Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Επέτειοι για τις 2/3 Κούρτ Βάιλ, Ρόρι Γκάλαχερ, Σερζ Γκενσμπούρ και Ντέιβιντ Λόρενς...

  • Γεννησεις
1900: Κουρτ Βάιλ, γερμανός συνθέτης, γνωστός από τη συνεργασία του με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ. [θαν. 3/4/1950]
1942: Λου Ριντ, αμερικανός ρόκερ.
1949: Ρόρι Γκάλαχερ, ιρλανδός ρόκερ. [θαν. 14/6/1995]
  • Θανατοι
1930: Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς, βρετανός συγγραφέας. («Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι», «Μαντάμ Μποβαρί», «Ερωτευμένες Γυναίκες») [γεν. 11/9/1885]
1991: Σερζ Γκενσμπούρ, γάλλος τραγουδιστής. Το 1969 τραγούδησε μαζί με τη σύζυγό της Τζέιν Μπίρκιν τη μεγάλη επιτυχία τους «Je t'aime... moi non plus», το μοναδικό γαλλόφωνο τραγούδι που ανέβηκε στην κορυφή του βρετανικού πίνακα επιτυχιών. [γεν. 2/4/1928)













..."Βούτηξες στη λίμνη για μένα;" τον ρώτησε.
   "Όχι", απάντησε εκείνος. "Περπάτησα μέχρι μέσα. Όμως βούλιαξα κιόλας".
   Επικράτησε σιωπή για μια στιγμή. Δίσταζε εκείνος. Ήθελε πάρα πολύ να πάει επάνω να φορέσει στεγνά ρούχα. Όμως υπήρχε κι άλλη μια επιθυμία μέσα του. Κι έμοιαζε να τον κρατάει. Η θέλησή του έδειχνε να έχει αποκοιμηθεί και να τον έχει αφήσει εκεί να στέκεται νωθρός μπροστά της. Όμως ένιωθε ζεστασιά μέσα του. Δεν έτρεμε καθόλου, αν και τα ρούχα του ήταν μουσκεμένα.
   "Γιατί το 'κανες;" τον ρώτησε.
   "Επειδή δεν ήθελα να κάνεις τέτοια ανοησία", της είπε.
   "Δεν ήμουν ανόητη", είπε εκείνη, κοιτάζοντάς τον έντονα, ξαπλωμένη ακόμη στο πάτωμα, μ' ένα μαξιλάρι του καναπέ κάτω απ' το κεφάλι της. "Ήταν αυτό που έπρεπε να κάνω. Εγώ ήξερα καλύτερα τότε".
   "Πάω ν' αλλάξω αυτά τα μουσκεμένα πράγματα", της είπε. Όμως ακόμη δεν είχε τη δύναμη να απομακρυνθεί από την παρουσία της, μέχρι που τον έστειλε εκείνη. Ήταν σαν να είχε τη ζωή του κορμιού του στα χέρια της και δεν μπορούσε ν' απαγκιστρώσει τον εαυτό του. Ή ίσως να μην ήθελε.
   Ξαφνικά εκείνη σηκώθηκε επάνω. Και τότε συνειδητοποίησε την κατάστασή της. Ένιωσε τις κουβέρτες γύρω της, ένιωσε τα μέλη της. Προς στιγμή έμοιαζε σαν να 'χε χάσει το νου της. Κοίταξε τριγύρω, με άγρια μάτια, σαν να 'ψαχνε κάτι. Στεκόταν ακίνητη απ' το φόβο. Είδε τα ρούχα της σκορπισμένα στο πάτωμα.
   "Ποιος με ξέντυσε;" ρώτησε, με τα μάτια της καρφωμένα ορθάνοιχτα στο πρόσωπό του.
   "Εγώ", της απάντησε, "για να σε συνεφέρω".
   Για μερικές στιγμές εκείνη στεκόταν και τον κοίταζε φοβερά, με τα χείλη της ανοιχτά.
   "Μ' αγαπάς, τότε;" τον ρώτησε.
   Εκείνος στεκόταν και την κοίταζε, σαστισμένος.
   Σαν να 'λιωνε η ψυχή του.
   Σύρθηκε στα γόνατά της, κι έβαλε τα χέρια γύρω του, γύρω απ' τα πόδια του, καθώς εκείνος στεκόταν όρθιος, πιέζοντας τα στήθη της στα γόνατα και τους μηρούς του, σφίγγοντάς τον με παράξενη, αγριεμένη, σιγουριά, πιέζοντας τους μηρούς του πάνω της, τραβώντας τον προς το πρόσωπό της, καθώς κοίταζε προς τα πάνω μ' αλλαγμένα, λαμπερά, παρακλητικά μάτια που θριάμβευαν με την πρώτη τους κατάκτηση.
   "Μ' αγαπάς", μουρμούρισε, με παράξενη παραφορά, περιπαθής, θριαμβευτική και σίγουρη. "Μ' αγαπάς. Το ξέρω πως μ' αγαπάς, το ξέρω".
   Και φιλούσε παθιασμένα τα γόνατά του, πάνω απ' τα μουσκεμένα ρούχα, παθιασμένα και στα τυφλά φιλούσε τα γόνατά του, τα πόδια του, λες και δεν καταλάβαινε τίποτα...


Από το διήγημα του Ντέιβιντ Χ. Λόρενς "Με άγγιξες" (μτφ. Μαρία Κράλλη Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996)       
  









Δεν υπάρχουν σχόλια: