Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Για την ταινία "Το Άλογο του Τορίνο" - The Turin Horse (2011), του Béla Tarr από τον φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook, 29.4.2021)

.............................................................. 


Για την ταινία "Το Άλογο του Τορίνο" - The Turin Horse (2011), του Béla Tarr


από τον φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook, 29.4.2021)

Δεν υπάρχει ταινία που να ταιριάζει περισσότερο στην κατάνυξη, το βάρος και την πένθιμη ατμόσφαιρα της Μεγάλης Πέμπτης από το «Άλογο του Τορίνο». Έτσι νομίζω. Και με την προσήκουσα αφορμή, μοιράζομαι ένα παλιότερο κείμενο για την μεγαλύτερη -κατά την ταπεινή μου άποψη- ταινία των κινηματογραφικών 10’s.
The Turin Horse (2011), του Béla Tarr
Το Άλογο του Τορίνο είναι μια ταινία για τον Θάνατο. Τον Θάνατο, όμως, όχι σαν βιολογική πραγματικότητα ή σωματικό πεπρωμένο, όσο σαν αργόσυρτη πορεία προς το Τέλος. Και μ’ αυτή την έννοια, ο φιλμικός χρόνος και όλα όσα συμβαίνουν εντός του, γίνονται μια πένθιμη μαθητεία στο γήρας (τα δυσάρεστα πράγματα απαιτούν, επίσης, μια μέθοδο -αυτή είναι η διδασκαλία των στωικών), στο θνήσκειν του Ανθρώπου και του Πολιτισμού.
Πολλοί δυσκολεύονται να έρθουν αντιμέτωποι με έργα τέχνης τόσο απόλυτα στην ειλικρίνειά τους. Είναι οι ίδιοι που θα σου πουν ότι η συγκεκριμένη ταινία «δεν αντέχεται». Μα πώς να αντέξεις το ολοφάνερο; Ότι είμαστε ταγμένοι στο Θάνατο; Έχουμε βρει χιλιάδες τρόπους για να αποστρέφουμε το βλέμμα μας από αυτό το γεγονός. Ο Μπέλα Ταρ αηδιάζει με τις υπεκφυγές μας. Η καθαρή, τίμια σε σημείο απελπισίας, πρόθεσή του, είναι να το αποκαλύψει σε όσους έχουν κουράγιο. Δεν τον ενδιαφέρει ο ανυπόμονος θεατής.
Φαινομενικά τίποτα συναρπαστικό δεν διαδραματίζεται. Ένας γέρος με την κόρη του σε ένα απομονωμένο, πετρόχτιστο σπίτι, επαναλαμβάνουν καθημερινά τις ίδιες κινήσεις: ξυπνούν, η μικρή τον ντύνει (αφού το ένα του χέρι έχει παραλύσει), αυτός παίρνει το άλογό του και τραβάει προς την πόλη, εκείνη βγάζει νερό από το πηγάδι, μαζεύει με την τσουγκράνα ξερόχορτα, ανάβει φωτιά, όταν ο γέρος επιστρέφει, βράζουν πατάτες, τις τρώνε (ξεφλουδίζοντας τες με τα χέρια), πλένουν ρούχα, κοιμούνται. Την επόμενη μέρα τα ίδια. Η επανάληψη αυτή φορτίζεται με ένα κρίσιμο βάρος που την καθιστά δυσβάσταχτη.
Δεν είναι τα εγχειρήματα ιδιαίτερα καθεαυτά, το αντίθετο. Το στήσιμο της κάμερας είναι που τα μετατρέπει σε σύμβολα της ανθρώπινης Πράξης εν γένει. Τα μακρόσυρτα πλάνα που ακολουθούν, κατά πόδας, τους χαρακτήρες στο υπαρξιακό αγκομαχητό τους, οι γωνίες λήψεις από κάτω προς τα πάνω, η εμβάθυνση του φακού στον σπαραγμό της πιο πρωτόλειας απομόνωσης. Οι σκιές, τα εκθαμβωτικά λευκά και τα αβυσσαλέα μαύρα της συγκλονιστικής φωτογραφίας. Η ανατριχιαστική μουσική που μοιρολογεί μια προαναγγελθείσα εξαφάνιση.
Πρόκειται για μια φόρμα, θαυμαστά απαλλαγμένη από το οποιοδήποτε στολίδι, μια σκηνοθετική ασκητική, σχεδόν.
Κι επειδή ο λόγος περιορίζεται στην ελάχιστη χρήση του (με εξαίρεση τον νιτσεϊκό μονόλογο του περίεργου επισκέπτη κάπου στη μέση της ταινίας), οι δυο σιωπηλές φιγούρες παίρνουν στα μάτια μας, γιγαντιαίες διαστάσεις. Ο Σαρτρ έγραφε κάποτε, σχολιάζοντας ένα βιβλίο του Φώκνερ, ότι η απουσία διαλόγων και εσωτερικών μονολόγων, ήταν ένα, σοφά υπολογισμένο, συγγραφικό τέχνασμα προκειμένου να δημιουργηθεί η εντύπωση του απόμακρου, του υπερανθρώπινου. Και συμπλήρωνε: «οι θεοί των Μάγιας δεν πιάνουν ψιλοκουβέντα μεταξύ τους». Αυτή είναι κι εδώ η περίπτωση.
Η γλώσσα προσφέρει μια όψη οικειότητας. Την καταργείς και ξάφνου όλα μοιάζουν προκατακλυσμιαία. Τα πλάσματα αυτά που δεν απαντώνται στο φλύαρο σύμπαν της καθημερινής πολυλογίας μας, αποκομμένα από τον κόσμο κι απ’ ό,τι τον κάνει να μοιάζει ακίνδυνος, έκθετα στις διαθέσεις μιας τερατώδους, ανυπότακτης απ’ την ιστορία, φύσης (ο άνεμος, με το διαρκές βουητό του, είναι ο αφανέρωτος πρωταγωνιστής της ταινίας), μοιάζουν με βιβλικά απολιθώματα, με θηρία που κατοίκησαν την πρώτη μέρα της δημιουργίας.
Ο μινιμαλισμός του Ταρ, όμως, δεν είναι άποψη, είναι ηθική στάση. Δε θέλει να καλύψει τίποτα. Πρέπει να δώσει την ανθρώπινη συνθήκη, γυμνή. Γι’ αυτό και διαλέγει να εισάγει τον τόπο, τον χρόνο και τους ανθρώπους του, μέσα στο πιο ασφυκτικό πλαίσιο του στοιχειώδους. Κάπως έτσι φαντάζεται κανείς την πρωτόγονη κατάσταση των πρώτων κοινωνιών. Αμίλητοι κόβουν ξύλα, ανάβουν το τσουκάλι, πλένουν, κατασκευάζουν ό,τι τους είναι απαραίτητο.
Οι ήρωες του Ταρ περιστοιχίζονται από μια «στεγνή» εργαλειακότητα του περιβάλλοντος, από αντικείμενα που απαντούν στις πιο βασικές ανάγκες τους και μετά αχρηστεύονται. Τίποτα δεν θέτει σε πειρασμό τη συνείδηση, τίποτα δεν την σπρώχνει προς μια πνευματική αποτίμηση της κατάστασής τους. Ο κόσμος τους δεν είναι παρά ένας λαξεμένος βραχότοπος, χωρίς απολαύσεις. Τα πάντα είναι τυφλή, βουβή, στοιχειώδης εργασία. Βρίσκονται εκτός Ιστορίας; Υπάρχουν πριν απ’ αυτήν ή μετά την καταστροφή της;
Κάτι μας σπρώχνει να πιστέψουμε πως είναι οι τραγικοί φύλακες μιας αποπνευματοποιημένης ανθρωπότητας, ενός νεκρού πολιτισμού που το λείψανό του νιώθουν πως οφείλουν να συντηρήσουν. Πνιγμένοι στη γκρίζα μονοτονία μιας δράσης που εξαντλείται στα όρια της νύχτας και την επόμενη μέρα ξαναρχίζει το ίδιο κενή, το ίδιο αδιάφορη. Η πορεία προς το πηγάδι –με τον μανιασμένο αέρα να την μετατρέπει σε ριψοκίνδυνο άθλο-μοιάζει κάθε φορά με τελετουργικό εξιλασμού (και ο Ταρ απαιτεί να την βιώσεις σε όλη της την κατάνυξη, γι’ αυτό και αφήνει τον φιλμικό χρόνο να κυλάει, χωρίς να βιάζεται να περάσει στο επόμενο πλάνο).
Ποιος θεός απαιτεί αυτές τις θυσίες, ποια ανώτερη δύναμη ικανοποιείται με τον σταδιακό μαρασμό αυτών των ζωών που στερεύουν ώρα με την ώρα; Τους βλέπουμε να κοιτάνε έξω από το παράθυρο ανάμεσα στις δουλειές τους. Τι περιμένουν να δουν; Μια αναπάντεχη ανάσταση ίσως. Φυσικά τίποτα δεν έρχεται. Μόνο προμηνύματα για την ματαιότητα της αποστολής τους. Πρώτα ο ξένος που ανακοινώνει την ήττα των ανώτερων ανθρώπων, μετά οι τρελοί κι αδάμαστοι τσιγγάνοι που θα αποικήσουν με το γέλιο τους τη γη, όταν η θανάσιμη σοβαρότητα των τελευταίων ανθρώπων θα εκλείψει.
Κι ύστερα, φυσικά, είναι το άλογο. Αυτό το αγέρωχο, πανέμορφο ζώο που χάνει την όρεξη να ζήσει. Σταματάει να τρώει, να πίνει, αδυνατίζει συνεχώς. Η εγκατάλειψη του αλόγου θα γίνει προάγγελος της ανθρώπινης θνητότητας. Σύντομα θα σταματήσει η κοπέλα να τρώει, κι όπως εκείνη το έλεγε στο άλογο, έτσι θα προσπαθεί ο πατέρας της να τη συνεφέρει: «πρέπει να τρώμε». Αυτή η επίκληση στο ένστικτο της επιβίωσης προσκρούει σε κουφά αυτιά. Ο θάνατος έχει ήδη εγκατασταθεί στο σπίτι τους και τίποτα δε μπορεί να τον απομακρύνει. Το επαναλαμβανόμενο «ξόρκι» των καθημερινών δραστηριοτήτων (μπορεί κανείς να θυμηθεί και τον Καμύ, που χρησιμοποιεί τον Σίσυφο σαν σύμβολο αξιοπρέπειας σε έναν κόσμο φριχτά παράλογο, χωρίς τελικό προορισμό) δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.
Δεν μπορούν να νικήσουν το Κακό. Ήδη η φύση είχε ξεκινήσει να τους αποδιώχνει, το πηγάδι στέρεψε, ο άνεμος, λυσσασμένος και εχθρικός, μοιάζει να θέλει να τους ξεριζώσει από το έδαφος. Τα μυθικά αυτά όντα, «σύμβολα ζωής υπερτέρας» όπως θα έλεγε κι ο Καρυωτάκης, με όλο το μεταφυσικό νόημα που έχει επενδύσει ο Ταρ την κάθε χειρονομία τους, με το αλύγιστο της στάσης τους και την υπερκόσμια απαντοχή, πρέπει στο τέλος, κι αυτά με τη σειρά τους να εκλείψουν. Όπως ο πολιτισμός που τα γέννησε και τα εγκατέλειψε.
Ο Ζακ Ντεριντά, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, σε συνέντευξη που είχε δώσει, παρατηρούσε ότι κατά τον Πλάτωνα, όλο το εγχείρημα της φιλοσοφίας συνίσταται σε μια προσπάθεια να μάθει κανείς να πεθαίνει. Και παραδεχόταν, με μεγάλη ειλικρίνεια, πώς παρά τη σπουδαία διαδρομή του, δεν το είχε καταφέρει. Φοβόταν. Στο Άλογο του Τορίνο, ο Ταρ υπενθυμίζει ότι κανείς δε μπορεί να προετοιμαστεί, συνειδητά, για το τέλος. Το μόνο που δύναται να κάνει, είναι να συνεχίζει με μικρές, πανομοιότυπες, περιορισμένες πράξεις, την σύμπλευση με τον Χρόνο, αφού η ίδια η διάρκεια εμπεριέχει μέσα της, αόρατη, την παύση κάθε διάρκειας. Αν υπάρχει κάποιου είδους άμυνα απέναντι στο αναπόφευκτο, αυτή βρίσκεται στη συνειδητοποίηση ότι μέσα στο Χρόνο κυοφορείται το άχρονο.
Το οριοθετημένο εκβάλλει σ’ αυτό που δεν έχει όριο, το Είναι πλαισιώνεται από το Μηδέν, το πεπερασμένο από το απέραντο. Γι’ αυτό, αντί να μας αποκρύπτει τη διάρκεια (κάτι που προσμετράται, συνήθως, στα θετικά μιας ταινίας- κι έτσι λέμε, προκειμένου να την τιμήσουμε: «ούτε που το κατάλαβα πως πέρασε η ώρα»), μας εγκλωβίζει σ’ αυτήν, μας στερεί το οξυγόνο, ασφυκτιούμε από την πολλή διάρκεια. Διάρκεια των κινήσεων, των εργασιών, της συνήθειας, της χειρονομίας. Με λίγα λόγια: ύπαρξη, παράδοξα περικυκλωμένη, όμως, από την ανυπαρξία (ανυπαρξία νοήματος, ελευθερίας, περιεχομένου, σκοπού, επιθυμίας).
Πρέπει ο θεατής να βιώσει την ύπαρξή του ως βάρος, αν θέλει να καταλάβει πού το πηγαίνει ο Ταρ. Μόνο κατανοώντας την κυκλικότητα του βίου, το επανερχόμενο και ατέρμονο της, μέρα με τη μέρα, διαμονής στον κόσμο, την αβάσταχτη μικρότητα του καθημερινού και τον σιωπηρό καταναγκασμό της επιβίωσης, μπορεί κανείς να κοιτάξει με θάρρος το τέλος. Ο Θάνατος είναι ήδη παρών μέσα στη ζωή, είναι η σκιερή, ανάποδη όψη του κάθε πράγματος. Έτσι, ο ρυθμός του έργου, είναι ο αντάτζιο ρυθμός της ζωής, το τέμπο της πικρής επανάληψης, η νιτσεϊκή αιώνια επιστροφή του ίδιου.
Αυτή είναι η έννοια της «μαθητείας στο θνήσκειν». Όταν τελειώνει η ταινία, τελειώνει κι η δοκιμασία. Και αντιλαμβάνεσαι αν είσαι γενναίος ή δειλός, αν μπορείς να αντικρίσεις έτσι γυμνό το Πραγματικό ή αν έχεις άμεση ανάγκη από καθησυχαστικές παραμυθίες για να μπορέσεις να συνεχίσεις. Ο Μπέλα Ταρ δεν κάνει τέχνη «διασκεδαστική» (αλίμονο μας αν υπάρχει τέτοιο πράγμα), κάνει Τέχνη αλύπητη, μεγαλεπήβολη, σεισμική.
Κάνει θηριώδες σινεμά.




Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

"Η ιερότητα της αυτοκτονίας και το στίγμα" έγραψε ο Γιάννης Η. Χάρης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.4.2021)

...............................................................


Η ιερότητα της αυτοκτονίας και το στίγμα





έγραψε ο Γιάννης Η. Χάρης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.4.2021)









Τέλη της δεκαετίας του ’50, στη μικρή, αραιοχτισμένη γειτονιά μας, το νέο έσκασε βόμβα σωστή: αυτοκτόνησε ο γιος της κυρα-Ματίνας, κοτζάμ παλικάρι, έφεδρος αξιωματικός, για μιαν άτυχη αγάπη. Εμενε λίγα σπίτια παραπάνω απ’ το δικό μας, με πήρε ο μεγαλύτερός μου αδερφός, μεταξύ πέντε και έξι εγώ, και τρέξαμε σαν μαγνητισμένοι από τους γόους της μάνας, που ακούγονταν ώς πέρα στον δρόμο.

Ηταν η εποχή που ξαγρυπνούσαν τον νεκρό μέσα στο σπίτι, συγγενείς και γειτόνοι, γύρω απ’ το ανοιχτό φέρετρο, πνιγμένο στα λουλούδια, ιδίως τώρα που έκρυβαν επιμελώς το μοιραίο τραύμα στον κρόταφο.



Και ήταν η πρώτη μου επαφή με τον θάνατο, και ειδικά την αυτοχειρία. Με τον θάνατο εξοικειώθηκα, με τα χρόνια, με την αυτοχειρία όχι.


Ξεμπερδεύοντας σχετικά νωρίς από τον κόσμο της θρησκείας, ξεμπέρδεψα και με το μυστήριο του θανάτου: όχι με την τραγικότητά του, ούτε και με τον φόβο του εντέλει, αλλά με το υποτιθέμενο μυστήριό του. Γιατί το μυστήριο βασικά είναι η άλλη ζωή, κατά τις θρησκευτικές διδαχές. Παραμένει βεβαίως η απορία πώς τάχα να είναι το απόλυτο κενό, η μετάβαση απ’ τη ζωή στη μη ζωή, μα πάλι αυτή θα έλεγα πως είναι η ουσία της τραγικότητας, και όχι κάποιο μυστήριο.

⌦ Μυστήριο είναι η αυτοκτονία, γιατί μυστήριο είναι ο άνθρωπος και ο ψυχισμός του, όταν μάλιστα λοξεύει από το κλασικό σχήμα: γέννηση, ανάπτυξη, φθορά, θάνατος.

Σίγουρα δεν υπάρχει κάτι σαν τραγικόμετρο ή δυστυχιόμετρο, κάπως μπορούμε ωστόσο να δούμε τις διαβαθμίσεις του πόνου μπροστά στον θάνατο, ανάλογα με τη σχέση ζώντων και νεκρού, αλλά και τον χρόνο του θανάτου, τον όψιμο δηλαδή ή τον πρώιμο θάνατο.

Και τον θάνατο τον έχουμε ζήσει δίπλα μας όλοι· σπανιότερα όμως την αυτοκτονία. Λείπει έτσι η επαφή, η εμπειρία, η γνώση –όσο μπορεί να υπάρξει. Μένει λοιπόν εσαεί απροσπέλαστη η αυτοκτονία, γιατί απροσπέλαστος είναι πρώτον και κύριον ο πάντα διαφορετικός ψυχισμός κάθε ανθρώπου, με όσες ταξινομήσεις κι αν αποπειράται η επιστήμη, με τους αυτοκτονικούς τύπους λ.χ.

Προσωπικά, έτυχε να έρθω από νωρίς σε επαφή με ψυχικές διαταραχές και ασθένειες και ψυχικά ασθενείς. Τίποτα ωστόσο δεν με βοήθησε να προσεγγίσω ουσιαστικά και κυρίως εξατομικευμένα τον κόσμο του ανθρώπου που μπορεί να οδηγηθεί στην αυτοκτονία.

Το μυστήριο μένει ακατάλυτο, μεγεθύνοντας την ιερότητα της πράξης του αυτόχειρα που αναμετριέται με τον θάνατο, επειδή δεν τα ’βγαλε πέρα στην αναμέτρησή του με τη ζωή. Ιερό μυστήριο λοιπόν, καθώς μάλιστα δεν αυτοκτονεί κάθε ψυχικά διαταραγμένος, ακόμα κι αν βασανίζεται βαριά μια ολόκληρη ζωή, ή όπως δεν αυτοκτονούν όλοι όσοι έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο από τα υλικά βάρη της ζωής. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει «κάτι» ακόμα, αυτό ακριβώς που μας διαφεύγει, αυτό που οδηγεί κάθε προσπάθεια ερμηνείας στο κενό.

Θυμάμαι τον Νίκο Σκυλοδήμο, που κρεμάστηκε το 1986, τη μέρα που έκλεινε τα 38 του χρόνια. Σπάνιας στόφας ηθοποιός, χαρισματικός άνθρωπος, που ερωτοτροπούσε όμως με την κατάθλιψη, σχεδόν ευθέως με τον θάνατο. Λίγα χρόνια πιο πριν, το ’81, είχε αυτοκτονήσει στα 31 του, αυτοπυρπολημένος, ο εικαστικός Αντώνης Βεζιρτζής, ένα εξίσου χαρισματικό και ταλαντούχο πλάσμα, λαμπερό και ολοζώντανο, η ίδια η χαρά της ζωής, η απόλυτη κατάφαση στη ζωή!

Τι τον οδήγησε σε τέτοιο διάβημα τον Αντώνη, τι υπήρχε πίσω από τη μάσκα, εντέλει, της πληθωρικής μάλιστα χαράς; Ιδού το μυστήριο το ανερμήνευτο. Αυτό που δεν το υποψιάστηκε κανείς, όσο κοντά του κι αν βρέθηκε, κι ωστόσο «ξένος», αφού δεν μπόρεσε να νιώσει και να βοηθήσει.

Ετσι, η αυτοχειρία κατά κάποιον τρόπο μάς ενοχοποιεί· είναι ένα σιωπηλό, άρρητο κατηγορώ, έστω παράπονο του αυτόχειρα, που ήμασταν τόσο δίπλα του κι όμως μακριά, μίλια, αιώνες μακριά του.

Και το παράπονο αυτό, ή το κατηγορώ, είναι σχεδόν αδύνατον να το αντέξουμε. Και τότε η άμυνά μας, ασύνειδη οπωσδήποτε, είναι να αντιγυρίσουμε το κατηγορώ στον αυτόχειρα. Που με την πράξη του μας τιμώρησε, που πάντως δεν μας σκέφτηκε –εμάς, τους γονείς του, τα παιδιά του.

⌦ Γιατί ο θάνατος, κάθε θάνατος, είναι μια τεράστια ανατροπή στη ζωή των περιλειπομένων, αυτών που μένουν πίσω, κι εκεί τα βάζουμε με την ώρα την κακιά, την άτιμη αρρώστια, το φονικό χέρι… Στην περίπτωση της αυτοχειρίας, του «εκούσιου» θανάτου, με ποιον θα τα βάλουμε;

Οργανώνουμε, όπως είπα, την άμυνά μας, σε μιαν απόπειρα να προστατέψουμε τον εαυτό μας ή τους οικείους του νεκρού, αποσιωπώντας καταρχήν το γεγονός της αυτοχειρίας. Γιατί η γνώση σέρνει ξοπίσω της τις όποιες, ασύνειδες ή και συνειδητές, ενοχές, σέρνει κυρίως το στίγμα, το στίγμα της ψυχικής ασθένειας ή διαταραχής –που έτσι, φυσικά, το διαιωνίζει.

Ομως η αποσιώπηση της έσχατης πράξης ενός ανθρώπου, όποια κενά και ανάγκες κι αν καλύπτει, η άρνηση ή απαξίωση της απόγνωσής του, είναι από μιαν άποψη και η έσχατη προδοσία απέναντι στον νεκρό.

Που με την πράξη του μας άφησε ένα τελευταίο γράμμα, κι εμείς το τσαλακώνουμε χωρίς να το ανοίξουμε και το πετάμε.




ΔΕΗΣΙΣ – (Ἐράνισμα ἐκ τῶν Ψαλμῶν) / Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)

 ............................................................




Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) 






ΔΕΗΣΙΣ (Ἐράνισμα ἐκ τῶν Ψαλμῶν)


Προς σε τας χεῖράς μου, προς σε τους ὀφθαλμούς μου αἴρω,
τα φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν σοὶ προσφέρω·
ἐτάκη ἡ καρδία μου, ὡσεί κηρός, ἐντός μου·
ἐλέησόν με, ὁ Θεός, σπλαγχνίσου, ὁ Θεός μου.

Εἶναι πολύ το πέλαγος, πολύ, τῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἡ προσευχή μου εἰς ναόν φοιτᾷ τον ἅγιόν σου·
εἰς κρίσιν με τον δοῦλόν σου μη θέλῃς να εἰσέλθῃς,
πριν ἢ με τα ἐλέη σου ἐπι τῆς γῆς κατέλθῃς.

Ἡ δόξα σου ὡς οὐρανός ἀτέραμνος ἁπλοῦται·
ἐνώπιόν σου, ὁ Θεός, θνητος δεν δικαιοῦται·
τὸ ὄνομά σου ἄπειρον πληροῖ την οἰκουμένην·
συ την ψυχήν μου οἴκτειρον την καταβεβλημένην.

Ἡ ὕπαρξίς μου εἰς φθοράν και σκοτασμόν κατέβη·
κατέστην τῶν μισούντων με και τῶν ἐχθρῶν μου χλεύη·
οἱ συγγενεῖς μου μ᾿ ὕβριζον, μ᾿ ἐνέπαιζον οἱ φίλοι,
τας κεφαλάς των σείοντες, λαλοῦντες με τα χείλη.

Και πάντες οἱ θεώμενοι σκληρῶς με κατηρῶντο,
και τόσα βέλη κατ᾿ ἐμοῦ και ξίφη ἡμιλλῶντο·
ὤ, πότε, πότε, Κύριε, θα παύσῃς την ὀργήν σου;
πᾶσαν αὐγήν το στόμα μου λαλεῖ την αἴνεσίν σου.

Ἀνωφελής ὁ βίος μου ἐνώπιόν σου ρέει·
πᾶσα πνοή και ὕπαρξις το πρόσκαιρόν της κλαίει·
εἷς λίθος εἰς οἰκοδομήν ἂς ἤμην τοῦ ναοῦ σου
και ἂς ἤμην καίουσα λαμπάς προ τοῦ σεπτοῦ βωμοῦ σου.

Οἱ οὐρανοί την δόξαν σου σιγῶντες διηγοῦνται·
προς αἶνόν σου τα χείλη μου τα τρέμοντα κινοῦνται·
πῶς ραγισμένη βάρβιτος θα βάλῃ ἁρμονίαν;
και πῶς ψυχὴ βαρυαλγής θα εἴπῃ μελῳδίαν;

Το πνεῦμά μου ἰλιγγιᾷ, ὦ Κτίστα τῶν αἰώνων,
δεν ἔχω ἀλλ᾿ ἢ δάκρυα να σοι προσφέρω μόνον·
ὡς τοῦ ἡλίου ἡ ἀκτίς την δρόσον καταπίνει,
το ἔλεός σου ἐκπεμφθέν τα δάκρυά μου σβήνει.

Προς σε τον Πλάστην ἔκραξα ἐν συνοχῇ καρδίας,
σκώληξ τῆς γῆς οἰκτρός ἐγώ και τέκνον ἀσθενείας·
μη ἀποβάλῃς προσευχήν ἐκ βάθους πεμπομένην
και μη ἀπώσῃ, ὁ Θεός, ψυχήν συντετριμμένην.

Ὤ, Κύριε, τίς ἐν Θεοῖς ὑπάρχει ὅμοιός σοι;
και τίς το πλάσμα δύναται τῶν σῶν χειρῶν να σώσῃ;
ἂν παρα σοι εὐπρόσδεκτος δεν εἶν᾿ ἡ προσευχή μου,
ἂς ἀναλύσῃ εἰς πηγάς δακρύων ἡ ψυχή μου.

Προς σε τας χεῖράς μου, προς σε τους ὀφθαλμούς μου αἴρω,
τα φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν σοι προσφέρω·
ἐτάκη ἡ καρδία μου, ὡσεί κηρός, ἐντός μου·
ἐλέησόν με, ὁ Θεός, σπλαγχνίσου, ὁ Θεός μου.

(1881)

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

"Υποθήκαι" ποίημα του Κώστα Γ. Καρυωτάκη (1896- 1942) - από τις "Σάτιρες" και τα "Ποιήματα & Τα Πεζά τουι

 ..............................................................







Κώστας Γ. Καρυωτάκης (1896-1928)







ΥΠΟΘΗΚΑΙ


Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θέλουν να πονῆς
μποροῦνε με χίλιους τρόπους.
Ρίξε το ὅπλο και σωριάσου πρηνής,
ὅταν ἀκούσης ἀνθρώπους.

Ὅταν ἀκούσης ποδοβολητά
λύκων, ὁ Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.

Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θέλουν το κακό,
τοῦ δίνουν ὄψη ν’ ἀρέση.


Τοῦ δίνουν λόγια χρυσά, που νικοῦν
με την πειθώ, με το ψέμα,
ὅταν ἄνθρωποι διαφιλονεικοῦν
τη σάρκα σου και το αἷμα.

Ὅταν ἔχεις μια παιδική καρδιά
και δεν ἔχεις ἕνα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονιέρα σου φύλλο.

Ἄσε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρῶμε Φιλύρα*.
Σε βάραθρο πέφτοντας ἀγριωπό,
κράτησε σκῆπτρο και λύρα.

Κώστας Γ. Καρυωτάκης (1896-1928)

*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αναφορά στους στίχους του Ρώμου Φιλύρα (1889-1942) ο οποίος την άνοιξη του 1927 έχασε τα λογικά του χτυπημένος από την σύφιλη:

Όχλε, λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,
πού τη βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο;
Α, μαστροπέ, στην άβυσσο με πας!

                                          ("Μοίρα άγει")   



Κυριακή 25 Απριλίου 2021

"ΧΩΜΑ" ποίημα του ποιητή και φίλου στο fb Ηλία Κεφάλα (facebook, 25.4.2021)

 ...............................................................





Ηλίας Κεφάλας

(γ.1951)




ΧΩΜΑ

Χῶμα πικρὸ σὰν τὸ ψωμὶ
Εὔπλαστο σὰν τὴ ζύμη τῆς νεότητας
Κούφιο σὰν τὰ εὔκολα λόγια
Χῶμα πικρὸ σὰν τὸ ὄχι
Ὑγρὸ σὰν τὸ μάτι ποὺ εἶδε
Ἀχνὸ σὰν τὸ φτερὸ τοῦ ὕπνου
Χῶμα πικρὸ σὰν τὸ χθὲς
Βουλιαγμένο σὰν ὄνειρο
Ὀργωμένο σὰν τὴν ἀγωνία
Χῶμα πικρὸ σὰν τὸ στόμα ποὺ μίλησε
Τελειωμένο σὰν σῶμα
Ἀπαρηγόρητο σὰν τὸ παρὸν
Χῶμα πικρὸ σὰν τὸ τέλος
Σκληρὸ σὰν ἄρνηση
Σπαταλημένο σὰν ἀγάπη
Χῶμα πικρὸ σὰν ὅρκος ποὺ πατήθηκε
Ἄδειο σὰν τὴν καρέκλα τοῦ χαμένου
Ἀνυπόμονο σὰν θάνατος ποὺ ἔρχεται
Χῶμα πικρὸ πικρὸ πικρότατο

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

[Ἀπὸ τὴ συλλογή «Λόγος γιὰ τὴν Ἀβεβαιότητα» 1997]

Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

Midnight Blue (1963) - KENNY BURRELL (Full Album) (youtube)

 .............................................................


Midnight Blue (1963) - KENNY BURRELL (Full Album)


00:00- 01. Chitlins Con Carne (Kenny Burrell) 05:29​ - 02. Mule (Burrell, Major Holley, Jr.) 12:27​ - 03. Soul Lament (Kenny Burrell) 15:10​ - 04. Midnight Blue (Kenny Burrell) 19:10​ - 05. Wavy Gravy (Kenny Burrell) 24:58​ - 06. Gee Baby, Ain't I Good To You (Andy Razaf, Don Redman) 29:23​ - 07.Saturday Night Blues (Kenny Burrell) 35:40​ - 08. Kenny's Sound (Kenny Burrell) 40:24​ - 09. K Twist (Kenny Burrell) 


Credits: 
Kenny Burrell – guitar 
Stanley Turrentine – tenor saxophone 
Major Holley – bass 
Bill English – drums 
Ray Barretto – conga

Επιστήμονες και τηλεόραση, μία διασκεδαστική σχέση από τον φίλο στο fb Μάνο Σ. Στεφανίδη (facebook, 23.4.2021)

 ...............................................................



Επιστήμονες και τηλεόραση,
μία διασκεδαστική σχέση

από τον φίλο στο fb Μάνο Σ. Στεφανίδη (facebook, 23.4.2021)



(στον φίλο μου Γιώργο Αριστηνό)

"Ουδείς μωρότερος των διδασκάλων εάν δεν υπήρχαν οι ιατροί" ισχυρίζεται σαρκάζουσα η λαϊκή σοφία. Από την άλλη όσο εξαπλώνεται πανίσχυρη η πανδημία αλλά τόσο κατακλυζόμαστε από αντιφατικές, επιστημονικές απόψεις, αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις ή θεωρίες, προσωπικές αντιπαλότητες ειδικών ή ανίδεων και βέβαια τόσο συνειδητοποιούμε πόσο λίγο έχει προχωρήσει η ανθρωπότητα από την εποχή της προνεωτερικότητας και των αλχημιστών, όσον αφορά στην πρόβλεψη και την αντιμετώπιση τέτοιων θεομηνιών.
Η πανίσχυρη, η άτεγκτη επιστήμη, με την ασύγκριτη, ηλεκτρονική τεχνολογία στα χέρια της, την βιοχημεία, την νανοϊατρική, την μοριακή γενετική, την φαρμακευτική έρευνα κλπ. εκφράζει σήμερα ντροπιασμένη την αδυναμία της εμπρός στον, πραγματικά παντοδύναμο, τον μονοκύτταρο ιό που σαρώνει τον πλανήτη.
Αυτή η κρίση, τελικά, αν δεν αποτελείτο από μίαν ατελείωτη αλυσίδα ανθρώπινων τραγωδιών, θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη κωμωδία που ανέβηκε ποτέ στον πλανήτη. Ή, αν προτιμάτε, τη μεγαλύτερη διακωμώδηση της ανθρώπινης σοφίας και εκείνης της απροσπέλαστης θεάς των νεωτέρων χρόνων που λέγεται Επιστήμη, με το ε κεφαλαίο.
Κι αν βέβαια φοβόμαστε να "ιχνηλατήσουμε"
- η λέξη της μόδας - την επιστήμη και τη δυναμική της, λόγω απωθημένων, μεταφυσικών φόβων, αφού εν πολλοίς υποκατέστησε τη θρησκεία, τουλάχιστον ας γελάσουμε με τους θεράποντες της, τους αρχιερείς και επισκόπους της, με τα λάθη αλλά και την ασύγγνωστη έπαρση τους. Αναφέρομαι σε μία ελίτ ανθρώπων πού κορδακίζονται ότι εκπροσωπούν την επιστήμη και την απόλυτη γνώση σαν σύγχρονοι μάγοι και σαμάνοι ενώ δεν είναι τίποτα άλλο παρά η χειροπιαστή απόδειξη - που κάθε βράδυ μάς διασκεδάζει στις ειδήσεις - του πόσο λίγα πράγματα τελικά γνωρίζουμε, μετά από τόσους αιώνες πολιτισμού, εξειδίκευσης, τεχνολογίας, επιστημολογικών αλμάτων σε σχέση και με τον εαυτό μας και με τη ζωή και με τον κόσμο.
Δεν θέλω επουδενί με αυτά να μειώσω την πολύ μεγάλη προσφορά αλλά και τον αγώνα των απειράριθμων γιατρών και λοιπού ιατρικού προσωπικού που δίνουν αυτές τις ώρες την ηρωική μάχη τους στα νοσοκομεία της χώρας, στα νοσοκομεία όλου του κόσμου. Άλλο πράγμα επιθυμώ να σαρκάσω.
Το ξέρουμε ήδη: Σε κάθε συμφορά που με μαθηματική ακρίβεια πλήττει όλο και πιο συχνά τον κόσμο μας, ας πούμε ένα σεισμός ή μία οικονομική και πολιτική κρίση, μια γεωπολιτική σύγκρουση, ένα κλιματολογικό φαινόμενο, μία έξαρση κοινωνικής βίας ή μια πανδημία όπως τώρα, έχουμε την ευκαιρία να διασκεδάσουμε με τη αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις των εκάστοτε ειδικών που με στόμφο εκθέτουν πλημμυρηδόν εμπρός σε πρόθυμους δημοσιογράφους την παχυλή μεν αλλά και σπουδαιοφανή συγχρόνως άγνοιά τους.
Έτσι και τώρα παρελαύνουν από πρωίας μέχρι νυκτός κάτι αγουροξυπνημένες φάτσες, κάτι μίζερες φωνές ανδρογύνων - ευτυχείς κατά τα άλλα που "παίζουν" επιτέλους στο γυαλί - καθηγητές, ακαδημαϊκοί, διευθυντές κλινικών, νοσοκομείων, μεγαλογιατροί, ερευνητές κοκ. Όλοι αυτοί ζουν τώρα το όνειρο τους. Μετά τους οικονομολόγους, τους στατιστικολόγους, τους αναλυτές δημοσκοπήσεων, τους διπλωμάτες, τους στρατηγούς, τους συμβούλους γεωστρατηγικής ή τους καθηγητές διεθνών σχέσεων, μετά τους αρχαιολόγους που στην εποχή του Τύμβου Καστά μονοπώλησαν τη συγκίνηση του μέσου τηλεθεατή,
- μετεξέλιξη της πεπερασμένης έννοιας "πολίτης" - τώρα ήρθε η σειρά των γιατρών και των φίλων τους να κάνουν φύλλο!
Οι γιατροί όμως ήρθαν για να μείνουν. Σαρώνοντας τον οποιοδήποτε άλλο συναγωνισμό!
Επιδημιολόγοι, λοιμωξιολόγοι, εντοσθιολόγοι- εργοδηγοί, μικροβιολόγοι, παθολογοχειρουργοί, γαστρεντερολόγοι, ψυχίατροι, ψυκτικοί ψυχών, ραδιοηλεκτρολόγοι ανατομίας, ειδικοί σκευασμάτων Novartis, Astra Zeneka, ειδικοί σκευασμάτων Nutella, λεμφοκυτταρολόγοι, συμπιεστές αερολόγοι, ουρολόγοι, ουρολάγνοι, αναισθησιολόγοι στήσης, στητικοί κοκ.
Όλοι είναι εδώ, πρόθυμοι να μας διαφωτίσουν. Με τα περιορισμένα ελληνικά τους, την έμφυτη πλεονεξία του κλάδου, την κομπορρημοσύνη των κομπογιαννιτών αλλά και αυτή την μαγική αύρα που έχουν κληρονομήσει απευθείας από τους ιατρούς Αγίους Αναργύρους και Αγία Παρασκευή. Εξ ου και η πινακοθήκη αγίων εικόνων που συνήθως "παίζει" πίσω από τον ομιλούντα ως φόντο. Ως συμβολική - βολική υπενθύμιση πως
"Καλή η ιατρική αλλά ας βάλει κι ο θεούλης το χέρι του".
Είναι οι επιστήμονες που, αναμφισβήτητοι πρωταγωνιστές πλέον, απολαμβάνουν το δικό τους δεκάλεπτο διασημότητας όπως προέβλεψε ο θείος Άντι Γουόρχολ και μας βομβαρδίζουν εξακολουθητικά, από πρωίας μέχρι νυκτός, με τις καθόλου καθησυχαστικές κοινοτοπίες τους αλλά και τον ελεγχόμενο τρόμο που οφείλουν να προωθήσουν ως συνεπείς επαγγελματίες. Ως ουρανόπεμπτο άλλοθι για όλα όσα αγνοούν αλλά οφείλουν να υποδύονται ότι γνωρίζουν...


(Ακολουθεί υποθετική αλλά όχι μακράν της πραγματικότητας συζήτηση ανάμεσα σ' έναν τέτοιον γιατρό - θεό και τον ευλαβή δημοσιογράφο που απλώς κάνει τη βρώμικη δουλειά της τηλεθέασης. Ξεχειλώνοντας τον τηλεοπτικό χρόνο - η τηλεόραση τώρα υποδύεται το λαϊκό πανεπιστήμιο - αλλά και τα νεύρα των τηλεθεατών. Αφού ο κάθε παππούς κι η κάθε γιαγιά της επικράτειας αν δεν πιεί το χαμομήλι του και δεν ακούσει τον γιατρό - θεούλη με τη Σία δεν πάει για ύπνο).

Δημοσιογράφος: Έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε σήμερα τον καθηγητή κύριο Παπαρδέλα ... Κύριε καθηγητά καλησπέρα!
Καθηγητής: Έχετε ασφαλώς την τιμή αλλά και εγώ έχω εξίσου τη τιμή να ομιλώ μ' έναν αστέρα της δημοσιογραφίας (γλείψιμο). Μία ανάλογη θερμή καλησπέρα και στους τηλεθεατές μας.
Δημοσιογράφος: Κύριε καθηγητά, επειδή ο τηλεοπτικός χρόνος είναι πολύτιμος, σάς ερωτώ ευθέως. Ακούγονται διάφορα, αλληλοσυγκρουόμενα πράγματα τον τελευταίο καιρό σχετικά με τις μάσκες και τη χρήση τους. Πρέπει να τις φοράμε ή όχι;
Καθηγητής: (μικρή, δραματική παύση, ξερόβηχας, βλέμμα αμηχανίας, ταχύτατη ανάκτηση αυτοκυριαρχίας). Ακούστε, ως προς το θέμα αυτό έχω να πω τα εξής...Μετά από ενδελεχή μελέτη των έως τώρα δεδομένων δεν σας κρύβω ότι η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχει ως προς τούτο διχαστεί επειδή υπάρχουν πολυάριθμες, αξιόλογες μελέτες οι οποίες υπερασπίζονται πειστικά τόσο τη μία όσο και την άλλη άποψη Έτσι λοιπόν μετά λόγου γνώσεως και προς ενημέρωση του ελληνικού κοινού έχω να πω ότι η μάσκα είναι επιβεβλημένη μεν σε κλειστούς χώρους εκτός εάν βεβαίως βεβαίως οι κλειστοί αυτοί χώροι αερίζονται επαρκώς και τα άτομα τηρούν ευλαβικώς τα απαραίτητα μέτρα υγειονομικού καθαρισμού αλλά και την απόσταση των δύο μέτρων. Επίσης, σε περίπτωση που υπάρχει έλλειψη μασκών μπορούν να χρησιμοποιούνται υποκατάστατα όπως είναι μαντίλια, κάλτσες, στηθόδεσμοι κομμένοι στα δύο είναι ιδανικοί, προσόψια, σκελέες, κράνη μοτοσυκλετών ακόμα και αναπνευστήρες και μάσκες κολύμβησης οι οποίες απομονώνουν τον φέρονται από το περιβάλλον του.
Δημοσιογράφος: Και σκελέες;
Καθηγητής: Βεβαίως, κομμένες εις τετραπλούν.
Δημοσιογράφος: Και στηθόδεσμοι;
Καθηγητής: Το απάντησα ήδη.
Δημοσιογράφος: Δηλαδή να φοράμε μάσκες όλοι;
Καθηγητής: Δεν είναι κάτι που θα το συνιστούσα προσωπικά με κατηγορηματικό τρόπο όμως δεν θα ήτο και λάθος αν κάποιος τις φορούσε συστηματικά. Ιδιαίτερα όταν έρχεται σε επαφή με άλλα άτομα.
Δημοσιογράφος: Δηλαδή είναι στην κρίση του καθενός;
Καθηγητής: Όχι κυρία μου! Είναι στη κρίση και την προαίρεση της επιστήμης!
Δημοσιογράφος: Τελικά πού μεταδίδεται ο ιός ευκολότερα, μέσα ή έξω; Σε κλειστό χώρο ή σε ανοιχτό, στο ύπαιθρο για παράδειγμα;
Καθηγητής; Ασφαλώς μέσα γι' αυτό και επιμένουμε στη χρήση μάσκας.
Δημοσιογράφος: Τότε γιατί μάς απαγορεύεται να κυκλοφορούμε έξω;
Καθηγητής: Είναι απλό. Έξω ο ιός μεταδίδεται ευκολότερα δια των σταγονιδίων άτινα αιωρούνται εις την ατμόσφαιρα. Άρα, μέσα. Μέσα για μέσα!
Δημοσιογράφος: Μα προηγουμένως είπατε έξω.
Καθηγητής: Όχι, ήμουν σαφής. Είπα και μέσα και έξω. Αλλά με περίσκεψη και ατομική ευθύνη. Εξ άλλου εν προκειμένω οι επιστημονικές απόψεις διίστανται. Θέλω να είμαι ξεκάθαρος!
Δημοσιογράφος: Πείτε μας τώρα κάτι και για τα εμβόλια. Έχουν προχωρήσει οι έρευνες; Υπάρχει κάτι πιο χειροπιαστό; Πολλοί λένε ότι από το φθινόπωρο θα μπορεί να γίνεται πιλοτική χρήση τους ενώ άλλοι από το 2022. Ποιά είναι η άποψη σας;
Καθηγητής: Χαίρω πολύ που μού κάνετε αυτή την τόσο κρίσιμη για την αντιμετώπιση της κρίσης, ερώτηση. Θέλω να είμαι κάθετος. Ό τι κι αν πούμε αυτή την στιγμή, θα είναι πρόωρο και θα επιτείνει την ανησυχία του κοινού. Τα εμβόλια, οψέποτε παρασκευασθούν, θα είναι μια κάποια λύσις που θα έλεγε και ο Λυσίας. Ιδίως για τις φαρμακευτικές εταιρείες. Αυτό δεν το λέει ο Λυσίας, το λέω εγώ. Άρα ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο που θα έλεγε και ο Τσώρτσιλ! (θαμποφαίνεται αχνό χαμόγελο αυταρέσκειας).
Δημοσιογράφος: Μάλιστα. Αντιληφθήκαμε.
Καθηγητής: Αυτό έλειπε.
Δημοσιογράφος: Και για την παρασκευή του φαρμάκου remdesivir τί έχετε να πείτε;
Καθηγητής: Είναι κοστοβόρα και προβληματική. Άλλοι υποστηρίζουν να προχωρήσουμε, άλλοι να μην προχωρήσουμε. Τείνω να υποστηρίξω την τρίτη απόψη.
Δημοσιογράφος: Και ποιάν είναι αυτή;
Καθηγητής: Δεν είμαι έτοιμος να σάς απαντήσω αυτή τη στιγμή. Ίσως αύριο!
Δημοσιογράφος: Και μία τελευταία λέξη σας κ. καθηγητά πριν κλείσουμε; Κρεμόμαστε απ'το στόμα σας!
Καθηγητής: Θνητότητα! Θνητότητα επαναλαμβάνω. Αυτή φταίει για όλα!
Δημοσιογράφος: Ευχαριστούμε θερμά κύριε Καθηγητά για όσα κατατοπιστικά και άκρως χρήσιμα μάς είπατε στις δύσκολες μέρες που ζούμε. Ανανεώνουμε το τηλεοπτικό μας ραντεβού αύριο στο δελτίο των 8 την ίδια ώρα για να μάς διαφωτίσετε πάλι με την επιστημονική σας γνώση. Καλή σας νύχτα!
Καθηγητής: Καληνύχτα και σε εσάς και στους τηλεθεατάς μας. Επιστρέφω κι εγώ τώρα στο επώδυνα πλην σωτήρια καθήκοντα μου.


ΥΓ. Έγραφα αυτό το κείμενο πριν ένα ακριβώς χρόνο τότε που ούτε τα κρούσματα ούτε κι οι θάνατοι είχαν πολλαπλασιαστεί τόσο δραματικά.
Σήμερα, μέσω αντιφατικών δηλώσεων, αποφάσεων, μέτρων που αναιρούνται μετά από λίγο, βρισκόμαστε σε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση, ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο. Το μόνο θετικό σε όλο αυτό το κυβερνητικό - επιστημονικό μπάχαλο είναι η άψογη διαδικασία των εμβολιασμών. Εμβολιάστηκα χθες στο Κέντρο Ξιφασκίας του Ελληνικού και είμαι απόλυτα ικανοποιημένος και από την συμπεριφορά των υγειονομικών και από την όλη διαδικασία.
Εμβολιαστείτε όλοι όσο πιο γρήγορα γίνεται. Είναι η μόνη διέξοδος από το αδιέξοδο που βιώνουμε...



Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Arvo Pärt : Cantus in memoriam Benjamin Britten (youtube)

 ...............................................................



Arvo Pärt : Cantus in memoriam Benjamin Britten

Le chef Kent Nagano dirige l'Orchestre philharmonique de Radio France dans le Cantus in memoriam Benjamin Britten, composé par Arvo Pärt.

Τρίτη 20 Απριλίου 2021

"Μ' ΕΧΕΙΣ ΜΑΓΕΜΕΝΟ" (1940) ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ (ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ), ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ

 ...............................................................


"Μ' ΕΧΕΙΣ ΜΑΓΕΜΕΝΟ" (1940) 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ (ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ), ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ


Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει 
η κάθε σκέψη μου κοντά σου τριγυρίζει 

δεν ησυχάζω και στον ύπνο που κοιμάμαι, ωω 
εσένα πάντ΄, αρχοντοπούλα μου, θυμάμαι 

μες στης ταβέρνας τη γωνιά για σένα πίνω 
για την αγάπη σου ποτάμια δάκρυα χύνω 

λυπήσου με, μικρή, και μη μ’ αφήνεις μόνο, ωω 
αφού το βλέπεις πως για σένα μαραζώνω 

αχ, παιχνιδιάρα, πάψε τώρα τα γινάτια 
και μη μου κάνεις την καρδούλα μου κομμάτια 

με μια ματιά σου σαν μου ρίξεις, αχ, πώς λιώνω, 
ωω μαζί σου ξέρεις πως ξεχνάω κάθε πόνο


Δευτέρα 19 Απριλίου 2021

"Είμαστε Πολλοί" από τη συλλογή "Εστραβαγάριο" του Πάμπλο Νερούδα (1904-1973)

 .............................................................





Πάμπλο Νερούντα (1904-1973)





Από τα πολλά άτομα τα οποία είμαι, από τα οποία είμαστε,
Δεν μπορώ να κατασταλάξω σε ένα μόνο.
Έχουν χαθεί για μένα υπό την κάλυψη της ένδυσης
Έχουν αναχωρήσει για μια άλλη πόλη.
Όταν τα πάντα φαίνεται να έχουν καθοριστεί
για να με αναδείξουν ως νοήμονα άνθρωπο,
ο ανόητος που κρατώ μέσα μου κρυμμένο
αναλαμβάνει να μιλήσει για εμένα.
Σε άλλες περιπτώσεις, λαγοκοιμάμαι ανάμεσα
σε ανθρώπους με κάποια διάκριση,
και όταν καλώ τον θαρραλέο εαυτό μου,
ένας δειλός εντελώς άγνωστος σε μένα
τρέχει να καλύψει τον σκελετό μου
με χίλιες καλές δικαιολογίες.
Όταν ένα αξιοπρεπές σπίτι τυλιχτεί στις φλόγες,
αντί να καλέσω τον πυροσβέστη,
ένας εμπρηστής εμφανίζεται στη σκηνή,
και αυτός είναι εγώ. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορώ να κάνω.
Τι πρέπει να κάνω για να ξεχωρίσω τον εαυτό μου;
Πώς μπορώ να συμμαζέψω τον εαυτό μου;
Όλα τα βιβλία που διάβασα
είναι γεμάτα εκθαμβωτικές ηρωικές μορφές,
γεμάτες αυτοπεποίθηση.
Πεθαίνω με φθόνο για αυτές·
και, σε ταινίες όπου σφαίρες πετούν στον άνεμο,
Ζηλεύω τους καουμπόηδες,
θαυμάζοντας ακόμη και τα άλογα.
Αλλά όταν καλώ το τολμηρό μου είναι,
έρχεται ο παλιός τεμπέλης εαυτός,
και έτσι ποτέ δεν ξέρω ποιος είμαι ακριβώς,
ούτε πόσοι είμαι, ούτε πόσοι θα είμαστε.
Θα ήθελα να είμαι σε θέση να αγγίξω ένα κουδούνι
και να προσκαλέσω τον πραγματικό εαυτό μου,
γιατί αν χρειάζομαι τον πραγματικό εαυτό μου,
δεν πρέπει να εξαφανιστώ.
Ενώ γράφω, βρίσκομαι μακριά·
και όταν γυρίσω, έχω ήδη φύγει.
Θα ήθελα να δω αν το ίδιο συμβαίνει και
σε άλλους ανθρώπους όσο και σε μένα,
για να δούμε αν υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι όσοι εγώ είμαι,
και αν μοιάζουν στον εαυτό τους με τον ίδιο τρόπο.
Και όταν σιγουρευτώ,
μαθαίνω τόσο ωραία πράγματα
που, όταν προσπαθώ να εξηγήσω τα προβλήματα μου,
θα μιλάω για γεωγραφία.

....................................................


"Είμαστε Πολλοί" από το "Εστραβαγάριο"

P. Neruda

"Παίδες" Στίχοι - Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις από τον δίσκο 2000 Μ.Χ (youtube)

 ...............................................................


Παίδες - Μάνος Χατζιδάκις

από τον δίσκο "2000 Μ.Χ"

Στίχοι - Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις 

Οι στίχοι 

Παίδες, πριν 15 χρόνια με μια άλλη μουσική σας είχα πει ότι θα ξαγρυπνώ έξω απ’ τα σπίτια σας για να μαζεύω τα όνειρα σας. Τώρα κουράστηκα... 
Εσείς, είτε ονειρεύεστε είτε όχι, μπορείτε και ζείτε χωρίς εμένα δεν ανήκω ούτε στη ζωή σας, ούτε στα όνειρά σας... 
Ακόμη κουράστηκα να πλέκω μουσικές από το υλικό των ματιών σας κι απ’την επιθυμία των σωμάτων σας. 
Προτιμώ να φύγω μακριά σας για πάντα, ίσως συναντηθώ με μερικούς σοφούς που δεν τους ένιωσα όταν κι εγώ ήμουν νέος. 

Γεια σας, παίδες, γεια σας...


"Προσφυγούλα ( Αρχονταγιός )" Παραδοσιακό τραγούδι της Θράκης το οποίο παίζεται και στην περιοχή της Δράμας ως συρτός. (youtube

 ...............................................................


Προσφυγούλα ( Αρχονταγιός )

Παραδοσιακό τραγούδι της Θράκης το οποίο παίζεται και στην περιοχή της Δράμας ως συρτός.

 Άρχοντα γιος, Άρχοντα γιος παντρεύεται (δις) 
και παίρνει μια μικρούλα, προσφυγούλα, μαυρομάτα μου 
και παίρνει μια μικρούλα, προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου. 

Σαν τ’ άκουσε, σαν τ’ άκουσε η πεθερά (δις) 
πολύ της κακοφάνη, προσφυγούλα, μαυρομάτα μου 
πολύ της κακοφάνη, προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου. 

Πιάνει δυο φι-, πιάνει δυο φίδια ζωντανά (δις) 
παίρνει τα τηγανίζει, προσφυγούλα, μαυρομάτα μου 
παίρνει τα τηγανίζει, προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου. 

΄Ελα νύφη, έλα νύφη να φας φαΐ (δις) 
ψάρια τηγανισμένα, προσφυγούλα, μαυρομάτα μου 
ψάρια τηγανισμένα, προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου. 

Από την πρω-, από την πρώτη πιρουνιά (δις) 
καρδιά της φαρμακώθη, προσφυγούλα, μαυρομάτα μου 
καρδιά της φαρμακώθη, προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου. 

Ω! πεθερά, ω πεθερά λίγο νερό (δις) 
εδώ νερό δε βρίσκεις, προσφυγούλα, μαυρομάτα μου 
εδώ νερό δε βρίσκεις, προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου. 

Ω! πεθερά, ω πεθερά λίγο κρασί (δις) 
εδώ κρασί δε βρίσκεις, προσφυγούλα, μαυρομάτα μου 
εδώ κρασί δε βρίσκεις, προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου. 

Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαυρίδης 
Νταχαρέ: Λάζαρος Σαββίδης



Κυριακή 18 Απριλίου 2021

"Gula Gula", Mari Boine, arr. Sindre Hotvedt (youtube)

 ...............................................................



Gula Gula, Mari Boine, arr. Sindre Hotvedt


Ensemble Oscar performs "Gula Gula" written by Mari Boine and arranged by Sindre Hotvedt.

Ensemble Oscar is a regional ensemble located in Narvik, Norway. The ensemble is funded by the regional government and Narvik municipality. 

Flute: Jelena Draskoci 
Cello: Gro Torvanger 
Piano: Milos Gouka 
Clarinet: Franz Roberg


Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

"Live streaming ή μαγνητοσκόπηση;" έγραψε ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 12.4.2021)

...............................................................


  Live streaming ή μαγνητοσκόπηση;








έγραψε ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 12.4.2021)




Εν μέσω της πρόσφατης κρίσης, η μαγνητοσκόπηση και προβολή είναι οι πλέον αρμόζουσες για τους μικρούς και μικρομεσαίους θιάσους. Ωστόσο για κάποιους το σημαντικό είναι να δούμε όχι την «παράσταση» αλλά τη μία συγκεκριμένη φανέρωσή της.

Μόλις και πρόλαβε να δώσει δυο-τρεις παραστάσεις ζωντανά η «Κληρονομιά» του Μαριβό στο «Από Μηχανής» τον περασμένο Οκτώβριο πριν τα θέατρα κλείσουν ξανά. Kι εντούτοις, με την προνοητικότητα προφανώς του σκηνοθέτη της, Γιάννη Νταλιάνη, πρόλαβε να κινηματογραφηθεί με όλα τα απαραίτητα τεχνικά μέσα.

Πρόσφατα, λοιπόν, η μαγνητοσκοπημένη αυτή εκδοχή της «Κληρονομιάς» βρήκε τον δρόμο να ανεβεί στη διαδικτυακή σκηνή, ώστε όσοι την έχασαν να την παρακολουθήσουν εκ νέου, εξ αποστάσεως και διαμεσολαβημένα.

Ετσι είδα κι εγώ μεταξύ πολλών άλλων την «Κληρονομιά». Και ωστόσο πριν καθίσω να γράψω τις εντυπώσεις μου γι’ αυτήν, μια άλλη παρατήρηση διεκδικεί την αφετηρία των σκέψεών μου. Σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε, βλέπετε, την απόδοση μιας ζωντανής παράστασης, όπως συνέβη ας πούμε στη «Βαβυλωνία» του Εθνικού, ούτε μια καθαρά κινηματογραφική διασκευή της, όπως συνέβη στο παρελθόν με ορισμένες κυρίως ξένες παραγωγές πρώτης γραμμής.

Εχουμε αντίθετα μια καλοστημένη και επιμελημένη, τίμια αποτύπωση της ίδιας παράστασης που δόθηκε στο «Από Μηχανής». Αυτό που μεταφέρει το μοντάζ και η σύνθεση των τριών καμερών επιθυμεί να είναι πάνω-κάτω κάτι αντίστοιχο με ό,τι θα «βλέπαμε» στο κανονικό θέατρο.

Εδώ ακριβώς εντοπίζεται μια σημαντική διαφορά στις τάξεις του θεάτρου στην οποία αξίζει πιθανόν να αφιερώσουμε το σύντομο σχόλιό μας. Η απόπειρα κάποιων οργανισμών, όπως του Εθνικού, να μεταδώσουν αντί για μια άπαξ μαγνητοσκοπημένη παραγωγή, την αναμετάδοση μιας κατά τα άλλα ζωντανής παράστασης, που ανεβαίνει σε πραγματικό χώρο και χρόνο, έστω και χωρίς τη μαρτυρία των θεατών της, προκάλεσε αρκετές συζητήσεις και διενέξεις στον χώρο.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι βέβαια για ποιο λόγο οφείλει ένας συντελεστής να ταλαιπωρείται, ρισκάροντας εκτός όλων των άλλων και την ίδια του την υγεία, όταν το τελικό αποτέλεσμα λίγο πολύ παραμένει το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις…

Σε αυτό το βασικό –και κάπως συντεχνιακό– ερώτημα προσδένονται κι άλλα, που αφορούν την οικονομική αμοιβή του συντελεστή, το κόστος αλλά και το ύφος της συνολικής προσπάθειας. Οπως είναι επόμενο, στη μια περίπτωση, της άπαξ μαγνητοσκόπησης, αυτό που μεταδίδεται ουσιαστικά είναι το αρχείο του θιάσου, η αποτύπωση του ίχνους του.

Ενώ στη δεύτερη, της ζωντανής αναμετάδοσης, ένα μικρό τουλάχιστον μέρος από την αίσθηση του ηθοποιού, που παλεύει εκτός όλων των άλλων με το ρευστό υλικό τού εδώ και του τώρα, κατορθώνει να διατηρηθεί κατά την ψηφιακή διασπορά.

Στην πρώτη περίπτωση έχεις κάτι που θυμίζει ρεπλίκα. Στη δεύτερη, κρατάς κάτι από το γνήσιο, αυθεντικό αποτύπωμα του θεάτρου. Η πρώτη περίπτωση είναι σημαντικά φτηνότερη, ευκολότερη στην εκτέλεση αλλά και στη διάδοσή της. Η δεύτερη είναι σαφώς ακριβότερη, τεχνικά απαιτητικότερη, προσανατολισμένη κάθε φορά σε μια συγκεκριμένη τηλε-ακρόαση (εκτός φυσικά αν η ίδια αυτή αναμετάδοση αναπαραχθεί στη συνέχεια με τη μορφή κόπιας).

Η κοινή λογική λέει επομένως πως η πρώτη επιλογή, της μαγνητοσκόπησης και προβολής, είναι η πλέον αρμόζουσα για τους μικρούς και μικρομεσαίους θιάσους, εν μέσω της πρόσφατης κρίσης. Κι ωστόσο η λογική δεν υπήρξε πάντοτε το μόνο κριτήριο για τα ζητήματα της τέχνης.

Εδώ, για κάποιους το σημαντικό είναι να δούμε όχι την «παράσταση» αλλά τη μία συγκεκριμένη φανέρωσή της, που κι αν πατάει σε μια προετοιμασία και οργανώνεται προηγουμένως στις πρόβες, στην ουσία της δημιουργείται απόψε, μπροστά μας και για χάρη μας, με εμάς τους ίδιους συνδιαμορφωτές της τελικής εικόνας της.

Ουσιαστικά αυτό που γεννά το θέατρο είναι η σύγκλιση των δύο παρόντων, του θεατή και του καλλιτέχνη, με τον χαρακτήρα της συνάντησης και ανταλλαγής. Ακολουθώντας αυτό τον δρόμο, λοιπόν, η ζωντανή αναμετάδοση αγωνίζεται να διατηρήσει κάτι από τη συγκίνηση της ανοικτής πλατείας και να αντιπαραβάλει τις δύο ζωντανές πραγματικότητες, τοποθετώντας τες εκατέρωθεν των πλευρών της οθόνης.

Υπάρχει στο βάθος και μια μικρή ματαιοδοξία... Που μας κολακεύει όταν είμαστε μάρτυρες σε ένα «γεγονός», βιωματικοί δέκτες της παρουσίας του. Είναι το ίδιο που μας παρακινεί να επισκεφτούμε μουσεία για να δούμε από κοντά πίνακες και εκθέματα γνωστά από αναρίθμητες αναπαραστάσεις τους. Στο τέλος-τέλος, όσες φορές κι αν έχεις δει τη «Μόνα Λίζα» σε φωτογραφίες, είναι άλλη η συγκίνηση σαν την πλησιάζεις στο Λούβρο «ζωντανά»….

Αυτό βρίσκεται πιστεύω πίσω από την επιμονή των θιάσων στη μετάδοση ζωντανών παραστάσεων. Χωρίς αυτό να μειώνει ασφαλώς την καλή πρόθεση όλων των υπολοίπων που με τα όσα μέσα διαθέτουν (συχνά δε υπερβαίνοντάς τα) επιχειρούν να κρατήσουν την εργασία τους στον χρόνο δημιουργώντας αρχεία και ανεβάζοντάς τα στο δίκτυο.

Και το αποτέλεσμα είναι, όπως στην «Κληρονομιά» και στις περισσότερες περιπτώσεις, ικανοποιητικό. Ετσι κι αλλιώς, η εικόνα μάλιστα της πρόχειρης, μονοκάμερης, αφώτιστης και κακόηχης καταγραφής ανήκει λίγο πολύ πλέον στο παρελθόν.

Οι περισσότεροι κατανόησαν πως η αποτύπωση μιας παραγωγής σημαίνει πολλά περισσότερα. Είναι εργαλείο διάδοσης της δουλειάς τους αλλά και ο καλύτερος τρόπος για να επανέλθουν κάποτε οι νεότεροι σε αυτούς. Είναι μαζί μέσον προώθησης. Και κάποτε –όπως συμβαίνει τώρα– είναι τελικά ο βασικός αγωγός για την επαγγελματική κατοχύρωση και επιβίωση του καλλιτέχνη.

Το μόνο που μένει να ρυθμιστεί –και το Εθνικό έκανε κι εδώ μια σοβαρή τομή– είναι το ζήτημα της ανταμοιβής όσων συντελεστών εμφανίζονται ή έχουν οργανικά συμμετάσχει στην όποια αναμετάδοση.

Για την περίπτωση και πάλι της ζωντανής αναμετάδοσης τα πράγματα μοιάζουν κάπως πιο καθαρά, εφόσον εκεί έχεις ηθοποιούς που καλούνται να παίξουν για να αναμεταδοθεί η εικόνα τους, δίπλα στην εικόνα του σκηνικού και της ενδυμασίας, μαζί με την αίσθηση του φωτισμού και της μουσικής της παράστασης.

Εκείνο που μένει να ρυθμιστεί από τους αρμόδιους φορείς σε αυτή την περίπτωση δεν είναι άλλο από το ζήτημα της διαχείρισης της κάπως περίεργης εννοιολογικά και δύσκολα υπολογίσιμης προσέλευσης του ψηφιακού κοινού.

Η άλλη περίπτωση όμως μοιάζει αρκετά πιο σύνθετη. Εδώ οφείλει να υπάρχει πρόβλεψη τόσο για την εξ αποκοπής αποζημίωση των συντελεστών όσο και για την συμμετοχή τους στα όποια κέρδη από τη μελλοντική διαδικτυακή αναμετάδοση της εργασίας τους. Κι εφόσον η διασπορά στο διαδίκτυο πολλές φορές είναι άναρχη, πιθανόν η αμοιβή θα καθορίζεται κι εδώ ακολουθώντας τη λογική της απόδοσης των πνευματικών δικαιωμάτων.

Μα αυτά είναι ζητήματα που μένει να ρυθμιστούν και με τη συμμετοχή του συνδικαλιστικού οργάνου των ηθοποιών… Ας μη γελιόμαστε, μια νέα εποχή ξεκινάει, στην οποία κανείς δεν μπορεί πλέον να θεωρήσει τον εαυτό του αδιάβροχο από τη νέα τεχνολογία. Κανείς δεν μπορεί να μην υποκύψει στη δύναμή της. Και κανείς να αποφύγει τη γοητεία της.