..............................................................
Δημήτρης Χατζής
(1913 - 1981)
·
«Μικρό
σχόλιο για την ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ
ΑΥΛΙΔΙ - Από
την απιστία στην πίστη»
διήγημα
του Δημήτρη Χατζή (1913 - 1981) από τη
συλλογή διηγημάτων του «ΣΠΟΥΔΕΣ» (εκδ. Κείμενα,
1976)
Στο σ. Νίκο Γουλανδρή
Ι
Η Ιφιγένεια εν Αυλίδι είναι το
τελευταίο του δράμα. Του Ευριπίδη. Αυτουνού που τον φάγανε τα σκυλιά – και
δικαιότατα βέβαια, τέτοιον αντίχριστον, κακόψυχο και χολεριασμένον άνθρωπο. Σε προχωρημένη ηλικία βρισκότανε
γράφοντάς το, κοντά στο τέλος. Έρημος πια, μόνος, εξόριστος ή αυτοεξόριστος,
κάπου ψηλά στα μέρη τα βορεινά, τα βαρβαρικά, κοιτάζοντας από κει τη μεγάλη του
Αθήνα, γνήσιο τέκνο της, να μικραίνει τώρα μέσα στην αρπάγη της παρακμής. Όλα
μικραίνουν με τον καιρό.
Η απελπισιά του κ’
η πίκρα του, εκείνη η κακία του, ξεχύνονται τώρα σε τούτη την τραγωδία του,
χωρίς ελπίδα καμιά για κανένα, παρηγοριά, γλυκασμό. Όλα ξεφτίζουν αυτά,
μικραίνουν με τον καιρό. Η πίκρα μονάχα – μονάχα αυτή μεγαλώνει.
Γυρίζει τα
κουρασμένα του μάτια, πέρα απ’ την Αθήνα, το ξανακοιτάζει τώρα όλο το θαύμα το
ελληνικόν. Το θαύμα… έχει μικρύνει κι αυτό.
Εκείνοι οι θεοί των
Ελλήνων; Οι ολύμπιοι, οι μακάριοι; Αλλοπρόσαλλα κι άμυαλα πλάσματα. Παίζουν με
την ανθρώπινη αδυναμία, διασκεδάζουν με τα παθήματα, τα καμώματα των ανθρώπων.
Τι μπορεί να τους έφταιξε η Ιφιγένεια, και θέλουν τώρα το θάνατό της; Δεν είναι
εκείνος του Προμηθέα που ορθώθηκε ενάντια στο κράτος τους – είναι ένας θάνατος
άδικος, αδικαιολόγητος, πέρα για πέρα παράλογος. Ποτές του αυτός δεν τους
πολυπίστεψε. Τώρα πια δεν τους παραδέχεται, τους αρνιέται αυτούς τους θεούς. Η
απάρνησή τους θα ‘ναι και η βάση της τραγωδίας του αυτής.
Κοιτάζει πάρα κάτω,
πίσω, τους Έλληνες του μεγάλου μύθου. Μικραίνουν τώρα κι αυτοί.
Ο Αγαμέμνων. Ο
μέγας πολέμαρχος, ο πρώτος ανάμεσά τους. Παλιοτόμαρο. Δεν πιστεύει σε τίποτα.
Φοβάται μονάχα. Φοβάται τον Κάλχα, φοβάται τον αδερφό του και πάνω απ’ όλα
φοβάται το πλήθος. Του ζητούν τη θυσία. Γράφει τότε στην Ιφιγένεια να ‘ρθει να
τον βρει στο στρατόπεδο, τάχα πώς θα την παντρέψει με τον Αχιλλέα. Και,
πονηράκιας, Ρομιός*, της στέλνει το δεύτερο μήνυμα, μυστικά, να μην έρθει. Αν
έρθει, είναι εντάξει με το παιδί του, δεν το θυσίασε αυτός, οι θεοί το
θελήσανε. Αν φτάσει το δεύτερο μήνυμα, πάλι είναι εντάξει και με θεούς και με
ανθρώπους – δε φταίει αυτός που δεν ήρθε.
Ο Μενέλαος, ο
αδερφός του, ο άλλος Ατρείδης. Τον κατασκοπεύει κανονικά. Του πιάνει το δεύτερο
μήνυμα, τον έχει στο χέρι. Τον φοβερίζει πως θα πάει να το διαβάσει σ’ όλο το
στράτευμα. Κάθαρμα. Δεν τον νοιάζουν αυτόν οι θεοί, δεν πονάει το παιδί που το
θυσιάζουν, δεν το πολυλογαριάζει το πλήθος αυτός. Τον Οδυσσέα φοβάται μονάχα.
Το αρχηγιλίκι μονάχα να μη το χάσουμε. Τι διστάζεις; του λέει, τα ίδια κάνουν
όλοι για τα μεγάλα αξιώματα.
Ο Οδυσσέας, η
αλεπού, το Σισύφειον σπέρμα. Δεν ησυχάζει και δω. Ξεσηκώνει τον όχλο – πάντοτε
αυτός με τον όχλο. Πανούργος, φιλόδοξος, ο μέγας αδίστακτος. Τους μυρίστηκε πως
κάπου κολώσαν οι Ατρείδες. Δεν το θυσιάζουνε το κορίτσι; Τους το πήρε το
αρχηγιλίκι. Το θυσιάζουν; Δεν γλυτώνουν ποτές απ’ την Κλυταιμνήστρα.
Ο Αχιλλέας ύστερα.
Ο ήρωας των ηρώων, ο λαμπρός νυμφίος. Ένας τσόγλανος, ένας λεμές – και κρίμα
που ο Ευριπίδης δεν τις ήξερε τότε τις λέξεις αυτές. Θα τις εύρισκε να ταιριάζουν. Δεν χρειάζεται
να του θυμηθεί τα κοριτσίστικα καμώματα στη Σκύρο. Του φτάνει που τον βλέπει
εδώ: Ορκίζεται να βρεθεί στο βωμό, να ‘ναι κρυμμένος εκεί, να ορμήσει από κει
την τελευταία στιγμή και να το σώσει τ’ αθώο πλάσμα – τι δεν υπόσχεται αυτός ο
νταής. Και το σκάει την τελευταία στιγμή, ένας δειλός, τιποτένιος, ανάξιος, που
τον τρομάζει το μανιασμένο πλήθος κι αυτόν. Κινδύνεψα, λέει, να με
πετροβολήσουν και μένα. – Και οι Μυρμιδόνες σου, τι τους έχεις; - Αυτοί πρώτοι
θα με κομμάτιαζαν. Και λευτερώνεται, καταχαίρεται, βολεύεται μέσα του μια χαρά,
όταν εκείνη του λέει πως δεν τον χρειάζεται – αυτό το λόγο της περίμενε απ’ την
αρχή.
Μικρός του φαίνεται
τώρα ο κόσμος αυτός των μεγάλων ηγητόρων, των ηρώων του μύθου. Όλος. Τα
αισθήματά τους αλλάζουνε κάπου-κάπου. Συμπόνια, ανθρωπιά, κατανόηση ανεβαίνουν
από μέσα τους κάποια στιγμή – εκείνη η «ευκινησία του ψυχικού στοιχείου» που
βλέπει ο Λέσκυ να υπάρχει σ’ αυτό το έργο. Μα κατακάθονται αμέσως. Είναι τα
αισθήματα των δειλών και των ποταπών, των αφερέγγυων γι’ αυτά. Τα ξέρουν κι
αυτοί πως υπάρχουν, τα νιώθουν και λίγο, τα λένε, μα να τα ασκήσουν δεν θα το
παίξουν ποτέ. Οι άνθρωποι είναι αφερέγγυοι για τα καλά τους αισθήματα.
Δυστυχισμένο είναι τ’ ανθρώπινο γένος. Το ‘πε κι αλλού, το ξαναλέει τώρα και
δω.
Δεν είναι λοιπόν,
μονάχα γι’ αυτούς, τους ηγήτορες, τους μεγάλους. Ιδού και πιο πέρα, λίγο πιο
κάτω. Ο μεγάλος στρατός των Αχαιών, μαζεμένος εκεί – άπας Αχαιών σύλλογος στρατεύματος – έτοιμος για τη μεγάλη
εκστρατεία, για τον δίκαιο πόλεμο. Μπουλούκι ανυπόμονο για πλιάτσικο. Ηλίθιος
όχλος, έρμαιο της βλακείας του και της πρόληψης – θάνατος στην Ιφιγένεια! –
παιχνίδι της πονηριάς του Οδυσσέα, δούλος της δόξας των βασιλιάδων του. Ο
όχλος.
Και κείνα τα γύναια
της Χαλκίδας… Αφήσαν τα πλυσταριά τους, τα μαγειριά τους και κατεβήκαν, κοπάδι
χήνες, να δούνε το στράτευμα της Ελλάδας – ασυνάρτητα φλύαρες. Χήνες.
Ξελιγώνονται κοιτάζοντας τα μεγάλα πλοία που θα κινήσουν να πάρουν την Τροία,
να φέρουν πίσω και την Ελένη κι ανατριχιάζουν – αλλιώς – με την αμαρτωλή θύμησή
της μέσα σε τόσα βαρβατισμένα παληκάρια – μνήμην
σώζομαι στρατεύματος.
Τέτοιο θα είναι το
πλαίσιο του έργου. Και κείνος που τόλμησε να το γράψει, φτασμένος είτανε βέβαια
στην πιο ψηλή κορφή της απελπισίας. Κάτω η ζωή των ανθρώπων φαίνεται ανάξια από
κει. Όλη η ζωή.
Αυτή.
Απροστάτευτη, ανυπεράσπιστη μέσα σ’ αυτά τα θηρία. Δεν είναι Αντιγόνη, που εναντιώνεται σε
κάποια εξουσία και θανατώνεται απ’ αυτήν, άδικα ή δίκαια, Κλυταιμνήστρα,
Ηλέκτρα, Μήδεια, Αγαύη, Νεοπτόλεμος που θα σκοτώσουν, θα σκοτωθούν για τη ζωή
τη δική τους, για μια ζωή τέλος πάντων, όπως τη νιώθουν, όσο τη νιώθουν, όπως
τη μπορούν. Αυτή ‘ναι το θύμα. Το θύμα μονάχα και τίποτα άλλο. Το αρνί του
Θεού, ο αμνός του Κυρίου που θα πουν αργότερα.
Απληροφόρητη,
ανίδεη, ανυποψίαστη, ανώριμη, άσχετη με κάθε τι άλλο, έξω απ’ αυτή τη μικρή της
την ύπαρξη, ανεύθυνη για τη ζωή και το θάνατο, την ευτυχία, τη δυστυχία των
άλλων – στολίζεται για το δικό της υμέναιο. Να δοθεί σ’ αυτόν με το κορμάκι της
εφηβείας της – ο νους της δεν πάει πέρα απ’ αυτό, δεν έχει να πάει. Και
στολίζεται.
Το παραπέτασμα
σχίζεται κάποια στιγμή. Βλέπει. Δεν είναι για τον υμέναιο που στολίζεται. Ο
πατέρας της κατεβάζει τα μάτια, ο Αχιλλέας το σκάει, το πλήθος έξω φωνάζει, ο
Κάλχας ετοιμάζει τα σύνεργα της σφαγής. Κανένας δεν είναι δίπλα της. Μια μάνα
μονάχα – η αναμάρτητη ακόμα – αδύναμη, ανίσχυρη από τότε που γίνηκε ο κόσμος,
να προστατέψει το σπλάχνο της που το σέρνουνε στη σφαγή.
Παρακαλάει. Μάταια
τα παρακάλια. Κανείς ποτέ κανενός δεν τ’ ακούει, τις προσταγές μονάχα ξέρουν οι
ανθρώποι ν’ ακούνε. Έρχεται ο θρήνος. Πουλιά χτυπημένα οι υπέροχοι στίχοι του
ανοίγουνε τα φτερά τους και ματωμένα πέφτουν στο χώμα. Μάταιος είναι ολονών μας
ο θρήνος – δυστυχισμένο μες στην ανάγκη το ανθρώπινο γένος – εδώ μέσα στο θρήνο
το λέει.
Η ώρα κοντεύει. Τη
βγάζουν. Για το βωμό, το θυσιαστήριο. Την παίρνουν. Την πήρανε. Προχωρούν.
Γλυτωμός δεν υπάρχει. Ο Ευριπίδης το ‘ξερε πάντα – τώρα που φτάνει το τέλος,
μπορεί κι αυτή να το βλέπει. Τώρα μονάχα – τότε – κι αυτή κι ο καθένας μας.
Και τότε – κάτι
γίνεται τότε μες στην παρθένα ψυχή της. Η πομπή προχωρεί μέσ’ απ’ το πλήθος που
μαίνεται απαίτησε τη θυσία, περιμένει τώρα το θέαμα. Ναι – κάτι γίνεται μέσα
της. Τώρα που ο θρήνος, τα παρακάλια φανήκανε μάταια, όταν ελπίδα δεν έμεινε
πια. Να τον πεθάνει, λοιπόν, τον αναπότρεπτο θάνατό της, που τόσο τον θέλουν.
Μα να πεθάνει αυτή, με τη δική της τη θέληση πια. Για να φυσήξουν οι ούριοι
άνεμοι. Να κινηθούνε τα πλοία των Αχαιών. Να πάνε στην Τροία και να νικήσουν,
να πάρουν πίσω και την Ελένη. Να τον πεθάνει τον θάνατό της – σαν πράξη ζωής –
της δικής της.
Και θα περάσει τότε
μπροστά τους, μπροστά στους δειλούς αυτούς ήρωες, τους μικρούς βασιλιάδες, τους
μάντηδες θεών ανισόρροπων, αποφασισμένη γι’ αυτόν τον θάνατο που τον ορίζει πια
με τη θέλησή της, στητή, με τα στεφάνια ακόμα του υμέναιου στο κεφάλι της – μη
με τραβήξετε απ’ τα μαλλιά στο θυσιαστήριο, τ’ ανασηκώνω μονάχη μου, να πέσει
σωστά το μαχαίρι σας…
Από πολύ παλιά βάζουν αυτή την τραγωδία μέσα στις καλύτερες δημιουργίες
του Ευριπίδη: Βγαίνοντας
όπως βγαίνει μέσ’ από κείνο το πλαίσιο της άρνησης, η θετική μορφή της
Ιφιγένειας, υψώνει πάνω απ’ αυτό κυριαρχική την τελική κατάφαση για την
εκστρατεία – για τη ζωή των ανθρώπων, τη μοίρα τους.
Κάποιοι κριτικοί
και φιλόλογοι έχουν ωστόσο μια αντίρρηση – και την έχει ο δάσκαλος ο σωστός
όταν θα κάνει την ερμηνεία και του την προβάλλουν οι μαθητές του: Εκείνο το
«και τότε κάτι γίνεται στη νεανική της ψυχή» δε βρίσκουν να ‘ναι μ’ επάρκεια
δοσμένο κ’ εξηγημένο μέσα στο έργο. Η θυσία, η αυτοθυσία που περιμένουμε κι
απαιτούμε απ’ άλλα πρόσωπα, σα μια πράξη συνέπειας προκαθορισμένη απ’ όλη τους
τη ζωή, δεν μπορεί να ‘ναι αυτονόητη για τη μικρούλα την Ιφιγένεια. Θα
χρειαζόταν, λοιπόν, να υπάρχει μια εξήγηση εδώ, πώς φτάνει σ’ αυτήν και γιατί.
Και δεν υπάρχει. Είναι ένας κρίκος που λείπει – τι έγινε στην ψυχή της, πώς
γίνεται. Χωρίς αυτόν, αυθαίρετη βλέπουν την ξαφνική μεταπήδηση της τελευταίας
στιγμής απ’ την απόγνωση στην εθελούσια θυσία – και τι εθελούσια; - οι άλλοι
την έχουν αποφασίσει.
Ακριβώς γι’ αυτή
της την ανεπάρκεια σ’ αυτό το σημείο, δεν βάζουν αυτή του την τραγωδία μέσα
στις καλύτερες του Ευριπίδη. Συγκολημένο το βρίσκουν αυτό το μέρος, σαν ξένο,
παρένθετο, αντιφατικό στ’ αρνητικό πνεύμα του έργου μ’ αυτή την εύκολη λύση:
Μέσα στην τόση μεγαλοσύνη της, η Ιφιγένεια που σφάζεται από τους άλλους,
βολεύεται μια χαρά – βολεύοντας η ίδια κι αυτούς που τη σφάζουν.
Καταλήγουν έτσι να
πιστεύουν πως μόνο τα πρώτα μέρη της τραγωδίας, ως το θρήνο της Ιφιγένειας, τ’
αρνητικά του μονάχα είναι τα γνήσια του Ευριπίδη. Βρίσκοντάς την
μισοτελειωμένη, την συμπλήρωσε εκείνος ο ομώνυμος ανιψιός του – ή γιος του – κ’
έβαλε αυτός και τα μεγάλα λόγια με τον πανηγυριώτικο πατριωτισμό τους, για να
τους στηρίξει λίγο τους πολίτες της Αθήνας που βούλιαζε πια. Όλο το μέρος αυτής
της κατάφασης, της εθελούσιας θυσίας δε βρίσκουν να ‘ναι στα μέτρα του – της
απελπισιάς και της άρνησής του τα μέτρα.
Εγώ; Δεν έχει
βέβαια καμιά σημασία τι σκέφτομαι εγώ – μα δε θα συμφωνούσα μαζί τους. Υπάρχει,
νόμιζα πάντοτε μια τελική κατάφαση στον Ευριπίδη πέρα απ’ την άρνηση, μέσα απ’
την άρνηση – και με το έγκλημα ακόμα, την τρέλα, την πτώση του ανθρώπου. Δε
μπορούσα ακόμα να την καθορίσω τότε, γράφοντας αυτό το σχεδίασμα – και μέσα στο
έργο του και μέσα σ’ αυτή του την τραγωδία.
ΙΙ
Τελευταίες μέρες
του Δεκέμβρη του ’44. Οι ηγέτες μας είχανε δώσει εντολή να «εκκενώσουμε» την
Αθήνα – συν γυναιξί και τοις τέκνοις, μας είπαν. Κανένας δεν ήξερε τότε γιατί,
δεν το ξέρει και τώρα. Είταν* συνέχεια και συνέπεια, το επιστέγασμα των ατέλειωτων παραλογισμών
τους. Η αντίσταση συντριβότανε πια στην Ελλάδα μέσα σε κατακλυσμό από ερείπια,
διαψεύσεις, θυσίες που φαινόνταν ανώφελες, ανθρώπινα θύματα και τα μεγάλα μας
όνειρα που σκορπίζαν. Όλα μικραίνανε, ξαναπαίρνοντας τις ανθρώπινες διαστάσεις
τους μέσα στο πλαίσιο της ήττας.
Την εκκενώσαμε, λοιπόν, την Αθήνα, πήραμε όλοι τον ανήφορο.
Εντελώς τυχαία βρεθήκαμε να πηγαίνουμε μαζί προς τη Θήβα, περνώντας μέσα
από κείνο το πλήθος που αποχωρούσε, υποχωρούσε, χωρίς να ξέρει πού πάει
ασύνταχτο, συγχυσμένο κι αξιολύπητο – ένοπλο κι άοπλο ανακατωμένα. Εικόνα
διάλυσης. Κάπου-κάπου κανένα εγγλέζικο αεροπλάνο περνούσε πάνω απ’ το πλήθος,
ρίχνοντας και καμιά ριπή που το τρόμαζε. Σκόρπιζε τότε απ’ τη δημοσιά που
ακολουθούσε, στις κοντινές πλαγιές και τα μονοπάτια. Ύστερα ξαναμαζευόταν στη
δημοσιά. Εικόνα του κοπαδιού που το πρόγκηξαν.
Είτανε κάπως νεότερος από μένα. Ένα καλοχτισμένο παλληκάρι, Ρουμελιώτης
από τα χωριά του Καρπενησιού. Δεν είχαμε λόγο να πάμε μαζί – ούτε κι είμασταν
ποτέ φίλοι. Βρεθήκαμε να πάμε μαζί – και πηγαίναμε. Είχαμε ανταμώσει κάποτε
στην Έλσιανη – εγώ πηγαίνοντας στο αρχηγείο, σύνδεσμος εκείνος ή κάτι τέτοιο,
που κατέβαινε με κάτι φορτώματα προς τα κάτω. Καθώς βράδιαζε πια κ’ έπρεπε ν’ αλλάξει και τα μουλάρια του,
έμεινε κι αυτός στο χωριό για την άλλη μέρα. Το βράδι μας βάλαν να κοιμηθούμε
στο ίδιο σπίτι – τα καταλύματα που τα λέγαμε τότε. Φάγαμε μαζί την αντάρτικη
μπομπότα με το τυρί που μας είχαν δώσει, οι νοικοκυραίοι μάς φιλέψαν και λίγο
ξυνόγαλο. Έκανε κρύο, εκείνοι πήγαινε να πλαγιάσουν, εμείς μείναμε οι δυο μας
κοντά στο τζάκι – είχαμε και τσιγάρα, δε θέλαμε ακόμα να κοιμηθούμε.
Συνηθισμένα πράματα του καιρού – συναντήσεις τέτοιες της τύχης – χωρίς πολλή
σημασία – μέσα στον ίδιο πάνω-κάτω διάκοσμο. Εντύπωση ξεχωριστή δε μου ‘κανε ο
νέος αυτός – δε μπορούσε να μου κάνει. Είχα δει πολλούς σαν αυτόν. Παιδιά των
βουνών, ζούσανε με τ’ αντάρτικο – κατσάβραχα, πορείες, μουλάρια, μπομπότα,
ξυνόγαλο, μ’ ένα ντουφέκι στον ώμο ή το πιστόλι στη ζώνη, μέσα για μέσα σε
κόσμο δικό τους, πατροπαράδοτο, μια ζωή που τους πήγαινε. Απλός, καθαρός, αγνός
μου φαινόταν κι αυτός – ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο από τους άλλους. Ο
τυπικός βουνίσιος ελασίτης. Βγήκε μια στιγμή κ’ έφερε ξύλα για την φωτιά μας,
ξαναπιάσαμε την κουβέντα. Για κείνα τα ίδια που μιλούσαμε πάντοτε τότε. Να την
σώσει την Ελλάδα, ν’ αλλάξει τον κόσμο, δε θα το σκεφτότανε βέβαια αυτός από
μόνος του στο χωριό του. Έτσι που τα λέγαμε εμείς, το ΕΑΜ, σωστά και καλά του
φαινόντανε, είτανε, λοιπόν, μαζί μας και μακάρι να γινόνταν έτσι. Όταν όμως
νικούσαμε, θα βρισκόταν, είπε, σε μια δυσκολία δική του μέσα στις μεγάλες
αλλαγές που θα γίνουν. – Δεν θα γίνουν; - Και βέβαια θα γίνουν. Ε, τότε,
λοιπόν, δεν ήξερε ακόμα τι θα κάνει τον εαυτό του. Γράμματα πολλά δεν έμαθε,
μόνο του δημοτικού, να ξαναρχίσει με κανένα σχολειό δεν είχε όρεξη και, όπως
και να το πεις, είχε περάσει και λίγο ο καιρός του. Τέχνη; Δεν ξέρει καμιά και
δεν νομίζει πως θα του πήγαινε και πολύ. Μπορεί και να ‘μενε στο στρατό. –
Λαϊκό στρατό δεν θα φτιάσουμε με τη νίκη; - Βεβαιότατα, είναι να τα ρωτάς
τέτοια πράματα; Αυτό του φαίνεται πώς θα του πάει καλύτερα. Μπορεί, λοιπόν, στο
στρατό. Εκείνο που θα ‘θελε ωστόσο θα ‘τανε να ‘μενε στο χωριό. – Δεν θα ‘ναι
και στο χωριό πιο καλά με το σοσιαλισμό που θα γίνει; - Ούτε λόγος. Στο χωριό
λοιπόν με το σοσιαλισμό που θα γίνει – κι αποκοιμηθήκαμε έτσι.
Τον ξανάδα από τότε μερικές φορές, πάντοτε τρακαριστά, πότε δω πότε κει,
σε καταυλισμούς ή σε πορείες, χαιρετιστήκαμε με όλη την εγκαρδιότητα των παλιών
φίλων της Έλσιανης, χωρίς ποτέ να ξαναμιλήσουμε γι’ αυτά τα δικά του ή για τα
μεγάλα της σίγουρης νίκης που μιλούσαμε τότε.
Τώρα ανεβαίνουμε μαζί τον ανήφορο, υποχωρώντας και μεις χωρίς να μιλάμε
πολλά. Στη Θήβα που φτάσαμε, εγώ είχα λίγα λεφτά – πέντε λίρες εγγλέζικες –
μπορέσαμε να βρούμε ψωμί και λίγο τυρί ν’ αγοράσουμε. Και τσιγάρα. Τα βάλαμε
στο δικό του σακίδιο, γίναμε έτσι συνέταιροι και συνοδοιπόροι για όλο το δρόμο.
Συμφωνήσαμε να φύγουμε αμέσως, τραβώντας πέρ’ από κει, προς τα πάνω. Πότε με
κανένα φορτηγό που στεκότανε και μας έπαιρνε ως ένα σημείο, πότε με τα πόδια,
πηγαίναμε μαζί προς αυτό το «πάνω». Το μεγάλο πλήθος είχε απομείνει στη Θήβα,
ξέπνοο από την κούραση, με ξοδεμένα τα λίγα τρόφιμα που ‘χε μαζί του, κρύωνε,
βλαστημούσε – και περίμενε εκεί τις σοφές εντολές που δεν ερχόνταν. Η δημοσιά
παραπάνω είταν έρημη, μικρές ομάδες βρίσκαμε μόνο, αυτά τα λίγα φορτηγά που
κανένας δεν ήξερε τίνος είταν και πού πήγαιναν.
Περπατώντας έτσι, μπορούσαμε πια να μιλούμε. – Εγώ; - Στα Τρίκαλα, στ’
αρχηγείο πήγαινα πάλι. – Αυτός; Μου την είπε τότε την ιστορία του. Είχαν
κατέβει μια μικρή ομάδα στην Αθήνα και φέρανε κάτι πιστόλια, μερικά κιβώτια
χειροβομβίδες. Μπήκανε χωρίς δυσκολία, τελειώσανε σωστά τη δουλειά τους, τα
δώσαν, ετοιμαζόνταν να φύγουν, όταν βρεθήκανε μέσα σε κείνο το χάος – το χάος
είτανε στην Αθήνα. Και σκορπιστήκαν κι αυτοί, χάσαν ο ένας τον άλλον και δε
μπορέσανε να ξαναβρεθούν. Απομένοντας ολομόναχος μέσα σ’ αυτή την πόλη που δεν
την ήξερε, μπόρεσε τέλος και προσκολήθηκε σε κάποια ομάδα ελασίτες. Να
πολεμήσει – δεν πολέμησε πουθενά – ούτε κείνοι πολεμούσαν με κανέναν. Έπαιρνε
τουλάχιστο κι αυτός το συσσίτιό τους και – το πιο σπουδαίο – δεν είταν ολότελα
μόνος.
-Δεν τα κάναμε όμως σωστά, μου λέει τελειώνοντας.
- Όχι, λέω και γω, σωστά δεν τα κάναμε.
- Όχι, όχι, δάσκαλε, λέει με κάποιο παράπονο στη φωνή του. Δεν
καταδέχεσαι, λοιπόν, να τα μιλήσεις μαζί μου; Καθόλου σωστά δεν τα κάναμε,
γιατί δεν το λες; Γιατί να κάνουμε πόλεμο με τους Άγγλους; Σύμμαχοι είμασταν,
συμφωνίες είχαμε. Κι αν έπρεπε να τον κάνουμε, γιατί δεν τον κάναμε; Δεν είταν
πόλεμος αυτό που κάναμε στην Αθήνα, τάχα πόλεμος είταν. Κ’ είδανε κι άλλα πολλά
τα μάτια του στην Αθήνα τις μέρες αυτές. Σ’ αυτή την ομάδα που προσκολλήθηκε,
οι περισσότεροι είταν παλιόπαιδα, δε μοιάζαν μ’ αυτούς του βουνού, μάγκες
είταν. Οι άλλοι του φανήκανε πολύ πικραμένοι, χαμένα τα ‘χαν κι αυτοί. Όλοι τους,
καλοί και κακοί, βρίζαν και βλαστημούσαν συνέχεια με τις διαταγές που τους
δίναν, σήμερα να κάνουν ετούτο, αύριο να μην το κάνουν. Ύστερα τους ξεχνούσαν
για κάμποσες μέρες, όσο να ‘ρθουν οι καινούργιες, πάλι παλαβές, διαταγές.
Μερικοί το σκάζαν, τους χάναν από τη μια μέρα στην άλλη. Είδε κι άλλους που
πηγαίνανε και κλέβαν. Δεν είταν στρατός αυτό, πόλεμος, επανάσταση, τίποτα δεν
είταν. Θα ‘χε φύγει από πριν μα δεν ήξερε από πού να πάει, τι θα βρει μπροστά
του. Ακούγοντας επιτέλους τη διαταγή για την υποχώρηση, δεν τους είπε τίποτα,
τους άφησε αμέσως και τράβηξε μόνος του τον ανήφορο, ακολουθώντας το πλήθος. Να
βγει μονάχα απ’ την καταραμένη πόλη. Εκεί με πέτυχε, μ’ είδε που πήγαινα μόνος
μου – πολύ λυπημένος μού φάνηκες – και χάρηκε πάρα πολύ βρίσκοντάς με, έναν
άνθρωπο δικό του επιτέλους – μα μη μου τα λες κι εσύ μασημένα…
Ο σκοπός του; Να φτάσει μια φορά στη Λαμία. Είχε κάτι συγγενείς εκεί,
κάτι φίλους. Θα καθόταν εκεί, περιμένοντας να καταλαγιάσουν λίγο τα πράματα –
Μακρακώμη, Υπάτη, Καρπενήσι και γύριζε πια στο χωριό του. Και χωρίς το
σοσιαλισμό.
-Ψέματα, λοιπόν, δεν είταν όλα που λέγατε;
Δεν πρόφτασα να του πω τίποτα. Ένα φορτηγό φάνηκε ν’ ανεβαίνει,
σηκωθήκαμε από τον όχτο που ‘χαμε κάτσει, σταθήκαμε να το σταματήσουμε, μη
τυχόν και μας έπαιρνε. Δεν σταμάτησε, ξαναπήραμε το δρόμο με τα πόδια, χωρίς να
ξαναμιλήσουμε γι’ αυτά τα δικά του.
Αργά τ’ απόγεμα φτάσαμε στη Λιβαδιά*.
Προχωρήσαμε λίγο, είδαμε ένα σπίτι μισοκαμμένο στην άκρη της πόλης, ας
κονέψουμε, είπαμε, εδώ. Κάνουμε να μπούμε – βρίσκουμε κι άλλους που ‘χαν
τρυπώσει σ’ αυτό. Είχαν ανάψει μια μεγάλη φωτιά στο χαγιάτι και καίγαν τ’
αποκαΐδια απ’ τα πατώματα, τα κουφώματα, ό,τι βρίσκαν και καθόντανε γύρω-γύρω.
Φως άλλο δεν είτανε μέσα, της φωτιάς μονάχα και τα πρόσωπα δεν φαινόντανε
καθαρά. Καθώς σταθήκαμε στ’ άνοιγμα της πόρτας, τα κεφάλια ανασηκώθηκαν όλα,
γύρισαν και μας κοιτούσαν. Δεν έχει θέση – ακούστηκε να μας λένε σε λίγο. Δεν
είναι ανάγκη επιτέλους να μαζευτούμε όλος ο κόσμος σ’ αυτό το σπίτι, έχει κι
άλλα ακατοίκητα παραμέσα – είπε δεύτερη φωνή. Και – να ‘χαμε τουλάχιστο κάτι να
τσοντάρουμε και μεις για να τη βγάλουμε τη νύχτα – είταν μια τρίτη φωνή που
σύρθηκε μέσα στο μισοσκόταδο. Σύντομα-σύντομα και πολύ παστρικά, από την πόρτα
που ‘χαμε μείνει, το κανονίσαμε το παζάρι – τρία πακέτα τσιγάρα – είχαμε –
είπαμε το ναι και μας αφήσανε να μπούμε. Δώσαμε τα τσιγάρα, μας κάνανε τόπο και
στριμωχτήκαμε δίπλα τους. Η βροχή μας βρήκε τ’ απόγεμα σε τόπο γυμνό, η χλαίνη
η δική του, το φτενό μου παλτό, μουσκευτήκαν, τα πόδια μας είχαν ξυλιάσει. Το
κορμί μας ζεσταίνεται τώρα, ξεκουράζεται εδώ – τα τρία πακέτα τσιγάρα.
Ατμόσφαιρα της ήττας, της υποχώρησης, της διάλυσης – η πτώση. Οι άνθρωποι που
‘ναι γύρω μας, με τα πρόσωπα μέσα στο μισοσκόταδο, μιλούνε για κλεψιμέικα, για
φοβερίσματα που κάνουνε στους χωριάτες και τους παίρνουνε τρόφιμα, παζαρεύουν
αναμεταξύ τους κι αλλάζουν τα τσιγάρα με κονσέρβες. Όταν σταματούνε αυτά,
βλαστημούνε και βρίζουν που τα καταφέραμε έτσι και νικηθήκαμε. Με ρωτάνε κάτι
μια στιγμή και μένα – δε λέω τίποτα. Τίποτα δε λέει κι αυτός, σωπαίνει δίπλα
μου. Τον νιώθω πολύ καλά. Μέσα σ’ αυτό το μισοκαμμένο σπίτι, με τα
μισοφωτισμένα πρόσωπα, εδώ τελειώνουν απόψε γι’ αυτόν η αντίσταση, ο πόλεμος,
τα δικά μας όνειρα και τα λόγια, τα δικά του τα μικρά τα ζητήματα με τις
μεγάλες αλλαγές που θα γινόντανε με τη νίκη μας. Δεν θα ‘λεγε πως είναι αυτός
νικημένος. Οι ανθρώποι νικηθήκανε μέσα του και – δεν πειράζει τελοσπάντων* και τόσο πολύ. Μπορούμε πάντοτε να
παραδεχτούμε πως τέτοια όπως είναι, είναι η ζωή των ανθρώπων, τόσο μονάχα
μπορούμε να κάνουμε. Δυστυχισμένο, μες στην ανάγκη είναι τ’ ανθρώπινο γένος, θα
‘λεγε τώρα κι αυτός – και, το πιο σπουδαίο – δεν πρέπει να μας πειράζει και
τόσο πολύ. Αποκοιμήθηκε σαν παιδί, με το κεφάλι γερμένο στον ώμο μου. Δεν
κοιμάμαι. Θέλω ν’ απλώσω το χέρι μου να του το χαϊδέψω μια φορά.
Το πρωί στεγνωμένοι ξαναξεκινήσαμε οι δυο μας. Πήραμε πάλι το δρόμο
μαζί, το μεσημέρι σταθήκαμε κάπου και φάγαμε τις τελευταίες κοινές μας
προμήθειες. Χωρίζαμε πια. Εκείνος θα πήγαινε δεξιά – είταν ήσυχος, ήξερε καλά
τον τόπο. Το πιστόλι του θα το κρατούσε ακόμα όσο να μπει στη Λαμία – εκεί το
πέταζε πια, τέλος μ’ αυτά. Εγώ – να το ξέρω – θα ‘χα δυσκολίες από δω και πάνω.
Οι Εγγλέζοι, όπως μάθαμε, είχανε πιάσει τα Φάρσαλα, μα να προσέχω κι αλλιώς, να
μην είμαι ποτέ μονάχος μου – κόσμος κακός, ξεχαλίνωτος, εξαγριωμένος γυρίζει στις δημοσιές – ναι, σαν
εκείνους τους χτεσινούς.
-Και θα πάλι σ’ αυτούς;
Σήκωσα τις πλάτες – και βέβαια.
-Εγώ όμως τέλειωσα, δάσκαλε. Πάω πίσω στο χωριό μου κι ούτε μια τρίχα
της κεφαλής μου δε δίνω σ’ αυτούς, δε δίνω για αυτά. Έχε γεια.
Οι μεγάλες διώξεις αρχίσαν σε λίγο, τα δικαστήρια, τα στρατοδικεία, οι
θανατικές καταδίκες, σε λίγο αρχίζανε κ’ οι εκτελέσεις. Και ο νέος εκείνος της
Έλσιανης, ο συνοδοιπόρος της υποχώρησης, είταν από τους πρώτους που
ντουφεκίστηκαν. Είχε πράγματι γυρίσει στο χωριό του, το ‘χε πει και κει πως
τέλειωσε μ’ αυτά της αντίστασης και τα όνειρα, θα κοιτάξει τη δουλειά του – κι
απόμεινε κει και την κοίταζε. Με τον τρόπο που γινόντανε τότε τα πράγματα, τον
κατηγορήσανε για εγκλήματα φοβερά τον Δεκέμβριο – γι’ αυτό τον κατεβάσαν στην
Αθήνα. Και με τον τρόπο που γινόντανε τότε τα πράγματα γρήγορα-γρήγορα τον
στήσαν μπροστά στο απόσπασμα.
Και ο άνθρωπος αυτός που τα ‘χε αρνηθεί όλα αυτά και που το ‘πε και στο
δικαστήριο, ορκίστηκε πως δεν έκανε τίποτα, έκλαψε και παρακάλεσε να τον
λυπηθούν, έφερε τους χωριανούς του και το βεβαίωσαν, την τελευταία στιγμή της
εκτέλεσής του πέρασε απ’ τον άδικο θάνατο, σήκωσε το χέρι του ν’ αποχαιρετήσει
τα σπασμένα μας όνειρα, όρθωσε το κορμί του και ζητοκραύγασε – αυτός – για το ΕΑΜ,
την αντίσταση…
Τόσο καλά που
μπορούσα να ξέρω γι’ αυτόν, ξανάβλεπα εδώ τη μεταπήδηση εκείνη της Ιφιγένειας
από την έσχατη απελπισιά στην κατάφαση, από την άδικη θανάτωση στην εθελούσια
θυσία. Και σκέφτηκα τότε πως κάπου εδώ μέσα πρέπει να βρίσκεται εκείνος ο
κρίκος ο μυστικός που λείπει ή δε λείπει στη τραγωδία. Η εναντίωση στην
ανθρώπινη μοίρα είναι ο κρίκος. Και βρίσκεται μέσα στο θύμα και πάει πιο πέρα
απ’ αυτό, δένεται με τη ζωή των άλλων, τη συνέχεια της ζωής, την αξία της. Αυτή
‘ναι η κατάφαση του Ευριπίδη: Μια τελική κατάφαση που πέρασε όλο το δρόμο της
απελπισιάς και της άρνησης, ξαναγυρίζοντας στους ανθρώπους.
Και – οι θεοί θα
τους δώσουνε κάποτε και τους ούριους άνεμους – ακόμα και για να παίξουνε πάλι.
Τα πλοία των Αχαιών θα κινήσουν – πέρα απ’ την Αυλίδα αρμενίζοντας. Θα φτάσουν
κάποτε σε κείνη την Τροία. Οι ανυπόμονοι της Αυλίδας – παλληκαράδες και
μάντηδες και όχλοι – θα ‘χουνε πια τον πόλεμο που τόσο λαχτάρησαν. Θα νικούνε
και δε θα νικούνε – έτσι όπως γίνεται πάντα. Θα τσακώνονται ωστόσο και μεταξύ
τους για πλιάτσικα και γυναίκες, γι’ αρχηγιλίκια, για τ’ άρματα τα χρυσά ποιος
θα τα πάρει. Θ’ ατιμαστούν με το δόλο, θα λερωθούνε με τη σφαγή που θα κάνουν –
και θα ‘ναι ο ίδιος αυτός που θα την πει και τη σφαγή στις Τρωάδες του. Και θα γυρίσουνε κάποτε κι από κει, αιώνιοι νικητές,
αιώνια νικημένοι μέσα στο τίποτα της ανθρώπινης μοίρας – αυτής της μοίρας που
δίνει το πλαίσιο της τραγωδίας του.
Έτσι νομίζω θα το
‘λεγε αυτός, είτε το τέλειωσε είτε δεν το τέλειωσε ο ίδιος το μέρος εκείνο της
εθελούσιας θυσίας. Όταν κοιτάζεις απ’ την κορφή τη δική σου τη ζωή των
ανθρώπων, ανάξια τη βλέπεις ολόκληρη. Μπορεί να την αρνηθείς – όλα μικραίνουν,
ξεφτίζουν. Αυτός τολμάει και την αρνιέται. Δεν μένει τίποτα.
Και μένει. Μια
Ιφιγένεια πάντοτε. Αθώα κι ανυποψίαστη, ασήμαντη, αδιάφορη, όσο θα βρίσκεται
μέσα στους άλλους. Να την ξεκινάει αυτή με την εθελούσια θυσία της τη νικηφόρα
τους εκστρατεία της Τροίας. Και μένει. Εκείνος ο άπραγος νέος της Έλσιανης. Να
την δικαιώνει αυτός την τσακισμένη εκστρατεία μας της αντίστασης, εξιλεώνοντας
όλους, αυτός στηρίζοντας με κείνο το ύστατο χαίρε, το νικημένο της κόσμο στις
σκληρές δοκιμασίες που τον περίμεναν.
Σωστά, λοιπόν, πολύ
σωστά θυσιασμένοι και κείνη και τούτος σε μια καινούργια πάντοτε Αυλίδα, μιας
εκστρατείας αιώνιας.