Το κουμπί της "συμμετοχικής δημοκρατίας"
Tου Παντελη Μπουκαλα
Την πινακιδούλα τη βλέπουμε χρόνια τώρα στους δρόμους, σε κρίσιμα υποτίθεται σημεία, βιδωμένη ή καρφωμένη πάνω στις κολόνες με τον Σταμάτη και τον Γρηγόρη: «Πεζοί, πατήστε το κουμπί και περιμένετε να ανάψει το πράσινο». Τη βλέπουμε, λοιπόν, και πια δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να χαμογελάσουμε με μελαγχολική ειρωνεία ή να γκρινιάξουμε σιωπηρά. Στην αρχή ήταν αλλιώς τα πράγματα. Είχαμε νιώσει ότι κάποιοι είχαν λάβει εγκαίρως τα μέτρα τους ώστε να προστατέψουν τον χρόνο και τα νεύρα μας και να άρουν, μερικώς έστω, τη νέα ούτως ειπείν ταξική διαφορά που είχε προστεθεί στις τόσες υπόλοιπες· τη διαφορά, δηλαδή, ανάμεσα στους μη προνομιούχους πεζούς και τους υπερπρονομιούχους εποχούμενους. Αλλά πάει καιρός που πάψαμε να πατάμε το κουμπί και η πινακιδούλα κατάντησε σήμα δίχως νόημα, γλώσσα νεκρή. Πάει καιρός που πάψαμε να πιστεύουμε ότι αν πατήσουμε το μαγικό κουμπί, το επείγον μήνυμά μας, η παράκλησή μας, θα φτάσει ακαριαία σε κάποιον κεντρικό ηλεκτρονικό εγκέφαλο, ο οποίος, με φιλάνθρωπα αντανακλαστικά, θα δράσει επίσης ακαριαία και, φραπ, θα εμφανίσει τον πράσινο Γρηγόρη στον σηματοδότη και θα απελευθερώσει τη διάβαση, να περάσουμε επιτέλους. Τόσες φορές, πεπεισμένοι οι αφελείς ότι κάποιοι νοιάζονται για μας και φροντίζουν να μην ξεροσταλιάζουμε περιμένοντας, πιέζαμε το κουμπάκι και αναμέναμε μάταια μιαν ανταπόκριση, μια επιτάχυνση που δεν ερχόταν ποτέ. Και ήταν στιγμές που μας σφηνωνόταν η ιδέα ότι στο φανάρι, αντί για το συνηθισμένο πράσινο ή κόκκινο ανθρωπάκι έβγαινε κάποιο άλλο, ας το πούμε γαλαζοπράσινο, που γελούσε χαιρέκακα εις βάρος μας, κοροϊδεύοντάς μας απροκάλυπτα για την αγαθότητά μας και την ευπιστία μας. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, πάντως, δεν είναι και τόσο εύκολο να καταπιούμε τη διάθεσή μας για (αυτο) σαρκασμό όποτε βλέπουμε το κουμπάκι και το σήμα «πατήστε - περάστε», ιδίως αφότου πληροφορηθήκαμε ότι και το σύστημα της σηματοδότησης των αστικών μας δρόμων το χρωστάμε στον μέγιστο εθνικό μας χορηγό: τη Ζίμενς. Απειλεί, βέβαια, τώρα η εταιρεία ότι θα μας αφήσει δίχως σήμανση, αν η πολιτεία κινηθεί εναντίον της απαιτώντας αποζημιώσεις. Αλλά δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας: οι απαιτήσεις του κράτους μας από τη γερμανική εταιρεία θα προβληθούν με το ίδιο σθένος και την ίδια συστηματικότητα που προβάλλονται οι απαιτήσεις μας προς το γερμανικό κράτος για την εξόφληση του αναγκαστικού δανείου που, με το πιστόλι στον κρόταφο, είχε συναφθεί στα χρόνια της Κατοχής. Ποιος να απαιτήσει και τι; Το κυβερνών κόμμα ή το προ αυτού κυβερνήσαν, οι συμπρωταγωνιστές δηλαδή και του σκανδάλου αλλά και της ποικιλότροπης συγκάλυψής του; Στο κάτω κάτω, εμείς είμαστε Ευρωπαίοι άνθρωποι και όχι Αφρικανοί, σαν τους Νιγηριανούς, που, προφανώς καθηλωμένοι σε προηγούμενο στάδιο του θρυλικού πολιτικού πολιτισμού (που κι αυτόν εμείς τον επινοήσαμε, οι προπαππούδες μας τέλος πάντων), και τους ενόχους του δικού τους σκανδάλου Ζίμενς τιμώρησαν και αποζημιώσεις απαίτησαν και έλαβαν από τη σκανδαλοποιό εταιρεία. Σαν ένα αρκετά εναργές σύμβολο της δημοκρατίας μας το βλέπω το κουμπάκι αυτό· σαν σύμβολο της χαώδους απόστασης που χωρίζει τις διακηρύξεις της πολιτείας και τις συνταγματικές της βάσεις από την καθημερινή πραγμάτωσή της, αλλά και όλης της δημαγωγίας που αναπτύσσεται σαν ένα ψεύτικο γεφύρι που τάχα καλύπτει το χάος αυτό. Η ψευδαίσθηση, η δοτή και συστηματικά καλλιεργούμενη ψευδαίσθηση, ορίζει ότι όλα είναι το χέρι μας, όλα περνούν από μας και τη βούλησή μας, ακριβώς όπως το κουμπάκι που ορίζει την κίνηση οχημάτων και πεζών είναι στην άκρη του δαχτύλου μας. Στο χέρι μας η ψήφος, που κρίνει ποιος θα αναλάβει κάθε φορά το πηδάλιο· στο χέρι μας οι φάκελοι με τα «μηνύματα» που κάθε λίγο και λιγάκι στέλνουμε προς μια ηγεσία η οποία, κατά πώς φαίνεται, αντιμετωπίζει δυσχέρειες τόσο στην ανάγνωση όσο και στην ερμηνεία· στο χέρι μας το κοντάρι του πανό που υψώνουμε με απαιτητικά συνθήματα γραμμένα πάνω του σε διαδηλώσεις που, εσωτερικεύοντας την αδυναμία επηρεασμού, όλο και πιο δύσκολα κρύβουν τη μελαγχολία τους· στο χέρι μας το τιμόνι του αυτοκινήτου που θα μας πάει βόλτα την ημέρα των εκλογών, ώστε, διά της μαζικής μας αποχής, «να τους δείξουμε ότι δεν τους εμπιστευόμαστε πια, τέρμα τα ψέματα και τα παραμύθια» · στο χέρι μας και η πέτρα ή το νεράντζι, όποτε εξωθημένοι από τον θυμό προσπαθούμε να μην αφήσουμε ανεκπλήρωτο το υπό του προφήτου-πρωθυπουργού ρηθέν ότι «θα μας πάρουν με τις πέτρες» · στο χέρι μας, στην ανοιχτή πενταδάχτυλη παλάμη μας δηλαδή, και το φάσκελο, μάλλον βυζαντινή κληρονομιά αυτό, που όλο και συχνότερα στρέφεται εκτονωτικά κατά δικαίων και αδίκων και όχι μόνο από δικαίους, αλλά και από αδικήσαντες που παριστάνουν τώρα τους θιγέντες. Στο χέρι μας; Ετσι πίστευε, έτσι ήθελε να πιστεύει η φενακισμένη μας συνείδηση, όταν, σολωμικά ευκολοπίστευτη, έδινε βάρος σε εκ γενετής αβαρείς υποσχέσεις και δεσμεύσεις, πότε για «τον λαό στην εξουσία», πότε για τη «συμμετοχική δημοκρατία», την «εκσυγχρονιστική», την «επανιδρυτική», τη «διαδικτυακή» και πλέον την «ανοιχτή», την «όπεν» για να συνεννογιόμαστε. Αλλά είπαμε. Για αυταπάτη πρόκειται. Στις τελευταίες εκλογές, λόγου χάρη, στη «Γιορτή του Λαού», για άλλα κληθήκαμε να κρίνουμε και να αποφασίσουμε, άλλα «μηνύματα» στείλαμε και άλλα ανέδειξε και επικύρωσε η κάλπη, τρόικες, μνημόνια, τραυματισμένη εθνική κυριαρχία, πληγωμένη αξιοπρέπεια και την ενοχοποίηση των πάντων από την πλευρά των κατεξοχήν ενόχων. Και από ψήφο σε ψήφο, από τετραετία σε τετραετία, αντί να επιλέγουμε κυβερνήτες, όπως νομίζουμε, επιλέγουμε ποιοι ακριβώς θα υπηρετήσουν από τους υπουργικούς θώκους, διαπλεκόμενοι, τα δεσποτικά εξωθεσμικά συμφέροντα. Οσα τω όντι περνούν από το χέρι μας, έτσι όπως διαμορφώθηκε και παγιώθηκε η δημοκρατία μας, δηλαδή έτσι όπως συρρικνώθηκε και ξέπεσε σε μισοαδειανή φόρμα, δεν έχουν αποφασιστικά μεγαλύτερη ισχύ από εκείνη που μας προσφέρει το παραμυθητικό ή μάλλον παραμυθένιο κουμπάκι στους σηματοδότες, έκπτωτο ήδη και αδρανοποιημένο από τις πρώτες στιγμές της εγκατάστασής του. Ναι, δουλεύει μια στο τόσο το κουμπάκι, από τύχη, ίσα για να συντηρείται η πλάνη ή μάλλον ίσα για να νομιμοποιείται και να ανατροφοδοτείται το πατροπαράδοτο παιχνίδι της μαζικής πλαναισθησίας. Αλλά ακριβώς με την ίδια συχνότητα δουλεύει και η δημοκρατία μας, οι πόροι της οποίας στένεψαν από τη στιγμή που, με τον δήμο εν πολλοίς αποσυρμένο, έγινε ανεκτό να υπάρχει αποκλειστικά ως κομματοκρατούμενη και ταυτοχρόνως εξωθεσμικά ποδηγετούμενη. Πώς, με τέτοιο μπλοκάρισμα, να εκφραστεί με διαύγεια και να λειτουργήσει με πολιτική αποτελεσματικότητα η μαζική δυσφορία, η αγανάκτηση, ο θυμός, είναι ένα ερώτημα που η απάντησή του προϋποθέτει καινούργιες σκέψεις, καινούργιες λέξεις, καινούργια σχήματα. Κι αυτό είναι το κουμπί.
...............................................................
Η Ελλάδα θυσιάζει τα παιδιά της
Tου Νικου Γ. Ξυδακη
Το περίφημο μέιλ του «τραπεζικού στελέχους» που προειδοποιεί για πτώχευση την 25η Μαρτίου και επιστροφή στη δραχμή σπείρει καχυποψία σε ένα κοινωνικό σώμα ήδη καχύποπτο και καταπτοημένο. Διαδικτυακά αναλφάβητοι και νεοφώτιστοι, διψασμένοι για μια «εξήγηση» των μυστηρίων του σύμπαντος, επαναπροωθούν μαζικά το μέιλ και αναπαράγουν την ανόητη φήμη και τον πανικό. Βεβαίως το μέιλ της Αποκαλύψεως σπέρνεται σε ένα έδαφος έτοιμο να το δεχτεί και να το καρπίσει: σύμφωνα με το Βαρόμετρο της Public Issue, η ανασφάλεια των Ελλήνων και η απαισιοδοξία τους για το μέλλον καταγράφονται σε ιστορικά υψηλά. Εννέα στους δέκα Ελληνες αισθάνονται ανασφαλείς, οκτώ στους δέκα πιστεύουν ότι βαδίζουμε σε λάθος κατεύθυνση, επτά στους δέκα είναι πεπεισμένοι ότι θα βρεθούν σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η χώρα βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Βουλιάζει. Και η αδράνεια έχει καταλάβει τα πάντα, μουδιάζει τα μέλη, μουδιάζει τα μυαλά: είναι φανερή λ. χ. στη δημόσια διοίκηση, όπου οι υπηρεσίες μένουν παγωμένες και αδρανείς, είτε επειδή λείπουν οι οδηγίες από την πολιτική ηγεσία είτε επειδή λείπουν οι στοιχειώδεις πόροι είτε επειδή ο φόβος του ελέγχου αναστέλλει στοιχειώδεις λειτουργίες. Η αδράνεια είναι φανερή και στην κυβέρνηση: η αρχική ορμή για την εφαρμογή των προβλέψεων του Μνημονίου ξεθύμανε πολύ σύντομα· ακόμη και για την εφαρμογή του δοτού μάνιουαλ απαιτούνται μια ενεργητικότητα και μια στοχοπροσήλωση, κυρίως μια πίστη. Κι αυτά τα στοιχεία λείπουν. Το πολιτικό προσωπικό παραπαίει εν πανικώ διότι, συνηθισμένο χρόνια τώρα στην παρασιτική αυτοαναπαραγωγή του, δεν μπορεί να αντιδράσει, να επιχειρήσει τη φυγή προς τα εμπρός. Βλέπει μπροστά την καταστροφή του: στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις θα σαρωθεί. Και παρότι διαισθάνονται πια τον αφανισμό τους, ουδείς αποτολμά μια στοιχειώδη υπέρβαση. Γιατί; Διότι πρωτίστως δεν μπορούν, δεν γνωρίζουν το πώς. Και δεν έχουν τη βούληση να ρισκάρουν το παραμικρό. Είναι τελειωμένοι. Είναι αυτοί που οδήγησαν τη χώρα σε αυτό το αδιέξοδο. Πώς είναι δυνατόν να τη σώσουν; Είναι οι άεργοι και ανεπάγγελτοι, οι πλουτίσαντες, οι νεποτιστές και διαπλεκόμενοι, μια αργόσχολη τάξη που επιβίωνε ανταλλάσσοντας εξαχρείωση με τους πολίτες-πελάτες. Πώς να αλλάξουν; Δεν αλλάζουν. Βρίσκονται ωστόσο στο τιμόνι του παραπαίοντος σκάφους, παγωμένοι και σαστισμένοι, και προσπαθούν ακόμη και τούτη την ύστατη ώρα να το κυβερνήσουν σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα και τις δικές τους χαμηλές δυνατότητες, εντελώς αυτονομημένοι από την κοινωνία, αποσπασμένοι από την πραγματικότητα. Δηλαδή, εκτός Ιστορίας, άμοιροι της ιστορικής ευθύνης. Μοιραίοι. Ζούμε δεινή κρίση ηγεμονίας, αλλά και δεινή κρίση ταυτότητας. Οι έως τώρα ηγεμονεύουσες ελίτ δεν θα υπάρχουν τα αμέσως επόμενα χρόνια, υπό την παρούσα μορφή. Πολλά μέλη τους θα εξαφανιστούν από το προσκήνιο, λίγα θα επιπλεύσουν· άλλα πρόσωπα, άλλοι σχηματισμοί θα εμφανιστούν για να εκφράσουν την κοινωνία όπως θα διαμορφώνεται μέσα από τις ωδίνες του νέου. Η αγωνία της συλλογικής έκφρασης εμφανίζεται ήδη διάχυτη, με ποικίλα φανερώματα: κινήσεις πολιτών, ομάδες εθελοντών, περιοδικά, συλλογικά μπλογκ, στέκια. Οι νεότερες γενιές ιδίως, με ταπεινωμένο βίαια τον ορίζοντα προσδοκιών, κινούνται αργά μα σταθερά από το ατομοκεντρικό σύμπαν του ’90 και του ’00, το σύμπαν που τους διαμόρφωσε πνευματικά αλλά και τους φενάκισε, προς έναν κόσμο πιο συλλογικό. Στις ηλικίες 20-40 βρίσκονται πολύτιμα κοιτάσματα ανθρώπινου δυναμικού, δυστυχώς λανθάνοντα και υπνώττοντα. Η ισχύουσα τάξις πραγμάτων απέκλειε συστηματικά τις νέες δυνάμεις από τα κέντρα σκέψεως και αποφάσεων, παρεκτός και αν ανήκαν σε πατριές και οικογένειες. Μετά την κορύφωση της κοινωνικής κινητικότητας, που παρατηρήθηκε τη δεκαετία του ’80 και σε μέρος του ’90, οι διαταξικές μετακινήσεις περιορίστηκαν δραστικά. Αυτή η κοινωνική δυσκινησία επηρέασε αρνητικά την πολιτική σκηνή και τη δημόσια διοίκηση, όπου επικράτησαν φαμίλιες και ανεπαρκείς πελάτες, αλλά επηρέασε αρνητικά ακόμη και την επιχειρηματική τάξη: η ρηχή εγχώρια αγορά κατελήφθη από εισαγόμενες νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, χωρίς μελέτη των εν τω βάθει ελληνικών και μεσογειακών χαρακτήρων της οικονομίας (μικροϊδιοκτησία, πολυσθένεια, μικρές επιχειρήσεις). Το αποτέλεσμα το βλέπουμε: καρτέλ, κλεπτοκρατία, κρατικοδίαιτοι ιδιώτες, καταστροφή των μικρομεσαίων στρωμάτων. Μεγάλο μέρος των νεότερων γενεών, που εισέρχονται τώρα στον παραγωγικό βίο με ζοφερές προοπτικές, διαθέτουν υψηλή τυπική μόρφωση και κυρίως ένα κοσμοπολίτικο πνεύμα που δεν διέθεταν οι προηγούμενες γενιές. Είναι οι γενιές της παγκοσμιοποίησης και του Δικτύου. Και είναι ό, τι πολυτιμότερο διαθέτει τούτη η υπογεννητική, δημογραφικά γερασμένη χώρα, με το ανύπαρκτο ηθικό και τη σαρωτική απαισιοδοξία. Αλλά είναι αποκλεισμένοι, υποτιμημένοι, συμπιεσμένοι. Το σύστημα δεν τους υπολογίζει για μια εθνική αναγέννηση, ακριβώς διότι το σύστημα δεν ενδιαφέρεται για καμιά αναγέννηση, πλην της επιβίωσής του. Και δεν τους απευθύνεται· τους αγνοεί, τους θυσιάζει. Οι μεσαίας τάξης γονείς, αφού δαπάνησαν αισθήματα και χρήμα για τα βλαστάρια τους, βλέπουν τώρα, ανίσχυροι, έντρομοι, να μην μπορούν να υπερασπιστούν ούτε τα παιδιά τους ούτε τους εαυτούς τους ούτε, πολύ περισσότερο, τη μισερή κοινωνία που έφτιαξαν ή ανέχθηκαν. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός δραματικού παράδοξου: η ίδια η Ελλάδα θυσιάζει τα παιδιά της για τις αμαρτίες μιας άχρηστης και ανιστόρητης ελίτ. Πώς θα κινητοποιηθούν αυτοί οι νέοι, και οι ωριμότεροι, με τις δυνάμεις τους και τις εμπειρίες τους; Εδώ εντοπίζεται η τραγική έλλειψη ηγεσίας, που θα ενέπνεε και θα συνήγειρε, αλλά και η έλλειψη ενός πεδίου αυτοαναγνώρισης, ενός ελαχίστου αισθήματος συνανήκειν. Οι ελλείψεις αυτές αλληλοτροφοδοτούνται, σχηματίζουν έναν βρόχο, μια λούπα. Αυτή η λούπα θα διαρραγεί το επόμενο διάστημα, αναπόφευκτα. Μέσα από τον πόνο της ρήξης, τον κουρνιαχτό των ερειπίων, θα αναδυθεί μια νέα Ελλάδα, με αυτογνωσία, κοινωνική κινητικότητα, πίστη και στόχο. Εναν στόχο κυρίως, τον δυσκολότερο: να επιβιώσει ελεύθερη. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου