Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

"...Λυπάμαι αυτούς που πιστεύουν / Λυπάμαι αυτούς που απιστούν" Στίχοι του φίλου στο fb και ποιητή Kώστα Κουτσουρέλη (facebook, 1/2/2018)


............................................................


 Κώστας Κουτσουρέλης (γ.1967)










Λυπάμαι αυτούς που πιστεύουν.
Λυπάμαι αυτούς που απιστούν.
Με δαίμονες άγριους παλεύουν.
Με οράματα ασύστατα ζουν.




Τον κόσμο γνωρίζουν νομίζουν.
Τη μοίρα θαρρούν κυβερνούν.
Σε θεία μια δύναμη ελπίζουν.
Να γίνουν θεοί προσδοκούν.


Δεήσεις τραυλές συλλαβίζουν.
Το εγώ τους τυφλοί προσκυνούν.
Σκυλιά που προς τ’ άστρα γαυγίζουν.
Πουλιά που στη λάσπη κολλούν.


Τη γη την ατρύγητη αρδεύουν.
Μεθούν κι ας μην έχουν να πιουν.
Λυπάμαι αυτούς που πιστεύουν.
Λυπάμαι αυτούς που απιστούν


("Το τραγούδι του υπομνηματιστή",
από το λιμπρέτο "Πενθέας. Όπερα σε 12 εικόνες")

«Εάν» διήγημα του Λουίτζι Πιραντέλο από τη συλλογή διηγημάτων «Γυμνή ζωή» (μτφ. Κατερίνα Γλυκοφρύδη, εκδ. Καστανιώτης,1989)

..............................................................




·              «Εάν»







διήγημα του Λουίτζι Πιραντέλο από τη

συλλογή διηγημάτων «Γυμνή ζωή» (μτφ.
 
Κατερίνα Γλυκοφρύδη, εκδ. Καστανιώτης,
1989)  




    «Φεύγει ή έρχεται;» αναρωτήθηκε ο Βαλντόζι καθώς άκουσε το σφύριγμα του τρένου, κοιτάζοντας από ένα τραπεζάκι του καφενείου στην Πλατεία Τέρμινε το κτήριο του σιδηροδρομικού σταθμού.

   Είχε αρπαχτεί από το σφύριγμα του τρένου όπως θ’ αρπαζόταν κι από το υπόκωφο και συνεχές σφύριγμα που κάνουν οι γλόμποι του ηλεκτρικού, ας πούμε, προκειμένου ν’ αποτραβήξει τα μάτια του από ένα θαμώνα που καθόταν στο διπλανό τραπέζι και τον κοίταζε με εξοργιστική ακινησία.

   Κάποια στιγμή τα κατάφερε. Βρέθηκε με τη φαντασία του στο εσωτερικό του σταθμού, όπου η θαμπή λάμψη του ηλεκτρικού ερχόταν σε αντίθεση με το γεμάτο ίσκιους και μελαγχολικά ηχηρό κενό, γύρω απ’ το φως του τεράστιου κατακαπνισμένου φαναριού. Κι άρχισε να συλλογίζεται όλες τις σκοτούρες του ταξιδιώτη, είτε φεύγει είτε έρχεται. Χωρίς να το καταλάβει όμως, το μάτι του έπεφτε πάλι πάνω σε κείνο το θαμώνα του διπλανού τραπεζιού.

   Ήταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα, ντυμένος στα μαύρα, με μαλλιά και γένια κοκκινωπά και γκρίζα, το πρόσωπο χλωμό και τα μάτια ανάμεσα στο πράσινο και στο σταχτί, θολά και βουλιαγμένα στις κόχες. Στο πλάι του καθόταν μια γριούλα μισοκοιμισμένη, που η γαλήνη της έπαιρνε έναν αέρα πολύ παράξενο από το κανελί της φόρεμα, γαρνιρισμένο προσεχτικά με μια κορδελίτσα ζιγκ ζαγκ, κι ένα τριμμένο καπελάκι πάνω στα μαλλιά της που ήταν σαν το λινάρι. Αυτό το καπέλο είχε κάτι μαύρες κορδέλες που τέλειωναν στην άκρη σε μια φράντζα από ασημιά σπαγκάκια, κι ήταν σαν κορδέλες που βάζουν στα νεκρικά στεφάνια. Είχε δεμένες τις άκρες τους κάτω απ’ το πηγούνι της όπως κι όπως, ένα κουβάρι.

   Ο Βαλντόζι αποτράβηξε αμέσως το βλέμμα απ’ αυτόν τον άνθρωπο, αλλά τούτη τη φορά τον είχε πιάσει πραγματική απελπισία, τέτοια που τον έκανε να στριφογυρίζει ανήσυχα στην καρέκλα του και να ξεφυσάει δυνατά με τη μύτη. Τι ήθελε τελικά αυτός ο άγνωστος; Γιατί τον κοιτούσε μ’ αυτό τον τρόπο; Γύρισε, θέλησε να τον κοιτάξει και αυτός προσπαθώντας να τον κάνει να χαμηλώσει τα μάτια.

   -Ο Βαλντόζι, ψιθύρισε τότε ο άλλος σχεδόν από μέσα του, κουνώντας το κεφάλι και χωρίς να παίζει καν τα μάτια.

   Ο Βαλντόζι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα κι έσκυψε λίγο μπροστά για να κοιτάξει καλύτερα το πρόσωπο εκείνου που ψιθύρισε το όνομά του. Ή μήπως λάθεψε; Κι όμως, εκείνη η φωνή…

   Ο άγνωστος χαμογέλασε με νόημα κι επανέλαβε:

   -Βαλντόζι, έτσι δεν είναι;

   - Ναι, είπε ο Βαλντόζι αμήχανος, δοκιμάζοντας να χαμογελάσει. Μα εγώ… συγγνώμη… εσείς…

   - «Εμείς;» Εγώ είμαι ο Γκρίφι.

   - Γκρίφι; Α… έκανε ο Βαλντόζι συγχυσμένος και μπερδεύτηκε ακόμη πιο πολύ ψάχνοντας στη μνήμη του μια μορφή που να του θυμίζει εκείνο τ’ όνομα.

   - Λάο Γκρίφι, δέκατο τρίτο σύνταγμα πεζικού, Ποτέντζα.

   - Γκρίφι, εσύ! Φώναξε ξαφνικά ο Βαλντόζι χαμένος.. Εσύ… έτσι;

   Ο Γκρίφι συνόδευε τις κραυγές του έκπληκτου φίλου με κουνήματα μελαγχολικά του κεφαλιού, και κάθε κούνημα ήταν έτσι, σαν ένα νεύμα κι ένας χαιρετισμός δακρύβρεχτος στις θύμησες του καλού φευγάτου καιρού.

   -Ακριβώς εγώ… έτσι… αγνώριστος. Αυτό δε θες να πεις;

   - Όχι, δε λέω, αλλά φανταζόμουνα…

   - Λέγε, λέγε, πώς με φανταζόσουν; τον διέκοψε αμέσως ο Γκρίφι. Κι αμέσως, σπρωγμένος από μια παράξενη αγωνία, με μια κίνηση αιφνίδια, τον πλησίασε ανοιγοκλείνοντας συνέχεια ξανά και ξανά τα βλέφαρα και κρατώντας του τα χέρια σαν για να ξεσπάσει τη μανία… Με φανταζόσουνα, ε; Βέβαια… Λέγε, πώς;

   - Πού να ξέρω; Έκανε ο Βαλντόζι. Στη Ρώμη έχεις εγκατασταθεί;

   - Όχι. Πες μου πώς με φανταζόσουνα, σε παρακαλώ, επέμεινε ο Γκρίφι ζωηρά. Σε παρακαλώ.

   - Μα… ακόμη αξιωματικό… κάπως έτσι, είπε ο Βαλντόζι σηκώνοντας τους ώμους. Λοχαγό, το λιγότερο. Θυμάσαι; Ω, εκείνο το «πρηνηδόοον». Το θυμάσαι το πρηνηδόν του Λοχία;

   - Ναι, ναι, απάντησε ο Λάο Γκρίφι σχεδόν κλαίγοντας. Πρηνηδόν. Ε… άλλος πάλι αυτός!

   - Ποιος ξέρει τι να κάνει κι αυτός.

   - Ποιος ξέρει, επανέλαβε ο άλλος με επίσημη και σκοτεινή αυστηρότητα, γουρλώνοντας τα μάτια.

   - Εγώ σε νόμιζα στην Ούντινε, άρχισε ο Βαλντόζι για ν’ αλλάξει κουβέντα.

   Αλλά ο Γκρίφι αναστέναξε αφηρημένος, χαμένος:

   -Πρηνηδόν… Έπειτα κινήθηκε ξαφνικά και ρώτησε: Κι εσύ; Κι εσύ απολυμένος, έτσι δεν είναι; Τι συνέβη;

   - Τίποτα σε μένα, απάντησε ο Βαλντόζι. Τέλειωσα στη Ρώμη την υπηρεσία μου.

   - Α, βέβαια, εσύ ήσουν από σχολή… Θυμάμαι πολύ καλά. Μη νομίζεις… Θυμάμαι… θυμάμαι.

   Η συζήτηση έσβησε. Ο Γκρίφι κοίταζε τη γριούλα που καθόταν δίπλα του μισοκοιμισμένη.

   -Η μάνα μου… είπε δείχνοντάς τη με έκφραση βαθιάς θλίψης και στη φωνή και στη χειρονομία.

   Ο Βαλντόζι, χωρίς να ξέρει γιατί, αναστέναξε.

   -Κοιμάται η καημενούλα.

   Ο Γκρίφι θαύμασε για λίγο τη μάνα του σιωπηλά.

   Οι πρώτες δοξαριές μιας κομπανίας τυφλών μουσικών σαν να ξύπνησαν τον Γκρίφι που στράφηκε προς τον Βαλντόζι.

   -Στην Ούντινε, λοιπόν. Θυμάσαι; Εγώ είχα ζητήσει να με γράψουν ή στο σύνταγμα της Ούντινε διότι υπολόγιζα σε καμιά άδεια μηνιαία, να περάσω τα σύνορα χωρίς να λιποτακτήσω για να επισκεφτώ λιγάκι την Αυστρία, τη Βιέννη… λένε πως είναι πολύ ωραία, λίγο τη Γερμανία… ή πάλι στο σύνταγμα της Μπολόνια για να επισκεφτώ την κεντρική Ιταλία. Φλωρεντία, Ρώμη… Στη χειρότερη περίπτωση, να μείνω στη Ποτέντζα. Καταλαβαίνεις. Στην Ποτέντζα, στην Ποτέντζα. Οικονομίες, οικονομίες. Και καταστρέφει, σκοτώνει έτσι ένα φτωχό άνθρωπο.

   Και πρόφερε αυτά τα τελευταία λόγια με φωνή τόσο αλλαγμένη και φλογερή, με χειρονομίες τόσο έντονες, που πολλοί θαμώνες από τα γύρω τραπέζια γύρισαν σιωπηλοί να δουν ποιος είναι αυτός που κάνει έτσι.

   Η μάνα ξύπνησε μ’ ένα τίναγμα και ταχτοποιώντας βιαστικά το μεγάλο κόμπο κάτω απ’ το σαγόνι της, είπε:

   -Λάο, Λάο, σε παρακαλώ να ‘σαι καλός.

   Ο Βαλντόζι τον παρατηρούσε παραζαλισμένος κι έκπληκτος, μην ξέροντας τι να κάνει.

    -Έλα, έλα, Βαλντόζι, ξανάρχισε ο Γκρίφι ρίχνοντας βλέμματα στον κόσμο που τον κοιτούσε.  Έλα, σήκω, μητέρα. Θέλω να σου διηγηθώ κάτι. Θα πληρώσεις εσύ ή εγώ; Άσε, θα πληρώσω εγώ.

   Ο Βαλντόζι προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Γκρίφι επέμεινε να πληρώσει αυτός. Σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την Πλατεία Ανεξαρτησίας.

   -Στη Βιέννη, άρχισε ο Γκρίφι μόλις απομακρύνθηκαν από το καφενείο, είναι σαν να ‘χω μείνει πραγματικά. Ναι… Διάβασα οδηγούς, περιγραφές, ζήτησα πληροφορίες, διευκρινίσεις απ’ οδηγούς, περιγραφές, ζήτησα πληροφορίες, διευκρινίσεις απ’ τους ταξιδιώτες που πήγαιναν εκεί, είδα φωτογραφίες, πανοράματα, τα πάντα, μπορώ δηλαδή να μιλώ πολύ καλά, σχεδόν σαν «ειδήμων», όπως λένε. Και το ίδιο για όλες, για όλες τις πόλεις της Γερμανίας, περνώντας τα σύνορα, σε κείνο το γύρο του ενός μηνός που θα έκανα. Ναι… για την Ούντινε μετά, δε σου λέω τίποτα. Πήγα εκεί κατευθείαν. Θέλησα να πάω για τρεις μέρες κι είδα τα πάντα, όλα τα εξέτασα. Προσπάθησα να ζήσω τρεις μέρες τη ζωή που θα μπορούσα, αν η κυβέρνηση, η κακούργα, δε μ’ άφηνε στην Ποτέντζα. Το ίδιο έκανα και με την Μπολόνια. Κι εσύ δεν ξέρεις τι πάει να ζεις τη ζωή σου που θα μπορούσες να ζήσεις αν ένα ανεξάρτητο γεγονός, μια απρόβλεπτη σύμπτωση, δε σ’ είχε βγάλει απ’ το δρόμο σου, λυγίζοντας την ίδια σου την ύπαρξη… όπως έγινε με μένα, καταλαβαίνεις; Με μένα.

   -Το πεπρωμένο! Αναστέναξε σ’ αυτό το σημείο η γριά με χαμηλωμένα μάτια.

   - Το πεπρωμένο! γύρισε ο γιος της με οργή. Λες πάντα αυτή τη λέξη που μου δίνει στα νεύρα, μητέρα, και το ξέρεις. Να ‘λεγες τουλάχιστον απρόβλεπτο γεγονός, κακοτυχία. Τέλος πάντων… Κι η πρόνοια; Σε τι εξυπηρετεί; Είναι κανείς πάντα εκτεθειμένος στην αδιακρισία της μοίρας. Αλλά για κοίτα, Βαλντόζι, από τι εξαρτάται η μοίρα του ανθρώπου. Ίσως δε θα μπορέσεις να με καταλάβεις ούτ’ εσύ. Φαντάσου έναν άντρα, φερ’ ειπείν, που υποχρεωμένος να ζει αλυσοδεμένος με μιαν άλλη ύπαρξη για την οποία τρέφει ένα μίσος βαθύ που αναθερμαίνεται κάθε λεπτό από τους πιο πικρούς συλλογισμούς… σκέψου λοιπόν ένα ωραίο πρωί, ενώ παίρνει το πρωινό του, αυτός εδώ κι αυτή εκεί, κουβεντιάζοντας, εκείνη του διηγείται πως όταν ήτανε μικρή, ο πατέρας της ήταν έτοιμος να φύγει για την Αμερική, ας πούμε, μ’ όλη του την οικογένεια για πάντα… ή πως παραλίγο να μείνει τυφλή γιατί θέλησε να χώσει στη μύτη της κάτι χημικά μείγματα του πατέρα της. Λοιπόν, αυτός που υποφέρει την κόλαση γι’ αυτή την ύπαρξη μπορεί να κάνει το συλλογισμό πως αν το ένα ή το άλλο γεγονός (και τα δύο πιθανά) είχαν συμβεί, η ζωή του δε θα ‘ταν αυτή που είναι, καλύτερη ή χειρότερη, δε μας ενδιαφέρει ετούτη την στιγμή. Αυτός θα αναφωνούσε μέσα του: «Αχ, να ‘χε γίνει κάτι τέτοιο! Θα ‘σουν τυφλή, αγαπητή μου, κι εγώ δε θα ‘μουν σύζυγός σου σίγουρα». Και θα φανταζόταν ακόμη, συμπονώντας τη, τη ζωή της σαν τυφλής και τη δική του σαν εργένη ή τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα, οποιαδήποτε.

   - Ε, μα γι’ αυτό σου λέω πως όλα είναι πεπρωμένο, είπε ακόμη μια φορά, σίγουρη κι ατάραχη, η γριούλα με χαμηλωμένα μάτια, βαδίζοντας με βήμα βαρύ.

   - Μου δίνεις στα νεύρα, ούρλιαξε αυτή τη φορά στην έρημη πλατεία ο Γκρίφι. Όλα όσα συνέβησαν έπρεπε λοιπόν να συμβούν έτσι μοιραία; Λάθος! Μπορούσαν να μη συμβούν εάν… Εδώ είναι που χάνομαι εγώ… σ’ αυτό το εάν. Μια μύγα, μια βρωμόμυγα που σε τσιμπά, μια κίνηση που εσύ κάνεις για να τη διώξεις, μπορεί μετά από έξι, δέκα, δεκαπέντε χρόνια να γίνουν αιτία ποιος ξέρει ποιας καταστροφής. Δεν υπερβάλλω, δεν υπερβάλλω. Είναι βέβαιο πως εμείς ζούμε… κοίτα, εξηγούμαι, κατά προσέγγιση δυνάμεις αστάθμητες, ανυπολόγιστες… να μου τον επιτρέψεις αυτόν τον συλλογισμό, δρουν μόνες τους όλες αυτές οι δυνάμεις, αναπτύσσονται, κατά προσέγγιση πάντα, και σου φτιάχνουν ένα δίχτυ, μια παγίδα, που εσύ δεν μπορείς να διακρίνεις αλλά στο τέλος σε τυλίγει, σε σφίγγει. Και λοιπόν τότε βρίσκεσαι πιασμένος μέσα, χωρίς να ξέρεις να εξηγήσεις πώς και γιατί. Έτσι είναι. Οι τέρψεις μιας στιγμής, οι επιθυμίες οι άμεσες, σου επιβάλλονται, είναι ανώφελο, η ίδια η φύση του ανθρώπου, όλες του οι αισθήσεις, τον κατακλύζουν ταυτόχρονα και καταλυτικά, έτσι που δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Και δεν σκέφτεται τις ζημιές και τους διάφορους καημούς που μπορεί να φέρουν, ούτε η φαντασία του μπορεί να συλλάβει αυτούς τους καημούς και τις ζημιές με δύναμη και σαφήνεια. Είναι αδύνατο να βάλει φρένο στην τάση που έχει να μην αντιστέκεται στην ικανοποίηση των επιθυμιών και να μην αποδιώχνει τις ηδονές. Εάν καμιά φορά ο καλός Θεός τον κάνει να συνειδητοποιήσει τους άμεσους κινδύνους, ούτε κι αυτό αποτελεί εμπόδιο στις επιθυμίες. Είμαστε άθλιες υπάρξεις. Τώρα εσύ θα ρωτήσεις: Γιατί οι εμπειρίες των μεν δεν παραδειγματίζουν τους δε; Αυτοί δεν εξυπηρετούνται σε τίποτα. Καθένας μπορεί να σκεφτεί πως οι εμπειρίες είναι φρούτο που γεννιέται σύμφωνα με το φυτό που το γεννά και το έδαφος στο οποίο αυτό μεγαλώνει. Κι αν εγώ πιστεύω για τον εαυτό μου, φερ’ ειπείν, πως είμαι μια τριανταφυλλιά για να παράγω ρόδα, γιατί πρέπει να δηλητηριαστώ με φρούτο σκουληκιασμένο, κομμένο απ’ το θλιμμένο δέντρο του άλλου; Όχι, όχι. Είμαστε αδύναμες υπάρξεις… Ούτε πεπρωμένο, λοιπόν, ούτε μοιραίο. Το άτομο μπορεί πάντα να ελέγχει την αιτία των ζημιών του και της τύχης του. Δεν πέφτει, βέβαια, διάνα. Την αιτία όμως δεν μπορεί να την εξαφανίσει ούτε αυτός ούτε οι άλλοι, μήτε αυτό το πράγμα μήτε το άλλο. Έτσι ακριβώς είναι, Βαλντόζι, κι άκου κάτι, η μάνα μου πιστεύει πως αεροβατώ, πως δεν είμαι λογικός…

   - Είσαι και πολύ μάλιστα, όπως φαίνεται, παρατήρησε ο Βαλντόζι μισοζαλισμένος.

   - Ναι, αυτό είναι το κακό μου, φώναξε με ζωηρή αυθόρμητη ειλικρίνεια ο Λάο Γκρίφι, ανοίγοντας διάπλατα τα καθάρια του μάτια. Αλλά θα ήθελα να πω στη μητέρα μου: κοίταξε, εγώ στάθηκα απερίσκεπτος, εντάξει. Είχα επίσης μια μεγάλη… προδιάθεση να παντρευτώ, το παραδέχομαι. Μα ποιος μου λέει ότι στην Ούντινε ή στην Μπολόνια δε θα έβρισκα μία άλλη Μαργαρίτα – Μαργαρίτα ήταν το όνομα της γυναίκας μου.

   - Α… έκανε ο Βαλντόζι. Σου πέθανε;

   Ο Γκρίφι άλλαξε αμέσως όψη, έχωσε τα χέρια του στις τσέπες και βούλιαξε το κεφάλι στους ώμους του. Η γριούλα κούνησε το κεφάλι κι έβηξε ελαφρά.

   -Τη σκότωσα, απάντησε ο Λάο Γκρίφι ξερά. Δε διάβασες στις εφημερίδες; Νόμιζα πως το ‘ξερες.

   - Όχι, δεν ξέρω τίποτα, είπε ο Βαλντόζι έκπληκτος, αδέξιος και στενοχωρημένος που άγγιξε ένα σημείο που ίσως δε θα έπρεπε, ήταν όμως περίεργος και ήθελε να μάθει.

   - Θα στο διηγηθώ, έκανε ο Γκρίφι. Τώρα βγαίνω απ’ τη φυλακή. Πέντε μήνες φυλακή. Την είχα υπολογίσει την ποινή μου… πρόσεξε. Με αποφυλακίσανε, αν και τους είχα προκαλέσει. Γιατί και μέσα να μ’ αφήνανε, μη νομίσεις πως θα μ’ ένοιαζε τίποτα. Μέσα ή έξω, τώρα πια, φυλακή είναι. Έτσι είπα στους δικαστές: «Κάντε με ό,τι θέλετε, καταδικάστε με, αθωώστε με, για μένα είναι το ίδιο. Πονώ γι’ αυτό που έχω κάνει, αλλά κείνη την τρομερή στιγμή δε γνώριζα μήτε μπορούσα να κάνω αλλιώς. Όποιος δε φταίει, όποιος δεν έχει κάτι για να μετανιώσει, είναι άνθρωπος πάντα, κι αν εσείς με βάλετε στις αλυσίδες, εγώ θα είμαι ελεύθερος απόλυτα, πάντα. Για το έξω τώρα, δε μ’ ενδιαφέρει ποσώς». Και δε θέλησα να πω άλλο τίποτα, ούτε δικαιολογίες έψαξα ούτε δικηγόρο. Όλη η πόλη, βέβαια, ήξερε καλά πως εγώ ήμουνα η προσωποποίηση της εγκράτειας και της εντιμότητας, είχα κάνει γι’ αυτή ένα σωρό χρέη κι αναγκάστηκα να παραιτηθώ. Και μετά… ω, μετά! Μπορείς να μου πεις πως μια γυναίκα που έχει κοστίσει τόσο σ’ έναν άντρα, μπορεί να του κάνει τέτοιο κακό σαν κι αυτό που μου έκανε αυτή; Κακούργα! Ξέρεις, ε; Μ’ αυτά τα χέρια. Στ’ ορκίζομαι πως δεν ήθελα να τη σκοτώσω: ήθελα μόνο να ξέρω πώς έκανε κάτι τέτοιο και τη ρωτούσα τραντάζοντάς τη καθώς την είχα αρπάξει από το λαιμό… Έσφιξα πολύ… Εκείνος είχε ήδη πηδήξει από το παράθυρο μέσα στον κήπο… Ο πρώην αρραβωνιστικός της… Ναι, τον είχε πρώτα απατήσει, όπως λένε, με μένα, με το συμπαθητικούλη αξιωματικούλη. Και κοίτα, Βελντόζι. Εάν αυτός ο βλάκας δεν είχε απομακρυνθεί για ένα χρόνο από την Ποτέντζα δίνοντας σε μένα την άνεση να ερωτευτώ, για την καταστροφή μου, τη Μαργαρίτα, αυτή την ώρα, αυτοί οι δύο θα ήταν δίχως αμφιβολία αντρόγυνο και πιθανόν ευτυχισμένοι. Ναι. Τους ήξερα καλά αυτούς τους δύο. Ήταν καμωμένοι ο ένας για τον άλλον. Μπορώ κάλλιστα να φανταστώ τη ζωή που θα έκαναν μαζί. Τη φαντάζομαι κανονικά. Μπορώ να τους φαντάζομαι ζωντανούς και τους δύο, όποτε θέλω, εκεί πάνω, στην Ποτέντζα, στο σπίτι τους… Γνωρίζω ακόμη και το σπίτι που θα κατοικούσαν αμέσως μετά το γάμο. Δεν έχω παρά να υποθέσω πως η Μαργαρίτα είναι ζωντανή και να τη βάλω σε διάφορες φάσεις της ζωής, όπως τόσες φορές, σκέψου πια, την έχω δει. Κλείνω τα μάτια και τη βλέπω σε κείνα τα δωμάτια με τα παράθυρα ολάνοιχτα στον ήλιο, να τραγουδά με κείνη τη φωνίτσα, όλο τρίλιες και τρέμουλα. Πώς τραγουδούσε! Κρατούσε έτσι τα χεράκια της σταυρωμένα πάνω στο ξανθό της κεφάλι. «Καλημέρα σου, ευτυχισμένη γυναίκα». Παιδιά δε θα είχαν, ξέρεις. Η Μαργαρίτα δεν μπορούσε να κάνει. Βλέπεις; Εάν υπάρχει τρέλα, η δική μου τρέλα είναι αυτή: μπορώ να βλέπω τι θα μπορούσε να είχε γίνει εάν εκείνο που συνέβη δε θα ‘χε συμβεί. Το βλέπω, το ζω εγώ μονάχα… Το  ε ά ν  τελικά, το  ε ά ν , καταλαβαίνεις;

   Σώπασε για κάμποσο. Μετά φώναξε με τόση απελπισία που ο Βαλντόζι γύρισε να τον κοιτάξει, πιστεύοντας πως κλαίει.

   -Και εάν με είχαν στείλει στην Ούντινε;

   Η γριούλα δεν επανέλαβε αυτή τη φορά: «Το πεπρωμένο!». Αλλά το  ε ά ν  το είπε σίγουρα μέσα στην καρδιά της. Τόσο είναι βέβαιο αυτό, που κούνησε το κεφάλι της με πίκρα, αναστέναξε σιγανά, με τα μάτια πάντα στη γη, κουνώντας, κάτω απ’ το σαγόνι όλα εκείνα τα ασημιά σπαγκάκια της φούντας, απ’ τις κορδέλες που ήταν όμοιες μ’ αυτές στα νεκρικά στεφάνια.


"Η "καλή χημεία" και ο κυβερνητικός αλχημιστής" γράφει ο Παντελής Μπουκάλας (tvxs.gr, 31/1/2018)

...........................................................


Η "καλή χημεία" και ο κυβερνητικός αλχημιστής






 γράφει ο Παντελής Μπουκάλας (tvxs.gr, 31/1/2018)



Αν είχαμε να κάνουμε με μπασκετική ή ποδοσφαιρική ομάδα, η χρήση του όρου «καλή χημεία» θα ήταν εύλογη. Πρόκειται άλλωστε για ένα τικ της «γλώσσας του αθλητισμού» που εμφανίζεται σχεδόν εξίσου συχνά με το «μομέντουμ»: «τα εξτρέμ έχουν καλή χημεία με τα χαφ», «δεν υπάρχει καλή χημεία ανάμεσα σε Ελληνες και ξένους παίκτες» κ.ο.κ. Οταν όμως αναφερόμαστε στη λειτουργία ενός συγκυβερνητικού σχήματος, η προσφυγή στον όρο «καλή χημεία», για να εικονογραφηθεί η σχέση των δύο συμβαλλόμενων κομματικών αρχηγών, είναι απλώς τρίπλα. Μια τρίπλα ωστόσο που δεν σε φέρνει πιο κοντά στο αντίπαλο καλάθι ή την αντίπαλη εστία. Μπροστά σου θα βρεθεί και πάλι η πεισματάρα πραγματικότητα.
Ορισμένα στοιχεία αυτής της πραγματικότητας δεν φαίνεται να τα έλαβε σοβαρά υπόψη του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος όταν δόξαζε την «καλή χημεία» Αλέξη Τσίπρα - Πάνου Καμμένου, για την οποία άλλωστε πείστηκαν όλοι όταν είδαν τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ να ανεβάζει τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ στην εξέδρα των πανηγυρισμών, στα Προπύλαια, αποθεώνοντας τον πραγματισμό, ή μάλλον τον κυνισμό. Πρώτο και κύριο: Οσο κι αν ταιριάζουν τα χνότα των δύο αρχηγών, όπως μας διαβεβαιώνει ο κ. Δ. Τζανακόπουλος, αλλά και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας παλιότερα, αυτό δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι συντομότερη περιγραφή της συγκυβέρνησης παραμένει ο τίτλος «Δυο ξένοι στο ίδιο μέγαρο». Και όχι απλώς ξένοι παρά και ιδεολογικά αντίπαλοι. Τουλάχιστον για όσους θυμούνται τας Γραφάς.
Η διάσταση των δύο εταίρων αποκαλύφθηκε βαθύτατη στο μακεδονολογικό, γεγονός που στερεί διαπραγματευτικό, διπλωματικό κεφάλαιο και, επιπλέον, προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία σε όσους πολιτεύονται διά της καιροσκοπικής αναβλητικότητας. Πώς να ’νιωσαν άραγε οι εναπομείναντες της ανανεωτικής Αριστεράς βλέποντας σχεδόν σύσσωμη την κοινοβουλευτική ομάδα των «συμμάχων» τους Ανεξάρτητων Ελλήνων στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, να ενθουσιάζεται με τα «Ζήτω ο στρατός!»; Και να προσυπογράφει τα σεξιστικά-μιλιταριστικά συνθήματα που εξαπέλυαν οι ομιλητές, τον αλυτρωτισμό των οποίων καταντήσαμε να τον θεωρούμε γνήσιο πατριωτισμό, και να αποδεικνύει εμπράκτως πως είχε και έχει άριστη χημεία με ό,τι αρχαϊκά ακροδεξιό; Μάλλον όπως ένιωσαν όσοι, ενώ προσπαθούν να μείνουν στοιχειωδώς ψύχραιμοι, πληροφορούνται ότι ο Μίκης Θεοδωράκης, δρώντας σαν Σπιθάρχης παρά σαν εθνάρχης, όπως θέλει να υπολογίζεται, θα προσφέρει την αιγίδα του στο συλλαλητήριο του Συντάγματος. Μια αιγίδα διάτρητη από τις πολλές, σφόδρα αντίθετες, χρήσεις της.

Πηγή: kathimerini.gr

Αλέν Μπαντιού: «Ο Τσίπρας έπρεπε να επιμείνει στο "όχι" του δημοψηφίσματος και ν' αλλάξει την ιστορία!» Τη συνέντευξη πήρε ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ (www.lifo.gr, 29.1.2018)

............................................................




Αλέν Μπαντιού: «Ο Τσίπρας έπρεπε να επιμείνει στο "όχι" του δημοψηφίσματος και ν' αλλάξει την ιστορία!»




Συζητώντας με έναν από τους κορυφαίους –και πλέον αμφιλεγόμενους– σύγχρονους στοχαστές για Ιστορία, πολιτική, φιλοσοφία καθώς και για εκείνο, το συναρπαστικότερο όλων «κάτι» που νοηματοδοτεί την ίδια μας την ύπαρξη.

 Τη συνέντευξη πήρε ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ (www.lifo.gr, 29.1.2018)





   Δίδαξε επί τριάντα χρόνια στο Πανεπιστήμιο Paris-VIII, ενώ μέχρι πρότινος διηύθυνε το Tμήμα Φιλοσοφίας της École Normale Supérieure. Έχει συγγράψει μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, περισσότερο γνωστός είναι όμως για τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις που ξεκίνησαν τέλη της δεκαετίας του '80. Αναζητήσεις που ξεκινούν από την Ιστορία, την πολιτική και την ηθική κι επεκτείνονται μέχρι τα μαθηματικά, τον έρωτα, την ίδια την έννοια της ευτυχίας.

   Μαοϊκός στα νιάτα του, οπότε είχε συμμετάσχει στον Μάη του '68, για τον οποίο μίλησε πρόσφατα και στην Αθήνα, υιοθέτησε κατά καιρούς (και συνεχίζει να το κάνει) απόψεις «ακραίες» και «αιρετικές», στη διάρκεια δε της ελληνικής κρίσης είχε υποστηρίξει ανοιχτά τις συγκρουσιακές επιλογές της πρώτης κυβέρνησης Τσίπρα.

   «Κλασικός» Γάλλος διανοητής, είναι μια απόλαυση να τον ακούς και να συζητάς μαζί του, ακόμα κι αν δεν συμφωνείς πάντα, ακόμα κι αν μερικές φορές γίνεται ασαφής, «ξεγλιστράει» ή χάνει τον μίτο, περιπλανώμενος σε λεκτικούς λαβυρίνθους.

   Ο ίδιος είναι άλλωστε συμπαθέστατος σαν άνθρωπος, απλός, προσηνής, με έφεση όχι μόνο στις πνευματικές αλλά και στις υλικές απολαύσεις, σε ξαφνιάζει δε ευχάριστα με τη διαύγεια και την ενεργητικότητα που διατηρεί στα 81 του χρόνια. Κι αν είναι πια αρκετά μεγάλος ηλικιακά για βιολογικούς έρωτες, εξακολουθεί να προσμένει «μια επαναστατική προοπτική όχι απλώς αισιόδοξη αλλά καταρχάς ερωτεύσιμη!».

   [Το συντριπτικό «όχι» στις απαιτήσεις των δανειστών στο ελληνικό δημοψήφισμα του Ιουλίου του '15, π.χ., ήταν μια ιστορική συγκυρία κατά την οποία η πιθανότητα μιας άλλης πολιτικής αμφισβήτησε ευθέως αυτό που παρουσιαζόταν ως αναγκαιότητα, γι' αυτό και όλος ο κόσμος της Αριστεράς «κοιτούσε» τότε προς την Ελλάδα!]

— Μπορεί, άραγε, η Ιστορία να γραφεί ενόσω συμβαίνει, δηλαδή με την ενεργό παρέμβαση σε αυτή των πολιτών και των λαών ως ιστορικών υποκειμένων;
   Να δημιουργηθεί ναι, να γραφεί όχι, γιατί οι αντιπαραθέσεις είναι ακόμα νωπές και εν εξελίξει. Οι άνθρωποι που ζούμε μια ιστορική στιγμή είμαστε ταυτόχρονα αναπόσπαστο μέρος της, οπότε δεν μπορούμε να κρίνουμε με την αντικειμενικότητα της απόστασης και της δοκιμασμένης εμπειρίας.
   Η συγγραφή μιας Ιστορίας του παρόντος νοείται, επομένως, μόνο ως απόπειρα να εξελιχθεί διαφορετικά μέσω της δικής μας ενεργούς συμμετοχής. Υπάρχουν βέβαια, ως γνωστόν, τουλάχιστον δύο αναγνώσεις της Ιστορίας, αυτή των νικητών κι εκείνη των ηττημένων – εξαρτάται από την πλευρά στην οποία θα βρεθείς!

— Είναι ωστόσο η Ιστορία κάτι που διαμορφώνουν οι άνθρωποι ή οι εκάστοτε κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συγκυρίες;
   Η ιστορία είναι ουσιαστικά μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα διάφορα σχήματα αναγκαιότητας αφενός, πιθανότητας αφετέρου, πιθανότητας που να μην περιορίζεται στην αναγκαιότητα και αντιστρόφως. Οι πολιτικοί συνηθίζουν να καλούν τον κόσμο να δράσει ρεαλιστικά, δηλαδή εντός μιας αενάως επαναλαμβανόμενης αναγκαιότητας, με τρόπο νεωτερικό δε, που, ει δυνατόν, να περιλαμβάνει και την επανεκλογή τους!    

   Η μεγάλη διαφορά μεταξύ της κλασικής δεξιάς και της κλασικής αριστεράς είναι ότι η πρώτη πιστεύει πως το νέο πρέπει να αναδειχτεί εντός της ιστορικής αναγκαιότητας στην οποία οφείλουμε να υποτασσόμαστε –του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στη συγκεκριμένη περίπτωση–, ενώ η δεύτερη πρεσβεύει την αναζήτηση νέων τρόπων να υπάρξουμε μέσα σε αυτήν.

Σε περιόδους μεγάλων κρίσεων, η συντηρητική παράταξη μπορεί να καταφύγει σε αυταρχικά καθεστώτα, πραξικοπήματα και δικτατορίες προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή ροή της αναγκαιότητας, ενόσω η προοδευτική προσπαθεί, κινητοποιώντας τους πολίτες, να αλλάξει τους συσχετισμούς υπέρ τους.

   Το συντριπτικό «όχι» στις απαιτήσεις των δανειστών στο ελληνικό δημοψήφισμα του Ιουλίου του '15, π.χ., ήταν μια τέτοια ιστορική συγκυρία κατά την οποία η πιθανότητα μιας άλλης πολιτικής αμφισβήτησε ευθέως αυτό που παρουσιαζόταν ως αναγκαιότητα, γι΄αυτό και όλος ο κόσμος της Αριστεράς «κοιτούσε» τότε προς την Ελλάδα!

   Η κυβέρνηση Τσίπρα έπρεπε να είχε ακολουθήσει τη λαϊκή εντολή στο όνομα της δυνατότητας, αμφισβητώντας αυτό που το σύστημα παρουσίαζε ως αδήριτη αναγκαιότητα. Να φερθεί όπως ο Μιραμπό το 1789, όταν ο βασιλιάς διέταξε τη διάλυση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, αλλάζοντας έτσι τη ροή της Ιστορίας!

— Έχετε αναφερθεί συχνά σε αυτό το δημοψήφισμα.
   Ναι, γιατί εκεί διακυβεύτηκε κάτι ευρύτερο που ξεπερνούσε τη μοίρα του ελληνικού λαού, ήταν μια διακήρυξη πολιτικής ανυπακοής που έκανε αίσθηση μεγάλη διεθνώς. Ναι, κι εγώ είχα συγκινηθεί βαθιά τότε, το ομολογώ! Η έκπληξη δεν ήταν το βάθος και η έκταση της τελευταίας κρίσης που ξεκίνησε με τη «φούσκα» της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ το 2008 και δέκα χρόνια μετά φαίνεται να κλείνει τον κύκλο της – όπως ξέρουμε και από τον Μαρξ, οι κρίσεις είναι ζωτικό και αναπόσπαστο κομμάτι του καπιταλισμού.

   Η έκπληξη ήταν η διατρανωμένη θέληση ενός λαού να πάρει το ρίσκο –γιατί για ρίσκο επρόκειτο και μάλιστα μεγάλο!– να αντιταχθεί στην ειμαρμένη της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης και της βίαιης λιτότητας, όπως αυτές εκπορεύονταν από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους «τοποτηρητές» του, όπως η Κομισιόν, το ΔΝΤ και η ΕΚΤ.

— Θα ήταν λέτε προτιμότερο να επιμέναμε στο «όχι» που πολλοί παρουσίαζαν ως απόφαση παραμονής ή εξόδου από την Ε.Ε.;
   Δεν υπήρχε καμία αναγκαιότητα εξόδου από την Ε.Ε. ούτε μπήκε τέτοιο δίλημμα από την τότε κυβέρνηση. Αυτή ήταν η ερμηνεία που είχε δώσει στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του '15 η Κομισιόν. Όμως η πραγματική του διάσταση συνίστατο στο ότι ναι, ακριβώς επειδή είμαστε πιστοί Ευρωπαίοι αρνούμαστε να αποπληρώσουμε το χρέος μας με τους ασφυκτικούς όρους που μας επιβάλλετε, πράγμα που κάνετε επειδή μας βρίσκετε μικρούς κι αδύναμους – και η Γαλλία π.χ. παρουσιάζει μεγάλο έλλειμμα, ποιος θα τολμούσε να απειλήσει το Παρίσι με εξοντωτικά μνημόνια και έξοδο από την Ε.Ε.; 

   Οι ίδιες οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν μια κωμωδία ακριβώς επειδή οι «θεσμοί» δεν ήθελαν καν να ακούσουν, απλώς αποφάσιζαν και διέταζαν. Η κυβέρνηση Τσίπρα έπρεπε να είχε ακολουθήσει τη λαϊκή εντολή στο όνομα της δυνατότητας, αμφισβητώντας αυτό που το σύστημα παρουσίαζε ως αδήριτη αναγκαιότητα. Να φερθεί όπως ο Μιραμπό το 1789, όταν ο βασιλιάς διέταξε τη διάλυση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, αλλάζοντας έτσι τη ροή της Ιστορίας!

— Εμάς δεν μας «διώξανε» εν τέλει, οι Βρετανοί πάλι αποφάσισαν τελικά να αποχωρήσουν μόνοι τους.
   Το Brexit είναι μια πολύ διαφορετική ιστορία από το επαπειλούμενο τότε Grexit. Ακόμα κι έτσι, βλέπετε πόσο δύσκολο είναι στην πράξη να αποχωρήσει η Βρετανία από την Ε.Ε., με την οποία άλλωστε ανέκαθεν είχε μια πιο «ειδική» σχέση. Η Ελλάδα μπορούσε να είχε παραμείνει σταθερή στις θέσεις της, προκαλώντας τους εταίρους να την «αποβάλουν» εκείνοι, κάτι που κανένα καταστατικό δεν προβλέπει για καμία χώρα και που θα υπονόμευε την ίδια την υπόσταση της Ε.Ε. Η δυνατότητα να χαραχτεί μια διαφορετική πολιτική κόντρα στον αυταρχισμό των κέντρων εξουσίας εντός των θεσμών υπήρχε, ασχέτως του αν εν τέλει δεν επιλέχθηκε.

— Μήπως το όραμα της επικράτησης μιας δικαιότερης κοινωνικής οργάνωσης στην Ευρώπη και διεθνώς είναι ακόμα παράκαιρο; Διανύουμε ήδη την ψηφιακή εποχή, εσείς ωστόσο λέτε ότι στην πραγματικότητα δεν έχουμε ακόμα ξεμπερδέψει με τη νεολιθική, κάτι που θα είχε ενδιαφέρον να μας αναλύσετε!
   Ναι, γιατί η κοινωνική μας οργάνωση ελάχιστα έχει αλλάξει τα τελευταία 4.000 χρόνια. Η μαζικοποιημένη παραγωγή, η μεγάλη ιδιοκτησία, η πυρηνική οικογένεια και τα κληρονομικά δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν, η ιεραρχική, συγκεντρωτική κρατική οργάνωση, φαινόμενα που άρχισαν να διαμορφώνονται τη νεολιθική εποχή, παραμένουν τα κύρια κοινωνικά μας γνωρίσματα. 

   Το ερώτημα της αναγκαιότητας, ξέρετε, ένα ερώτημα καθαυτό δυσδιάκριτο και ασαφές, σχετίζεται επίσης με το τι μπορούμε να κάνουμε εδώ και τώρα ώστε είτε να αποδεχτούμε είτε να αλλάξουμε την υφιστάμενη κατάσταση, ένα status quo που παραμένει το ίδιο λίγο-πολύ, αφότου εγκαταλείφθηκε ο κολεκτιβιστικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας. 

   Πέρα από τη φυσική αναγκαιότητα, ότι π.χ. χρειαζόμαστε οπωσδήποτε τροφή για να επιβιώσουμε ή ρουχισμό για να μην κρυώνουμε, υπάρχει και η κατασκευασμένη. Ο κομμουνισμός δημιουργήθηκε ως ένα επίσης ασαφές όχημα εξόδου από εκείνη την πλευρά της αναγκαιότητας που παρουσιάζεται ως δεδομένη, ενώ δεν είναι.

— Αν η Ιστορία του κόσμου είναι το δικαστήριό του, καθώς έλεγε ο Χέγκελ, ποια πιστεύετε πως θα μπορούσε να είναι η τελική ετυμηγορία;
   Α, για την τελική θα σας γελάσω, αν όμως μιλάμε για το «τώρα», η ετυμηγορία είναι προφανής: ολοκληρωτική, θριαμβευτική, παγκόσμια επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, πλήρης απαξίωση και παταγώδης κατάρρευση του εφαρμοσμένου σοσιαλισμού. Ο αγώνας έληξε, βλέπετε, με καθαρό νοκ-άουτ το 1991, αν όχι πιο πριν!

   Αυτή είναι, εντούτοις, μια ετυμηγορία με πολύ στενό χρονικό ορίζοντα. Ο κομμουνισμός ως ιδεολογία εμφανίζεται τον 19ο αιώνα, ως πολιτειακό μόρφωμα, δε, δοκιμάστηκε στην πράξη μερικές μόλις δεκαετίες προτού αποτύχει στην ΕΣΣΔ, στην Κίνα και αλλού. Ως πρόταγμα, λοιπόν, μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης που αντιπαρατίθεται στην από χιλιετίες ισχύουσα, τη νεολιθική, βρίσκεται σε νηπιακό ακόμα στάδιο.

   Οπότε, ο πρόεδρος του εν λόγω «δικαστηρίου της Ιστορίας» ίσως να αποφανθεί ότι είναι ακόμα πολύ νωρίς για να κρίνει αντικειμενικά ποιο σύστημα εγγυάται ένα καλύτερο μέλλον για την ανθρωπότητα «ελλείψει ικανών στοιχείων», τουλάχιστον για το δεύτερο! Ο ίδιος ο Μαρξ έγραφε ότι η διαδικασία της μετάβασης στον κομμουνισμό δεν θα ήταν εύκολη, ούτε βραχυχρόνια...

— Αλλά ο καπιταλισμός, η βιομηχανική επανάσταση, η μαζική παραγωγή, η νεωτερικότητα, οι κοσμοϊστορικές αλλαγές που επέφερε ο καπιταλισμός δεν είναι δείγματα μιας θεαματικής ιστορικής καμπής;
   Κοιτάξτε, ο καπιταλισμός καθαυτόν είναι επίσης ένας τρόπος εξόδου από τη νεολιθική συνθήκη. Ένας τρόπος που αποδεικνύεται ολέθριος όμως, που προκαλεί τρομακτικές ανισότητες, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να τελειώσει μέσα σε έναν ολοκληρωτικό πυρηνικό πόλεμο ή σε μια μη αναστρέψιμη οικολογική καταστροφή του πλανήτη.

— Θα ήταν ωστόσο εφικτό να επιστρέψουμε στον προβιομηχανικό τρόπο παραγωγής; Να επιστρέψουμε πού, στις μικρές, «αυτάρκεις» τοπικές κοινότητες με τα πρωτόγονα τεχνολογικά μέσα;
   Όχι, πρόκειται για καθαρή ουτοπία. Οποιαδήποτε προσπάθεια υπέρβασης του καπιταλισμού θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις βιοτικές ανάγκες, την αλληλεξάρτηση και την πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών.

— Συμμετείχατε ενεργά στον Μάη του '68 που σηματοδότησε μια ολόκληρη εποχή. Μισό αιώνα μετά, πώς θα τον κρίνατε;
   Ο Μάης του '68 και η δεκαετία του '60 γενικότερα ήταν μια εποχή επαναστατική αφενός, μια απόπειρα κινηματικής υπέρβασης της κλασικής αριστεράς αφετέρου, τόσο της σοσιαλδημοκρατικής όσο και της σταλινικής. Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι αυτής της περιόδου είναι για μένα το αρνητικό, το εικονοκλαστικό, η ευθεία αμφισβήτηση όχι μόνο του καπιταλιστικού ιδεολογήματος αλλά και του κατεστημένου αριστερού, κάτι που αποδείχτηκε προφητικό, αφού δύο δεκαετίες μετά είχαμε την κατάρρευση του «υπαρκτού».

   Μέσα από αυτό προέκυψαν νέοι τρόποι θεώρησης των πραγμάτων, οργάνωσης και αγώνα. Το εποικοδομητικό κομμάτι, ωστόσο, ήταν ανεπιτυχές, αφού ο κριτικός λόγος της νέας αριστεράς δεν συνδυάστηκε με τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος σε μεγάλη κλίμακα, δίνοντας έτσι «έδαφος» στον ταξικό αντίπαλο.

— Εννοείτε ότι λειτούργησε εν τέλει υπέρ του συστήματος;
   Κατά μία έννοια, ναι. Ο κλασικός κομμουνισμός, με όλα τα λάθη του, ήταν ένας υπολογίσιμος αντίπαλος για τον καπιταλισμό. Ο δεύτερος θριάμβευσε ολοκληρωτικά μόνο όταν κατέρρευσε ο πρώτος, πράγμα στο οποίο συνέβαλε η έντονη «εκ των έσω» κριτική που του ασκήθηκε τη δεκαετία του '60. Μια κριτική άλλοτε χρήσιμη, άλλοτε πάλι μάλλον φλύαρη, που πάντως δεν κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα ικανό αριστερό «αντίπαλο δέος», αποδομώντας ταυτόχρονα το υπάρχον προς όφελος της δεξιάς!

— To '60 μιλούσαμε για τη νέα αριστερά, σήμερα στην επικαιρότητα κυριαρχούν η «νέα δεξιά» και τα περισσότερο ή λιγότερο ακραία ιδεολογήματά της που ανθούν σε Ευρώπη και Αμερική.
   Αναφερθήκαμε πριν στις προσπάθειες οικοδόμησης μιας νέας αριστεράς. Αυτό υπάρχει. «Νέα δεξιά» δεν υπάρχει – η δεξιά ήταν, είναι και θα είναι η ίδια, ανεξάρτητα από τα εκάστοτε προσωπεία της. Άλλωστε διαχρονικός στόχος της είναι η συντήρηση, η διατήρηση της κατεστημένης τάξης πραγμάτων. Το «νέο» βρίσκεται εκτός λεξιλογίου της! Η τάξη πραγμάτων αυτή, δε, που σήμερα εκφράζεται με τον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, δεν είναι, επαναλαμβάνω, παρά εκείνη της νεολιθικής εποχής, προσαρμοσμένη απλώς στις τεχνολογικές εξελίξεις.

— Έχει η χρήση της τεχνολογίας πολιτικό πρόσημο;
   Ασφαλώς. Ο καπιταλισμός την προσανατολίζει προς όφελος των λίγων και ισχυρών, ο κομμουνισμός προσπαθεί να της δώσει έναν καταρχάς κοινωνικό, συλλογικό χαρακτήρα. Αναφέρομαι βεβαίως στο ποιοι απολαμβάνουν τι και με ποιο κόστος.

— Πώς ορίζεται όμως σήμερα η αριστερά;
   Α, πρόκειται για μια εικόνα που είναι αρκετά θολή. Οι επαναστατικές πολιτικές βρίσκονται σε κρίση, δεν καταφέρνουν να συγκινήσουν και να κινητοποιήσουν τις πλατιές μάζες σε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία έχουν δημιουργηθεί κοινωνικές ανισότητες βαθύτερες και από τη φεουδαρχική περίοδο ακόμα.

   Εν όψει αυτής της πραγματικότητας πολλοί άνθρωποι με ευαισθησίες καταφεύγουν στη φιλοσοφία αναζητώντας κάποια δημιουργικά ερεθίσματα, κάποιες ουσιώδεις κατευθύνσεις. Θετικό είναι βέβαια αυτό, προτιμότερο από το να καταφεύγουν είτε στον καταναλωτικό ατομικισμό είτε σε new age ιδεολογήματα!

   Επιπλέον, η οικουμενικότητα της πολυπρόσωπης κρίσης που βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες – οικονομική, πολιτική, κοινωνική, ακόμα και πολιτιστική – είναι ίσως σημάδι ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας εποχής που θα σημάνει το τέλος του νεολιθικού ανθρώπου.

— Η βία έχει θέση σε μια επανάσταση ή ένα κοινωνικό κίνημα;
   Όταν η βία δεν είναι «βία για τη βία» αλλά αποσκοπεί στην υπεράσπιση μιας διωκόμενης κοινωνικής ομάδας ή ενός συλλογικού αγαθού, όταν δηλαδή πρόκειται για βία αμυντική, τότε, ναι, είναι αποδεκτή. Όμως το πρόβλημα, ξέρετε, δεν είναι η ίδια η βία αλλά η ροπή προς αυτή, η αντίληψη ότι μόνο έτσι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, ερήμην της κοινωνίας. Έτσι όμως γίνεσαι κι εσύ μέρος της.

— Από την αρχαιότητα ήδη είχε διατυπωθεί η άποψη ότι οι φιλόσοφοι θα κυβερνούσαν ενδεχομένως καλύτερα. Δεδομένου όμως ότι ελάχιστοι φιλόσοφοι πολιτεύονται, θα ωφελούσε άραγε να είχαμε πιο «φιλοσοφημένους» πολιτικούς;
   Κοιτάξτε, φιλοσοφία και πολιτική είναι διαφορετικοί τομείς του επιστητού. Η φιλοσοφία προσπαθεί να ερμηνεύσει τον κόσμο, η πολιτική δράση να τον μεταμορφώσει. Μια πολιτική πρόταση μπορεί να εμπνέεται από μια φιλοσοφική θεωρία, το αντίθετο δεν είναι απαραίτητο. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει με τη σχέση φιλοσοφίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας – ένα έργο τέχνης δεν χρειάζεται κάποιο φιλοσοφικό υπόβαθρο για να υπάρξει, ασχέτως του αν μπορεί ενδεχομένως να εκφράσει ένα τέτοιο.

   Φιλοσοφώντας δημιουργούμε μια ευρεία σύλληψη του επιστητού στην οποία μπορούν να συνυπάρχουν η πολιτική, η τέχνη, ο έρωτας κ.ο.κ. Ο Μαρξ στο «Μανιφέστο» του λέει ότι η σύγκρουση είναι εξαρχής ο νόμος καθαυτόν της πολιτικής, είναι η πολιτική που εμπνέεται από τη διαλεκτική φιλοσοφία και όχι το αντίθετο...

— Θα μπορούσε άραγε μια φιλοσοφία, μια πολιτική του έρωτα να κάνει τη διαφορά, έτσι όπως το διατυπώνετε στο «Εγκώμιό» σας;
   Η πολιτική του έρωτα διακρίνεται από τη φιλοσοφία του έρωτα. Ο τελευταίος μπορεί ευτυχώς να υπάρξει χωρίς να διατηρεί καμια φιλοσοφική ανησυχία – είναι η φιλοσοφία που ενδιαφέρεται για τον έρωτα, όχι το αντίστροφο! Πράγματι, αυτό που ουσιαστικά αναζητούμε σήμερα και στη φιλοσοφία είναι ένας νέος μεγάλος έρωτας, μια πρόταση αυτοπραγμάτωσης και συνύπαρξης ικανή να εμπνεύσει το δυνατότερο των συναισθημάτων, μια επαναστατική προοπτική όχι απλώς αισιόδοξη αλλά καταρχάς ερωτεύσιμη!

   Πηγή: www.lifo.gr