...............................................................
Άντον Τσέχωφ (1860 -1904)
·
«Ο ανακριτής»
από τη συλλογή διηγημάτων του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) «Ο απρόβλεπτος κύριος Τσέχωφ»
(μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ.
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2015)
Ένα ωραίο ανοιξιάτικο απομεσήμερο, ο γιατρός της περιφέρειας και ο
ανακριτής πήγαιναν για αυτοψία. Ο ανακριτής, ένας άντρας τριάντα πέντε περίπου ετών, κοίταζε σκεφτικός
το άλογο και έλεγε:
«Στη φύση υπάρχουν πολλά
αινιγματικά και σκοτεινά στοιχεία, αλλά και στην καθημερινή ζωή, γιατρέ, συχνά
τυχαίνει να συναντούμε φαινόμενα τα οποία δεν επιδέχονται ερμηνεία. Έτσι
λοιπόν, γνωρίζω μερικούς μυστηριώδεις, παράξενους θανάτους τα αίτια των οποίων
μόνο πνευματιστές και μυστικιστές θα αναλάβουν να ερμηνεύσουν, ενώ ένας
άνθρωπος με καθαρό μυαλό απλώς θα σηκώσει αμήχανος τα χέρια και τίποτα
περισσότερο. Για παράδειγμα, γνωρίζω μια πολύ καλλιεργημένη κυρία η οποία
προέβλεψε τον θάνατό της και πέθανε χωρίς καμιά προφανή αιτία ακριβώς τη μέρα
που η ίδια προσδιόρισε για τον εαυτό της. Είπε ότι θα πεθάνει τότε, και
πέθανε».
«Δεν υπάρχει δράση χωρίς αίτιο»
είπε ο γιατρός. «Υπάρχει θάνατος, άρα υπάρχει και το αίτιο. Και όσον αφορά τις
προβλέψεις, αυτό δεν είναι και τόσο παράξενο. Και οι κυρίες και οι γυναικούλες
μας διαθέτουν όλες το χάρισμα της προφητείας και της προαίσθησης».
«Έτσι ακριβώς, αλλά η δική μου
κυρία, γιατρέ, είναι εντελώς ξεχωριστή. Στην πρόβλεψη και στον θάνατό της δεν
υπήρξε τίποτα που να θυμίζει γυναικούλα ή κυρία. Μια νέα γυναίκα, υγιής,
έξυπνη, χωρίς καμιά προκατάληψη. Είχε τόσο έξυπνα, φωτεινά, τίμια μάτια. Ένα
πρόσωπο ειλικρινές, νοήμον, με ένα ελαφρύ, τυπικά ρώσικο χαμόγελο στο βλέμμα
και στα χείλη. Κυριίστικο ή γυναικουλίστικο, αν θέλετε, υπήρξε μονάχα ένα
πράγμα πάνω της: η ομορφιά της. Βεργολυγερή, χαριτωμένη σαν αυτή τη σημύδα, με
εξαίσια μαλλιά! Για να την καταλάβετε μάλιστα καλύτερα, θα προσθέσω ότι ήταν
ένας άνθρωπος γεμάτος με την πιο μεταδοτική ευθυμία, με ανεμελιά, και εκείνη
την έξυπνη, την ωραία ελαφρομυαλιά που υπάρχει μόνο στους σκεπτόμενους,
καλόκαρδους, εύθυμους ανθρώπους. Μπορεί εδώ να γίνει λόγο για μυστικισμό,
πνευματισμό, για το χάρισμα της προαίσθησης ή για κάτι ανάλογο; Όλα αυτά εκείνη
τα κορόιδευε».
Το ελαφρύ αμαξάκι του γιατρού
σταμάτησε κοντά σε ένα πηγάδι. Ο ανακριτής και ο γιατρός ήπιαν νερό, τεντώθηκαν
για να ξεμουδιάσουν και περίμεναν τον αμαξά να τελειώσει το πότισμα των αλόγων.
«Κι από τι πέθανε εκείνη η
κυρία;» ρώτησε ο γιατρός όταν το αμαξάκι ξαναπήρε τον δρόμο του.
«Πέθανε κατά παράξενο τρόπο.
Μια ωραία μέρα μπαίνει στο δωμάτιό της ο άντρας της και της λέει ότι δεν θα
ήταν άσχημο να πουλήσουν, εκεί γύρω στην άνοιξη, την παλιά τους άμαξα και στη
θέση τους να αγοράσουν κάτι πιο καινούργιο και πιο ελαφρύ· καλό επίσης θα ήταν
να αλλάξουν και τα άλογά τους, και τον Μπομπτσίνσκι (είχε ένα τέτοιο άλογο ο
σύζυγος) να τον ζέψουν στη μέση.
Η γυναίκα του τον άκουσε και
του λέει:
«Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, εμένα
τώρα το ίδιο μου κάνει. Το καλοκαίρι εγώ θα βρίσκομαι πια στο νεκροταφείο».
Ο σύζυγος, φυσικά, σηκώνει τους
ώμους και χαμογελά.
«Δεν αστειεύομαι καθόλου» λέει
εκείνη. «Σου ανακοινώνω σοβαρά ότι πολύ σύντομα θα πεθάνω».
«Πόσο σύντομα δηλαδή;»
«Αμέσως μόλις γεννήσω. Θα
γεννήσω και θα πεθάνω».
«Ο σύζυγος δεν έδωσε καμιά
σημασία σ’ αυτά τα λόγια. Δεν πιστεύει σε κανενός είδους προαισθήματα και,
εκτός αυτού, ξέρει θαυμάσια ότι στις γυναίκες με ενδιαφέρουσα αρέσουν τα
καπρίτσια και, γενικά, τους αρέσει να επιδίδονται σε ζοφερές σκέψεις. Περνά μια
μέρα και η γυναίκα του πάλι του λέει ότι θα πεθάνει αμέσως μετά τη γέννα και
καθημερινά στη συνέχεια του το επαναλαμβάνει, κι εκείνος γελά και την αποκαλεί
γυναικούλα, μάντισσα, αλλοπαρμένη. Ο επικείμενος θάνατος έγινε idée fixe για τη σύζυγο. Όταν ο
άντρας της, δεν την άκουγε, πήγαινε στην κουζίνα και μιλούσε εκεί για τον
θάνατό της με την παραμάνα και την μαγείρισσα.
«Δεν μου μένει πολύς καιρός να
ζήσω, παραμάνα. Μόλις γεννήσω, θα πεθάνω. Δεν ήθελα να πεθάνω τόσο νωρίς, αλλά
ξέρω ότι αυτή είναι η μοίρα μου».
»Η παραμάνα και η μαγείρισσα,
βέβαια, έκλαιγαν. Όταν ερχόταν στο σπίτι η παπαδιά ή η γυναίκα ενός κτηματία
της περιοχής, εκείνη τις έπαιρνε σε μια γωνιά και τους έλεγε τον πόνο της –
πάντα το ίδιο βιολί, πάντα να τους μιλά για τον επικείμενο θάνατό της. Μιλούσε
σοβαρά, με ένα δυσοίωνο χαμόγελο, και μάλιστα με μια μοχθηρή έκφραση που δεν
σήκωνε αντιρρήσεις. Πάντα ακολουθούσε τη μόδα και ήταν κομψή, αλλά ενόψει του
επικείμενου θανάτου της παράτησε τα πάντα και άρχισε να κυκλοφορεί ατημέλητη.
Δεν διάβαζε πια, δεν γελούσε, δεν ονειρευόταν φωναχτά… Σαν να μην έφταναν όλα
αυτά, πήγε με μια θεία της στο νεκροταφείο και διάλεξε εκεί το μέρος όπου θα
γινόταν ο τάφος της και, πέντε μέρες προτού γεννήσει, έκανε τη διαθήκη της. Και
λάβετε υπόψη σας πως όλα αυτά γίνονταν ενώ η κατάσταση της υγείας της ήταν
θαυμάσια, χωρίς την παραμικρή υποψία για αρρώστια ή κάποιον άλλο κίνδυνο. Ένας
τοκετός είναι δύσκολη υπόθεση, μερικές φορές είναι και θανάσιμη, αλλά η γυναίκα
για την οποία σας μιλώ έχαιρε άκρας υγείας και δεν είχε απολύτως τίποτα να
φοβάται. Στο τέλος ο σύζυγος απηύδησε με
όλη αυτήν την ιστορία. Μια φορά, καθώς έτρωγαν, τη ρώτησε:
«Άκου εδώ, Νατάσα, πότε θα
τελειώσουν όλες αυτές οι βλακείες;»
«Δεν λέω βλακείες. Σοβαρά μιλάω».
«Σαχλαμάρες. Σε συμβουλεύω να
πάψεις να κάνεις βλακείες, για να μην ντρέπεσαι αργότερα για λογαριασμό σου».
»Να όμως που άρχισε ο τοκετός.
Ο σύζυγος έφερε από την πόλη την καλύτερη μαμή. Ήταν η πρώτη γέννα για τη
σύζυγο, αλλά όλα πήγαν όσο γινόταν καλύτερα. Όταν όλα τελείωσαν, η λεχώνα
θέλησε να δει το βρέφος. Το κοίταξε και είπε:
«Και τώρα μπορώ να πεθάνω».
» Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια της
και σε μισή ώρα μέσα, παρέδωσε στον Θεό την ψυχή της. Διατηρούσε τις αισθήσεις
της μέχρι την τελευταία της στιγμή. Αν μη τι άλλο, όταν αντί για νερό της
έδωσαν γάλα, ψιθύρισε ήρεμα: «Γιατί αντί για νερό μου δίνετε γάλα;». Αυτή είναι
η ιστορία. Πέθανε όπως ακριβώς το προέβλεψε».
Ο ανακριτής σώπασε, αναστέναξε
και είπε:
«Εξηγήστε μου, από τι πέθανε;
Σας δίνω τον λόγο της τιμής μου ότι δεν πρόκειται για επινόηση αλλά για
γεγονός».
Ο γιατρός κοίταξε σκεφτικός τον
ουρανό.
«Θα πρέπει να γίνει νεκροψία»
είπε.
«Γιατί;»
«Μα για να μάθουμε την αιτία
του θανάτου της. Δεν πέθανε εξαιτίας των προβλέψεών της. Κατά πάσα πιθανότητα
δηλητηριάστηκε».
«Και από πού συμπεραίνετε ότι
δηλητηριάστηκε;»
«Δεν το συμπεραίνω, το υποθέτω.
Περνούσε καλά με τον άντρα της;»
«Χμ… όχι και τόσο. Οι διαφωνίες
άρχισαν λίγο μετά τον γάμο τους. Υπήρξε μια συσσώρευση δυσάρεστων γεγονότων.
Κάποτε η μακαρίτισσα έπιασε τον άνδρα της με μιαν άλλη γυναίκα. Ωστόσο, σύντομα
τον συγχώρεσε»
«Και τι προηγήθηκε; Η απιστία
του συζύγου ή η ιδέα του θανάτου;»
Ο ανακριτής ατένισε επίμονα τον
γιατρό, σαν να ήθελε να μαντέψει γιατί του έκανε μια τέτοια ερώτηση.
«Παρακαλώ» απάντησε πολλές
φορές. «Παρακαλώ, επιτρέψτε μου να θυμηθώ». Ο ανακριτής έβγαλε το καπέλο του
και σκούπισε το μέτωπό του. «Ναι, ναι… άρχισε να μιλά για θάνατο πολύ σύντομα
ύστερα από εκείνο το γεγονός. Ναι, ναι».
«Βλέπετε λοιπόν… Κατά πάσα
πιθανότητα, τότε ακριβώς αποφάσισε να δηλητηριαστεί, αλλά καθώς μπορεί να μην
ήθελε να σκοτώσει μαζί της και το παιδί, ανέβαλε την αυτοκτονία της μέχρι να
γεννηθεί».
«Είναι απίθανο, απίθανο… Αυτό
είναι αδύνατο. Αφού τότε τον συγχώρεσε».
«Τον συγχώρεσε σύντομα, άρα
κάτι άσχημο είχε στο μυαλό της. Οι νέες γυναίκες αργούν να συγχωρέσουν».
Ο ανακριτής χαμογέλασε
βεβιασμένα και, για να κρύψει την ανησυχία του που γινόταν ιδιαίτερα αισθητή,
άρχισε να καπνίζει ένα τσιγάρο.
«Είναι απίθανο, απίθανο…»
συνέχισε. «Δεν μου πέρασε από το μυαλό μια τέτοια πιθανότητα… Εκτός αυτού
άλλωστε… δεν ήταν και τόσο ένοχος όσο έδειχνε… Την απάτησε κάπως περίεργα,
δίχως να το θέλει κι ο ίδιος. Γύρισε ένα βράδυ στο σπίτι και ήταν σ’
ενδιαφέρουσα… και πάνω εκεί, που να την πάρει ο διάολος, συναντά μια κυρία που
ήρθε για ένα τριήμερο να τους επισκεφτεί, μια γυναικούλα επιπόλαιη, ηλίθια,
άχαρη. Ούτε καν απιστία δεν θα το θεωρούσες. Έτσι το είδε και η ίδια η γυναίκα
του και σύντομα τον συγχώρησε. Έπειτα ούτε που το ξανασυζήτησαν…»
«Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν
χωρίς λόγο» είπε ο γιατρός.
«Και βέβαια έτσι είναι, αλλά…
εγώ δεν μπορώ να δεχτώ ότι εκείνη δηλητηριάστηκε. Τι παράξενο όμως, ποτέ μέχρι
σήμερα δεν σκέφτηκα την πιθανότητα ενός τέτοιου θανάτου! Ούτε κανείς άλλος το
σκέφτηκε! Όλοι απόρησαν που εκπληρώθηκε η προφητεία της, δεν υπήρξε όμως ούτε η
ελάχιστη σκέψη ενός τέτοιου θανάτου… Μα δεν γίνεται να δηλητηριάστηκε! Όχι!»
Ο ανακριτής βυθίστηκε σε
περισυλλογή. Η σκέψη της γυναίκας που πέθανε τόσο παράξενα δεν τον άφηνε ούτε
κατά τη διάρκεια της νεκροψίας. Καταγράφοντας τα όσα του υπαγόρευε ο γιατρός,
κουνούσε μελαγχολικά τα φρύδια του και έτριβε το μέτωπό του.
«Μα είναι δυνατόν να υπάρχουν
τέτοια δηλητήρια που να σκοτώνουν μέσα σε ένα τέταρτο της ώρας, σιγά σιγά,
δίχως κανένα πόνο;» ρώτησε τον γιατρό ενώ εκείνος άνοιγε το κρανίο.
«Ναι, υπάρχουν. Η μορφίνη, για
παράδειγμα».
«Χμ… Παράξενο… Θυμάμαι ωστόσο
ότι εκείνη είχε πάνω της κάτι παρόμοιο… Μα δεν γίνεται!»
Στον δρόμο της επιστροφής, ο
ανακριτής φαινόταν εξαντλημένος, δάγκωνε νευρικά το μουστάκι του και μιλούσε με
το ζόρι.
«Ας προχωρήσουμε λίγο με τα
πόδια» παρακάλεσε τον γιατρό. «Βαρέθηκα να κάθομαι».
Αφού είχαν κάνει καμιά εκατοστή
βήματα, ο ανακριτής τόσο πολύ κατέπεσε, όπως φάνηκε στον γιατρό, ήταν σαν να
είχε σκαρφαλώσει σε ένα ψηλό βουνό. Σταμάτησε και, κοιτώντας τον γιατρό με ένα
παράξενο βλέμμα λες και ήταν μεθυσμένος, είπε:
«Θεέ μου, αν η υπόθεσή σας
είναι σωστή, τότε αυτό είναι… σκληρό, απάνθρωπο! Εκείνη δηλητηριάστηκε ώστε να
τιμωρήσει μ’ αυτόν τον τρόπο κάποιον άλλον! Μα τόσο μεγάλη ήταν η αμαρτία του
άντρα της; Αχ, Θεέ μου! Κι εσείς γιατί μου προσφέρατε αυτήν την καταραμένη
ιδέα, γιατρέ;»
Κυριευμένος από απόγνωση, ο
ανακριτής άρπαξε το κεφάλι του και συνέχισε:
«Σας μιλούσα για την γυναίκα
μου, για τον εαυτό μου. Ω, Θεέ μου! Εντάξει, φταίω, την πρόσβαλα, αλλά
ευκολότερο είναι να πεθάνεις παρά να συγχωρήσεις; Αυτή ακριβώς είναι η λογική
των γυναικών, η άγρια ανελέητη λογική. Ω, κι όσο ζούσε, και τότε σκληρή ήταν!
Τώρα τα θυμάμαι! Τώρα τα βλέπω όλα καθαρά!».
Ο ανακριτής μιλούσε και πότε
σήκωνε τους ώμους του, πότε άρπαζε το κεφάλι του. Πότε καθόταν στην άμαξα και
πότε πήγαινε με τα πόδια. Αυτή η νέα ιδέα που του ανακοίνωσε ο γιατρός φαίνεται
πως τον άφησε εμβρόντητο, τον δηλητηρίασε. Τα είχε χαμένα, ήταν ψυχικά και
σωματικά συντετριμμένος και, όταν επέστρεψε στην πόλη, χαιρέτησε το γιατρό,
αρνούμενος να πάει να φάει μαζί του, έστω κι αν από την προηγούμενη του είχε
υποσχεθεί ότι θα γευμάτιζαν παρέα.
Εφημερίδα της Πετρούπολης, 1887