..............................................................
Γκαϊτό Γκαζντάνοφ
(1903-1971)
·
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γκαϊτό Γκαζντάνοφ (1903-1971)
«Το Φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ» (μτφ. Ελένη Μπακοπούλου, επίμετρο Χρήστος Αστερίου, εκδ. ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ, 2015)
…Δεν μπορούσα να μην
προσέξω ότι η κύρια ειδοποιός διαφορά στη σχέση μου μαζί της ήταν πως δεν
υπήρχε, όπως μου φαινόταν, ούτε στιγμή που να μη βίωνα κάποιο επίμονο σφοδρό
αίσθημα. Αν δεν ήταν η επιθυμία να είμαι κοντά της, θα ήταν η τρυφερότητα, θα
ήταν μια ολόκληρη ακολουθία άλλων αισθημάτων ή ψυχικών καταστάσεων, για την
περιγραφή των οποίων δεν ήξερα ούτε τις λέξεις, αλλά ούτε και τον τρόπο να βρω
αυτές τις λέξεις. Εν πάση περιπτώσει, στην ύπαρξή της χρωστούσα την αποκάλυψη
ενός κόσμου που μέχρι τότε αγνοούσα. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι σημαίνει
σωματική εγγύτητα μιας γυναίκας – μου φαινόταν αδιανόητο να τη συγκρίνω με τις
παλιότερες ερωτικές μου ιστορίες. Ήξερα ότι κάθε έρωτας
είναι επί της ουσίας ανεπανάληπτος, όμως αυτός ήταν ένας πολύ σχηματικός και
σχετικός ισχυρισμός· με μια κάπως πιο προσεχτική ματιά, μπορούσες πάντα να
βρεις ομοιότητες, το ανεπανάληπτο συνίστατο σε ορισμένες τυχαίες αποχρώσεις
ορισμένων τυχαίων τονικοτήτων. Τώρα ήταν διαφορετικό, διόλου ίδιο με τα
προηγούμενα, και σε όλα τα ψυχικά βιώματά μου δεν έβρισκα τίποτα που να μου
θυμίζει την τωρινή μου κατάσταση. Είχα την εντύπωση ότι μετά την εξοντωτική
προσπάθεια που κατέβαλλα στον έρωτα αυτό, δεν θα μου απέμεναν δυνάμεις για
κανένα άλλο συναίσθημα και ότι σίγουρα δεν θα μπορούσα να συγκρίνω με τίποτα
αυτή την αβάσταχτη ενθύμηση. Όπου κι αν ήμουν κι ό,τι κι αν έκανα, αρκούσε να
αφαιρεθώ για μερικά δευτερόλεπτα, για να εμφανιστεί μπροστά μου το πρόσωπό της,
με τα απόμακρα μάτια, το χαμόγελό της, τόσο αθώα ξεδιάντροπο, όσο όταν στεκόταν
ολόγυμνη. Και ταυτόχρονα, παρά τη δύναμη της σωματικής έλξης που ένιωθα γι’
αυτήν, ο έρωτάς μου δεν έμοιαζε με θυελλώδη πόθο, διότι, όπως μου φαινόταν, τον
διαπερνούσε πάντα ένα ρεύμα κρυστάλλινης εντιμότητας και εκπληκτικής, εντελώς
ασυνήθιστης για μένα ανιδιοτέλειας. Δεν ήξερα ότι ήμουν ικανός για τέτοια
συναισθήματα· υποθέτω όμως ότι ήταν εφικτά μόνο αναφορικά μ’ εκείνη, και αυτό
ήταν για μένα το πραγματικά ανεπανάληπτο και θεσπέσιο.
Όπως πάντα στη ζωή μου, κάθε φορά που
εμφανιζόταν μπροστά μου κάτι καινούργιο, δεν μπορούσα να πω τι ακριβώς το είχε
ανακαλέσει από την ανυπαρξία. Σκεφτόμενος τι συγκεκριμένα ήταν εκείνο που
προκαλούσε την ανυπέρβλητη έλξη που ένιωθα για τη Γιελένα Νικολάγιεβνα, δεν
έβρισκα απάντηση. Είχα γνωρίσει γυναίκες που ήταν πιο όμορφες απ’ αυτήν, είχα
ακούσει φωνές πολύ πιο μελωδικές από τη δική της φωνή· το ανέκφραστο πρόσωπό
της και το ταπεινωτικά ατάραχο βλέμμα της θα μπορούσαν, θα έλεγε κανείς, να μου
προκαλούν, μάλλον δυσάρεστη αίσθηση. Της έλειπε σχεδόν εντελώς εκείνη η ψυχική
ζεστασιά που τόσο αγαπούσα, δεν έδειχνε σχεδόν καθόλου τρυφερότητα, ή,
σωστότερα, αυτή εκδηλωνόταν πολύ σπάνια και πάντα κάπως απρόθυμα. Δεν διέθετε
τίποτα «μαγευτικό», η έννοια αυτή δεν της ταίριαζε καθόλου. Και παρά ταύτα,
εκείνη ακριβώς ήταν η ανεπανάληπτη και θεσπέσια στη σκέψη μου, κι αυτό τίποτα
δεν μπορούσε να το αλλάξει.
Δεν μπορούσες να την πεις μυστικοπαθή· αλλά
η μακρόχρονη γνωριμία ή η στενή ψυχική εγγύτητα ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για
να μάθεις πώς είχε κυλήσει μέχρι τώρα η ζωή της, τι της άρεσε, τι δεν της
άρεσε, τι την ενδιέφερε, τι θεωρούσε αξιόλογο στους ανθρώπους που
συναναστρεφόταν. Για μεγάλο διάστημα δεν είχα την ευκαιρία να ακούσω από μέρους
της κάποιο σχόλιο που να δίνει μια ιδέα για την ίδια, παρότι μιλούσα μαζί της
για τα πλέον διαφορετικά θέματα· συνήθως άκουγε σιωπηλά ή απαντούσε
μονολεκτικά. Μετά από πολλές εβδομάδες, είχα μάθει ελάχιστα περισσότερα από όσα
τις πρώτες μέρες. Συνάμα, δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει από μένα οτιδήποτε,
αυτό ήταν απλώς απόρροια της φυσικής της αυτοσυγκράτησης, που δεν μπορούσε να
μη μου φαίνεται παράξενη. Όταν τη ρωτούσα κάτι, δεν ήθελε να απαντήσει, εγώ
μονίμως απορούσα κι αυτή αποκρινόταν:
«Το ίδιο δεν κάνει για σένα;»
Ή
«Τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει αυτό;»
Εμένα όμως με ενδιέφεραν όλα όσα την
αφορούσαν, και ήθελα να ξέρω τι της είχε συμβεί μέχρι τη στιγμή που
συναντηθήκαμε.
Τη χαρακτήριζε μια ιδιότυπη ψυχική
βραδύτητα, που δεν αντιστοιχούσε στη σβελτάδα και την ακρίβεια των κινήσεών της
εν γένει, του γρήγορου βαδίσματός της, στην ταχύτητα και την ακρίβεια των
σωματικών της αντανακλαστικών. Μόνον σε ό,τι σχετιζόταν με εκείνη την
απροσδιόριστη ένωση του ψυχικού και του σωματικού, στον έρωτα για παράδειγμα,
μόνον εκεί διαταρασσόταν συνήθως η ανεπίληπτη αρμονικότητα του σώματός της, κι
ετούτη η τυχαία συμφωνία ήταν γι’ αυτή κάτι σχεδόν οδυνηρό. Η αίσθηση της
παράξενης, σχεδόν ανατομικής, δυσαρμονίας που είχα παρατηρήσει πάνω της το
απόγευμα της πρώτης μας συνάντησης, και συγκεκριμένα ο συνδυασμός του ψηλού,
πολύ αδρού στις γραμμές του, μετώπου με το αισθησιακό χαμόγελο δεν ήταν
συμπτωματική. Υπήρχε μια αδιαμφισβήτητη αναντιστοιχία ανάμεσα στο πώς ζούσε το
σώμα της και στο πώς, πίσω απ’ αυτήν την ευλύγιστη ύπαρξη, ακολουθούσε,
βραδυκίνητη και αργοπορημένη, η ψυχική της ζωή. Αν ήταν δυνατόν να τα χωρίσει
αυτά τα δύο, κι ύστερα να το ξεχάσει, θα ήταν απολύτως ευτυχισμένη. Το να την
αγαπάς απαιτούσε μόνιμη δημιουργική προσπάθεια. Η ίδια δεν έκανε τίποτα για να
προκαλέσει τη μία ή την άλλη εντύπωση· ποτέ δεν σκεφτόταν πώς θα λειτουργήσουν τα
λόγια που λέει. Ζούσε για τον εαυτό της, τα αισθήματά της για τους άλλους
υπαγορεύονταν είτε από σωματική έλξη, τόσο αδιαμφισβήτητη όσο η επιθυμία για
ύπνο ή για φαγητό, είτε από μια ψυχική παρόρμηση, που έμοιαζε με τις ψυχικές
παρορμήσεις των περισσότερων ανθρώπων, με τη διαφορά ότι σε καμιά περίπτωση δεν
έπραττε διαφορετικά από αυτό που ήθελε. Οι επιθυμίες των άλλων έπαιζαν ρόλο
μόνο όταν ή μόνο όσο συνέπιπταν με τις προσωπικές της επιθυμίες. Με εντυπωσίασε
από τις πρώτες κιόλας μέρες η ψυχική ακηδία της, η αδιαφορία της για το τι θα
σκεφτεί γι’ αυτήν ο συνομιλητής της. Αγαπούσε όμως με ψυχρό και ανυποχώρητο
πάθος τα επικίνδυνα κι έντονα βιώματα.
Τέτοια ήταν η φύση της κι ήταν, σκέφτομαι,
εξαιρετικά δύσκολο να την αλλάξεις. Παρ’ όλα αυτά, όσο περνούσε ο καιρός,
άρχισα να παρατηρώ πάνω της κάποιες εκδηλώσεις ανθρώπινης ζεστασιάς, σαν να
έλιωνε λίγο λίγο. Τη ρωτούσα ακατάπαυστα για τα πάντα, μου απαντούσε σχετικά
σπάνια και μάλλον ολιγόλογα. Μού είχε πει ότι είχε γεννηθεί στη Σιβηρία, σε μια
μακρινή επαρχία, όπου είχε ζήσει μέχρι τα δεκαπέντε της. Η πρώτη πόλη που είδε
ήταν το Μούρμανσκ. Δεν είχε ούτε αδελφούς ούτε αδελφές, οι γονείς της είχαν
χαθείς τη θάλασσα: στη διάρκεια ενός ταξιδιού τους από τη Ρωσία στη Σουηδία, το
πλοίο τους έπεσε σε μια επιπλέουσα νάρκη. Η ίδια ήταν τότε δεκαεπτά χρονών,
ζούσε στο Μούρμανσκ. Λίγο μετά παντρεύτηκε έναν Αμερικανό μηχανικό, αυτόν για
τον αιφνίδιο θάνατο του οποίου έλαβε τηλεγράφημα στο Λονδίνο, πριν από ένα
χρόνο. Μού εξήγησε ότι τότε εκείνος της άρεσε, διότι είχε μια γκρίζα τούφα
μαλλιών κι επειδή ήταν καλός σκιέρ και δρομέας με παγοπέδιλα, κι έλεγε πολύ
ενδιαφέρουσες ιστορίες για την Αμερική. Έφυγε μαζί του από τη Ρωσία· αυτό είχε
συμβεί περίπου την εποχή που στην άλλη άκρη της τεράστιας χώρας, μέσα στην
εξοντωτική παραφροσύνη του εμφυλίου, εγώ περιπλανιόμουν στις πυρακτωμένες
στέπες του Νότου, με το καμένο χορτάρι, κάτω από τον κατακόρυφο ήλιο. Μίλησε
για τον περίπλου του κόσμου, για το πώς το υπερωκεάνιο ατμόπλοιο με το οποίο
ταξίδευε, είχε περάσει τη νύχτα το Βόσπορο, μετά τη θάλασσα του Μαρμαρά και το
Αιγαίο πέλαγος, πόσην ζέστη έκανε και πώς η ίδια χόρευε φοξτρότ. Κι εγώ
θυμήθηκα εκείνες τις νύχτες και τον ιδιαίτερο, ζοφερό καύσωνά τους και το πώς
καθόμουν με τις ώρες στην απόκρημνη ακτή των Δαρδανελλίων και κοιτούσα μέσα στο
αποπνικτικό σκοτάδι τα φώτα των γιγάντιων καραβιών τα οποία περνούσαν τόσο
κοντά μου που άκουγα τη μουσική από τις ορχήστρες τους και παρακολουθούσα τις
σειρές αναμμένα φώτα που απομακρύνονταν αργά και, όσο το καράβι απομακρυνόταν,
συνέπιπταν σε μια αρχικά λαμπερή, στη συνέχεια όλο και πιο αμυδρή, και τέλος
αδιόρατη κηλίδα φωτός. Σκέφτομαι ότι μπορεί να είχα δει και το δικό της καράβι
και να τα είχα παρακολουθήσει με την ίδια αδηφάγα και παράλογη ένταση που με
διακατείχε τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στο εξωτερικό.
Είχε ζήσει πολλά χρόνια ενδιαφέρουσας ζωής,
γεμάτης αναπάντεχα συμβάντα, ταξίδια, συναντήσεις, κάποιες «αναπόφευκτες», όπως
έλεγε, ερωτικές ιστορίες. Είχε ταξιδέψει στην Αυστρία, την Ελβετία, την Ιταλία,
τη Γαλλία και την Αμερική, και σε καθεμιά απ’ αυτές τις χώρες είχε περάσει πολύ
καιρό. Στην Αγγλία είχε πάει πρώτη φορά πριν δυόμισι χρόνια.
«Μετά από αυτό όλα ήταν απλά», είπε.
«Απλά σημαίνει Παρίσι, rue Octave Feuillet, αγώνας
Τζόνσον-Ντιμπουά και τα λοιπά; Ωστόσο, σε τι υπολόγιζες, αφού δεν είχες
εισιτήριο; Στους μαυραγορίτες;»
«Στους μαυραγορίτες ή στην τύχη. Όπως
βλέπεις, δεν έπεσα έξω.»
«Τα αποτελέσματα του αγώνα υπερέβησαν τις
προσδοκίες σου;»
«Από μια άποψη, ναι».
Όσο πιο πολύ τη γνώριζα τόσο πιο πολύ συνήθιζα
τον αφύσικο διαχωρισμό ψυχικής και σωματικής ζωής, που την χαρακτήριζε τόσο. Πιθανόν
ο διαχωρισμός αυτός να ήταν πάντα μέσα της, αλλά τώρα γινόταν σχεδόν νοσηρός
και μου ερχόταν επανειλημμένα στο μυαλό η σκέψη ότι πριν από την τωρινή περίοδο
της ζωής της θα πρέπει να συνέβη κάτι συγκλονιστικό για το οποίο δεν γνώριζα τίποτε
και το οποίο η ίδια απέφευγε να αναφέρει. Η ζωή μαζί της εμπεριείχε δύο
διαφορετικές αισθηματικές ιστορίες: την αισθησιακή εγγύτητα, στην οποία όλα συνέβαιναν φυσικά, και την ψυχική
εγγύτητα, απείρως πιο δύσκολη, πιο αργή και που θα μπορούσε να απουσιάζει εντελώς.
Κάθε άντρας που θα γινόταν εραστής της, αναπόφευκτα θα σχημάτιζε αρχικά λανθασμένες
εντυπώσεις σχετικά με το τι συμβαίνει· τα λάθη αυτά θα ήταν ακόμη πιο αναπόφευκτα
επειδή θα ήταν τελείως φυσιολογικά. Είχα σκεφτεί πολλές φορές την αλληλουχία τους.
Το πρώτο θα ήταν η εντύπωση ότι η μία ή η άλλη εξέλιξη των πραγμάτων εξαρτάται
από τον εν λόγω άντρα. Στην πραγματικότητα η επιλογή ήταν πάντα δική της, κι όχι
μόνο η επιλογή αλλά ακόμα και η δυσδιάκριτη πρώτη κίνηση που καθορίζει την έναρξη
της σχέσης και στην οποία συχνά ενυπάρχουν όλα όσα θα συμβούν στη συνέχεια. Η
ιδιομορφία της αυτή δεν ήταν, βεβαίως, κάτι μοναδικό: σε πάρα πολλές περιπτώσεις,
απ’ ό,τι γνώριζα, και η έναρξη και η λήξη μιας σχέσης εξαρτιόταν κυρίως από τη
γυναίκα. Το δεύτερο λάθος θα ήταν να θεωρεί κανείς τη σχέση δεδομένη. Στην
πραγματικότητα η σχέση δεν σήμαινε τίποτα ή σχεδόν τίποτα, και θα μπορούσε να
τελειώσει οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς καμιά εξήγηση και χωρίς καμιά δυνατότητα
ανανέωσης. Και το τρίτο, το κυριότερο, είναι ότι μόνο μετά από πολύ καιρό και μόνο
χάρη σε μια περίπτωση σπάνιας και ευτυχούς σύμπτωσης άρχιζε, επιτέλους, η
αληθινή σχέση, η οποία – αν κρίνουμε από τα εξωτερικά σημάδια – ήταν προ πολλού
γεγονός. Έψαχνα επί μακρόν μια παρομοίωση γι’ αυτό το χαρακτηριστικό, και δεν έβρισκα:
θα μπορούσε, ίσως, να μοιάζει με το άγγιγμα παγωμένων χειλιών που θερμαίνονται
αργά και μόνο τότε αποκτούν τη χαμένη καυτή μαγεία τους, ή δεν την αποκτούν καθόλου
και αφήνουν την ανάμνηση ενός παγωμένου ανικανοποίητου και τη μάταιη λύπη γι’
αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει και δεν υπήρξε. Αλλά το πιο σταθερό στη σχέση μαζί
της ήταν η υποσυνείδητη και αναπόδραστη ένταση όλων των ψυχικών δυνάμεων, χωρίς
την οποία η ουσιαστική οικειότητα μπορούσε να είναι μόνον κάτι τυχαίο, ένα
επεισόδιο. Αυτό δεν οφειλόταν διόλου στην υπερβολική απαιτητικότητά της, αλλά
προέκυπτε από μόνο του, και μάλιστα, θα έλεγες, παρά τη θέλησή της. Έτσι ήταν,
εν πάση περιπτώσει, και, κατά τα φαινόμενα, δεν μπορούσε να είναι αλλιώς. Από τις
λίγες ομολογίες της μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι έτσι σκέφτονταν, πιθανότατα,
με μεγαλύτερο ή λιγότερο βαθμό ορθότητας, όλοι όσοι την είχαν γνωρίσει από κοντά.
Αναθυμούμενος πολύ αργότερα τη συνάντησή μας
και το πώς είχαν αρχίσει όλα, μου ήταν ευκολότερο να τα ανασυστήσω κλείνοντας
τα μάτια και αποκλείοντας συνειδητά και συμβατικά το περιεχόμενο της πρώτης μας
συζήτησης στο καφέ, τον αποχαιρετισμό κάτω από τη βροχή και όλα εν γένει τα πράγματα
που θα είχαν σημασία σε μια συνεκτική αφήγηση. Ένιωθα καθαρότερα από ποτέ στη
ζωή μου ότι όλο αυτό αναγόταν σε μια τυφλή και σκοτεινή δραστηριότητα, στη
διαδοχή οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων, ταυτόχρονα με τα οποία αναπτυσσόταν
ασυγκράτητα μια ασυνείδητη μυϊκή έλξη. Ο
θώρακας του Τζόνσον, ο πεσμένος Ντιμπουά, το άγγιγμα των δαχτύλων μου στο χέρι της,
όταν τη βοήθησα να μπει στο αυτοκίνητο, όλη αυτή η βουβή μελωδία δέρματος και
μυών, αυτή η φευγαλέα δόνηση του σώματός της, την οποία ίσως και να μην πρόλαβε
να συνειδητοποιήσει, ακριβώς αυτά ήταν τα κυριότερα κι ακριβώς αυτά προκαθόρισαν
τα υπόλοιπα. Τι ήξερε για μένα εκείνο το ομιχλώδες απόγευμα του Φεβρουαρίου,
γιατί μετά από αυτό περίμενε το τηλεφώνημά μου μια ολόκληρη βδομάδα; Όταν μου
χαμογέλασε πρώτη φορά μ’ εκείνο το αισθησιακό χαμόγελο, τόσο αναπάντεχο, ήξερα
πια ότι θα γίνει δική μου, κι αυτή το ήξερε πριν από μένα. Και, βεβαίως, είχε
προηγηθεί η κατάρρευση όλου του κόσμου των αφηρημένων πραγμάτων, που περιφρονούσε
τις πρωτόγονες και καθαρά σωματικές έννοιες και όπου μια ιδιότυπη φιλοσοφία ζωής,
χτισμένη στην εκ προοιμίου απόρριψη της υπεροχής των υλιστικών απολαύσεων, ήταν
ασύγκριτα πιο σημαντική από κάθε αισθηματική αντίδραση, του κόσμου που εκείνο
το βράδυ διαλύθηκε αστραπιαία μέσα στην άφωνη μυϊκή δραστηριότητα. Όταν της μίλησα
κάποια στιγμή περί αυτού, η Γιελένα Νικολάγιεβνα απάντησε με χαμόγελο:
«Ίσως γιατί χωρίς φιλοσοφία θα μπορούσαμε να
ζήσουμε, αλλά χωρίς το άλλο, για το οποίο μιλάς, η ανθρωπότητα θα απειλούνταν
με εξαφάνιση, υπό τη μία ή την άλλη μορφή.»
Δεν ήταν λίγες οι φορές που όταν ήταν παρούσα
ένιωθα πως δεν ήμουν ελεύθερος, ιδίως τον πρώτο καιρό. Πολύ σύντομα πείστηκα ότι
σε όλα όσα συνέβαιναν, οι αντιδράσεις της δεν έμοιαζαν με των άλλων γυναικών. Για
να την κάνεις να διασκεδάσει, επί παραδείγματι,
χρειάζονταν άλλα πράγματα από αυτά που διασκέδαζαν όλες τις άλλες· για
να της προκαλέσεις την εκδήλωση κάποιου συναισθήματος, έπρεπε πρώτα να βρεις έναν
ξεχωριστό τρόπο, που δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους. Και αυτή η δύσκολη
ανασυγκρότηση του συναισθηματικού κόσμου μέσα στον οποίο εξελισσόταν η σχέση μας,
μου πήρε πολύ χρόνο και πολλές προσπάθειες. Όμως τώρα ζούσα επιτέλους μια
κανονική ζωή, που δεν αποτελούνταν κατά το ήμισυ – όπως μέχρι τώρα – από αναμνήσεις,
λύπες, προαισθήματα και θολές προσδοκίες…