..............................................................
διήγημα
του Λουίτζι Πιραντέλο από τη
συλλογή διηγημάτων «Γυμνή ζωή» (μτφ.
Κατερίνα Γλυκοφρύδη, εκδ. Καστανιώτης,
1989)
«Φεύγει ή έρχεται;» αναρωτήθηκε ο Βαλντόζι
καθώς άκουσε το σφύριγμα του τρένου, κοιτάζοντας
από ένα τραπεζάκι του καφενείου στην Πλατεία Τέρμινε το κτήριο του
σιδηροδρομικού σταθμού.
Είχε αρπαχτεί από το σφύριγμα του τρένου
όπως θ’ αρπαζόταν κι από το υπόκωφο και συνεχές σφύριγμα που κάνουν οι γλόμποι
του ηλεκτρικού, ας πούμε, προκειμένου ν’ αποτραβήξει τα μάτια του από ένα
θαμώνα που καθόταν στο διπλανό τραπέζι και τον κοίταζε με εξοργιστική ακινησία.
Κάποια στιγμή τα κατάφερε. Βρέθηκε με τη
φαντασία του στο εσωτερικό του σταθμού, όπου η θαμπή λάμψη του ηλεκτρικού
ερχόταν σε αντίθεση με το γεμάτο ίσκιους και μελαγχολικά ηχηρό κενό, γύρω απ’
το φως του τεράστιου κατακαπνισμένου φαναριού. Κι άρχισε να συλλογίζεται όλες
τις σκοτούρες του ταξιδιώτη, είτε φεύγει είτε έρχεται. Χωρίς να το καταλάβει
όμως, το μάτι του έπεφτε πάλι πάνω σε κείνο το θαμώνα του διπλανού τραπεζιού.
Ήταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα, ντυμένος
στα μαύρα, με μαλλιά και γένια κοκκινωπά και γκρίζα, το πρόσωπο χλωμό και τα
μάτια ανάμεσα στο πράσινο και στο σταχτί, θολά και βουλιαγμένα στις κόχες. Στο
πλάι του καθόταν μια γριούλα μισοκοιμισμένη, που η γαλήνη της έπαιρνε έναν αέρα
πολύ παράξενο από το κανελί της φόρεμα, γαρνιρισμένο προσεχτικά με μια
κορδελίτσα ζιγκ ζαγκ, κι ένα τριμμένο καπελάκι πάνω στα μαλλιά της που ήταν σαν
το λινάρι. Αυτό το καπέλο είχε κάτι μαύρες κορδέλες που τέλειωναν στην άκρη σε
μια φράντζα από ασημιά σπαγκάκια, κι ήταν σαν κορδέλες που βάζουν στα νεκρικά
στεφάνια. Είχε δεμένες τις άκρες τους κάτω απ’ το πηγούνι της όπως κι όπως, ένα
κουβάρι.
Ο Βαλντόζι αποτράβηξε αμέσως το βλέμμα απ’
αυτόν τον άνθρωπο, αλλά τούτη τη φορά τον είχε πιάσει πραγματική απελπισία,
τέτοια που τον έκανε να στριφογυρίζει ανήσυχα στην καρέκλα του και να ξεφυσάει
δυνατά με τη μύτη. Τι ήθελε τελικά αυτός ο άγνωστος; Γιατί τον κοιτούσε μ’ αυτό
τον τρόπο; Γύρισε, θέλησε να τον κοιτάξει και αυτός προσπαθώντας να τον κάνει
να χαμηλώσει τα μάτια.
-Ο Βαλντόζι, ψιθύρισε τότε ο άλλος σχεδόν
από μέσα του, κουνώντας το κεφάλι και χωρίς να παίζει καν τα μάτια.
Ο Βαλντόζι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα κι έσκυψε
λίγο μπροστά για να κοιτάξει καλύτερα το πρόσωπο εκείνου που ψιθύρισε το όνομά
του. Ή μήπως λάθεψε; Κι όμως, εκείνη η φωνή…
Ο άγνωστος χαμογέλασε με νόημα κι επανέλαβε:
-Βαλντόζι, έτσι δεν είναι;
- Ναι, είπε ο Βαλντόζι αμήχανος,
δοκιμάζοντας να χαμογελάσει. Μα εγώ… συγγνώμη… εσείς…
- «Εμείς;» Εγώ είμαι ο Γκρίφι.
- Γκρίφι; Α… έκανε ο Βαλντόζι συγχυσμένος
και μπερδεύτηκε ακόμη πιο πολύ ψάχνοντας στη μνήμη του μια μορφή που να του
θυμίζει εκείνο τ’ όνομα.
- Λάο Γκρίφι, δέκατο τρίτο σύνταγμα πεζικού,
Ποτέντζα.
- Γκρίφι, εσύ! Φώναξε ξαφνικά ο Βαλντόζι
χαμένος.. Εσύ… έτσι;
Ο Γκρίφι συνόδευε τις κραυγές του έκπληκτου
φίλου με κουνήματα μελαγχολικά του κεφαλιού, και κάθε κούνημα ήταν έτσι, σαν
ένα νεύμα κι ένας χαιρετισμός δακρύβρεχτος στις θύμησες του καλού φευγάτου
καιρού.
-Ακριβώς εγώ… έτσι… αγνώριστος. Αυτό δε θες
να πεις;
- Όχι, δε λέω, αλλά φανταζόμουνα…
- Λέγε, λέγε, πώς με φανταζόσουν; τον
διέκοψε αμέσως ο Γκρίφι. Κι αμέσως, σπρωγμένος από μια παράξενη αγωνία, με μια
κίνηση αιφνίδια, τον πλησίασε ανοιγοκλείνοντας συνέχεια ξανά και ξανά τα
βλέφαρα και κρατώντας του τα χέρια σαν για να ξεσπάσει τη μανία… Με
φανταζόσουνα, ε; Βέβαια… Λέγε, πώς;
- Πού να ξέρω; Έκανε ο Βαλντόζι. Στη Ρώμη
έχεις εγκατασταθεί;
- Όχι. Πες μου πώς με φανταζόσουνα, σε
παρακαλώ, επέμεινε ο Γκρίφι ζωηρά. Σε παρακαλώ.
- Μα… ακόμη αξιωματικό… κάπως έτσι, είπε ο
Βαλντόζι σηκώνοντας τους ώμους. Λοχαγό, το λιγότερο. Θυμάσαι; Ω, εκείνο το
«πρηνηδόοον». Το θυμάσαι το πρηνηδόν του Λοχία;
- Ναι, ναι, απάντησε ο Λάο Γκρίφι σχεδόν
κλαίγοντας. Πρηνηδόν. Ε… άλλος πάλι αυτός!
- Ποιος ξέρει τι να κάνει κι αυτός.
- Ποιος ξέρει, επανέλαβε ο άλλος με επίσημη
και σκοτεινή αυστηρότητα, γουρλώνοντας τα μάτια.
- Εγώ σε νόμιζα στην Ούντινε, άρχισε ο
Βαλντόζι για ν’ αλλάξει κουβέντα.
Αλλά ο Γκρίφι αναστέναξε αφηρημένος,
χαμένος:
-Πρηνηδόν… Έπειτα κινήθηκε ξαφνικά και
ρώτησε: Κι εσύ; Κι εσύ απολυμένος, έτσι δεν είναι; Τι συνέβη;
- Τίποτα σε μένα, απάντησε ο Βαλντόζι.
Τέλειωσα στη Ρώμη την υπηρεσία μου.
- Α, βέβαια, εσύ ήσουν από σχολή… Θυμάμαι
πολύ καλά. Μη νομίζεις… Θυμάμαι… θυμάμαι.
Η συζήτηση έσβησε. Ο Γκρίφι κοίταζε τη
γριούλα που καθόταν δίπλα του μισοκοιμισμένη.
-Η μάνα μου… είπε δείχνοντάς τη με έκφραση
βαθιάς θλίψης και στη φωνή και στη χειρονομία.
Ο Βαλντόζι, χωρίς να ξέρει γιατί,
αναστέναξε.
-Κοιμάται η καημενούλα.
Ο Γκρίφι θαύμασε για λίγο τη μάνα του
σιωπηλά.
Οι πρώτες δοξαριές μιας κομπανίας τυφλών
μουσικών σαν να ξύπνησαν τον Γκρίφι που στράφηκε προς τον Βαλντόζι.
-Στην Ούντινε, λοιπόν. Θυμάσαι; Εγώ είχα
ζητήσει να με γράψουν ή στο σύνταγμα της Ούντινε διότι υπολόγιζα σε καμιά άδεια
μηνιαία, να περάσω τα σύνορα χωρίς να λιποτακτήσω για να επισκεφτώ λιγάκι την
Αυστρία, τη Βιέννη… λένε πως είναι πολύ ωραία, λίγο τη Γερμανία… ή πάλι στο
σύνταγμα της Μπολόνια για να επισκεφτώ την κεντρική Ιταλία. Φλωρεντία, Ρώμη…
Στη χειρότερη περίπτωση, να μείνω στη Ποτέντζα. Καταλαβαίνεις. Στην Ποτέντζα,
στην Ποτέντζα. Οικονομίες, οικονομίες. Και καταστρέφει, σκοτώνει έτσι ένα φτωχό
άνθρωπο.
Και πρόφερε αυτά τα τελευταία λόγια με φωνή
τόσο αλλαγμένη και φλογερή, με χειρονομίες τόσο έντονες, που πολλοί θαμώνες από
τα γύρω τραπέζια γύρισαν σιωπηλοί να δουν ποιος είναι αυτός που κάνει έτσι.
Η μάνα ξύπνησε μ’ ένα τίναγμα και
ταχτοποιώντας βιαστικά το μεγάλο κόμπο κάτω απ’ το σαγόνι της, είπε:
-Λάο, Λάο, σε παρακαλώ να ‘σαι καλός.
Ο Βαλντόζι τον παρατηρούσε παραζαλισμένος κι
έκπληκτος, μην ξέροντας τι να κάνει.
-Έλα, έλα, Βαλντόζι, ξανάρχισε ο Γκρίφι
ρίχνοντας βλέμματα στον κόσμο που τον κοιτούσε.
Έλα, σήκω, μητέρα. Θέλω να σου διηγηθώ κάτι. Θα πληρώσεις εσύ ή εγώ;
Άσε, θα πληρώσω εγώ.
Ο Βαλντόζι προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά
ο Γκρίφι επέμεινε να πληρώσει αυτός. Σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την Πλατεία
Ανεξαρτησίας.
-Στη Βιέννη, άρχισε ο Γκρίφι μόλις
απομακρύνθηκαν από το καφενείο, είναι σαν να ‘χω μείνει πραγματικά. Ναι…
Διάβασα οδηγούς, περιγραφές, ζήτησα πληροφορίες, διευκρινίσεις απ’ οδηγούς,
περιγραφές, ζήτησα πληροφορίες, διευκρινίσεις απ’ τους ταξιδιώτες που πήγαιναν
εκεί, είδα φωτογραφίες, πανοράματα, τα πάντα, μπορώ δηλαδή να μιλώ πολύ καλά,
σχεδόν σαν «ειδήμων», όπως λένε. Και το ίδιο για όλες, για όλες τις πόλεις της
Γερμανίας, περνώντας τα σύνορα, σε κείνο το γύρο του ενός μηνός που θα έκανα.
Ναι… για την Ούντινε μετά, δε σου λέω τίποτα. Πήγα εκεί κατευθείαν. Θέλησα να
πάω για τρεις μέρες κι είδα τα πάντα, όλα τα εξέτασα. Προσπάθησα να ζήσω τρεις
μέρες τη ζωή που θα μπορούσα, αν η κυβέρνηση, η κακούργα, δε μ’ άφηνε στην
Ποτέντζα. Το ίδιο έκανα και με την Μπολόνια. Κι εσύ δεν ξέρεις τι πάει να ζεις
τη ζωή σου που θα μπορούσες να ζήσεις αν ένα ανεξάρτητο γεγονός, μια απρόβλεπτη
σύμπτωση, δε σ’ είχε βγάλει απ’ το δρόμο σου, λυγίζοντας την ίδια σου την
ύπαρξη… όπως έγινε με μένα, καταλαβαίνεις; Με μένα.
-Το πεπρωμένο! Αναστέναξε σ’ αυτό το σημείο
η γριά με χαμηλωμένα μάτια.
- Το πεπρωμένο! γύρισε ο γιος της με οργή.
Λες πάντα αυτή τη λέξη που μου δίνει στα νεύρα, μητέρα, και το ξέρεις. Να
‘λεγες τουλάχιστον απρόβλεπτο γεγονός, κακοτυχία. Τέλος πάντων… Κι η πρόνοια;
Σε τι εξυπηρετεί; Είναι κανείς πάντα εκτεθειμένος στην αδιακρισία της μοίρας. Αλλά
για κοίτα, Βαλντόζι, από τι εξαρτάται η μοίρα του ανθρώπου. Ίσως δε θα μπορέσεις
να με καταλάβεις ούτ’ εσύ. Φαντάσου έναν άντρα, φερ’ ειπείν, που υποχρεωμένος
να ζει αλυσοδεμένος με μιαν άλλη ύπαρξη για την οποία τρέφει ένα μίσος βαθύ που
αναθερμαίνεται κάθε λεπτό από τους πιο πικρούς συλλογισμούς… σκέψου λοιπόν ένα
ωραίο πρωί, ενώ παίρνει το πρωινό του, αυτός εδώ κι αυτή εκεί, κουβεντιάζοντας,
εκείνη του διηγείται πως όταν ήτανε μικρή, ο πατέρας της ήταν έτοιμος να φύγει
για την Αμερική, ας πούμε, μ’ όλη του την οικογένεια για πάντα… ή πως παραλίγο
να μείνει τυφλή γιατί θέλησε να χώσει στη μύτη της κάτι χημικά μείγματα του
πατέρα της. Λοιπόν, αυτός που υποφέρει την κόλαση γι’ αυτή την ύπαρξη μπορεί να
κάνει το συλλογισμό πως αν το ένα ή το άλλο γεγονός (και τα δύο πιθανά) είχαν
συμβεί, η ζωή του δε θα ‘ταν αυτή που είναι, καλύτερη ή χειρότερη, δε μας
ενδιαφέρει ετούτη την στιγμή. Αυτός θα αναφωνούσε μέσα του: «Αχ, να ‘χε γίνει
κάτι τέτοιο! Θα ‘σουν τυφλή, αγαπητή μου, κι εγώ δε θα ‘μουν σύζυγός σου
σίγουρα». Και θα φανταζόταν ακόμη, συμπονώντας τη, τη ζωή της σαν τυφλής και τη
δική του σαν εργένη ή τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα, οποιαδήποτε.
- Ε, μα γι’ αυτό σου λέω πως όλα είναι
πεπρωμένο, είπε ακόμη μια φορά, σίγουρη κι ατάραχη, η γριούλα με χαμηλωμένα
μάτια, βαδίζοντας με βήμα βαρύ.
- Μου δίνεις στα νεύρα, ούρλιαξε αυτή τη
φορά στην έρημη πλατεία ο Γκρίφι. Όλα όσα συνέβησαν έπρεπε λοιπόν να συμβούν
έτσι μοιραία; Λάθος! Μπορούσαν να μη συμβούν εάν… Εδώ είναι που χάνομαι εγώ… σ’
αυτό το εάν. Μια μύγα, μια βρωμόμυγα που σε τσιμπά, μια κίνηση που εσύ κάνεις
για να τη διώξεις, μπορεί μετά από έξι, δέκα, δεκαπέντε χρόνια να γίνουν αιτία
ποιος ξέρει ποιας καταστροφής. Δεν υπερβάλλω, δεν υπερβάλλω. Είναι βέβαιο πως
εμείς ζούμε… κοίτα, εξηγούμαι, κατά προσέγγιση δυνάμεις αστάθμητες,
ανυπολόγιστες… να μου τον επιτρέψεις αυτόν τον συλλογισμό, δρουν μόνες τους
όλες αυτές οι δυνάμεις, αναπτύσσονται, κατά προσέγγιση πάντα, και σου φτιάχνουν
ένα δίχτυ, μια παγίδα, που εσύ δεν μπορείς να διακρίνεις αλλά στο τέλος σε
τυλίγει, σε σφίγγει. Και λοιπόν τότε βρίσκεσαι πιασμένος μέσα, χωρίς να ξέρεις
να εξηγήσεις πώς και γιατί. Έτσι είναι. Οι τέρψεις μιας στιγμής, οι επιθυμίες
οι άμεσες, σου επιβάλλονται, είναι ανώφελο, η ίδια η φύση του ανθρώπου, όλες
του οι αισθήσεις, τον κατακλύζουν ταυτόχρονα και καταλυτικά, έτσι που δεν
μπορεί να τους αντισταθεί. Και δεν σκέφτεται τις ζημιές και τους διάφορους
καημούς που μπορεί να φέρουν, ούτε η φαντασία του μπορεί να συλλάβει αυτούς
τους καημούς και τις ζημιές με δύναμη και σαφήνεια. Είναι αδύνατο να βάλει
φρένο στην τάση που έχει να μην αντιστέκεται στην ικανοποίηση των επιθυμιών και
να μην αποδιώχνει τις ηδονές. Εάν καμιά φορά ο καλός Θεός τον κάνει να
συνειδητοποιήσει τους άμεσους κινδύνους, ούτε κι αυτό αποτελεί εμπόδιο στις
επιθυμίες. Είμαστε άθλιες υπάρξεις. Τώρα εσύ θα ρωτήσεις: Γιατί οι εμπειρίες
των μεν δεν παραδειγματίζουν τους δε; Αυτοί δεν εξυπηρετούνται σε τίποτα.
Καθένας μπορεί να σκεφτεί πως οι εμπειρίες είναι φρούτο που γεννιέται σύμφωνα
με το φυτό που το γεννά και το έδαφος στο οποίο αυτό μεγαλώνει. Κι αν εγώ
πιστεύω για τον εαυτό μου, φερ’ ειπείν, πως είμαι μια τριανταφυλλιά για να
παράγω ρόδα, γιατί πρέπει να δηλητηριαστώ με φρούτο σκουληκιασμένο, κομμένο απ’
το θλιμμένο δέντρο του άλλου; Όχι, όχι. Είμαστε αδύναμες υπάρξεις… Ούτε
πεπρωμένο, λοιπόν, ούτε μοιραίο. Το άτομο μπορεί πάντα να ελέγχει την αιτία των
ζημιών του και της τύχης του. Δεν πέφτει, βέβαια, διάνα. Την αιτία όμως δεν
μπορεί να την εξαφανίσει ούτε αυτός ούτε οι άλλοι, μήτε αυτό το πράγμα μήτε το
άλλο. Έτσι ακριβώς είναι, Βαλντόζι, κι άκου κάτι, η μάνα μου πιστεύει πως
αεροβατώ, πως δεν είμαι λογικός…
- Είσαι και πολύ μάλιστα, όπως φαίνεται,
παρατήρησε ο Βαλντόζι μισοζαλισμένος.
- Ναι, αυτό είναι το κακό μου, φώναξε με
ζωηρή αυθόρμητη ειλικρίνεια ο Λάο Γκρίφι, ανοίγοντας διάπλατα τα καθάρια του
μάτια. Αλλά θα ήθελα να πω στη μητέρα μου: κοίταξε, εγώ στάθηκα απερίσκεπτος,
εντάξει. Είχα επίσης μια μεγάλη… προδιάθεση να παντρευτώ, το παραδέχομαι. Μα
ποιος μου λέει ότι στην Ούντινε ή στην Μπολόνια δε θα έβρισκα μία άλλη
Μαργαρίτα – Μαργαρίτα ήταν το όνομα της γυναίκας μου.
- Α… έκανε ο Βαλντόζι. Σου πέθανε;
Ο Γκρίφι άλλαξε αμέσως όψη, έχωσε τα χέρια
του στις τσέπες και βούλιαξε το κεφάλι στους ώμους του. Η γριούλα κούνησε το
κεφάλι κι έβηξε ελαφρά.
-Τη σκότωσα, απάντησε ο Λάο Γκρίφι ξερά. Δε
διάβασες στις εφημερίδες; Νόμιζα πως το ‘ξερες.
- Όχι, δεν ξέρω τίποτα, είπε ο Βαλντόζι
έκπληκτος, αδέξιος και στενοχωρημένος που άγγιξε ένα σημείο που ίσως δε θα
έπρεπε, ήταν όμως περίεργος και ήθελε να μάθει.
- Θα
στο διηγηθώ, έκανε ο Γκρίφι. Τώρα βγαίνω απ’ τη φυλακή. Πέντε μήνες φυλακή. Την
είχα υπολογίσει την ποινή μου… πρόσεξε. Με αποφυλακίσανε, αν και τους είχα
προκαλέσει. Γιατί και μέσα να μ’ αφήνανε, μη νομίσεις πως θα μ’ ένοιαζε τίποτα.
Μέσα ή έξω, τώρα πια, φυλακή είναι. Έτσι είπα στους δικαστές: «Κάντε με ό,τι
θέλετε, καταδικάστε με, αθωώστε με, για μένα είναι το ίδιο. Πονώ γι’ αυτό που
έχω κάνει, αλλά κείνη την τρομερή στιγμή δε γνώριζα μήτε μπορούσα να κάνω
αλλιώς. Όποιος δε φταίει, όποιος δεν έχει κάτι για να μετανιώσει, είναι
άνθρωπος πάντα, κι αν εσείς με βάλετε στις αλυσίδες, εγώ θα είμαι ελεύθερος
απόλυτα, πάντα. Για το έξω τώρα, δε μ’ ενδιαφέρει ποσώς». Και δε θέλησα να πω
άλλο τίποτα, ούτε δικαιολογίες έψαξα ούτε δικηγόρο. Όλη η πόλη, βέβαια, ήξερε
καλά πως εγώ ήμουνα η προσωποποίηση της εγκράτειας και της εντιμότητας, είχα
κάνει γι’ αυτή ένα σωρό χρέη κι αναγκάστηκα να παραιτηθώ. Και μετά… ω, μετά!
Μπορείς να μου πεις πως μια γυναίκα που έχει κοστίσει τόσο σ’ έναν άντρα,
μπορεί να του κάνει τέτοιο κακό σαν κι αυτό που μου έκανε αυτή; Κακούργα!
Ξέρεις, ε; Μ’ αυτά τα χέρια. Στ’ ορκίζομαι πως δεν ήθελα να τη σκοτώσω: ήθελα
μόνο να ξέρω πώς έκανε κάτι τέτοιο και τη ρωτούσα τραντάζοντάς τη καθώς την
είχα αρπάξει από το λαιμό… Έσφιξα πολύ… Εκείνος είχε ήδη πηδήξει από το
παράθυρο μέσα στον κήπο… Ο πρώην αρραβωνιστικός της… Ναι, τον είχε πρώτα
απατήσει, όπως λένε, με μένα, με το συμπαθητικούλη αξιωματικούλη. Και κοίτα,
Βελντόζι. Εάν αυτός ο βλάκας δεν είχε απομακρυνθεί για ένα χρόνο από την
Ποτέντζα δίνοντας σε μένα την άνεση να ερωτευτώ, για την καταστροφή μου, τη
Μαργαρίτα, αυτή την ώρα, αυτοί οι δύο θα ήταν δίχως αμφιβολία αντρόγυνο και
πιθανόν ευτυχισμένοι. Ναι. Τους ήξερα καλά αυτούς τους δύο. Ήταν καμωμένοι ο
ένας για τον άλλον. Μπορώ κάλλιστα να φανταστώ τη ζωή που θα έκαναν μαζί. Τη
φαντάζομαι κανονικά. Μπορώ να τους φαντάζομαι ζωντανούς και τους δύο, όποτε
θέλω, εκεί πάνω, στην Ποτέντζα, στο σπίτι τους… Γνωρίζω ακόμη και το σπίτι που
θα κατοικούσαν αμέσως μετά το γάμο. Δεν έχω παρά να υποθέσω πως η Μαργαρίτα
είναι ζωντανή και να τη βάλω σε διάφορες φάσεις της ζωής, όπως τόσες φορές,
σκέψου πια, την έχω δει. Κλείνω τα μάτια και τη βλέπω σε κείνα τα δωμάτια με τα
παράθυρα ολάνοιχτα στον ήλιο, να τραγουδά με κείνη τη φωνίτσα, όλο τρίλιες και
τρέμουλα. Πώς τραγουδούσε! Κρατούσε έτσι τα χεράκια της σταυρωμένα πάνω στο
ξανθό της κεφάλι. «Καλημέρα σου, ευτυχισμένη γυναίκα». Παιδιά δε θα είχαν,
ξέρεις. Η Μαργαρίτα δεν μπορούσε να κάνει. Βλέπεις; Εάν υπάρχει τρέλα, η δική
μου τρέλα είναι αυτή: μπορώ να βλέπω τι θα μπορούσε να είχε γίνει εάν εκείνο που
συνέβη δε θα ‘χε συμβεί. Το βλέπω, το ζω εγώ μονάχα… Το ε ά ν
τελικά, το ε ά ν , καταλαβαίνεις;
Σώπασε για κάμποσο. Μετά φώναξε με τόση
απελπισία που ο Βαλντόζι γύρισε να τον κοιτάξει, πιστεύοντας πως κλαίει.
-Και εάν με είχαν στείλει στην Ούντινε;
Η γριούλα δεν επανέλαβε αυτή τη φορά: «Το
πεπρωμένο!». Αλλά το ε ά ν το είπε σίγουρα μέσα στην καρδιά της. Τόσο
είναι βέβαιο αυτό, που κούνησε το κεφάλι της με πίκρα, αναστέναξε σιγανά, με τα
μάτια πάντα στη γη, κουνώντας, κάτω απ’ το σαγόνι όλα εκείνα τα ασημιά
σπαγκάκια της φούντας, απ’ τις κορδέλες που ήταν όμοιες μ’ αυτές στα νεκρικά
στεφάνια.