Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

(Ρ)όλος ο κόσμος δικός της της Χρυσούλας Παπαϊωάννου ("Ελευθεροτυπία", 24/3/2011)


(Ρ)όλος ο κόσμος δικός της


Στη θρυλική «Κλεοπάτρα» δεν χρωστούσε μόνο το μεγάλο της έρωτα, τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, αλλά και την ακριβοπληρωμένη καριέρα της.

Μπήκε στο βιβλίο Γκίνες για το μεγαλύτερο αριθμό αλλαγής κοστουμιών σε ταινία (65), αλλά αμείφθηκε και με το υπέρογκο για την εποχή ποσόν του 1 εκατομμυρίου δολαρίων. Εκτοτε το κασέ της εκτοξεύτηκε.
Η γεννημένη το 1932 στο Χάμστεντ του Λονδίνου Ελίζαμπεθ Τέιλορ, ξεκίνησε ως παιδί-θαύμα στις αρχές της δεκαετίας του '40, όταν οι Αγγλοι γονείς μετανάστευσαν στις ΗΠΑ για να γλιτώσουν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο έμπορος τέχνης πατέρας της και η ηθοποιός μητέρα της είχαν φροντίσει για την καλλιτεχνική παιδεία της. Σε ηλικία τριών ετών, η μικρή Λιζ ήταν μια ήδη εκπαιδευμένη μπαλαρίνα. Χόρεψε σε μια παράσταση μπροστά στην πριγκίπισσα Ελισάβετ (τη μελλοντική βασίλισσα της Αγγλίας) στο «London's Hippodrome». Σε ηλικία τεσσάρων ετών είχε ήδη δαμάσει ένα άγριο άλογο και ήταν έμπειρη αναβάτις.
Μεγάλωσε στην κυριολεξία στη μεγάλη οθόνη, αφού έκανε το ντεμπούτο της στα 9 της χρόνια, με κοτσιδάκια ακόμα, στην ταινία «Σιωπηλός κατήγορος» του Χάρολντ Γιανγκ (1943). Ακολούθησε το 1945 η ταινία «Ο αλήτης και η αμαζόνα» του Κλάρενς Μπράουν, όπου αξιοποίησε τις ιππευτικές της ικανότητες. Εκεί, όμως, που έκανε αίσθηση, ήταν στον επόμενο ρόλο της, το 1945, στο «Λάσι, ένας γενναίος σκύλος» του Φρεντ Μ. Γουιλκόξ, τον οποίο χρωστά στον πατέρα της. Καθώς ήταν τότε επόπτης αεράμυνας με τον παραγωγό της MGM, Σαμ Μαρξ, έμαθε ότι το στούντιο αναζητούσε μια Αγγλίδα πιτσιρίκα.
Η παιδικότητα, η εφηβικότητα και η μεταμόρφωσή της από νεαρό δροσερό κορίτσι σε σταρ καλλονή έχουν καταγραφεί στο σελιλόιντ. Οταν ήταν ακόμα στο σχολείο, η 16χρονη Τέιλορ έτρεχε μετά το μάθημα στο πλατό για τα γυρίσματα της ταινίας «Αγάπησα έναν προδότη» του Βίκτορ Σαβίλ. Κοριτσάκι ακόμα έπαιζε σε ερωτικές σκηνές με τον Ρόμπερτ Τέιλορ. «Είχα σώμα γυναίκας, αλλά συναισθήματα παιδιού», θυμόταν για την εποχή που έβαζε το θεμέλιο λίθο της μετέπειτας καριέρας της, αλλά είχε και μεγάλο προσωπικό κόστος. «Αναγκάστηκα», ομολογούσε, «να γίνω πρόωρα γυναίκα εξαιτίας του κινηματογράφου. Μου προκάλεσε πολλές στιγμές δυστυχίας και αμφισβήτησης».
Οι επόμενες δύο δεκαετίες ήταν οι πιο παραγωγικές, αφού γυρίστηκαν οι περισσότερες από τις πενήντα ταινίες της. Ανάμεσα στις καλύτερες ερμηνείες ήταν αυτές που τις χάρισαν τα δύο της Οσκαρ. Το ερωτικό μελόδραμα «Ζήσαμε στην αμαρτία» του Ντάνιελ Μαν (1960), όπου υποδύθηκε ένα κολ γκερλ πολυτελείας στο πλευρό του Εντι Φίσερ, ενός από τους συζύγους της. Και το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Μάικ Νίκολς (1966) με συμπρωταγωνιστή έναν ακόμη άνδρα της, τον Ρίτσαρντ Μπάρτον. 







Η ειρωνεία ήταν ότι οι ρόλοι τους ως Μάρθα και Τζορτζ, ένα ζευγάρι που πνίγει τα προβλήματα του γάμου του στο αλκοόλ, δεν απείχε από τη δική τους πραγματικότητα. Ηταν, μάλιστα, η πρώτη ταινία που προβλημάτισε τους παραγωγούς για την αθυρόστομη γλώσσα της.
Υπήρχαν και άλλες σημαντικές στιγμές στην πορεία της: «Μια θέση στον ήλιο» (1951) με τον επιστήθιο φίλο της και σύμβολο του σεξ, Μοντγκόμερι Κλιφτ, και «Ο γίγας» (1955) με τον Τζέιμς Ντιν, του ίδιου σκηνοθέτη Τζορτζ Στίβενς, «Οσα δεν σβήνει ο χρόνος» (1957) του Εντουαρντ Ντμίτρικ και «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» του Τζον Χιούστον (1967) με τον Μάρλον Μπράντο.




Τις πιο αξιοπρόσεκτες κινηματογραφικές της στιγμές τις οφείλει σε δύο έργα του Τενεσί Γουίλιαμς. Στη «Λυσσασμένη γάτα» (1958) του Ρίτσαρντ Μπρουκς, όπου υποδύθηκε τη σύζυγο του αλκοολικού πρώην αθλητή, Πολ Νιούμαν, και στο «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι» (1959) του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς.
Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την είχε κατατάξει έβδομη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών. Ηταν η τελευταία σταρ παλαιάς κοπής του Χόλιγουντ, μια αισθησιακή ντίβα του σινεμά, σε μια εποχή που η διασημότητα αντιστοιχούσε σε πραγματική, κι όχι επίπλαστη, φήμη. Ο ρόλος, όμως, για τον οποίο θα μείνει στην ιστορία, που της έδωσε τόσο ευλογία όσο και κατάρα, ήταν η περσόνα Ελίζαμπεθ Τέιλορ.



Δεν υπάρχουν σχόλια: