Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

"Είσαι ένας διάβολος" Ο Βαγγέλης Γερμανός έγραψε στίχους, μουσική και τραγούδησε...

..............................................................


"Είσαι ένας διάβολος"

Ο Βαγγέλης Γερμανός έγραψε στίχους, μουσική και τραγούδησε...


Όλο το βράδυ σαν σκυλί σε καρτερώ
Το ρημαγμένο μου κορμί να ζωντανέψεις
Κόντρα στο ψέμα σου παλεύω με τις λέξεις
Είσ' ένας διάβολος, είσ' ένας διάβολος
Με την αγάπη μου σου κάπνισε να παίξεις
Είσ' ένας διάβολος που ροκανίζει το φτωχό μου το μυαλό

Σκαρφαλωμένη στο ψηλό σου το σκαμνί
Το φιλντισένιο σου τσιγάρο σ' ένα τάσι
Σ' όποιον νομίζεις πως μπορεί να σε χορτάσει
Το μάτι παίζεις, το μάτι παίζεις
Κι όταν στα πόδια σου γυμνός θα ξαποστάσει

Σαν αμαζόνα του λογχίζεις το κορμί
Ω! πώς φοβάμαι τον ψηλό με τα γυαλιά
Υπνωτισμένα σε κοιτούσε χίλια βράδια
Λεφτά και ρούχα ξεφορτώθηκε στα ζάρια
Για το χατίρι σου, για το χατίρι σου
Από τα κρύσταλλα του νου ως τα σκοτάδια

Απογειώθηκε και μπήκε σε τροχιά
Μα όμως πρόσεξε κι εσύ να μη βρεθείς
Στην εξορία που με δίκασες να ζήσω
Πόρτες θα κλείνουνε καθώς θα μένεις πίσω
Χωρίς αγάπη, χωρίς αγάπη
Τα ανεξίτηλα σημάδια σου θα σβήσω
Σα χαλικάκι μες στο ρεύμα θα χαθείς



Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

Casta Diva - Sumi Jo, Greek Radio Symphony Orchestra and the National Opera House Choir (youtube,the northfacezt)

.............................................................


Casta Diva - Sumi Jo, Greek Radio Symphony Orchestra and the National Opera House Choir



Casta Diva from Bellini's Norma 
soprano: Sumi Jo 
director: Anastasios Symeonidis 
Greek Radio Symphony Orchestra and the National Opera House Choir


Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Πέντε ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη (1919-2005) από την ανθολόγηση του "Σαν Σήμερα - 29.7.2020"

............................................................










Μίλτος Σαχτούρης
(29.7.1919-29.3.2005)











Το πρωί και το βράδυ

Το πρωί
βλέπεις το θάνατο
να κοιτάζει απ' το παράθυρο
τον κήπο
το σκληρό πουλί
και την ήσυχη γάτα
πάνω στο κλαδί
έξω στο δρόμο
περνάει
τ' αυτοκίνητο-φάντασμα
ο υποθετικός σωφέρ
ο άνθρωπος με τη σκούπα
τα χρυσά δόντια
γελάει
και το βράδυ
στον κινηματογράφο
βλέπεις
ό,τι δεν είδες το πρωί
το χαρούμενο κηπουρό
το αληθινό αυτοκίνητο
τα φιλιά με το αληθινό ζευγάρι
ότι δεν αγαπάει το θάνατο
ο κινηματογράφος.


Ησυχάστε

Πρωί πρωί καθώς έβγαινα από το σπίτι μου,
είδα το αγγελτήριο του θανάτου μου.
«Τον αγαπημένο μας φίλο...» έγραφε.
Ώστε λοιπόν δεν είχα συγγενείς.
Πήρα γρήγορα ένα ταξί κι ανέβηκα στην Κηφισιά.
Σ' όλο τον δρόμο υπήρχαν τεράστια πανώ που γράφαν:
«ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ», «ΠΕΣΑΝ ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ».
Στην Κηφισιά είχα ραντεβού με τον Διάβολο.
Καθοταν σ' ένα καφενείο και με μια μαύρη βούρτσα
βούρτσιζε τα ρούχα του.
-Εντάξει, μου είπε, είναι όλα κανονισμένα.
-Σας εξασφαλίσαμε ακόμα και νερό.
-Ησυχάστε
-Ησυχάστε
-Ησυχάστε





Ο Νεκρός τις Γιορτές

Εδώ και πολλά χρόνια
σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα
(αυτός) ο νεκρός γεννιέται μέσα μου
δε θέλει δώρα
δε θέλει χρήματα
πάγο και χρόνια
χιόνια και πάγο
σκισμένα ρούχα
αχνά παπούτσια
ο χρυσός νεκρός
θα βγει έξω
δεν τον γνωρίζει κανένας
τον αλήτη νεκρό
θα κάτσει στο πικρό καφενείο
να πιει τον καφέ του
κι ύστερα πάλι
σε λίγες μέρες
ήσυχα θα πεθάνει
(ο νεκρός)
όταν έρθει ο χρόνος
κι όλες οι ρόδες
κόκκινες όπως πρώτα
θα γυρίζουν πάλι.


Επεισόδιο

Ξάφνου μια ομάδα μαύρων σκύλων
όρμησε πάνω στη σκηνή.
-Αυτό δεν το 'χαμε προβλέψει, ούρλιαξε
πανικόβλητος ο θεατρίνος.


Εκτοπλάσματα


Μέσα στον τάφο μου
Περπατώ ταραγμένος
τ' απάνω κάτω
τ' απάνω κάτω
ακούω τα πράγματα τριγύρω
να ουρλιάζουν
ιδέες-αυτοκίνητα
αυτοκίνητα-ιδέες
ανθρώποι περνάνε
μιλούνε, γελάνε
για μένα
λένε αλήθειες
λένε ψευτιές
για μένα, για μένα!
-Μή, τους φωνάζω
μη μιλάτε
για τις νεκρές αγάπες μου
θα ξυπνήσουν
θα σας βγάλουν τα μάτια!



Πηγή: https://www.sansimera.gr/anthology

© SanSimera.gr

Για τα εργοβιογραφικά του ποιητή δες εδώ: https://www.sansimera.gr/biographies/104?utm_campaign=content&utm_source=newsletter&utm_medium=email

Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

"Το κορίτσι στο Κογκρέσο" γράφει η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.7.2020)

..............................................................


            Το κορίτσι στο Κογκρέσο




γράφει η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.7.2020)

Δεν με μεγάλωσαν οι γονείς μου για να με βρίζει ο κάθε κύριος Τεντ… Η φράση αυτή από ένα νέο πρόσωπο στην οθόνη μου, ανάμεσα σε πολλές άλλες, με έκανε να σταματήσω τη γρήγορη παρέλαση εικόνων και ειδήσεων, να σταθώ. Η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, μέλος του Κογκρέσου των ΗΠΑ, νέα και ωραία, το νεότερο μέλος του για την ακρίβεια, απαντά σε κάποιον ρεπουμπλικανό που την αποκάλεσε σκύλα ή κάτι εξίσου άθλιο. Μιλάει αφήνοντας τη στενοχώρια να διαγράφεται στα όμορφα χαρακτηριστικά της.

Αυτό με συγκινεί περισσότερο. Δεν ξέρω ποια ακριβώς σημασία έχει το βήμα αυτό που χρησιμοποιεί για την πολιτική των ΗΠΑ. Είναι κάποιο σημαντικό πολιτικό βήμα πάντως και από εκεί δείχνει σε όλο τον κόσμο, πλέον, το πρόσωπο της πληγωμένης από τα σεξιστικά λόγια γυναίκας, του πληγωμένου ανθρώπου, βρίσκει τις λέξεις να το δείξει, και δεν φοβάται ούτε τις εκφράσεις.


Η φράση με καθηλώνει. Βλάσταινε στο μυαλό μου όταν πριν από δεκαετίες πληγωνόμουν αναίτια από τις σεξιστικές επιθέσεις καθημερινών ανθρώπων στα καλά καθούμενα, στον δρόμο, σε μαγαζιά ή στο πανεπιστήμιο, όπου με είχε υποδεχτεί κάποτε η παρέα του φίλου μου με τη φράση: «Με την γκόμενα ήρθες, ρε συ, στο πανεπιστήμιο;» λες κι η γκόμενα δεν είχε περάσει τις δικές της εξετάσεις, περίμενε τον γκόμενο να την πάρει από το χεράκι. Με είχε πνίξει η προσβολή, είχα προσπαθήσει να μιλήσω, αλλά την επίθεση ακολουθούσε κουφαμάρα, μπορούσες να λες ό,τι ήθελες, δεν σου έδιναν σημασία. Και χωρίς να θέλω σκεφτόμουν τους γονείς μου, την αξιοπρέπεια που μου είχαν δώσει, και δεν ήθελα ποτέ να μάθουν τι υφίστατο στη δεκαετία του 1970 ένα κορίτσι που απλώς πήγαινε στο πανεπιστήμιο ή έμπαινε στο λεωφορείο ή βολτάριζε στην πόλη. Ηταν πολύ μπερδεμένο το ποιος ήταν ένοχος και ποιος έπρεπε να τιμωρηθεί.


Πόσες ώρες από τα δροσερά μας νιάτα χαμένες στον φόβο και στη στενοχώρια για τις επιθέσεις που υφιστάμεθα μόνο και μόνο επειδή υπήρχαμε κι ήμασταν νέες και ωραίες, με ελεύθερα μαλλιά. Δεν ξέραμε και αρκετή ιστορία των γυναικών, να σκεφτόμαστε ότι όλοι εκείνοι οι χωριάτες που μας περιτριγύριζαν είχαν συνηθίσει μαντιλοδεμένες γυναίκες και μαλλιά πλεγμένα κοτσίδες για τα κορίτσια· να δώσουμε μια ερμηνεία με κάποια αποστασιοποίηση, να καταλάβουμε το σοκ τους. Οπως τώρα, μεγάλες πια και σοφές, καταλαβαίνουμε την αγανάκτησή τους για την πολιτική ορθότητα που τους καταπιέζει τη λίμπιντο και χάνει η ανθρωπότητα τον πλούτο της επιθετικότητάς τους.

«Νοσταλγία μνήμης» απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Περικλή Κοροβέση (1941-2020) (εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», 1999)

..............................................................






Περικλής Κοροβέσης (1941 - 2020)







·       «Νοσταλγία μνήμης»  απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Περικλή Κοροβέση (1941-2020) (εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», 1999)



           Στην πτήση της Ολυμπιακής



   Την απόφαση για το ταξίδι στην Ελλάδα, την πήραμε την ώρα που η Γαλλική Τηλεόραση έδειχνε τον Καραμανλή να μιλάει τα ακατάληπτα γαλλικά του. Ευτυχώς είχαν βάλει υπότιτλους. Το κουβεντιάσαμε με το Νίκο κι είπαμε να πεταχτούμε για μια βδομάδα. Ούτε η Βαρβάρα ούτε η Ελένη έφεραν αντιρρήσεις, αν κι είχαν τις αγωνίες τους. Φυσικά θέσεις δεν υπήρχαν. Αλλά ο Νίκος βρήκε κάποιο τρόπο και στις δύο ακριβώς φεύγαμε από το Ορλί. Πέσαμε σ’ όλες τις γνωστές φάτσες, που σχολίαζε η Ελένη και κανείς μπορούσε να διαπιστώσει την ακρίβεια των παρατηρήσεών της. Όλοι ονειρεύονταν μια σημαντική θέση. Μιλούσαν ανοιχτά γι’ αυτό. Άλλοι υποστήριζαν πως είχαν κληθεί προσωπικά από τον Καραμανλή για το σχηματισμό κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Αισθανθήκαμε παρείσακτοι. Λες και μπήκαμε σε λάθος πτήση. Μου έκανε εντύπωση που θα έμπαινα νόμιμα στη χώρα μου και το εξομολογήθηκα στο Νίκο. Δεν ήξερα βέβαια, ότι ο Νίκος σχεδόν ποτέ δεν ταξίδευε με κανονικό διαβατήριο κι όταν το ‘κανε, είχε δυσκολία να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Έσωνε ζωές και μετά το ξεχνούσε. Πήγαινε στις πιο δύσκολες αποστολές, σ’ όλα τα μέρη του κόσμου για να δώσει διαβατήριο σε κάποιον κυνηγημένο, λες και πήγαινε ν’ αγοράσει τσιγάρα από το ταμπά της γειτονιάς του.

   Τα γαλλικά κονιάκ δεν μπόρεσαν να μας φτιάξουν τη διάθεση. Αυτό που κανονικά θα έπρεπε να μας χαροποιεί, μας είχε ρίξει σε κατάθλιψη. Φτάνοντας στο Ελληνικό είχε μαζευτεί κόσμος για να υποδεχτεί κάποιον πολιτικό που εμείς δεν ξέραμε. Οι παλιοί κομματικοί μηχανισμοί, ύστερα από εφτά χρόνια χειμερίας νάρκης, είχαν ξυπνήσει. Αν και περάσαμε κανονικά τον έλεγχο, ο Νίκος έδειχνε λίγο τρομαγμένος. Στο Σύνταγμα πέσαμε σ’ ένα συλλαλητήριο. Κρατούσαν φωτογραφίες του Καραμανλή. Οι πανηγυρισμοί, οι σημαίες, τα κλάξον έκαναν το Νίκο περισσότερο σαρκαστικό απ’ ό,τι συνήθως. Βρήκε τις εκδηλώσεις αυτές απολύτως σύμφωνες με την εθνικιστική παράδοση. Θα μπορούσε να ήταν η υποδοχή ενός νέου Παπαδόπουλου. Όλοι τους, μου είπε, κουνούν μια ελληνική σημαία και νομίζουν πως έτσι εξαλείφουν τις ενοχές τους για την αδράνεια της εφταετίας. Τώρα πιστεύουν  σ’ ένα μεσσία, γιατί δεν πιστεύουν στον εαυτό τους.

   Ήμουν έτοιμος να ενθουσιαστώ, αλλά κάτι με συγκρατούσε. Ήταν σίγουρο πως την πολιτική λύση είχε επεξεργαστεί η CIA. Η Αμερικάνικη εξωτερική πολιτική δε χρειαζόταν πλέον χούντες. Το μάθημα του Βιετνάμ είχε ένα πολύ ακριβό τίμημα. Τα χιλιάδες φέρετρα που έφταναν αμπαλαρισμένα με την αστερόεσσα, δεν μπορούσαν να κρύψουν τη σφαγή της αμερικάνικης νεολαίας για το τίποτα. Πέρασε η βδομάδα χωρίς να το καταλάβω. Στους χώρους της νεολαίας υπήρχε αναβρασμός. Ιδιαίτερα οι φοιτητές είχαν ένα Πολυτεχνείο στην πλάτη τους και δεν ήταν πρόθυμοι να το ξεχάσουν. Εδώ υπήρχε μια τομή που δεν έβλεπε ο Νίκος. Από τη δικιά μας οργάνωση είχαν μείνει λίγα πράγματα. Υπήρχε όμως μια τάση για συνεργασία κι ενότητα με άλλες ομάδες. Τα νέα που τους έφερα απ’ έξω δεν ήταν ενθαρρυντικά. Η ιδέα της ίδρυσης μιας Νέας Διεθνούς είχε συντριβεί κάτω από το βάρος της μεγαλομανίας του σχεδίου. Κάθε εθνικό τμήμα είχε τη δικιά του καθαρότητα που ήθελε να την επιβάλει στους άλλους, σκορπώντας αφειδώς χαρακτηρισμούς. Αυθορμητιστές οι μεν, Μαοαναρχικοί οι δε, Σταλινομαοϊκοί οι άλλοι ή Παλαιοτροτσκιστές. Αποτέλεσμα αυτών των ανελέητων πολεμικών ήταν η σταδιακή αποχώρηση των διάφορων εθνικών τμημάτων που με τη σειρά τους άρχισαν να διασπώνται.

   Το τελευταίο βράδυ στην Αθήνα μαζευτήκαμε αυτοί που θα κάναμε ένα νέο ξεκίνημα, από μηδενική βάση αυτή τη φορά και με εντελώς συγκεκριμένους και προσγειωμένους στόχους. Η παραγωγή νέων ιδεών, η δημιουργία μιας άλλης σκέψης ήταν τον ζητούμενο. Είχαμε όλοι συμφωνήσει πως αυτά που ξέραμε έπρεπε να τα ξεχάσουμε. Είπα στο Νίκο να έρθει. Αυτός όλη την εβδομάδα δεν είχε δει κανέναν ιδιαιτέρως, αλλά είχε μιλήσει με εκατοντάδες, προφασιζόμενος τον δημοσιογράφο. Με το μαγνητοφωνάκι του γύριζε στις ουρές των λεωφορείων, στο ΙΚΑ, στις τράπεζες, στα νοσοκομεία κι όπου αλλού ήταν μαζεμένος κόσμος και τους έκανε διάφορες παράξενες ερωτήσεις. Πώς βλέπουν τη σχέση Δημοκρατίας και Συγκοινωνίας, Υγείας και Ποιότητας Ζωής. Εκείνοι, με τη σειρά τους, τον ρωτούσαν αν τους κάνει πλάκα.

   Ο Νίκος έφτασε καθυστερημένος και με μια έκπληξη. Μαζί του είχε το Ράμπλο και τη γυναίκα του. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν που γνώριζαν αυτό τα μυθικό πρόσωπο με την εμφάνιση του εγγλέζου αριστοκράτη και σίγουρα θα τους ήταν αδιανόητο να τον φανταστούν συνομιλητή του Κάστρο και του Γκεβάρα. Αυτό που άρεσε πιο πολύ στα παιδιά, ήταν η θέση του, πως η Ελλάδα μπαίνει στη φάση ανασυγκρότησης του κινήματος κι είμαστε  στο στάδιο της πρώτης προεπαναστατικής περιόδου. Όλοι πρέπει να στρατευθούμε κι όλοι πρέπει να γυρίσουν από το εξωτερικό. Ο αγώνας θα κριθεί εδώ. Διέκρινα ένα ειρωνικό χαμόγελο στο Νίκο. Όλο το βράδυ δεν είπε λέξη. Την άλλη μέρα στο αεροπλάνο της επιστροφής είχε ξεκαθαρίσει τις απόψεις του, που μ’ άγγιξαν χωρίς να με πείσουν. Θυμάμαι καλά τα λόγια του.

   «Αυτός ο λαός δεν έχει ιδέα τι θα πει Δημοκρατία ή Ανθρώπινα Δικαιώματα. Την πολιτική τη φαντάζεται με όρους φιλοδωρήματος. Ψηφίζω αυτόν που θα μου δώσει αντάλλαγμα. Δηλαδή δεν έχει πολιτική σκέψη. Άρα στις προσεχείς εκλογές, θα ψηφίσει αυτόν που θα υποσχεθεί περισσότερους διορισμούς. Ο δικός μας χώρος, και βάλε και το ΚΚΕ μέσα, έχει κάνει τη διάσπαση ιδεολογία. Πράγμα που σημαίνει πως μπαίνει σε μια φθίνουσα διαδικασία. Για μένα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ή πουλιέσαι σε κάποιο μεγάλο κόμμα ή κάθεσαι και μιζεριάζεις στην γκρούπα σου που θα μπορούσε να ήταν ένας όμιλος μεγαλοστομίας. Ίσως ύστερα από είκοσι, τριάντα χρόνια κάτι θα μπορούσε να γίνει κι αυτό είναι αβέβαιο. Δεν έχω κανένα κόμπλεξ για τη συμμετοχή μου στα κοινά. Άρα είμαι ελεύθερος να αποφασίζω. Η Ελλάδα δε μου κάνει. Μπαίνουν καινούργια πράγματα στη ζωή μου. Η Βαρβάρα περιμένει παιδί. Μου το είπε χθες στο τηλέφωνο».

   Θεώρησα μάταιο να του απαντήσω. Είχα τρεις ζωές και δεν ήθελα ν’ αφήσω καμία. Ήμουν πεπεισμένος πως η επιστροφή μου στην Ελλάδα ήταν αναγκαία για ένα νέο ξεκίνημα. Έπρεπε πάση θυσία να τελειώσω το ντοκτορά μου στο Παρίσι. Και όλα αυτά έπρεπε να γίνουν μ’ ένα μικρό παιδί και με μια γυναίκα που είχε κάνει κάθε άλλη μου εμπειρία μακρινή. Τα πάντα πια τα έβλεπα μαζί της. Και το διαπίστωσα ακόμα πιο έντονα όταν έφτασα σπίτι. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμπαινα σ’ ένα σπίτι κι είχα μια οικογένεια να με περιμένει. Η Βαρβάρα είχε ανθίσει από την εγκυμοσύνη κι είχε τα χρώματα της Άνοιξης. Περάσαμε όλοι μαζί ένα υπέροχο βράδυ που κατέληξε σε μια γιορτή. Έπαιξε πιάνο η Ελένη κι ο Νίκος βιολί. Ακούστηκε στον πάνω όροφο και κατέβηκαν κι αυτοί. Ο Νικολά είχε επαναστατήσει και δεν ήθελε να πάει για ύπνο. Εδώ, σ’ αυτό το γλέντι κατάλαβα πως η Χούντα είχε πέσει και χάρηκα. Πράγμα που το πρόσεξε αμέσως η Ελένη. Όταν βρεθήκαμε μόνοι μου είπε:

   «Τόσα χρόνια που σε ξέρω, πρώτη φορά βλέπω το πρόσωπό σου έτσι. Δείχνεις χαρούμενος και δε με έχεις συνηθίσει έτσι. Αυτό μου δημιουργεί εμπιστοσύνη για να σου πω κάτι που το έχω σκεφθεί από καιρό. Δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω παιδί και μη ρωτάς γιατί. Αλλά αν θα έκανα, θα ήθελα να ήταν από σένα. Δεν αυτοσχεδιάζω, σου λέω αυτό που θέλω. Δεν ήρθα μαζί σου περιστασιακά. Ήρθα να μείνω μαζί σου για όσο διάστημα εσύ θα με θέλεις. Ξέρω πως μπορείς ν’ αλλάξεις, ο καθένας μας μπορεί ν’ αλλάξει, αλλά με σένα μπορώ να μοιραστώ ολόκληρη τη ζωή μου. Να δω την κοιλιά μου να καρπίζει, να είσαι μαζί μου στη γέννα, να με βλέπεις να θηλάζω και να μοιράζεσαι την περηφάνια μου που έγινα μητέρα. Να δούμε μαζί τα πρώτα του βήματα και ν’ ακούσουμε τις πρώτες του λέξεις.

   Τα μαθήματα στη Σχολή τα είχα φορτώσει στον κόκορα. Και όταν πήρα το γράμμα από το Ναρέ που μου ζήτησε να τον δω την Πέμπτη, τη μέρα του ραντεβού του, κατάλαβα πως θα μου τράβαγε τα αυτιά. Ήταν κάτι παραπάνω από αυστηρός. Σχεδόν αξίωσε να ξεχάσω την Ελλάδα και να αφοσιωθώ στις σπουδές μου. Τόνισε πως δεν μπορούμε να είμαστε διασπασμένοι όταν θέλουμε να προχωρήσουμε μια δουλειά σε βάθος. Οι καλόγεροι δεν έγιναν για πλάκα. Σε κάτι που πιστεύουμε χρειάζεται υψηλή αφοσίωση. Τον άφησα να μιλάει και μου έκανε εντύπωση πως δεν είχε βρει κάποιο επιχείρημα να με πείσει. Αυτά θα μπορούσε να τα πει ο καθένας. Αλλά τελικά το βρήκε:

   «Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες, έλεγε ο Μπρεχτ, στο «Γαλιλαίο». Ειλικρινά δε βλέπω τι θα μπορούσε να κάνεις τώρα που δεν μπορείς να κάνεις ύστερα από δύο ή πέντε χρόνια. Ψάξε να δεις για ενοχές ή αν σ’ ενδιαφέρει η καριέρα. Αλλά, προς Θεού, μη χρησιμοποιείς επαναστατικό άλλοθι για μια πνευματική οκνηρία που είναι σύμφυτη με την πνευματική εγρήγορση».

   Αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό μου, όταν πήγαμε στο φαρμακείο να πάρουμε τα αποτελέσματα της ανάλυσης ούρων. Η Ελένη ήταν έγκυος…

Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Ο Λοιμός» του Αντρέα Φραγκιά (1921-2002) (εκδ. Κέδρος, 1972, 12η έκδοση 2019)

............................................................






Αντρέας Φραγκιάς (1921-2002)





·       Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Ο Λοιμός» του Αντρέα Φραγκιά (1921-2002) (εκδ. Κέδρος, 1972, 12η έκδοση 2019)


         (σ.19-21)

   …Εκείνο το καλοκαίρι, ο αέρας κόπασε για λίγο κι’ έπεσαν στον τόπο σύννεφο οι μύγες. Τσιμπούσαν τα μάτια, σούβλιζαν το πετσί, βούιζαν στη βαρειά ζέστη κι άλλοτε σηκωνόταν ένας μαύρος γυαλιστερός κουρνιαχτός προς τη μεριά των αφοδευτηρίων. Παχιές, καλοθρεμμένες , καλοκαιριάτικες μύγες. Χρύσιζαν στον ήλιο, πάνω στους τοίχους και στα κατάλευκα ασβεστωμένα πεζούλια. Αλλά κι αυτές τις συνηθίζεις, λες και είναι ένα στοιχείο του τόπου, όπως ο άνεμος, τα βράχια, η ζέστη. Κανείς δεν τους έδωσε τότε σημασία. Όταν σ’ ενοχλούσαν τις έδιωχνες με μια κίνηση από τα μούτρα σου και τελείωνες.

   Ένα μεσημέρι, όμως, τα μεγάφωνα σάλπισαν προσοχή, οι άσπρες μπλούζες σφύριζαν κι αλώνιζαν τον τόπο κι’ ερευνούσαν τους τάφους να μη μείνει κανείς μέσα. Όλα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θ’ ανακοινωθεί. Κάθε τι, όμως, εδώ λέγεται πολύ σοβαρά κι’ έτσι, πάλι, κανείς δεν έδωσε σημασία. Καινούργια σφυρίγματα, προσταγές, θούρια και παιάνες για ν’ αναγγελθεί η απόφαση:
   «Μπροστά  στο φοβερό κίνδυνο που διατρέχουμε – για την υγεία, την καλή διαβίωση και τον πολιτισμό -  πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε τη φοβερή επίθεση, να εξοντώσουμε το μίασμα και ν’ απαλλάξουμε τον τόπο από την απειλή! Στον αγώνα αυτόν θα μετρηθεί η συμβολή εκάστου και θα αποκαλυφθούν οι αδιάφοροι. Πρέπει να εξοντώσουμε τις μύγες! Προς τούτο, έκαστος υποχρεούται, ως ελάχιστον αντίτιμο, για να απολαμβάνει τα αγαθά του τόπου, να παραδίδει τουλάχιστον είκοσι μύγες την ημέρα. Οι απρόθυμοι θα υποστούν βαρύτατες κυρώσεις.»

   Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά για να μην υπάρχει καμμιά αμφιβολία. Όποιος δε φέρει το βράδυ τις είκοσι μύγες, μαύρη του μοίρα. «Θα τις συλλάβετε χωρίς να χαλαρωθεί, βεβαίως, στο ελάχιστο ο ρυθμός των άλλων εργασιών.» Κι’ όταν εδώ λέμε πρέπει, σημαίνει «πρέπει».
   Ένας ειδικός ομιλητής εξήγησε σ’ επίσημη συγκέντρωση, για τη μεγάλη σταυροφορία που θα φέρει στον τόπο την κάθαρση και την εξυγίανση. Τόνισε το βαθύτερο νόημα της ευγενικής αυτής προσπάθειας, την αέναη πάλη με τις δυνάμεις του κακού, μίλησε για τους φορείς των ζωικών και των ηθικών μολύνσεων, για την λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση, για τις συμβολικές προεκτάσεις ενός τέτοιου χρέους.

   Μετά τις πρώτες φράσεις, κανείς πια δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Η φωνή του παλλόταν από συγκίνηση, καθώς μιλούσε για την «ηθική ανάπλαση, για τον εξαγνισμό των ψυχών από τις συντριπτικές αμαρτίες που βαραίνουν τις συνειδήσεις», και για την ανάγκη της καθημερινής εξιλαστήριας προσφοράς, «ώστε ύστερα από αρκετούς αιώνες δοκιμασίας να είναι δυνατόν μερικοί άξιοι…»
   Μίλησε, πραγματικά, με μεγάλη έξαρση και ανάταση, λίγο ακόμα και θ’ αποκτούσε κι αυτός φτερά να πετάξει…



         (σ. 71-74)

   …Στο γεφύρι ακούστηκαν σφυρίγματα. Όσοι τροφοδοτούσαν με πέτρα, νερό κι ασβέστη το μεγάλο, το σπουδαίο, το υπέροχο, το μνημειώδες αυτό έργο υποχρεώθηκαν να αφήσουν τα υλικά και να περιμένουν. Οι χτίστες έμειναν με το ράμμα και το μυστρί στο χέρι. Κάτι παράξενο θα συνέβη γιατί άρχισαν να μαζεύονται από παντού, μαύρισαν από κόσμο οι πλαγιές και η παραλία. Το μεγάφωνο άλλαξε σκοπό. Ακούστηκε επίσημη και κατανυκτική μουσική, παρακλήσεις ελέους και δοξαστική μεγαλοσύνη. Ύστερα αντήχησαν κοφτά συγκρατημένα εμβατήρια και άλλα που έκφραζαν αγωνία, οδύνη και παφλασμό ορμής στην έξαρση κάποιας μάχης. Ακολούθησαν πένθιμα κι’ αργά κομμάτια, με τη σκοτεινιά και την απελπισία κάποιου τέλους που πλησιάζει.

   Όταν συμπληρώθηκε η συγκέντρωση, κάποιος ανέβηκε στη σκαλωσιά και εξήγησε με ηρεμία, σα δάσκαλος, την ιστορική και συμβολική σημασία του μεγάλου έργου. Ο λόγος θα τραβούσε πολύ. Η εισαγωγή για τα τεχνικά έργα, που χαρακτήρισαν τους αρχαίους πολιτισμούς, ακόμη να τελειώσει.
   Τότε, κάποιος, που καθώς φαίνεται είχε μεγάλες αρμοδιότητες, τράβηξε από το μπράτσο τον ανιαρό δάσκαλο, στάθηκε στη θέση του και φώναξε:
   «Το γεφύρι τούτο στοίχειωσε σαν το γεφύρι της Άρτας. Κι’ επειδή οι καθυστερήσεις αυτές είναι ανεπίτρεπτες, στις κρίσιμες περιστάσεις χρειάζονται ριζικές λύσεις. Ο ρυθμός της εργασίας δείχνει επικίνδυνη ομαδική νοσηρότητα, εξασθένιση του πνεύματος της προόδου, ηθελημένη και πείσμονα κωλυσιεργία.»

   Κάποιος άλλος πρόσταξε:
   «Να κατέβουν οι ανίκανοι χτίστες και να παραταχθούν εκεί!»
   Οι χτίστες, τα μαστορόπουλα κι’ οι βοηθοί άφησαν τα μυστριά και τα αλφάδια.
   Αυτός που αποφασίζει γύρισε και φώναξε:
   «Έλα τώρα και συ πρωτομάστορα!»
   Και τον έδειξε με το δάχτυλο.
   «Αυτός είναι ο μέγας υπεύθυνος! Τον παραδίδω στην κοινή περιφρόνηση.»
   Κάποιος καινούργιος παρουσιάστηκε στη σκαλωσιά. Έδειχνε ότι ήταν κουβαλητής λάσπης. Είπε:
   «Πολύ σωστά! Είμαστε υπεύθυνοι, μας αξίζει κάθε ποινή και δεν έχουμε δικαίωμα σε καμμιά* επιείκεια. Τώρα βλέπουμε ότι ένα αρνητικό πνεύμα νάρκωνε την εργασία, μας μόλυνε σιγά-σιγά και επιβράδυνε το ρυθμό μας… Ευχαριστούμε εκείνους που μας βοήθησαν να το καταλάβουμε. Περιμένουμε τη δίκαιη κρίση…»
   Μερικοί επαγγελματίες ζητωκραυγαστές, παρακολουθητές και κράχτες προσπάθησαν να δημιουργήσουν κάποιο κλίμα επιδοκιμασίας, αλλά οι φωνές τους πάγωσαν χωρίς συνέχεια. Απλώθηκε ένας θολός θόρυβος.
   Είκοσι χτίστες και διπλάσια μαστορόπουλα οδηγήθηκαν με τιμητική συνοδεία στη χαράδρα. Πέρασαν μπροστά απ’ όλους και πήραν το μονοπάτι το γνωστό και το ανηφορικό. Ο πρωτομάστορας δε γύρισε να κοιτάξει κανέναν, σα να το περίμενε. Κλώτσησε ένα πετραδάκι κι ακολούθησε πίσω από τους άλλους.
   «Εσύ στάσου!» του φώναξε ο αρμόδιος. «Πες μας γιατί καθυστέρησες το έργο.»
   «Το έργο προχωρεί κανονικά», απάντησε ο πρωτομάστορας.
   «Το καθυστερείς σκόπιμα. Να το ομολογήσεις…»
   Το στόμα του πρωτομάστορα έμεινε κλειστό και έτσι η τιμωρία που τον περίμενε ήταν πια αναγκαία και δίκαιη.
   Η τελετή έγινε τέλεια, οι παρατάξεις και οι συνοδείες άψογες, το νόημα πολύ διδακτικό. Ο μέγας υπεύθυνος, ο ελεεινός πρωτομάστορας κλείστηκε σ’ ένα κλουβί, στον απέναντι λόφο για να τον βλέπουν όλοι και να φρονηματίζονται. Από την κατάλληλη αυτή θέση θα παρακολουθεί την πρόοδο του έργου και θα συναισθάνεται τις ευθύνες του. Πλέξανε γύρω του εφτά βόλτες αγκαθωτό συρματόπλεγμα, σχημάτισαν κι’ άλλα στεφάνια πιο κάτω, για να μην τον πλησιάζει κανένας και του κόβει τη θέα προς το έργο που δεν ήταν άξιος να τελειώσει. Και πάλι η μεταχείριση  ήταν επιεικής. Δε χτίστηκε κανένας, όπως ιστορεί η παράδοση. Ο ένοχος στήθηκε όρθιος στο λόφο να τον ξεραίνει ο ήλιος κι’ ο άνεμος. Του πέταξαν, σα να τον πετροβολούσαν, ένα κομμάτι ψωμί από μακριά, του ρίξανε κι’ ένα παγούρι νερό αλλά, αυτός που ανέλαβε, δεν είχε τόση δύναμη και το παγούρι έπεσε ανάμεσα στα συρματοπλέγματα…



         (σ.91 – 92)

   …Κι’ αφού ούτε ακούς, ούτε βλέπεις γύρω σου, άνοιξες το κουτάκι σου να γνωρίσεις αυτό το μικρό ζώο, την πολύτιμη μύγα σου. Ένας μαύρος κόμπος γεμάτος φυσική ενέργεια κείτεται στη χούφτα σου. Τα διάφανα φτερά της με τις συμμετρικές διακλαδώσεις των νεύρων τους, έχουν μια υπέροχη διάταξη. Τα κομψά πόδια της δεν σταματούν ποτέ, οι αρθρώσεις τους κρύβουν τεράστια δύναμη. Αν είχες και συ γόνατα από ατσάλι… Και τα μάτια της!... Τώρα είναι νεκρά. Την έπιασε απαλά με το δάχτυλο και την κοίταξε προσεχτικά. Όλος ο κόσμος σκεπάστηκε απ’ αυτή τη μύγα που γιγαντώθηκε κι’ έγινε ένα φτερωτό τέρας με εξογκωμένα γυαλιστερά μάτια, σουβλερό ρύγχος, δαγκάνες, αδηφάγα σαγόνια, κεραίες, θώρακα και σιδερένια πολύσπαστα πόδια. Ένας πανίσχυρος και τέλειος οργανισμός, με σκοτεινή κι’ ανεξιχνίαστη βούληση κλεισμένη σ’ αυτό το τριχωτό μέταλλο. Η πρησμένη κοιλιά της από ταιριασμένα τσέρκια γεννάει χιλιάδες αυγά, οι κεραίες πιάνουν περίεργα μηνύματα, η βουλιμία οδηγεί το θηρίο παντού. Αυτή η μηχανή έχει κέλυφος, αρμούς, σηματολήπτες, οφθαλμούς μεγάλους κι’ εποπτικούς, γαστέρα, ρύγχος που τρυπάει. Ένα ρίγος φρίκης σε διατρέχει μπροστά σ’ αυτό το ζώο με την τερατώδη δύναμη που του δίνει ο ακατανόητος μηχανισμός του.

   Ο ομιλητής μάλλον θ’ άλλαξε, τώρα ακούγεται μια πιο βαρειά φωνή, άψυχη και ισοπεδωμένη. Σα να διαβάζει νυσταγμένος κάτι που δεν το καταλαβαίνει.
   Μια μύγα! Την κοιτάς, τη γυρίζεις ανάποδα, την τρίβεις στο δάχτυλό σου. Ο θώρακας είναι σκληρός. Μια άλλη βαθμίδα με διαφορετική οργάνωση, μια προϊστορία σε κάποιο παρακλάδι της ζωής. Αν βρεθεί μέσα σε πυκνά σύννεφα από μύγες θα μείνεις σκελετός. Και σ’ έπιασε πάλι τρόμος, όπως όταν άκουγες παιδί για τους τερμίτες που διαβαίνουν κατά κύματα και αφήνουν πίσω τους σκελετούς από βουβάλια, αγελάδες, άλογα κι’ ό,τι άλλο ζωντανό βρεθεί στο δρόμο τους.

   Η φωνή του ομιλητή χαμήλωσε ακόμα περισσότερο. Σα να μουρμουρίζει κάποια προσευχή χιλιάδες φορές, όπως του όρισε για τιμωρία κάποιος εξομολογητής.
   Πέρα, η θάλασσα σκούρηνε, ο ήλιος γέρνει, σ’ όλα απλώνεται μια ερημιά. Δεν ακούγεται πια ούτε ψίθυρος. Κοίταξες πάλι τη μύγα σου. Γελοίο απόχτημα. Έγειρες την παλάμη, το ζώο κύλησε, έπεσε χάμω και το πάτησες χωρίς να το ξαναδείς…



         (σ.134-138)


…Πάλι ακούστηκαν αλαλαγμοί. Είναι τα καληνυχτίσματα των ανάξιων παιδιών εμπρός στο απόμερο σπίτι του λόφου. Έγινε πια έθιμο. Τα πλήθη συρρέουν αυθόρμητα, ζητωκραυγάζουν και, αφού ευχηθούν, ικετεύουν μεγαλοθυμία και συχώρεση. Πολλοί το ρίχνουν στο αστείο, τρέχουν περισσότερο για τη φασαρία, ξεσπάνε και ουρλιάζουν για να τονίσουν την υπερβολή. Είναι κάτι σαν παιχνίδι. Γυρίζουν ξαναμμένοι και βραχνοί από τις φωνές, αλλά στο βάθος είναι ευχαριστημένοι, γιατί ξέρουν ότι όσο κι αν φαίνεται αστείο, η προθυμία σ’ αυτή την άσκηση γράφεται στο λογαριασμό σου.

   Ένα απόγεμα, αφού ακούστηκαν όλα τα καθιερωμένα, από αστείο ή υπερβολή, ένας έμεινε γονατιστός στα πέτρινα σκαλοπάτια και συνέχιζε το θρήνο. Οι άλλοι τέλειωσαν κι’ έφυγαν, αυτός όμως έκλαιγε με σπαραγμό. Οι φρουροί παραξενεύτηκαν. Θέλησαν μάλιστα να τον διώξουν, ακόμα και να τον τιμωρήσουν, γιατί τόση υπερβολή έκρυβε ειρωνεία και γελοιοποίηση. Έκλαιγε στ’ αλήθεια, δερνόταν κι έτσι τα όργανα δίστασαν να τον χτυπήσουν. Εξ άλλου, το σπίτι ήταν κλειστό, ακατοίκητο, δεν θα τους καταλόγιζαν ευθύνες. Άσ’ τον να χτυπιέται. Αυτός συνέχισε το κλάμα του, δεν ενοχλήθηκε διόλου από την παρουσία τους, θρηνούσε γοερά, τα δάκρυα σούρωναν στα μάγουλά του, τα χείλια του έτρεμαν. Ύστερα, το γύρισε σ’ ένα μονότονο μοιρολόι, σ’ ένα άσμα πολύ λυπητερό. Δεν ξεχώριζαν τι μπορούσε να λέει ένας τόσο μακρόσυρτος μονόφωνος σπαραγμός. Κάποιος ζόρικος τον σκούντησε και του είπε ότι παρατράβηξε πια αυτή η κωμωδία, ότι κανένας δεν τον ακούει, αλλά αυτός του έκανε νόημα να τον αφήσει ήσυχο, σα να του έλεγε ότι δεν είχε δικαίωμα να μπερδεύεται σε μια τόσο προσωπική υπόθεση, όπως είναι το πένθος του άλλου. Τα όργανα έμειναν ζαρωμένα σε μια γωνιά, ίσως γιατί κατάλαβαν ότι είχαν κάποτε κι’ αυτοί την ανάγκη να κλάψουν. Επειδή ο θρήνος παρατραβούσε, ένα όργανο φώναξε τον επόπτη. Παρακολούθησε κι’ αυτός αρκετά, ύστερα βαρέθηκε και κάλεσε το γιατρό. Όταν τον σήκωσαν στα χέρια, αυτός δερνόταν με κλάματα και φώναζε: «Τι άλλο θέλετε από μένα; Έκανα ό,τι μου ζητήσατε. Τ’ αρνήθηκα όλα· και τη μάνα που με γέννησε…»

   Τέτοια περιστατικά δεν συμβαίνουν συχνά. Οι καληνύχτες συνεχίζονται, στα σοβαρά ή στ’ αστεία αδιάφορο.
   Κάποιος γύρισε εξουθενωμένος από το λόφο και ρώτησε τον γείτονά του:
   «Τι άλλο μπορώ να κάνω για ν’ απαλείψω το στίγμα από πάνω μου;»
   «Βέβαια, πρέπει να το σκεφτούμε…» απάντησε αόριστα ο γείτονας, γιατί σκέφτηκε ότι τούτος εδώ θα είναι βαλτός. Αυτά λέγονται μόνο από το μεγάφωνο.
   «Είναι τάχα αρκετά όσα έχω κάνει;»
   «Μα γιατί ρωτάς εμένα, πού να ξέρω;»
   «Μήπως μπορείς να με συμβουλέψεις.»
   «Αφού θέλεις να βγάλεις το στίγμα, κάνε ό,τι νομίζεις…»
   «Υπάρχει κανείς που να μη θέλει; Ξέρεις κανέναν τέτοιον;»
   «Δεν ξέρω, αλλά θα υπάρχει… Τι τους θέλεις αυτούς;»
   «Να τους ρωτήσω πώς σκέφτονται. Εμείς οι στιγματισμένοι…»
   Η συνέχεια της κουβέντας έγινε δύσκολη. Ο γείτονας απαντούσε αόριστα. Ο στιγματισμένος ήθελε να μάθει τη διαδικασία για ν’ απαλλαγεί το γρηγορώτερο. Κι’ απευθύνθηκε σ’ έναν ειδικό. Τον τελευταίο καιρό έχουν αυξηθεί τα τραπεζάκια με τους αιτησιογράφους και τους επιστολογράφους που προσφέρουν κάθε είδους εξυπηρέτηση και διευκόλυνση στον πληθυσμό. Επειδή πολλοί δεν προφταίνουν κι’ οι περισσότεροι γυρίζουν κατάκοποι απ’ τις εργασίες τους, η ανάγκη επέβαλε αυτό το επάγγελμα. Οι άνθρωποι αυτοί προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και γλυτώνουν πολλούς από τον κίνδυνο να θεωρηθεί απροθυμία ή άρνηση μια εκφραστική δυσκολία που μπορεί να έχουν μερικοί. Είναι να τους θαυμάζεις πόσο γρήγορα τρέχει η πέννα τους στο χαρτί, με πόση ευκολία γεμίζουν τις κόλλες και πόσο πετυχημένες εκφράσεις βρίσκουν.

   «Σε παρακαλώ, μπορείς να μου υποδείξεις τον τρόπο ν’ απαλείψω γρήγορα και αποτελεσματικά το στίγμα;»
   «Κάθησε. Πρέπει πρώτα να εκτιμήσουμε σωστά το μέγεθος, το βάθος και το είδος του στίγματος. Μερικοί λεκέδες φεύγουν με το νεράκι, άλλοι ούτε με το νερό, μόνο να τους ξύσεις. Αυτοί οι λεκέδες είναι ένα ξένο σώμα στην επιφάνεια. Υπάρχουν όμως κι’ άλλοι που θέλουν ειδικές ουσίες κι’ άλλοι που δεν φεύγουν με τίποτα, ακόμα κι αν γδάρεις το πετσί σου.»
   «Μπράβο, εσύ τα λες καλά, θέλω να με συμβουλέψεις…»
   «Εγώ θα σου πω μόνο τι χρειάζεται, επειδή μου το ζήτησες. Άλλοι θα κρίνουν αν άρχισε να εξαλείφεται το στίγμα.»
   «Θα νοιώσω μια μεγάλη ανακούφιση τη μέρα που θα καταλάβουν ότι άρχισε να φεύγει.»
   «Πες μου πρώτα, γιατί το θέλεις τόσο πολύ;»
   «Κουράστηκα… Το λέω μόνο σε σένα», είπε σιγά ο στιγματισμένος.
   «Δηλαδή, αν κατάλαβα, δεν έχεις μετανοιώσει, αλλά θέλεις μόνο να βγάλεις το στίγμα επειδή, καθώς λες, κουράστηκες.»
   «Ναι, κάπως έτσι.»
   «Τότε το ζήτημα είναι πιο σύνθετο. Για πες μου τα όλα από την αρχή για να σε συμβουλέψω πιο σωστά.»
   Ο στιγματισμένος άρχισε να εξιστορεί τα διάφορα περιστατικά του βίου του. Αυτό όμως χρειάστηκε πολλές ώρες, άρχισε να χαράζει κι ακόμα να τελειώσουν. Από κουβέντα σε κουβέντα οι ιστορίες μπλέχτηκαν, έπρεπε να εξηγήσει πάρα πολλά.
   «Δεν φανταζόμουν ότι είναι τόσο δύσκολο ν’ απαλείψει κανείς το στίγμα», μουρμούρισε νυσταγμένος αυτός που ζήτησε μια αποτελεσματική συμβουλή.
   «Το δικό σου είναι πολύ βαθύ, θα χρειαστεί ίσως να γδάρεις το πετσί σου…», τον συμβούλεψε ο εξυπηρετικός αιτησιογράφος.



         (σ. 139-140)

   Οι πέτρες γίναν πάλι ασήκωτες κι’ ο δρόμος ατέλειωτος από νταμάρι ως τους υπέροχους κρεμαστούς κήπους. Κουβάλησαν καινούργια φυτά. Αυτοί που τα φέρανε μοιάζανε μ’ ένα κήπο που περπατούσε. Είπαν πως είναι δέντρα ειδικά, απ’ αυτά που αντέχουν στην  έρημο, σπάνια είδη από ξωτικές χώρες, γιατί πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε οι κήποι. Τα τελειωμένα παρτέρια είναι γεμάτα φρέσκο χώμα, το φέραν κι αυτό απ’ αλλού. Φέραν ειδικούς θάμνους, λιπάσματα, σπόρους που βλασταίνουν στα βράχια, μήπως και τούτη η γη δεχτεί κάποια φύτρα.

   Μια άλλη ομάδα έφερε νερό με βαρέλια για να ποτιστούν τα καινούργια παράξενα φυτά. Η ομάδα που παράλαβε τα βαρέλια δε μπόρεσε  να πιει ούτε μια γουλιά. Μερικοί αποπειράθηκαν να βρέξουν το χέρι τους για να χαρούν τη δροσιά του. Όλο το νερό χύθηκε λαγαρό και δροσερό, στο χώμα, στα καινούργια περίεργα φυτά. Και, για να μη νομίσει κανείς ότι η διοίκηση απογοητεύτηκε, σ’ ένα πλάτωμα χτίσανε παγκάκια· και φαρδύ υπόστεγο για τις περικοκλάδες. Εδώ θα πλεχτούν κάποτε λουλούδια, που θα προσφέρουν τον ίσκιο και την ερημική γαλήνη τους σε όποιον θα έρχεται να ξαποστάσει και να συλλογιστεί. Ένας πλατύς δρόμος ενώνει τους κήπους με την πολιτεία.

   Όλα σταμάτησαν μονομιάς, κάτι παράξενο έγινε. Ένας κατρακύλησε από ψηλά μαζί με την πέτρα του. Το μονοπάτι ήταν στενό. Τον έριξε ο ήλιος, ίσως και το δροσερό νερό που έτρεχε σπάταλα στα καινούργια φυτά. Μπορεί να είχε ξεχαστεί ζαλισμένος και παραπάτησε.
   Μια άλλη σειρά που κυλούσε στον πάτο της χαράδρας βρέθηκε μπροστά στον πεσμένο.
   «Μην τον αγγίξει κανείς», ούρλιαξε από ψηλά ο ρυθμιστής, μόλις είδε ότι μερικοί θέλησαν να τον σηκώσουν.
   Στάθηκαν όλοι. Πάλι το όργανο φώναξε κι’ η προσταγή του αντήχησε σ’ όλη τη χαράδρα:
   «Θάψτε τον με τις πέτρες!»…



         (σ. 209-212)


   Ύστερα, ήρθε η σειρά άλλου. Ένας τετράγωνος άνθρωπος προχώρησε. Κρατούσε μακρύ ραβδί. Στάθηκε στην κανονική απόσταση, ζύγισε το ραβδί του κι άρχισε να χτυπάει με όλη του τη δύναμη. Μια, δυο, τρεις, είκοσι… Έσφιξε τα σαγόνια του, σάλιωσε τις παλάμες του και ξανάρχισε με τα πόδια κάπως ανοιχτά για να στηρίζεται καλύτερα. Είχε μια ρυθμική κίνηση, δεν έχανε δευτερόλεπτο… Ούτε έβγαζε λέξη. Μπορούσε να χτυπάει ως το πρωί, ώσπου να σπάσει ο χοντρός κορμός που ήθελε να ρίξει. Ακουγόταν η αναπνοή του, ένας ρυθμικός αχός από τα βάθη του στήθους του.

   «Αρκεί…» τον έκοψε κι αυτόν ο εξεταστής.
   «Πώς σου φάνηκε; να προαχθεί;»
   Ο άνθρωπος με τον κίτρινο σκούφο σηκώθηκε πάλι.
   «Πες μας τη γνώμη σου γι’ αυτόν», ρώτησε πάλι ο πρόεδρος.
   «Δεν ανήκω στην εξεταστική επιτροπή»,  απάντησε ο δαρμένος. «Ξυλοκόπος σωστός!...»
   «Ναι, αλλά δεν έκοψε το δέντρο.»
   «Αφήστε με να συνεχίσω και θα το κόψω…» πετάχτηκε ο τετράγωνος υλοτόμος.
   Τότε ο πρόεδρος γύρισε στον εξεταζόμενο και έκανε τις παρατηρήσεις του:
   «Βάζεις μόνο μυϊκή δύναμη, δεν συμμετέχεις…»
   «Τι άλλο να βάλω;»
   «Την ψυχή σου. Ορμή και έξαρση για να τον καταβάλεις.»
   Ο ξυλοκόπος φοβήθηκε πως θα απορριφθεί και άρχισε τις διαμαρτυρίες. «Και τι φταίω γώ αν αυτός…»
   Τότε ο πρόεδρος γύρισε πάλι στον χτυπημένο.
   «Τι λες τώρα εσύ; Να συνεχίσουμε πάλι μαζί σου; Δε νομίζεις ότι πρέπει να ξεκαθαρίσεις κι εσύ…»
   «Τελείωσαν οι εξετάσεις;»
   «Μπορούμε να συνεχίσουμε με άλλους. Υπάρχουν πολλοί…»
   «Μου επιτρέπετε δηλαδή να φύγω;»
   «Όχι βεβαίως, αυτό εξαρτάται από σένα. Αφού το θέλεις, οι εξετάσεις συνεχίζονται.»
   Ένα νέο παιδί προχώρησε και στάθηκε απέναντί του με κρεμασμένα χέρια. Κοίταξε κατάματα τον δαρμένο που στεκόταν στην κολώνα. Ο άνθρωπος αυτός ήταν σα να μην είχε βλέμμα ούτε καν μάτια.
   «Εμπρός λοιπόν, τι περιμένεις;»
   Ο μαθητευόμενος έσφιξε τις γροθιές του, τον ξανακοίταξε, έκανε ένα βήμα πίσω και στάθηκε. Το μέτωπό του γέμισε κόμπους ιδρώτα.
   «Ώστε διστάζεις;» ακούστηκε η φωνή του εξεταστή.
   «Δε μπορώ», είπε θαρρετά το παιδί.
   «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
   «Δεν είμαι για τέτοιες δουλειές…» ξανάπε ο υποψήφιος και πήγε μόνος του στην άκρη.
   Δυο όργανα έβαλαν στη μέση τον διστακτικό που δεν καταλάβαινε την κρισιμότητα της θέσης του.

   Ύστερα, είχε σειρά ένας ύπουλος και χαμογελαστός τύπος με μουστακάκι και λαδωμένη χωρίστρα. Σιδερωμένος, ατσαλάκωτος και φρέσκος. Τα χείλια του ήταν υγρά και τα μάτια του μικρούτσικα σα κουμπότρυπες πουκάμισου. Αυτός δεν κρατούσε εργαλεία ούτε έσφιγγε τις γροθιές του. Πλησίασε με αυτοπεποίθηση για τη μέθοδό του. Άρχισε να γυροφέρνει τον χτυπημένο και να του μιλάει γλυκά με λόγια γνωστά, παλιά και γνώριμα. Τον είπε κάνα - δυο φορές «φίλο» και ξαφνικά τούδωσε μια γροθιά στο σαγόνι. Κι’ ύστερα, ενώ του έλεγε «σκέψου το καλά, αγαπητέ μου», του έδωσε μια πιο δυνατή στο στομάχι. Οι γροθιές αυτές τον πόνεσαν πάρα πολύ κι’ ο κίτρινος σκούφος έβγαλε για πρώτη φορά ένα βαθύ βογγητό. Και ξανά ο ύπουλος στριφογύρισε σα φυτίλι στην κολώνα και πάλι είπε τα γλυκά του λόγια σιγανά στ’ αυτί:
   «Και πόσο θαρρείς πως θα κρατήσεις; Μια, δυο, πέντε, στις χίλιες, στις δυο χιλιάδες, κάποτε θα σπάσεις και συ όπως και τόσοι άλλοι. Και τότε, θα είναι χειρότερα. Μάταια, φίλε μου, επιμένεις. Το έχασες κι’ αυτή τη φορά το παιχνίδι… Είσαι από κόκκαλα, από νεύρα, γιατί να σακατευτείς; Θα πεθάνεις εδώ στα κρυφά και κανείς δεν θα πάρει χαμπάρι τη θυσία σου… Σ’ αρέσει; Μήπως θέλεις να παραστήσεις τον ήρωα; Ένας ηρωισμός στο σκοτάδι χάνει τη σημασία του. Οι ήρωες έχουν πάντα κάποια δημοσιότητα, αλλιώς είναι κοινά θύματα… Κανένας δεν τους μέτρησε. Γιατί; Δίνεις μια μάχη με το τίποτα, στον αέρα… στο σκοτάδι…»
   Απ’ έξω έρχονται οι φωνές και ο θρήνος, τα χτυπήματα και οι τρεχάλες. Ίσως να γεννιούνται στο θολωμένο μυαλό σου, γιατί το κορμί σου έχει νεκρωθεί, ξύλιασε αναίσθητο σ’ αυτή τη στάση. Ένας ποντικός, διωγμένος από τη φασαρία του δρόμου, τρύπωσε δω μέσα. Κι άλλος, ένα κοπάδι ολόκληρο στριφογυρίζει ανάμεσα στα πόδια τους.

   Ο χαμογελαστός συνέχισε:
   «Μπορείς να τα βάλεις με τη θάλασσα, με τα βράχια, με τ’ άγρια θηρία; Όλα έχουν ένα όριο αντοχής – γκαπ, μια ξαφνική στο στομάχι – κι’ είναι αδύνατο να τα βγάλεις πέρα όσο κι αν παριστάνεις τον αλύγιστο. Κρίμα που φαίνεσαι και ξύπνιος. Τα σκέφτεσαι και τώρα… Είμαστε όλοι αδύνατοι… πολύ αδύνατοι… νικημένοι από τα πριν. Κι αν αντέξεις απόψε, ξέρεις τι θα γίνει αύριο, μεθαύριο, σε τρία, σε οχτώ, σε εικοσιπέντε χρόνια; Έτσι, θα έχεις την πίκρα της αποτυχίας – μια στο καλάμι – και είναι πιο σκληρή, όσο περισσότερο έχεις υποφέρει. Αξίζει τόση δοκιμασία;»
   «Θαυμάσια» φώναξε ο πρόεδρος της επιτροπής…



         (σ. 234 - 237)

   …Τα ποντίκια καταβρόχθισαν, λοιπόν, τα δηλητηριασμένα τρόφιμα χωρίς να πάθουν τίποτα. Τοποθετήθηκαν κι’ άλλα δολώματα, κι αυτά χωρίς αποτέλεσμα. Τα τρωκτικά βολτάρουν, σκούζουν, παίζουν ανενόχλητα. Το στρατήγημα απέτυχε. Θεωρητικά, όμως, εξοντώθηκαν. Τα μεγάφωνα θριαμβολογούν για τη νικηφόρο εξόρμηση που απάλλαξε τον τόπο από τη μάστιγα. Και δε μπορεί κανείς να καγχάσει φανερά. Μια ιλαρότητα τραντάζει τα σωθικά του, καθώς ακούει τις ατέλειωτες θεωρίες. Πρέπει να τ’ ακούς σοβαρός και αξιοπρεπής, όλο κατανόηση και βλακεία. Απαγορεύτηκε να γίνεται λόγος για ποντίκια. Δεν υπάρχουν πια, έστω κι’ αν μπερδεύονται στα πόδια σου. Αφού λοιπόν τα ποντίκια τριγυρίζουν ελεύθερα, σημαίνει ότι το δηλητήριο – κάσες ολόκληρες – κυκλοφορεί ανάμεσα στους κατοίκους. Όποιον δαγκάσουν τώρα, χάθηκε. Είναι σα να σου κάνουν μια ισχυρή ένεση στριχνίνης* και αρσενικού. Κι’ ενώ υπήρχε ένας τόσο άγρυπνος έλεγχος, βρέθηκαν μερικά ποντίκια πνιγμένα στο ντεπόζιτο του λαδιού κι’ άλλα θαμμένα στο αλεύρι, τα περιττώματά τους είναι γεμάτα δηλητήριο. Κι’ όταν άνοιξαν το σκέπασμα της υδαταποθήκης είδαν πολλά να πλέουν τουμπανιασμένα στην επιφάνεια του νερού. Όπου κι’ αν σταθείς, υπάρχει δηλητήριο.

   Φαίνεται ότι κάτι ετοιμάζουν. Πέρασαν ολόκληρες νύχτες χωρίς ν’ ακουστεί ούτε ένας θρήνος. Πολλοί κοιμήθηκαν ναρκωμένοι, σα νεκροί, άλλοι όμως ανησύχησαν μ’ αυτό το κακό σημάδι. Το πρωί κυκλοφορούν μόνο τα όργανα της τελευταίας εσοδείας. Κι’ είναι όλα τους ζόρικα και προκλητικά, για να δείξουν ότι η δική τους γενιά έχει τώρα την εξουσία.
   Οι μέρες κυλούν. Το μεγάλο γεγονός είναι η ησυχία. Κυριαρχεί η αίσθηση του δηλητήριου. Τι είναι τάχα, πικρό ή ξινό; Μερικές καινούργιες εξαφανίσεις σημειώθηκαν  χωρίς σχόλια, η καχυποψία βάραινε κι’ όταν βγήκε πάλι ο λαμπερός ήλιος κανείς δεν ζεστάθηκε ούτε ίδρωσε όπως πρώτα. Ίσως γιατί ο αέρας δυνάμωσε. Όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε ένα κενό. Η φωνή δε μεταδίδεται, η πέτρα δεν έχει βάρος.

   Έτσι που καταντήσαμε, ο καθένας έγινε κι’ ένα ερωτηματικό. Φυλάγεται απ’ τον διπλανό του κι’ είναι κουμπωμένος. Πολλοί φόρεσαν τις ζελατίνες στα μάτια τους για να προστατευτούν από τη σκόνη και τα χαλίκια, περισσότερο όμως για να σκεπαστούν από τη μάσκα της ανωνυμίας. Το ίδιο έκαναν και τα κρυφά όργανα. Μερικοί απ’ αυτούς βρίζουν φανερά, κοροϊδεύουν επίτηδες, δείχνουν ασυλλόγιστη τόλμη για να σημειώσουν ποιοι θα ξεθαρρέψουν και θα τους ακολουθήσουν. Προσπαθείς να είσαι αδιάφορος, μιλάς με μια φωνή ψεύτικη, έτσι που να μη χωράει καμμιά* παρεξήγηση στην κουβέντα, να μην υπάρχει κανένα διφορούμενο, ακόμα και για τον πιο κακόπιστο ή για τον πιο στενό σου φίλο.
   Μια μεγάλη ομάδα περίμενε να ξεκινήσει ένα πρωί για την καθημερινή εργασία. Ένας προϊστάμενος τους πληροφόρησε κοφτά:
«Εσείς θα πάτε να μαζέψετε αγριόγατες στην πίσω μεριά του βουνού. Να τις φέρετε ζωντανές, όσες περισσότερες μπορείτε. Το κυνήγι αυτό θέλει εξυπνάδα και μέθοδο. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και δολώματα.»
   Το δηλητήριο αποδείχθηκε, λοιπόν, ανίσχυρο και ξαναγυρίζουμε στους πανάρχαιους τρόπους…



         (σ. 251 - 252) 

   …Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν για τους παλιούς και τους καινούργιους. Και τότε εφαρμόστηκε μια πρωτότυπη μέθοδος. Κατέβασαν από τα αγκαθωτά κλουβιά τον άνθρωπο που νίκησε τα θηρία και τα κύματα, φέρανε τον αυτόχειρα που κάποτε σφηνώθηκε με το κεφάλι στα βράχια κι’ αργότερα φώναξε ότι αρνείται να γίνει δήμιος, τον κυνηγό, κάποιον επιεική και αρκετούς άλλους από τα διάφορα απομονωτήρια. Ξεδιάλεξαν γρήγορα και μερικούς καινούργιους. Τους οδήγησαν όλους στην παραλία.
   Εκεί φέρανε και τα κασόνια με τις αγριόγατες που μάζεψαν στο βουνό. Έβαλαν τον καθένα σ’ ένα σακί και ρίξανε μέσα του και μια γάτα. Δέσανε σφιχτά το σακί με χοντρό σκοινί κι’ άρχισαν να χτυπούν τη γάτα. Ύστερα βούτηξαν το σακί στη θάλασσα. Το τράβηξαν. Το βουτούσαν και το ξανατραβούσαν πολλές φορές.
   Ακούστηκαν πολλά γι’ αυτές τις επιχειρήσεις. Έγιναν κάπως κρυφά και διαδόθηκαν πολλές εκδοχές. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι εκπληκτικοί εκείνοι άνθρωποι έζησαν.



*Σημ.:  Στην αντιγραφή, πλην του πολυτονικού, τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.