Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Γιατί δεν ανεβαίνουμε στις σοφίτες



ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΣΟΦΙΤΕΣ


Μέχρι χτες, τα φαντάσματα των αντικειμένων ζούσανε στις σοφίτες, γιατί τα αντικείμενα ήταν αρκετά όμορφα ώστε, μόλις τα παροπλίζαμε, να μεταμορφώνονται σε νεράιδες.
Τώρα οι σοφίτες και τα πατάρια έγιναν σκουπιδότοποι.
Μιλώντας πριν από δύο βδομάδες για την παρακμή του αντικειμένου και, ταυτόχρονα, της λειτουργίας του δώρου -ένα ζήτημα στου οποίου την αγωνία, ομολογουμένως κάπως αλλόκοτη, υποτροπιάζω πάντοτε στις γιορτές, όταν η νωθρή αλλά ανυποχώρητη βουλιμία του μέσου καταναλωτή εκθειάζεται απ' όλες τις πλευρές με μια χροιά ψυχαναγκαστικού ενθουσιασμού-, μιλώντας λοιπόν για τα αντικείμενα, παρέλειψα τη διαπραγμάτευση του ερωτήματος σχετικά με το τι ακριβώς, ή περίπου, αφήνει πίσω του αυτός ο θάνατος και κατά πόσον η μελαγχολία του επηρεάζει τις αντιλήψεις μας για τις μορφές στο σύνολό τους. Οπως ξέρουμε, το αντικείμενο μίας χρήσης -δηλαδή το οποιοδήποτε- πάει ακήδευτο.
Επιπλέον, εκείνο που χάνεται πρώτο σ' έναν κόσμο όπου η συναισθηματική και ανταλλακτική αξία των αντικειμένων αρχίζει να διαλύεται στην ανία και τη ματαιότητα -για να μην πούμε και για την αισθητική αξία που θα έπρεπε να αγκαλιάζει την ωφέλεια-, εκείνο που πρώτο υποκύπτει στην αποσύνθεση της ταυτότητας του υλικού μας περίγυρου, της εξαρτημένης άλλοτε απ' τον θαυμασμό και την έκπληξη, είναι το πράγμα που θεωρούσαμε -και ήταν- χαριτωμένο και στιλπνό, το πράγμα που ακτινοβολούσε θαμπά στο ημίφως της σοφίτας περιμένοντας να το ανακαλύψουμε ξανά και να το πενθήσουμε. Αυτή η απώλεια, αυτή η εξασθένηση των αρετών του χαριτωμένου πράγματος που πυροδοτούσε ειρωνικά χαμόγελα ή συγκινήσεις, μπορεί μεν να πέρασε σχεδόν απαρατήρητη υπό τη σημαία της επέλασης των πολυεθνικών και του καταναλωτικού εκδημοκρατισμού, όμως οι συνέπειες εξακολουθούν να είναι παραπάνω από ολοφάνερες όταν μπαίνει κανείς σ' ένα κατάστημα επίπλων ή συσκευών ή παιγνιδιών ή ρούχων -ακόμη και σ' ένα βιβλιοπωλείο. Εδώ δεν πρόκειται για τη σοφίτα ως τόπο νοσταλγίας, αλλά για την ίδια τη νοσταλγία της σοφίτας. Σε στιγμές αθέλητης ανθρωπιάς, μη αντέχοντας τον μονότονο και επιθετικό φθορισμό της κοινοτοπίας, πλαστικής, ηλεκτρονικής ή άλλης, αισθανόμαστε κρυφά ερωτευμένοι με την αναδρομική πολυτιμότητα όλων εκείνων που, μια φορά κι έναν καιρό, είχαν θεωρηθεί άχρηστα.
Ηπτώχευση της σοφίτας ήταν η κορυφαία στιγμή στην αιώνια νύχτα του εμπορεύματος, όταν οι άνθρωποι παραιτήθηκαν άθελά τους απ' το δικαίωμα να επενδύουν στα πράγματα την ηθική και πνευματική καλλιέργεια της οποίας ήταν φορείς. Γύρισαν έτσι την πλάτη, για παράδειγμα, στη γοητεία των πανέμορφων ξύλινων σκαλιστών παιγνιδιών ώστε να δεχτούν τις στρογγυλές, άχαρες, κακόγουστες ή και αηδιαστικές σημερινές καρικατούρες από πολυουρεθάνη. Τυφλοί μάρτυρες της υποβάθμισης, αρνούνται πεισματικά να αναγνωρίσουν τον βαθιά απάνθρωπο ρόλο των κυνικών προτιμήσεων και συμβιβασμών που ευθύνονται για το μέγεθός της, καθώς και την αφέλεια που τους επέτρεψε να την εκλάβουν σαν χειραφέτηση απ' τα τετριμμένα ή δωρεάν ταξίδι στο Λας Βέγκας. Το σύνθημα που διαλαλούσαν τα καινούργια, άσχημα πράγματα ήταν ευχάριστο, ήταν ένα σύνθημα φιλελεύθερο και απομυθοποιητικό, εμπνευσμένο υποτίθεται από κείνο τον αέρα των ανέσεων και των αυτοματισμών που τόσο ζήλευε η προηγούμενη γενιά στα εμπορεύματα εισαγωγής. Το κοινό καλωσόρισε το σύνθημα και αδιαφόρησε για το γεγονός ότι τα αντικείμενα, τα παιγνίδια, τα δώρα, τα γκάτζετ, οι διακοσμήσεις, όλ' αυτά είχαν πάψει να αντανακλούν την προσοχή ή την τρυφερότητα εκείνων που τα έφτιαξαν και εμφανιζόταν σαν εκτρώματα προερχόμενα από τερατώδεις, ανώνυμες, πανομοιότυπες μήτρες οι οποίες τροφοδοτούσαν ασταμάτητα τον εφιαλτικό αναδιπλασιασμό της ασχήμιας ως μοναδικής διεξόδου προς το μέλλον. Διότι το μέλλον ήταν άσχημο.
Αντίθετα, το χαριτωμένο πράγμα των παιδικών μας χρόνων έφερε πάνω του τα σημάδια της επαφής με το σώμα των ανθρώπων που το χρειάζονταν στ' αλήθεια και το τιμούσαν σαν να επρόκειτο για απόδειξη καλοτυχίας. Αν συνήθιζαν να φτιάχνουν τα παιχνίδια από ξύλο ήταν επειδή το ξύλο παρέμενε ζωντανό, κατοικημένο απ' το πνεύμα του δέντρου· το ξύλο ήταν ζεστό και ομιλητικό. Τα παιχνίδια σε υποδέχονταν σ' έναν εμψυχωμένο κόσμο όπου θα ήσουν φιλοξενούμενος -όχι εισβολέας. Τα παιγνίδια, και ίσως όλα τα πράγματα, διατηρούσαν τα μυστικά τους· εξέπεμπαν ένα είδος φλύαρου αλλά υπαινικτικού λόγου, που ήταν παρά η αύρα, το χνώτο τους. Ακόμη και όταν τα απορροφούσε η ρουτίνα, παραδίδονταν σ' αυτήν μ' έναν κυματισμό που άφηνε μεγάλα περιθώρια ονειροπόλησης. Οταν καταστρέφονταν, βλέπαμε να καταστρέφεται μαζί τους και κάτι που ανήκε στην τάξη της σπανιότητας, αφού οι άνθρωποι ήταν φτωχοί, οπότε το πράγμα είχε γίνει αντιληπτό σαν δώρο του Θεού. Αλλά και σε ό,τι αφορούσε τους πλούσιους, η σπανιότητα δεν περνούσε ασυζητητί διότι οι πλούσιοι, όσο και αν δεν το παραδέχονταν, υπέφεραν απ' τις τύψεις και τον φόβο για το κακό μάτι, κι έτσι τοποθετούσαν με ευλάβεια τη σπανιότητα στο πολιτισμικό της πλαίσιο και οι περισσότεροι κατέληγαν ερασιτέχνες αντικέρ. Ηξεραν ότι το να συγκεντρώνεις τα πράγματα για την ομορφιά ή την κομψότητά τους σε απάλλασσε απ' την κατηγορία ότι τα συγκεντρώνεις σαν εμβλήματα οικονομικής επιφάνειας.
Τώρα τα παιγνίδια ή τα μπιμπελό, πλαστικά ή μεταλλικά, όχι μόνον δεν μυρίζουν αλλά είναι φτιαγμένα κατευθείαν απ' το δίχως καταγωγή και ιδιότητες υλικό μηδέν. Μη μπορώντας να ζωντανέψουν τις νύχτες, σε προκαλούν, αναιδώς, να τα αντικαταστήσεις στα γρήγορα με καινούργια. Τα ξύλινα αντικείμενα λογοδοτούσαν υπέρ μιας στοργικής συνενοχής που το αίτημά της εκκρεμούσε· απεναντίας, τα μεταλλικά είναι κακόβουλα και φτηνά, ενώ δείχνουν εύχρηστα για να σε ξεγελάσουν, δηλαδή στο μέτρο που σε καλούν να τα ανταγωνιστείς καθώς γίνεσαι πράγμα ο ίδιος. Τα μάτια του ξύλινου αλόγου ήταν ζωγραφισμένα, ήταν ακίνητα και απλανή, ειδικά για να μπορέσεις να τα κινητοποιήσεις μέσω του φαντασιακού· σήμερα αυτή η συνάντηση του ανθρώπινου εσωτερικού βλέμματος με το παραπονεμένο βλέμμα του πράγματος έχει λησμονηθεί οριστικά. Η καταγωγή των πραγμάτων δεν είναι πια ανθρώπινη και ο αινιγματικός μηχανικός ήχος των ρολογιών, παρήγορος ή απειλητικός, έχει εξουδετερωθεί απ' το σιχαμερό θρόισμα μιας ύπουλης και απρόσωπης χρονικότητας που διαρκώς επιταχύνεται, πέρα από κάθε μαγεία.
Αλλωστε, το χειροποίητο πράγμα ήταν γεμάτο από σφάλματα κατασκευής, ατέλειες, μικρές παραδοξότητες και ανωμαλίες που εξασφάλιζαν τη ζωντάνια του, όπως τα σπίτια, φέρ' ειπείν, που οι άνθρωποι τα έχτιζαν για να τα κατοικήσουν εν ονόματι μιας Ιστορίας που αντιστεκόταν στην ανέγερση ομοιοτύπων ή μνημείων μεγαλομανίας. Πλέον, το στιλιζάρισμα της υπερσύγχρονης λειτουργικότητας, στον ακαθόριστο πυρήνα της οποίας οι διαπροσωπικές νύξεις έχαν σιγήσει εξαρχής, ισοπεδώνει ένα προς ένα όλα τα χαριτωμένα αντικείμενα που είχαμε κάποτε εφεύρει προκειμένου να αναζωογονήσουμε τις επιδεξιότητές μας ως ακροατές παραμυθιών και θρύλων. Τίποτα δεν θυμίζει εκείνη την ποιότητα των αριστοκρατικά γνήσιων πραγμάτων που κοιμούνταν πριν από τριάντα χρόνια στις σοφίτες. Μετακινήθηκαν στις βιτρίνες και πουλήθηκαν σαν απολιθώματα. Αγοράστηκαν, ναι, αλλά δεν ανήκαν πια στην αριστοκρατία των πραγμάτων ακριβώς γιατί δεν μπορούσαν να κοιμηθούν ξεχασμένα· είχαν χάσει το ύφος τους, την ικανότητα να διακρίνουν τους ιδιοκτήτες σε ευγενείς και άξεστους, την ωριμότητα που τους είχε παραχωρηθεί σαν προϋπόθεση για να συνομιλούν με τον χρόνο και τις αράχνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: