..............................................................
Morocco [Μαρόκο] - String Theory
..............................................................
Morocco [Μαρόκο] - String Theory
............................................................
Για το κλέφτικο τραγούδι "Σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά"
από τον φίλο στο fb Panos Zervas (facebook, 30.7.2021)
...............................................................
...............................................................
Τάκης Σπετσιώτης (γ. 1954)
............................................................
..............................................................
..............................................................
Ο Μάνος Χατζιδάκις μιλάει στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο
από το αρχείο της lifo.gr, 15.6.2012
Υπήρξε
μια εποχή σ’ αυτή την πόλη, που περπατώντας «πολλές φορές τη νύκτα» άκουγα
τις αναπνοές των ανθρώπων απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα. Άκουγα τις ερωτικές τους
συνομιλίες, τους ψιθυρισμούς τους, τις αγωνίες τους για τις ασήμαντες ή
σπουδαίες υποθέσεις. Κι όσο απομακρυνόμουνα στις συνοικίες, τόσο πιο πολύ
έμπαινα στη διαφάνεια του κόσμου τους. Τότε η παρουσία του ανθρώπου στις
γειτονιές και τα περίχωρα ήταν παντοδύναμη. Όπως και η παρουσία του έρωτα. Ενός
έρωτα που κυκλοφορούσε στον δρόμο και μετουσίωνε την πόλη ολόκληρη σ’ ένα
ερωτικό εργαστήρι. Σήμερα δεν υπάρχουν δρόμοι, δεν υπάρχουν ούτε νέοι για να
αισθανθούν τον έρωτα και να τον ενσαρκώσουν.
Η
επικινδυνότητα του έρωτα -το πιο σπουδαίο ίσως συστατικό του- είναι στο δόσιμο,
στον χαμό. Επικινδυνότητα δεν είναι το να βρεθείς σφαγμένος ένα πρωί αλλά το να
διαλύσεις τα όρια του εγωισμού σου, χωρίς να ξέρεις το σημείο που θα φτάσεις.
Δεν έχει αυτό σχέση με το αν κινδυνεύεις σε ύποπτες συνοικίες.
Νοσταλγώ
μόνο δύο περιόδους στη ζωή μου: όταν ήμουν και στις δύο περιπτώσεις ένα άγνωστο
πρόσωπο και το στοιχείο της εξαφανισής μου ήταν εντελώς ισοβαρές με την
παρουσία μου.
Η
απανθρωπιά αυτής της πόλης είναι συνυφασμένη με τις μεγάλες της κλίμακες. Σήμερα
δεν τολμάς πια να δοθείς. Αναγκάζεσαι διαρκώς να αλώνεσαι. Έχει διαμορφωθεί,
δυστυχώς, μια άλλη ψυχολογία που πριμοδοτεί τον τυχοδιωκτισμό - ένα καθεστώς
πια οριστικό. Η μεγάλη κλίμακα φέρνει την αθλιότητα, γιατί κάνει διάφανες και
σκληρές τις οικονομικές αντιθέσεις, προκαλώντας την εγκληματικότητα ως απάντηση
αυτού του φαινομένου. Ο υπερπληθυσμός των Αθηνών, σε μια πόλη ανάρχως
οικοδομημένη, οδήγησε στην αρχιτεκτονική των εργολάβων, που ρίχνει τους
ανθρώπους στη λάσπη και μπορεί να γεννήσει μόνον εγκληματίες.
Τα
δυόμισι εκατομμύρια αυτής της πόλης είναι τυχοδιώκτες της επαρχιακής Ελλάδας που
έφερναν βία και ανασφάλεια. Υπάρχει μια κακή εκτίμηση των προοπτικών που θεωρεί
την Αθήνα χρυσοφόρα γη. Ή υπάρχει μια χυδαία άποψη περί της επιτυχίας. Τώρα οι
πλούσιοι τροφοδοτούν τα σκυλάδικα. Έχουν εξαφανιστεί οι ευγενικές μορφές. Αυτό
δεν είναι ανεξάρτητο από την επικράτηση του κιτς. Αρκεί να ρίξετε μια ματιά
στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων: γκρανγκινιολική κατάσταση, κακοτυπωμένες
-πλην έγχρωμες- φωτογραφίες με μάτια κόκκινα, σαν γιοι του Φρανκενστάιν. Δέστε
τις φυσιογνωμίες. Δεν εκπέμπουν καμία ευγένεια, μόρφωση ή ήθος. Εξέλιπεν η
αρχοντιά και η καλή παιδεία που εξομάλυνε κάπως τις διαφορές των πληβείων και
των αρχόντων. Υπάρχουν, όμως, κάθε τόσο ευγενικές μορφές χαμένες στο πλήθος.
Τις συναντώ καμιά φορά στις συναυλίες μου, σε διαλέξεις ή παραστάσεις. Είναι,
όμως, αυτά πρόσωπα που έχουν οικειοθελώς αποχωρήσει ή ακόμα βάναυσα
παραγκωνιστεί, χωρίς να παίζουν κανέναν ρόλο στη ζωή του τόπου.
Πώς
μπορεί να διορθωθεί αυτή η πόλη; Μόνο με τις σούπερ λουξ συνοικίες, σαν
την Πλάκα της Μελίνας, που στην ουσία παραμένει απάνθρωπη και άξενη:
ξαναφτιάχνονται για να γίνουν συνοικίες ορισμένων προνομιούχων, για να
εντείνουν ακόμη περισσότερο τον διχασμό των στρωμάτων, για να διαλύσουν
οριστικά την παλιά, λειτουργική διαταξική δομή της αθηναϊκής συνοικίας. Όταν
ήμουν εγώ νεαρός φοιτητής, η Πλάκα ήταν το καταφύγιό μας για τις ωραίες, απλές
στιγμές. Και φτηνές. Τότε δεν τρώγαμε στα ακριβά ρεστοράν, προτιμούσαμε την
Πλάκα, όπου πίναμε και μιλούσαμε σε χώρους κατεξοχήν συνομιλιών. Η Πλάκα που
γνώρισα δεν έχει να κάνει μ’ αυτό το απαστράπτον λουξ.
Κατά
κανέναν τρόπο δεν θα δεχτώ τη μουσική κρίση ενός ζωώδους νέου, κι ας με ελκύει
σεξουαλικά. Οι νέοι που μ’ ενδιαφέρουν είναι αυτοί που με ανακαλύπτουν. Όπως κι
εγώ, νεαρός, μες στην αγέλη της ηλικίας μου, ανακάλυπτα τους δασκάλους μου,
έτσι θα ‘θελα να με βρουν οι νέοι σήμερα. Μόνο μέσα από μια τέτοια παιδευτική
σχέση, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους επίλεκτους, προχωρεί η ποίηση μέσα
σ’ αυτή την πόλη.
Ο
έρωτας σήμερα δεν είναι για μένα αποκλειστικά σεξουαλικός μηχανισμός. Με
έλκουν οι νέοι που πρωτίστως νογάνε, αυτοί που θα εκπροσωπήσουν τη γενιά τους
αύριο. Όπως η γέννηση ενός παιδιού είναι ένα διαβατήριο για τη μελλοντική γενιά
(όταν δεν αποτελεί δημογραφικό στόχο, αλλά φυσική συνέπεια του έρωτα), έτσι κι
αυτή η έλξη μου για τους επίλεκτους νέους διεκδικεί ένα διαβατήριο ποιητικής
συνέχειας. Όμως υπάρχει αυτό το τίμημα της σεξουαλικής γνώσης: έχει χαθεί ο
έρωτας ανάμεσα στους νέους. Υπάρχουν καλές κατασκευές, πολλές φορές μια
ωραιότατη πράξη - έχει χαθεί η αδεξιότητα των παλαιοτέρων. Αλλά μαζί μ’ αυτή
έχει χαθεί και η ένταση μιας ερωτικής μυθολογίας, αφού όλοι «ερώνται» με
εξαλλοσύνη μέσα από ασφαλιστικές δικλείδες. Παλιότερα οι άνθρωποι χάνονταν στον
έρωτα, παραδινόντουσαν. Έχετε δει εσείς σήμερα να χάνεται κανείς από το πάθος;
Ο
κάθε έρωτας πρέπει να ‘χει την υποψία ενός μεγάλου. Είμαι εξαίρετα μόνος
προκειμένου να καταναλίσκομαι. Τη μοναξιά, έτσι όπως τη χρησιμοποιείτε, τη
συνάντησα για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη - παλιότερα στην Ελλάδα δεν τη είχα
ακούσει. Δέχομαι την ένστασή σας ότι άκουγα τότε τη λέξη «πείνα» και
«επιβίωση».
Αλλά
σκεφτείτε ότι αυτό ήταν υγιέστερη κατάσταση. Στην Κατοχή το Δημόσιο
Ψυχιατρείο είχε κλείσει και η έννοια των καρδιακών νοσημάτων ήταν σχεδόν
άγνωστη. Θέριζε, βέβαια, η φθίση, που έγινε θρυλική με τη Μαργαρίτα Γκωτιέ.
Νοσταλγώ
μόνο δύο περιόδους στη ζωή μου: όταν ήμουν και στις δύο περιπτώσεις ένα
άγνωστο πρόσωπο και το στοιχείο της εξαφανισής μου ήταν εντελώς ισοβαρές με την
παρουσία μου. Την πρώτη, ακριβώς μετά τον Πόλεμο, όταν οι μεγάλες ομάδες
ξεχυνόντουσαν στους δρόμους κι εγώ ήμουν μια απίθανη μονάδα όλως ανυποψίαστη.
Και άλλη μια φορά, στην Καλιφόρνια, το 1968. Απορείτε που νοσταλγώ την ανωνυμία
και όχι έναν έρωτα; Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ με τη διασημότητα. Όταν είμαι με
κόσμο, είμαι αμήχανος. Κάθε φορά νιώθω έναν μικρό πανικό, που απλώς έχω τη
δύναμη να μεταμφιέζω. Δεν υπερβάλλω που σας λέω πως μόνο αυτές οι δύο περίοδοι
(η «Εποχή της Μελισσάνθης» και η εποχή της «Δεύτερης Μυθολογίας») ήταν οι
κορυφώσεις της ζωής μου...
Θυμάμαι
ακόμα τη λεωφόρο Κάνυον, τότε το ’68, που έδενε τα βουνά του Χόλιγουντ,
γεμάτα σπίτια νέων που συζούσαν, που το βράδυ έπαιζαν μουσική, μοίραζαν free
press, ενταγμένοι στο νεανικό κίνημα με την πρώτη πολιτική συνείδηση. Έγινα
τότε φίλος με το συγκρότημα Jefferson Airplane κι έφυγα μαζί τους, χάθηκα για 6
μήνες μες στο Λος Άντζελες, το πνιγμένο στα ινδικά αρώματα. Για όλα αυτά τα
παιδιά ήμουν απλώς ένας περίεργος Έλληνας που τους ακολουθεί. Αλλά εγώ,
βλέπετε, ήμουν πολύ ρωμιός, πολύ αττικός για να χαθώ. Έτσι γύρισα στη Νέα
Υόρκη.
Όμως
αυτές οι εποχές είναι οι μόνες που μπορώ να νοσταλγήσω - όλες τις άλλες σας τις
χαρίζω.
Συνέντευξη
στο Στάθη Τσαγκαρουσιάνο το 1985.
...............................................................
Δύσχρηστες λέξεις
.............................................................
Κώστας Γ. Καρυωτάκης (1896-1928)
Ηλύσια
Τόσο πολύ τα σώματα κουράστηκαν,..............................................................
Για τον Άρη Αλεξάνδρου
...............................................................
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)
· «Το κρανίο» διήγημα του Ναπολέοντα
Λαπαθιώτη
(από τη συλλογή διηγημάτων «Ο μυστηριώδης φίλος και
άλλες ιστορίες» εκδ. Ερατώ, 2013)
Ο Φάνης
απ’ την ημέρα που είχε βάλει το διαβολεμένο εκείνο κρανίο στην κάμαρά του, δε
μπορούσε να ησυχάσει. Θέλεις οι αόριστοι
εκείνοι τρόμοι, οι υποσυνείδητοι, που μένουν πάντα, απ’ την παιδική μας ηλικία,
μεσ’ το κατακάθι της ψυχής μας, θέλεις, ακόμα, η ένστικτη αποστροφή μας προς καθετί που μας θυμίζει
θάνατο – το βέβαιο είναι ότι η παρουσία του κρανίου, μεσ’ τη μικρή φοιτητική
του καμαρούλα, του ήταν εντελώς ανεπιθύμητη.
Αν και συνηθισμένος, τρία χρόνια τώρα, ν’
αντικρίζει πτώματα, λόγω των σπουδών του, στο ανατομείο, δεν είχε αποκτήσει
ακόμα, εντούτοις, την απαιτούμενη εκείνη ψυχραιμία, που χρειάζεται σ’ όλες
αυτές τις εργασίες. Η ψυχή του ήταν πάντα φοβερά ευαίσθητη στην επαφή του
μυστηρίου.
Ο Φάνης αυτό, δεν τολμούσε να τ’ ομολογήσει
ούτε στον ίδιο τον εαυτό του. Και όμως έτσι ήταν.
Το κρανίο εκείνο, καθώς τον κοίταζε με τ’
αδειανά του μάτια, την ώρα της μελέτης, τον ενοχλούσε τώρα, σα μια παρουσία
ζωντανή. Ίσως να είχε συντελέσει σ’ αυτό, κι ο τρόπος που το είχε αποκτήσει.
Δεν το είχε αγορασμένο, καθώς άλλοι, από κανέναν ειδικό προμηθευτή – και
υπάρχουν πλήθος τέτοιοι στο πανεπιστήμιο – αλλά το είχε βρει, ο ίδιος στο
νεκροταφείο, μια βραδιά που είχαν πηδήσει, μισομεθυσμένοι, μαζί με πέντ’ έξι
άλλους φίλους, από ‘ναν τοίχο χαμηλό. Το είχε βρει, στο πίσω μέρος, εκεί που
βρίσκονταν θαμμένοι οι ταπεινοί κι ανώνυμοι νεκροί, όσοι δεν αξιώνουν
μαρμάρινους σταυρούς και μαυσωλεία. Ξεχωμένο, απ’ τις βροχές, ή λησμονημένο –
ποιος το ξέρει; - το είχε βρει μεσ’ στα χορτάρια, δίπλα σ’ έναν ξύλινο σταυρό,
ανάμεσα σε δυο μεγάλα κυπαρίσσια. Κι επειδή λογάριαζε να βρει ένα κρανίο, για
να στολίσει τη βιβλιοθήκη του – το πήρε.
Το είχε τοποθετημένο τώρα, απάνω στη
βιβλιοθήκη, αντίκρυ στο κρεβάτι του, δίπλα σ’ ένα βάζο με λουλούδια. Τις πρώτες
μέρες που το κοίταζε – που κοίταζε τα δυο μεγάλα μάτια, και την πικρή μασέλα
που γελούσε – ένιωθε μια λεπτή κρυάδα στην πλάτη. Έλεγε, όμως, πως θα
συνηθίσει.
Ήταν τώρα μια βδομάδα που το κοίταζε, κι
ακόμα δεν το είχε συνηθίσει. Πάντα ένιωθε το κρύο μεσ’ στη πλάτη. Κι όμως αυτός
ο ελαφρός ο τρόμος τον γοήτευε. Κι έπειτα, αισθανόταν την ανάγκη να φανεί
ανώτερος αυτός της παιδικής αδυναμίας.
Κι έτσι το κρανίο έμεινε στη θέση του, απάνω
στη βιβλιοθήκη. Το ξεσκόνιζε κάθε πρωί με το φτερό – και φρόντιζε ώστε το βάζο
που υπήρχε δίπλα, να έχει πάντοτε λουλούδια. Αυτό το θεωρούσε, τώρα, σα μιαν
υποχρέωση, σαν ένα μυστικό καθήκον – χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί…
***
Ένα βράδυ,
καθώς γύριζε απ’ το θέατρο, του φάνηκε πως το κρανίο είχε μετακινηθεί.
Το είχε τοποθετημένο στη μέση της βιβλιοθήκης ακριβώς, απάνω σ’ ένα χοντρό
δεμένο λεξικό. Το βάζο ήταν δεξιά του. Τώρα του φαινόταν κάπως μετατοπισμένο
αριστερότερα… Ο Φάνης έμεινε λιγάκι σαστισμένος. Να υποθέσει ότι κανένας άλλος
είχε μπει στην κάμαρά του, την ώρα που έλειπε, δεν ήταν δυνατόν. Η πόρτα ήταν
κλειδωμένη. Μια άλλη πόρτα, που συγκοινωνούσε με τα μέσα του σπιτιού, ήταν κι
αυτή επίσης, καρφωμένη. Κι εξ άλλου, όλα τ’ άλλα πράγματα βρισκόντουσαν στη
θέση τους – ακόμα κι ένα μικρό μαντιλάκι, μεταξωτό της τσέπης, που το ‘χε
ξεχασμένο δίπλα στο κρεβάτι.
Ένα ελαφρό ρίγος πέρασε στην πλάτη του.
Και τη νύχτα εκείνη, δε μπόρεσε να κλείσει
μάτι.
Και μόνον η ιδέα ότι το κρανίο είχε αλλάξει
θέση, χωρίς τη μεσολάβηση ξένου χεριού, ήταν ικανή να του καταστρέψει εντελώς
την ησυχία.
Μέσ’ τη ταραχή του – αν και προσπαθούσε να
πείσει τον εαυτό του ότι είχε πέσει θύμα παραισθήσεως – σκέφθηκε ότι έπρεπε ν’
απαλλαγεί από εκείνη τη νεκροκεφαλή, με κάθε τρόπο.
Και σκέφθηκε ακόμα ότι, το καλύτερό που είχε
να κάνει, ήταν να την πάει εκεί που την είχε βρει.
Αλλ’ αυτό δεν ήταν δυνατόν. Ούτε θυμόταν που
την είχε βρει.
Μόλις τα χαράματα, κατόρθωσε να κοιμηθεί.
Και τότε είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο.
Του φάνηκε πως ήταν μέσα σ’ έναν κήπο. Στην
αρχή περπατούσε με δυσκολία. Σιγά σιγά, όμως, ένιωσε περισσότερη ελευθερία στα
πόδια. Και μέσ’ στο πυκνό σκοτάδι που βασίλευε, άρχιζε τώρα να γλυκοχαράζει.
Έφτασε τότε σε μια στοά, με ψηλές κολόνες
γύρω γύρω. Δεξιά κι αριστερά, οι κολόνες αυτές τελείωναν σ’ ένα είδος
μεγαλοπρεπούς κτιρίου, με κάτι το βαρύ κι αρχαϊκό. Στη μέση ακριβώς, ήταν μια
μεγάλη πόρτα. Ένα φως κοκκινωπό φαινόταν μέσ’ απ’ τις χαραμάδες, σαν κάποιος ν’
αγρυπνούσε εκεί μέσα. Απ’ όξω ήταν πάντα ένα φως χλωμό, συννεφιασμένο – ένα φως
θλιμμένου δειλινού.
Η μεγάλη πόρτα άνοιξε τότε, δίχως κρότο, και
μεσ’ το φωτεινό της το τετράγωνο, είδε μια σκηνή που τον σταμάτησε: ένας νέος
ήταν καθισμένος, μπροστά σ’ ένα τραπέζι, και διάβαζε. Ένα κερί ήταν αναμμένο
δίπλα του, με μεγάλη φλόγα κόκκινη, που πετούσε δυνατές αναλαμπές.
Ο νέος σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε.
Τα μάτια του είχαν μιαν έκφραση πολύ επίσημη και μελαγχολική. Έδειχνε κάπως σα
να τον περίμενε. Τα χείλη του ήταν λεπτά, χλωμά και κουρασμένα. Δυο μελανές
σκιές στεφάνωναν τα μάτια του, και τα μάγουλά του ήτανε σκαμμένα, σα να ήτανε
σημαδεμένα από κάποια μυστική κι ανίατη αρρώστια.
Σηκώθηκε από το κάθισμά του, και βάδισε
ίσια, καταπάνω του.
Έν’ άρρωστο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη
του, και μια λάμψη συμπαθητική έφεξε στα σκοτεινά του μάτια.
Ξαφνικά, η σκηνογραφία άλλαξε. –
Τώρα ο Φάνης βρισκόταν σε μια κάμαρη δίχως
φως. Το μόνο φως που έπεφτ’ εκεί μέσα, ήταν μια αλλόκοτη ανταύγεια, σαν του
φεγγαριού – αλλά ενός φεγγαριού κοκκινωπού, που κόντευε να δύσει. Μεσ’ στο
σκοτάδι, άκουσε λυγμούς.
Γύρισε το κεφάλι, και είδε το νέο
γονατισμένο μπροστά σε μιαν εικόνα. Φορούσε ρούχα φτωχικά, κουρελιασμένα. Είχε
το κεφάλι ακουμπισμένο στις παλάμες, και το κορμί του σπάραζε, σαν από μεγάλην
αγωνία…
Έπειτα όλα χάθηκαν, κι ο Φάνης βρέθηκε ξανά
μέσ’ στο σκοτάδι.
Ένιωθε τώρα μια τρελή επιθυμία, να ξαναβρεί
την πόρτα του κτιρίου. Ήθελε να τρέξει και δεν μπορούσε.
Και βρέθηκε πάλι σ’ ένα δρόμο έρημο. Ένα
κίτρινο φως, ήσυχο κι απελπισμένο, κυμάτιζε τριγύρω. Ο δρόμος έστριβε αριστερά,
κι έμοιαζε σα να χάνεται σε μια κατηφοριά.
Άξαφνα, μέσ’ στην ησυχία, είδε ένα πλήθος
ανθρώπων που ανέβαιναν. Στην αρχή νόμισε πως ήταν πολλοί. Έπειτα όμως, όσο η
συνοδεία πλησίαζε, τόσο έβλεπε λιγότερους ανθρώπους. Στα τελευταία, όταν
έφτασαν κοντά, είδε πως ήταν μόνο πέντε άνθρωποι. Οι τέσσερες, που πήγαιναν
μπροστά, κάτι κουβαλούσαν. Από πίσω, ερχόταν μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα. Η
πομπή εκείνη έμοιαζε κηδεία.
Ο Φάνης ήθελε ν’ αλλάξει δρόμο, αλλά δεν
μπορούσε. Σταμάτησε στην άκρη, και περίμενε.
Η κηδεία πέρασε δίπλα του αργά. Μπροστά
βάδιζαν οι τέσσερες άνθρωποι, που κρατούσαν το φέρετρο. Ο ένας ήταν ψηλός, με
γένια, και ξεσκούφωτος. Έμοιαζε σα ναυτικός. Περπατούσε με βήματα βαριά και
κουρασμένα. Το μέτωπό του ήταν γιομάτο ρυτίδες.
Ο διπλανός του ήταν πιο κοντός, και κάπως
πιο παχύς. Φορούσε ένα κασκέτο, χωμένος ως τα μάτια, και περπατούσε κι αυτός με
δυσκολία. Κούτσαινε λίγο, σα να είχε πόδι ξύλινο.
Οι δυο κατοπινοί ήταν παιδιά. Αυτά ήταν
ξυπόλητα, και κάτι έλεγαν σκυμμένα, μεταξύ τους.
Η γυναίκα σερνόταν από πίσω. Έμοιαζε πολύ
γριά. Κουνούσε, πού και πού, τα χέρια στον αέρα. Όταν πέρασε κοντά, την είδε
που γελούσε. Γύρισε, τον κοίταξε, και κάτι του ψιθύρισε. Ο Φάνης, όμως, δεν
κατάλαβε τι έλεγε. Έπειτα σωριάστηκε στο δρόμο, και δεν ξανασηκώθηκε.
Οι τέσσερες προχώρησαν δίχως να γυρίσουν το
κεφάλι.
Τότε ο Φάνης έγειρε τα μάτια προς το
φέρετρο. Είδε μια μορφή νεανική, με τα χείλη ελαφρά μισανοιγμένα. Έβλεπε τα
δόντια, στη σειρά, να λάμπουν σα μαργαριτάρια. Είχε τα χέρια σταυρωμένα – δυο
χέρια κατακίτρινα, σαν κέρινα.
Η πομπή πέρασε δίπλα του αργά, κι
απομακρύνθηκε. Έμοιαζε τόσο τραγικά σιωπηλή, που το Φάνη τον πήρε το παράπονο.
Τα δάκρυά του έτρεχαν, κι αυτά σιωπηλά, κι
έβρεχαν θερμά τα μάγουλά του.
Και ξύπνησε…
***
Ξύπνησε μ’ ένα αίσθημα πικρό μέσ’ στην
καρδιά, σαν από πραγματική κηδεία.
Έμεινε πολύ ώρα έτσι, ωσότου να συνέλθει.
Όταν συνήλθε, το πρώτο πράμα που αντίκρισαν
τα μάτια του, ήταν το κρανίο. Του φάνηκε πως έβλεπε και πάλι το νεκρό, καθώς
είχε περάσει στ’ όνειρό του.
Έβλεπε τα χείλη τ’ ανοιγμένα, τ’ άσπρα
δόντια, που λαμποκοπούσαν, αν και κιτρινισμένα απ’ το χώμα.
Έβλεπε, ακόμα, όλη τη νοσταλγία της ζωής,
όλη τη λαχτάρα της ζωής, μέσ’ στ’ αδειανό εκείνο καύκαλο, που τον παρατηρούσε
μέσ’ στα μάτια.
Πέρασε τα χέρια πίσω στο κεφάλι του, κι
άρχισε να συλλογίζεται.
Είδε τη ματαιότητα των πόθων, την ειρωνεία
των ονείρων της ζωής, την τερατώδη ματαιοπονία. Διάβασε όλη τη χρεοκοπία των
ανθρωπίνων «αιωνίων» αισθημάτων, όλη τη φοβερή μελαγχολία της αιωνίας
ανθρωπίνης προσπαθείας, την ιστορία της ζωής και του θανάτου, καθώς συμβαίνει
στην πραγματικότητα, στυγνή, σπαραχτική και τιποτένια.
Απ’ όξω, άκουγε τον κόσμο που περνούσε, τις
φωνές των μικροπωλητών, που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους – και του ήλθε να
γελάσει ξαφνικά…
Δεν είχε πια τον τρόμο του κρανίου – αλλά
μια λύπη τεραστία στην καρδιά, μια λύπη ζοφερή και δίχως λόγο, για τους άλλους
και για τον εαυτό του – μια λύπη που δε θα ‘βρισκε ποτέ παρηγοριά, και που θα
τον απέλπιζε για πάντα…
Ένιωθε πως, μ’ αυτή τη λύπη στην καρδιά, δε
θα μπορούσε πια να μελετήσει, ούτε να ενδιαφερθεί για τίποτε…
Τότε κάποιος χτύπησε στην πόρτα.
Ήταν ο γραμματοκομιστής. Του είχε φέρει
κάποιο γράμμα. Το είχε ρίξει απ’ τη χαραμάδα.
Το πήρε, και τ’ άνοιξε μηχανικά. Ήταν ένα
γράμμα του πατέρα του. Ανησυχούσε για τη σιωπή του, και του ‘γραφε πως του
‘στελνε τα χρήματα που γύρευε.
Η είδηση αυτή, που δεν περίμενε, τον
ξαναγύρισε και πάλι στη ζωή.
Ντύθηκε γρήγορα, χτενίστηκε κομψά, έδεσε τη
γραβάτα του με κέφι, κι ετοιμάστηκε να κατεβεί τη σκάλα, για να προλάβει το
πανεπιστήμιο.
Και τη στιγμή που γύριζε το πόμολο της πόρτας,
τα μάτια του ξανάπεσαν απάνω στο κρανίο.
Έκανε τότε βιαστικά μεταβολή, ανέβηκε σε μια
καρέκλα, και για καλό και για κακό – ποιος ξέρει; - χωρίς κι ο ίδιος να μπορεί
να πει γιατί, του βούλωσε τις αδειανές του κόγχες, με δυο μεγάλα άσπρα
τριαντάφυλλα.