προσοχή της Λίλας, της υπηρέτριας του νοικοκύρη, με γυμνές γροθιές σπάζαμε τα κεραμίδια. Δεν το πιστεύεις; Αχ, από δέκα έσπαζα με το δεξί. Απλούστατα τα έκοβα στα δυο. Αυτή πάλι γελούσε χαρούμενα, η μικρή. Χτυπούσε παλαμάκια από χαρά. Οπωσδήποτε καταλάβαινε γιατί τα σπάζαμε. Να το πει του νοικοκύρη; Όχι! Κι αυτή χαίρονταν απ’ το σπάσιμο, μικρέ.
Αλλά ξέρεις. Το πολύ το Κύριε ελέησον, το βαριέται κι’ ο παπάς. Το βαρεθήκαμε κι αυτό το σπάσιμο. Την βαρεθήκαμε κι αυτήν και την θεωρούσαμε σαν ξένη. Μπορεί, επειδή έγινε μια συνηθισμένη αγαπητικιά. Όχι, κανένας από μας δεν ήταν ο τυχερός. Βρήκε αυτή τον αγροφύλακα και μετά την απόλυσαν Το παράκαναν, κατάλαβες; Μείναμε μονάχοι μας. Με κείνη την αιώνια μονοτονία. Όλα είχαν μελετηθεί και είχαν γίνει. Μα η σεζόν συνέχιζε. Νά, όπως και τώρα: φεύγει ο Σεπτέμβρης, μα η κάθε μέρα και καλύτερη από την προηγούμενη, λες κι έρχεται μόνο για κεραμίδια. Εκείνες τις πρώτες μέρες μιλούσαμε όλο για τα σπίτια μας. Πάντοτε τον Σεπτέμβρη για το σπίτι γίνεται λόγος. Κατόπι κι αυτές οι συζητήσεις τελειώσανε. Δεν είχαμε πια για τι να κουβεντιάσουμε. Απόμειναν μονάχα τα δώρα που δεν τα είχαμε αγορασμένα. Γι’ αυτό και πηγαίναμε στην πόλη. Κάθε μέρα αγοράς όλο και κάποιος θα πήγαινε. Αγοράζαμε παπούτσια ή παντελόνια για τον χειμώνα. Αγόραζε κανένας και φουστάνι για τις γυναίκες. Όταν γυρίζεις από την ξενιτιά πρέπει κάτι να φέρεις στο σπίτι. Βέβαια, αυτή ήταν η ζωή μας, μικρέ. Και τα κεραμίδια, φυσικά, αυτό εννοείται. Ήταν ο αιώνιος ακόλουθός μας, αν και πάντοτε προσπαθούσαμε να τα ξεχάσουμε. Όπως και τώρα, γέλασε αυτός πονηρά. Και μέσα σ’ αυτή τη μονοτονία ήρθε κι’ αυτό.

Ήταν πια αργά τα’ απόγεμα όταν έτρεξε κοντά μας ο Πάντε. Ολότελα κατακόκκινος και συγχισμένος.
— Χάθηκε το πουκάμισο, είπε. —Το πουκάμισο που αγοράσαμε χθες.
Ωραίο πουκάμισο ήταν. Άσπρο, με σκληρό γιακά και διπλές μανσέτες. Ολόκληρη ώρα χάσαμε στο παζάρεμα.
— Ψάξε το, είπα. Ποιος θα το πάρει;
Πήγε αυτός κι έκλεισε όλες τις πόρτες. Μετά έμπαινε με τη σειρά σ’ όλα τα δωμάτια. Έλεγε πως μόνο έτσι θα το βρει, γιατί οπωσδήποτε κάποιος το πήρε. Κάποιος το έκλεψε. Εμείς στεκόμασταν στην αυλή και κοιτούσαμε πώς μπαινοέβγαινε στα δωμάτια. Είχαμε τα χέρια στις τσέπες και σωπαίναμε. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δύσκολο να μιλά κανείς. Πολύ δύσκολο. Ξέρεις, ο καθένας αισθάνεται κι από λίγο κλέφτης. Και σύγχρονα ο καθένας αισθάνεται θιγμένος. Δεν ξέρω τι έκρυβε ο καθένας μέσα του. Μα εγώ, και να μην επρόκειτο ακόμα για τον καλύτερό μου φίλο, ήμουν έτοιμος να κάνω το παν. Μόνο να μην το έβρισκε.
Αλλά το βρήκε. Το έβγαλε έξω κρεμασμένο στο δάχτυλο και τότε είδα να μαζεύονται όλοι με πιασμένη την αναπνοή τους. Και ξεθύμαναν όλοι τους για μια στιγμή. Έρχονταν προς τα μας, ζητώντας κάποιον μεταξύ μας. Και, μονομιάς σταμάτησε. Γύρισε σιγά – σιγά προς τον τουβλά που κάθονταν σε μια μικρή πέτρα:
—Εσύ; είπε.
Ο τουβλάς ούτε τα μάτια του δε σήκωσε. Ούτε καν κουνήθηκε. Μονάχα οι άλλοι κάτι ψιθύρισαν.
—Εσύ; επανέλαβε ο Πάντε. Εσύ το έκλεψες;
Αυτός τώρα γύρισε από την πόλη, είπε ο φύλακας με τ’ ασπρισμένα μαλλιά. Μόλις έφτασε.
Ο τουβλάς δε σηκώθηκε. Έβλεπε κάπου μακριά, τόσο μακριά σα να έβλεπε τον εαυτό του.
— Στο κρεβάτι του ήταν, είπε ο Πάντε. —Λέγε, φώναξε, θέλεις να σου το συγχωρέσω, ε; Και τότε να μιλήσεις;
Και μέσα σ’ αυτή την μονοτονία ήρθε κι αυτό.
Ο τουβλάς σώπαινε. ούτε που αντιστάθηκε όταν του δέσανε τα χέρια, και μετά πετάξανε το σχοινί ψηλά στο δοκάρι. Στέκονταν όρθιος, με σηκωμένα τα χέρια ψηλά πάνω από το κεφάλι, μα τα μάτια του ήταν άδεια. Αδιάφορα. Στα γυμνά ως τα γόνατα πόδια του, φαίνονταν ακόμα η σκόνη που μάζεψε απ’ το μακρινό ταξίδι. Και το στήθος του ήταν γυμνό, γιατί το στενό, κουρελιασμένο σακάκι του δεν κούμπωνε. Δεν είχε κουμπιά.
Ήταν δυσάρεστο το θέαμα. Ήταν δυσάρεστα τα μάτια εκείνα που τόσο απάνθρωπα τον εκτελούσαν με την ψυχρή τους οξύτητα. Και μετά αυτή η καταδίκη, τα ασυνήθιστα εκείνα λόγια. Ίσως όλα να τελειώναν αλλιώτικα φτάνει μόνο να έβγαζε κουβέντα αυτός, μα αυτός σώπαινε και παραπέρα ορθός και ψηλός, με σηκωμένα τα χέρια ψηλά, καλοσφιγμένα και κρεμασμένα με το σχοινί στο δοκάρι. Και οι άνθρωποι περνούσαν δίπλα του, ζητώντας ικανοποίηση σ’ αυτό το ασυνήθιστο θέαμα και απογοητευμένοι από τη συντομία της ικανοποίησης αυτής, άρχισαν να γελάνε με τον εαυτό τους και με το άσπρο πουκάμισο και με κείνον τον κλέφτη με τα κοντά χέρια πού τόσο ανόητα αγκιστρώθηκε.
— Μα είναι η πρώτη φορά, τόλμησε να πεί ο φύλακας.
Μετά τον έλυσαν κι αυτός κάθισε σε κείνη την ίδια πέτρα, με το βλέμμα αφοσιωμένο στο σκοτάδι πού σκέπαζε σιγά – σιγά τον κάμπο. Δεν υπήρχαν τότε φώτα στο εργοστάσιο. Τότε λάμπες μονάχα υπήρχαν, μικρέ. Μα αυτός δεν άναψε τη λάμπα εκείνη τη νύχτα. Έμεινε μονάχος στην αυλή όταν πέσαμε για ύπνο. Και κανένας δεν μπορούσε να τον πλησιάσει. Σα να κλείστηκε στον εαυτό του και σωπαίνει, παραφυλάει. Όχι, δεν ήταν τρελός. Και όμως ήταν περίεργος τη νύχτα αυτή. Και ίσως να έπρεπε κάποιος να μείνει μαζί του, να τον προσέχει. Μα ποιος θα έμενε αυτές τις νύχτες;
Και τό πρωί, πριν ακόμα χτυπήσει το κουδούνι, με ξύπνησε ο Πάντε.
Το πουκάμισο πάλι εξαφανίστηκε, φώναζε αυτός. Στέκονταν στο κρεβάτι δίπλα και κοιτούσε στο ντουβάρι. Έσκυψε να δει μήπως έπεσε κάτω. Όχι, δεν είναι δω, είπε πάλι. Βγήκε έξω και γύρισε συλλογισμένος. Το κρεβάτι του είναι στρωμένο, είπε! Σίγουρα, ήθελε να μ’ εκδικηθεί. Για κείνο το βράδυ. Μήπως τον πρόσβαλα; Και γιατί να προσβάλλεται. ’Εγώ έπρεπε να προσβληθώ, και να τον αναφέρω κιόλας στις αρχές.
Ύστερα από λίγο τον βρήκανε. Κρέμονταν σέ κείνο το ίδιο το το σχοινί, που την προηγούμενη μέρα του έσφιγγε τα χέρια. Μα τώρα αυτό ήταν περασμένο στο λαιμό του και γερά τεντωμένο, τα δε μάτια του κοιτούσαν πάλι έτσι παράξενα, σα να ήθελαν να γκρεμίσουν τους τοίχους και να διεισδύσουν σε κάτι το μακρινό, το ασύλληπτο. Τη μέρα αυτή για πρώτη φορά φορούσε πουκάμισο. Όμορφο, άσπρο πουκάμισο με σκληρό γιακά.
Έκοψαν το σχοινί. Ήταν όμως αργά. Πολύ αργά. Μετά πήγε κάποιος στην πόλη και κατά το μεσημέρι το αυτοκίνητο σταμάτησε στη μεγάλη αυλή. Βγήκε πρώτα ο νοικοκύρης καί πίσω του άλλοι δύο. Πήγαιναν αργά και σιωπηρά, σαν σε ιεροτελεστία, με όψη ειρηνευμένη που συνοδεύει πάντα το θάνατο.
— Δεν τον άγγιξε κανείς; ρώτησε ο ένας από τους άγνωστους όταν μπήκαν στον στάβλο.
— Μονάχα τον κατεβάσαμε, είπε ο φύλακας.
Αυτός κοίταζε για πολλήν ώρα το πτώμα που βρισκόταν μπροστά του.
— Μήπως πρόκειται για αυτοκτονία; είπε σκεφτικά.
Ο δεύτερος κούνησε το κεφάλι του. Το ίδιο έκανε και ο νοικοκύρης. Το ίδιο κάναμε και όλοι εμείς. Και όταν εγκαταλείψαμε τον εγκαταλειμμένο στάβλο, αναπάντεχα αισθανθήκαμε τον εαυτό μας εξαντλημένο. Σαν να έμεινε ένα κομμάτι απ’ τη ζωή μας δίπλα στο πτώμα αυτό. Το αίσθημα του φταιξίματος είναι πολύ βασανιστικό, μικρέ. Ο καθένας από μας αισθανόταν φταίχτης εκείνη τη στιγμή. Λες και ήμασταν όλοι συμμέτοχοι στο θάνατο αυτό. Μήπως εμείς οι ίδιοι δεν κρεμάσαμε τον άνθρωπο στη συνείδησή του, σκεφτήκαμε. Μήπως δεν δέσαμε εμείς το σχοινί; Το πτώμα, ο σωρός εκείνος, δεν ήταν το σπουδαιότερο. Η σάρκα κι έτσι πεθαίνει όταν ο άνθρωπος είναι νεκρός.
Δεν αλλάξαμε ούτε κουβέντα μεταξύ μας. Σα να φοβόμασταν ο ένας τον άλλον. Σε κάθε ξένο βλέμμα σα να ανακαλύπταμε μια σιωπηρή, βουβή μομφή.
Βαδίζαμε μέσα στη μεγάλη αυλή, προσπαθούσαμε να μην κοιτάζουμε στο γυμνό δοκάρι πάνω από την πόρτα, μα ο τουβλάς με σηκωμένα τα χέρια ψηλά στεκόταν μπροστά μας. Σα να μας έκοβε με το οξύ βλέμμα του στραμμένο προς το μακρινότερο σημείο του άπειρου.
Πέρασε εκείνη η ατέλειωτη μέρα. Πέρασε και η δεύτερη. Και τότε ήρθε πάλι ο νοικοκύρης. Είπε πως όλα είναι εντάξει με τον τουβλά. Είπε πως κανέναν δεν πρόκειται να ανακρίνουν. Όλα είναι ξεκαθαρισμένα.
Είπε πως σκοτώθηκε γιατί εκείνη τη μέρα στην πόλη έχασε όλα του τα χρήματα. Όλα, όσα είχε βγάλει ολόκληρο το καλοκαίρι. Έχασε και το τελευταίο δηνάρι. Και τόσο είχε δουλέψει για τα χρήματα αυτά, δούλεψε ολόκληρο το καλοκαίρι.
Ό νοικοκύρης έλεγε την αλήθεια; Αν και δεν το ήθελα, αλλά μιλούσε την άλήθεια.
Εκείνο το παρδαλό καρουσέλι του πήρε τα χρήματα και κείνες οι άσπρες μπίλιες που πηδάν πάνω απ’ τους παρδαλούς αριθμούς, όταν γυρίζει το καρουσέλι. Μπορεί γι’ αυτό να ‘χε βουβαθεί, όταν στεκόταν με σηκωμένα τα χέρια ψηλά. Ένας διάβολος το ξέρει.
— Και το πουκάμισο; ρώτησα εγώ.
Το πουκάμισο, μικρέ; Τον ξέντυσε ο Πάντε όταν κόψανε το σχοινί ακόμα. Δεν του χρειαζόταν του τουβλά. Ξέρεις ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο χωρίς πουκάμισο, γι’ αυτό μπορεί να φύγει και χωρίς αυτό.


Το καρουσέλι, εδώ, είναι κάποιο είδος ρουλέτας. Εμείς συνήθως λέμε καρουσέλ το παιχνίδι των λουναπάρκ με τα ξύλινα αλογάκια που γυρίζουν και ανεβαίνουν επάνω τα παιδιά. Η επέκταση της έννοιας προφανής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: