Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

“Δώδεκα μέρες”-Πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Θρακιώτη συγγραφέα Κώστα Καβανόζη (http://artpress.sundaybloody.com, 31.12.2014)


........................................................


“Δώδεκα μέρες”-Πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Θρακιώτη συγγραφέα Κώστα Καβανόζη


























Έργο του Κύπριου χαράκτη Χαμπή Τσαγγάρη


Από νωρίς την είχε βάλει ο γάτος στο μάτι κι ο γέρος τον αγρίευε, τον βλέπεις τον αφιλότιμο, έλεγε του εγγονού του, το ξέρει ότι τη φυλάμε για μετά ο γαντζονούρης, το τσιτσί, τι ΄ναι τσιτσί, παππού, το γατομούρικο το παγανό είναι, αγόρι μου, ο καλικάντζαρος ο γατίσιος, έχε το νου σου, θα τη μαγαρίσει την πίτα.
Δεν ήταν αγοραστή, γι’ αυτό.
Της κόρης του ήταν, της θείας του μικρού.
Απ’ αυτές που ζυμώνανε παλιά, το κρατούσε εκείνη το έθιμο, πήγε να του γκρινιάξει στην αρχή του πατέρα της, μόνοι σας θα περάσετε χρονιάρα μέρα, μόνοι μας, είπε ο γέρος, πού να βαστάξει με τόσο κόσμο σε σας το παιδί, καλά, απάντησε η κόρη, άμα έτσι θες, καλά, και σαν να την είδε που γελούσε λίγο όταν γύριζε να ρωτήσει τον μικρό, με τον παππού σου προτιμάς, με τον παππού μου, καλός είσαι κι εσύ, να σας φτιάξω τουλάχιστον μια πίτα να κόψετε μόλις γυρίσει ο χρόνος, για το γούρι.
Μεσ’ στο ταψί την έφερε και μαζί φαγητά, εδώ το ΄χω, έδειξε κρυφά του γέρου το σημάδι, άντε να δούμε ποιος θα ΄ναι απόψε ο τυχερός με το φλουρί, είπε του μικρού, κι αύριο το μεσημέρι γαλοπούλα σπίτι μας, θα ΄ρθουμε να σας πάρουμε.
Την έβαλαν παραδίπλα στο τραπέζι, έφαγαν.
Ούτε δυο ώρες για να σβήσει ο χρόνος.
Την κοίταζαν, ο γάτος πιο πολύ, πολλές φορές έχεις κόψει πίτα, παππού, πολλές, αγόρι μου, και πώς γίνεται, να, τη σταυρώνεις πρώτα, έτσι, τη γυρνάς μετά, έτσι, έτσι, πολλές φορές τη γυρνάς, παππού, όχι, αγόρι μου, λίγες, τρεις όλες κι όλες, μέτρα τες, ξέρεις να μετράς, τι ΄ναι τρεις γύρες, τίποτα δεν είναι.
-          Εγώ ξέρω να μετράω και πιο πολύ απ’ το τρία, παππού!
Τα μάτια του είχε.
Μεγάλα, λέγαν ότι τα πήρε απ’ αυτόν.
Χτύπησε το τηλέφωνο, χρόνια πολλά σε παππού κι εγγονό, χρόνια πολλά και σε σας, πώς πάει το ταξίδι, καλά, πατέρα, πολύ καλά, τι κάνει το παιδί, μια χαρά είναι, γιε μου, δε νύσταξε ακόμα, μπα, καθόλου, πολύ ωραία τα περνάμε οι δυο μας, δώσ’ τον να του μιλήσουμε, έλα να πεις χρόνια πολλά του μπαμπά σου και της μαμάς σου.
Όλο χαρά ο μικρός στο ακουστικό, θα κόψουμε και πίτα, μπαμπά!
Γύρισε ο γέρος στο τραπέζι να τη δει, άτιμε κατσιπόδη, φώναξε, παλιοτσιλικρωτό, είχε ανέβει ο γάτος στην καρέκλα, έτοιμος ήταν.
Τον κλότσησε, χώθηκε εκείνος από κάτω απ’ το ντιβάνι, κάνε πως την πειράζεις και τα λέμε, κακανθρώπισμα, τον φοβέρισε.
Έτρεξε ο μικρός κοντά, μην τον χτυπάς, παππού, είναι καλός, ορθάνοιχτα τα μάτια του, μεγάλα, είναι καλός, παππού, ο γάτος, είναι κρίμα.
Και λίγο υγρά τα κατάλαβε ο γέρος.
Τον πήρε αγκαλιά, τι λέει η μαμά σου, λέει μόλις γυρίσει ο χρόνος θα μας ξαναπάρει, όμορφα μάτια, δεν ήθελες να είσαι κι εσύ εκεί, αγόρι μου, δεν ήθελα, παππού, γιατί, γιατί εμένα μ’ αρέσει να τον γυρνάμε μαζί το χρόνο, παππού.
Γύρω γύρω η πίτα.
Πολλές φορές.
Κάθισαν στο ντιβάνι, ξετρύπωσε από κάτω ο γάτος, τρίφτηκε στα πόδια τους, τον βλέπεις το μούργο, μας κάνει τώρα γαλιφιές ο τζαναμπέτης, εγώ, παππού, ναι, αγόρι μου, εγώ θέλω να του κόψουμε κι αυτουνού κομμάτι, σιγά μην κόψουμε κομμάτι του ζήτουλα, όχι, παππού, να του κόψουμε, να του κόψουμε, καλά, αγόρι μου, άμα θες εσύ, να του κόψουμε.
-          Εγώ θέλω να του τύχει και το φλουρί, παππού!
Μπορεί και να κρατούσαν απ’ τον δικό του τον παππού τα μάτια του.
Κι από πιο πίσω ακόμα.
Ποιος ξέρει πόσο.
Κούρνιασε στα γόνατά του, αργεί ακόμα να γυρίσει, παππού, νύσταξες, αγόρι μου, εγώ, παππού, το χρόνο δεν τον έχω δει ποτέ να γυρίζει, εγώ, όταν ήμουνα μικρός, μ’ έπαιρνε ο ύπνος πριν γυρίσει ο χρόνος.
Θολά του γέρου τα μάτια.
-          Εσύ, παππού, πότε ήσουνα μικρός;
Έκανε έτσι με το χέρι του, τα σκούπισε.
-          Γιατί δε μου μιλάς, παππού;
Τον κανάκεψε, τι θέλεις να σου πω, λίγο πιο πέρα ο γάτος έδωσε έναν πήδο, να μου πεις τι γίνεται άμα γυρίζει ο χρόνος, τι να γίνεται, αγόρι μου, τίποτα δε γίνεται, ύστερα κι άλλον πήδο, κι άλλον, όχι, παππού, εγώ θέλω να μου πεις, ένα μαμούνι είχε βρει και το ΄παιζε, θέλω να μου πεις, παππού, πες μου, πες μου, άντε καλά, να, κοίτα, του ΄δειξε το γάτο, ξεθαρρεύουν τα τσιτσί τα γατομούρικα, μπαίνουν στα σπίτια των νοικοκυραίων και χοροπηδάνε κι άμα δεν τα κυνηγήσεις κάνουν ζημιές, αγόρι μου, είναι κακά τα τσιτσί, παππού, σήκωσε ο γέρος το κεφάλι του, παρατημένο το μαμούνι, σήκωσε απέναντι κι ο γάτος το δικό του, είναι κακά, παππού, κοιτάχτηκαν, όχι, αγόρι μου, κακά δεν είναι, να τα προλάβουν όλα λαχταράνε, γι’ αυτό, δώδεκα μέρες μόνο έξω κι ύστερα μέσα πάλι, κάτω απ’ τη γη τα διώχνει μετά τα Φώτα ο παπάς.
-          Εσύ, παππού, τα έχεις δει τα τσιτσί;
Είχαν μικρύνει τα μάτια του.
-          Δώδεκα μέρες όλες κι όλες, κρίμα είναι, αγόρι μου.
Κοιμήθηκε.
Ήσυχος ύπνος.
Τρεμόπαιξαν λίγο τα βλέφαρα, τι να ΄βλεπε, άπλωσε ο γέρος πούπουλο το χέρι του, τον χάιδεψε, ο δικός του ο παππούς αυτόν χάιδευε, του γέλασε, στον εαυτό του γελούσε, έσκυψε, τον φίλησε στα μάτια τα κλειστά κι ακόμα υγρά τα κατάλαβε, μπορεί και να κρατάνε από πολύ παλιά, αγόρι μου, ψιθύρισε, κι ανάποδα έσταξε κάτι, απ’ του εγγονού τα μάτια στα δικά του, κι ύστερα κι άλλο, κι άλλο, έλα, μπάρμπα, έλα, τι έπαθες, χοροπηδούσαν, φώναζαν, τι έπαθες, έλα, γεμάτο το δωμάτιο τσιτσί, έλα, μπάρμπα, γύρισε ο χρόνος, γιορτή, πρώτος ο γάτος του, έσερνε γύρω απ’ το τραπέζι το χορό ο γαντζονούρης, γύρισε πάλι ο χρόνος, μπάρμπα, έλα, γιορτή, έλα και θα τελειώσουν οι μέρες, μη μας διώχνεις κι εσύ, μπάρμπα, φτάνει ο παπάς, θα ΄ρθουν τα Φώτα όπου να ΄ναι και πάλι κάτω θα μας στείλει, και κρίμα να είσαι κάτω, μπάρμπα, κρίμα να σου τελειώνουν όπου να ΄ναι οι μέρες, σκαρφαλωμένα όλα στο τραπέζι τώρα, πέρα δώθε το πήγαιναν το ταψί, μέσα έξω έμπαιναν, έβγαιναν, τρίμματα, ψίχουλα παντού, πήραν να το γυρίζουν γύρω γύρω, γύρω γύρω, όλα μαζί πολλές φορές και πιο πολλές και πιο πολλές ακόμα, τις μετράς τις γύρες, μπάρμπα, ξέρεις να μας πεις πόσες είναι, έλα, μέτρα τες, λίγες είναι, τίποτα δεν είναι, πόσες φορές έχεις γυρίσει πίτα εσύ, μπάρμπα, πόσες μέρες σ’ αφήνει εσένα έξω απ’ τη γη ο παπάς, πέρασαν, μπάρμπα, κρίμα, έφυγαν, δώδεκα μέρες όλες κι όλες, κι όλα να τα προλάβεις λαχταρούσες, μπάρμπα;
Μια φορά μόνο χτύπησε το τηλέφωνο, θα ΄χε πέσει η γραμμή.
Ανάσαινε ήρεμα ο μικρός στα πόδια του.
Αργά σηκώθηκε, δε χάλασε η ανάσα του παιδιού, βρομοκατσίβελε, έκανε τον ανήξερο ο γάτος, είχες δεν είχες βρήκες τρόπο, καρτσάγγαρε, τον μάζεψε απ’ το τραπέζι, έχε χάρη που ΄θελε να σου λάχει εσένα, κερατά.
Ξεχώριζε μέσα στα τρίμματα το φλουρί.
Τον άφησε να γουργουρίζει στον ώμο του, άλλαξε πλευρό ο μικρός, μισάνοιξε τα μάτια, εμένα μ’ αρέσει να τον γυρνάμε μαζί το χρόνο, παππού, τα ΄κλεισε ξανά, κοιμήθηκε.
Παλιά, πολύ παλιά μάτια είχε.


Ο Κώστας Καβανόζης γεννήθηκε στην Κομοτηνή το 1967 και κατάγεται από το Τυχερό Έβρου. Είναι φιλόλογος με μεταπτυχιακό στη Δημιουργική Γραφή και διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση. Το διήγημά του «Δώδεκα μέρες» περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια» (εκδ. Πατάκη), το οποίο ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και για το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω 2012. Ζει στην Ξάνθη.


Δεν υπάρχουν σχόλια: