...........................................................
Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877 - 1940)
·
«Ολέθριος
λοχαγός» διήγημα του
Ζαχαρία
Παπαντωνίου (1877 - 1940)
(εκδ.Βιβλιοπωλείον
της «Εστίας», 2007)
Οι δυο κόρες του λοχαγού Γιαννή, αφού παντρεύτηκαν δυο φτωχούς
υπαλλήλους, τους εγκρίνιαζαν έπειτα σ’ όλη τους τη ζωή, επειδή ετόλμησαν αυτοί,
δυο
κατώτεροι υπάλληλοι, ναπάρουν γυναίκες των ποιες; αυτές! κόρες του Γιαννή με τα
τρία χρυσά γαλόνια, που σ’ όλους τους στρατώνες, στη Λαμία, στην Άμφισσα, στον
Κραβασαρά, βρίσκεται ακόμα η φωτογραφία του κι ακούγεται τ’ όνομά του.
-Δεν είμαστε ένα (Φωνάζει η μια στον άντρα
της, ταμειακό γραφέα). Είμι απού σόι! Τ’ ακούς; Απού οικουγένεια!
Κι απ’ το διπλανό συνεχόμενο σπίτι, την ίδια
σχεδόν στιγμή, ρίχνεται κ’ η αδερφή της στο δικό της άντρα, τηλεγραφικό
υπάλληλο για τον ίδιο λόγο:
-Τα μούτρα σ’ δεν ήταν για του θ’κο μ’ του
σόι!
Οι όσιοι και πολύπαθοι σύγαμπροι συνήθισαν
τώρα και δε βγάζουν μιλιά. «Δίκαια πάσχουμε», συλλογιούνται. «Τι θέλαμε να
πιαστούμε από σόι;»
Το χειρότερο είναι πως ο μακαρίτης λοχαγός
Γιαννής δεν είχε ποτέ υποψιαστή τη σπουδαιότητα της φυσιογνωμίας του και δεν θα
τον ξάφνιζε και τον ίδιον η πληροφορία πως δημιούργησεν αριστοκρατικό γένος.
Ήξερε καλά πως δεν έλαβε μέρος ούτε στις μεθοριακές συμπλοκές του 86 και πως
πέρασε τη στρατιωτική ζωή του απλώνοντας τη φιδωτή ουρά της υπογραφής του κάτω
από φύλλα συσσιτίου κι αποδείξεις λυχνοκαΐας. Τέλειωσε το στάδιό του λοχαγός
απόστρατος. Μα μήπως δημιουργεί ποτέ ο άνθρωπος την ίδια του ιστορία; Οι
απόγονοι τη φτιάνουν κατά τα γούστα των. Κ’ οι δυο θυγατέρες του Γιαννή,
σύμφωνα τη μανία που είχαν να μεγαλοφαίνωνται στη μικρή επαρχία και να κάμουν
κοινωνικήν υπόληψη, έφτιασαν το συνταξιούχο λοχαγό στρατηλάτη.
-Μέσα κ’ έξου απ’ του στρατό – έλεγαν με
θυμό στους άντρες των – τ’ όνομα τ’ Γιαννή είνι πασίγνουστου. Πρόσουπου σαν το
θ’κο του – τ’ ακούς τι σ’ λέου; -πρόσουπου τέτοιου έπριπι να βρη τ’ς γαμπρούς
απ’ τόπριπαν!
Εννοούσαν βέβαια πως στις κόρες του Γιαννή
έπρεπαν γαμπροί αξιωματικοί. Αλήθεια! Νύχτα και μέρα, όταν ήταν κορίτσια,
περίμεναν την υπέρτατη τιμή να βροντήξη ένα σπαθί στο πλευρό των. Μα ήταν
απένταρες. Κ’ οι αξιωματικοί της μικρής φρουράς του τόπου, αν είχαν την
κοπιαστική εργασία να κρατούν ορθά τα τσιγγέλια του μουστακιού των και να
βροντούν το σιδερικό των στους δρόμους, εδούλευαν βέβαια για να πάρουν προίκα,
όχι ξερές γυναίκες. Όταν πλέον οι κόρες
του Γιαννή πάτησαν τα τριάντα δύο, τις έπιασε πανικός. Θέλοντας και μη
θέλοντας, αναγκάστηκαν να κοιτάξουν προς την αθόρυβη τάξη των πολιτικών
υπαλλήλων, που περιφρονούσαν προτήτερα. Έρριξαν τα μάτια τους προς το
τηλεγραφείο, το ταμείο, το σχολείο, το ειρηνοδικείο… Μετά πολύ κοσκίνισμα της
προξενιάς, η μεγαλύτερη έκαμε τη σκληρή υποχώρηση να παντρευτή ένα τηλεγραφικό
βοηθό κ’ η δεύτερη για τον ίδιο λόγο ένα ταμιακό γραφέα. Αυτή ακριβώς η
συνθηκολογία εξαγρίωσεν ύστερα τη περηφάνεια των. Άρχισαν να τρώγωνται μ’ αυτό
πούγινε, ενώ είχε γίνει. Και, για να μην τα βάλουν με τον εαυτό τους που το
δέχτηκεν, εγλωσσότρωγαν τους άντρες των. Ο λοχαγός είχε πεθάνει εδώ και χρόνια,
μα το σπαθί του σπιθοβολούσεν ακόμα στις πέτρες του δρόμου γι’ αυτές, η αυστηρή
του φωτογραφία με τη στολή μεγάλωνε, το λοφίο του γινόταν ολόκληρο σύννεφο, το
φάντασμά του ζητούσε λόγο για την υποχώρησή των
-Νουμαρχαίοι κ’ εισαγγελέηδες τουν είχαν
στου πλευρό τ’ς… Σχέσεις μι τουν καλύτερου κόσμου… Στην παράτα πρώτους μι του
λοφίου τ’… Τέτοιοι ανθρώποι δεν ματαγένουντι. Ένας ήταν!
Το μήλο έπεσε κάτω απ’ τη μηλιά. Τα κορίτσια των μεγάλωσαν κι αυτά με
την ιδέα πως είν’ από οικογένεια. Είχεν ο τηλεγραφητής ένα κορίτσι. Ο ταμιακός
δυο κορίτσια κ’ έν’ αγόρι. Οι λαμπρές περιγραφές των
μεγαλείων του Γιαννή κρατούσαν διαρκώς ερεθισμένη των μικρών κοριτσιών γύρω
στον παππού, ενώ για τους ταπεινούς υπαλλήλους, τους γονιούς των, αισθανόνταν
την ίδια περιφρόνηση που είχαν οι μαννάδες των. Σκυμμένοι
στο χειριστήριο και στους λογαριασμούς, ταπεινά ντυμένοι, χωρίς σπιρούνια, με
κηλίδες μελάνης στα χέρια, οι δυο σύγαμπροι δε μπορούσαν να υψωθούν στην
υπόληψη των κοριτσιών τους, όσο κι αν αγκομαχούσαν για να τα θρέψουν και να τα
σπουδάσουν. Η Χρηστομάθεια με το «τίμα τον πατέρα σου» δεν ωφέλησε τίποτα. Η
γκρίνια της μητέρας των στάθηκε γι’ αυτά ζωντανή διδασκαλία. Δώδεκα χρονών ήταν
τα κορίτσια και καμάρωναν. Δεκαπέντε και πατούσαν στα νύχια. Εδιάλεγαν με
προσοχή τις φιλενάδες. Τι ; Οι εγγονές του λοχαγού θα πάνε μ’ όποια κι όποια;
Πλησίαζαν μόνο την αριστοκρατία του τόπου τη φρουραρχίνα, τη δημαρχίνα. «Πού να
ρίξ΄νι τα’ μύτ τ’ς!» έλεγαν οι φτωχές γειτονοπούλες, βλέποντας πόσο μάκραιναν
απ’ αυτές… Όταν έφτασαν στην ηλικία της παντρειάς, τότε δα ξύλιασαν από
αξιοπρέπεια. Λιγνές και λίγο ξυλένιες, καθώς ήταν, με πλούσια καστανά μαλλιά,
ανέκφραστο όμως κι άχρωμο το πρόσωπο, σαν άτολμες ακουαρέλες από έλλειψη
αρκετής τροφής, κρατούσαν υψωμένη στον κυριακάτικο περίπατο τη σανίδα του
στήθους των και κινούσαν τα φτωχά κεράσια και τα φύλλα του καπέλου των με
σοβαρή φιλαρέσκεια. Περίμεναν κι αυτές αξιωματικό. «Τ’ Γιαννή οι αγγονές σπαθί
πρέ’ να παρ’ νι, του στέμμα είν’ οικουγενειακό τ’ς!» έλεγαν οι μαννάδες τους. Κ’
εκείνες τόδεσαν κόμπο στο μαντήλι τους, πως αυτό θα γίνη. Περίμεναν. Και πάλι όμως οι προικοθήρες αξιωματικοί,
τακτοποιώντας με φοβερή χειρονομία τα φίδια του μουστακιού των στον περίπατο,
πολύ λίγο πρόσεχαν τις λιγνές αυτές καλαμιές της υπαλληλίας. Οι τρείς ξαδέρφες
πέρασαν τα τριάντα. Πάντα περίμεναν. Ο καιρός όμως άρχισε στο ισχνό πρόσωπό των
να εργάζεται τις σούφρες του και τα παράξενα κεντήματά του. Μόλις πρόφτασεν η
μοναχοκόρη του τηλεγραφικού κι άρπαξεν έναν ηλικιωμένο ελληνοδιδάσκαλο. Όσο για
τις δυο κόρες του ταμιακού, δε δέχτηκαν καμμιά υποχώρηση. Ήθελαν αξιωματικό. Έτσι
έκλεισαν τα σαράντα κ’ έμειναν ανύμφευτες για πάντα.
-Οι αγγονές τ’ λουχαγού (έλεγαν καμμιά φορά
σε συγγενικά πρόσωπα) θα τιμήσ’νι τουν παππού τ’ς. Δε βαν’νι όποιουν κι όποιουν
στου σπίτ’ τ’ς!
Και τώρα; Ήταν μετανοιωμένες. Θα έπρεπε
λοιπόν να βρουν κι αυτές κάποιον, για να ρίξουν απάνω του τη φαρμακερή
μεταμέλεια που είχαν για το λάθος των. Για προχειρότερο βρήκαν τον αδερφό των.
Ο νέος αυτός έμεινε δίπλα των, για να χαντακωθή με τις αδερφές του, σύμφωνα με
τα σεβάσμια έθιμα του τόπου. Αφού κάμποσα χρόνια περιπλάνησε τη φαντασία του
μέσα σε πολυθόρυβες πολιτείες, αφού ονειρεύτηκε ταξίδια, λαούς…, δρόμους…,
τρούλλους…, κήπους…, παλάτια…, γυναίκες…,
χρήματα…, αφού στα όνειρα που έβλεπε ξυπνός σε μια καρέκλα του καφενείου
πλούτισεν, αγάπησε, ταξίδεψε, άνθισε – έγινε, τέλος, βοηθός στο μικρό
τηλεγραφείο του τόπου του. Δεν ξαναβγαίνει από κει! Έσκυψε απάνω στο
χειριστήριο και, λησμονημένος στη λησμονημένη κωμόπολη, εκτελούσε τακτικά τις
μετρημένες κι αργές κινήσεις της ζωής του, απ’ την αγορά στο σπίτι, από κει στο
τηλεγραφείο κι από κει στο μοναδικό καφενείο, όπου τη Δευτέρα και την Παρασκευή
συνέβαινε το σοβαρό γεγονός ναρθούν οι εφημερίδες!
-Δε ντρέπισι να τ’ρας τα γλέντια σ’; Τ’ς
φίλ’ς σου; Τουν περίπατό σ’ , τ’ν κουντσίνα σ’, του καφενείου σ’, τουν καφέ
σ’κι τ’ εφημερίδα σ’! Μόνο για τ’ς αδερφές σ’ καρφί δε σ’ καίγιτι ουλότιλα!
- Ουλότιλα… ξανάλεγεν η άλλη. Κι τέτοιες
αδιρφές απ’ δε σηκώσουν ματ’ στουν κόσμου. Τι θα νάλιγις νάταν τίπουτα
κατώτερις, τίπουτα πρόστυχις…
- Τίπουτα πρόστυχις, συμπήρωνεν η άλλη,
τίπουτα ξιλογιάστις, τι θα νάλιγις…
Καθώς όμως μιλούσαν μαζί και μπέρδευαν τα
λόγια τους, έλεγεν η μια στην αδερφή της:
-Σώπα συ, Πολυξεν’ να τ’ τα που ιγώ.
- Όχι, θα τ’ τα που ιγώ, να τ’ ακούσ’ μια κι
καλή, τι αξίζ’νι οι αδερφές τ’! Να τ’ς είχι άλλους αδιρφές τ’ς αγγονές τ’
Γιαννή, θα τ’ς περιποιόταν μη σταξ’ κι μη βρεξ, στα μάτια θα τ’ς τηράϊ όπως
τουν τ’ράνι, όχι να διαβάζ’ τ’ς ιφημερίδις στου καφενείου!
Ο αδερφός είχε πάρει προ πολλού το ύφος του
φιλοσόφου. Μα δεν ήθελε να του πειράξουν τον καφέ και την εφημερίδα, τη
μοναδική κραιπάλη της καταδικασμένης ζωής του. Κι απαντούσε:
-Τι λέτε κορίτσια (η πικρή αυτή ονομασία
τους έμεινε από συνήθεια στο σπίτι), τόσο μεγάλο φονικό είναι που διαβάζω την
«Παλιγγενεσία» και πίνω έναν ερμαδιακό καφέ; Και τι να κάμω σαν βγαίνω απ’ το
τηλεγραφείο;
- Να τ’ραξ’ς τ’ς αδιρφές σ’! Αυτό να καν’ς!
- Σαράντα πέντε ολάκερα χρόνια σας τηράω και
με τηράτε.
- Σουτ!
Ο δυστυχισμένος ξανασώπαινε, ενώ εκείνες
δυνάμωναν την ψαλμωδία μπροστά στη μούρη του, σχεδόν χυμώντας απάνω του. Κι ο
αδερφός εθαύμαζε πώς γίνονται αυτά όλα. Πού βρίσκεται τόση φλυαρία, τόσος
θυμός, τόσο αίμα στις φουσκωμένες φλέβες του λαιμού των! Και συλλογιέται: πώς
τ’ αθώα πλάσματα, που κυνήγησαν πεταλούδες μαζί του, καταλήξανε βρυκόλακες που
τον τρομάζουν; Δεν είναι οι αδερφές του που παίζανε μαζί του και τον καλούσαν
να μετρήσουνε τ’ άστρα τ’ ουρανού και θυμόντουσαν μελίσσι τα τραγούδια και τα
παραμύθια κ’ έβλεπαν μυριάδες φαντασίες; Πότε πέρασαν αυτά; Πότε ήρθαν αυτές οι
ρυτίδες; Τι σιχαμερή που είν’ η ζωή! Με τι λύσσα μεταμορφώνει το πουλάκι σε
νυχτερίδα και το χιονάτο περιστέρι σε κοράκι!
Μα γιατί αυτά όλα; Γι’ αυτή τη φωτογραφία!
Και κοίταζε στον τοίχο της σάλας τη μεγάλη φωτογραφία του λοχαγού, μεγαλόπρεπα
στημένη σαν τα εικονίσματα – και τη φοβέριζε μέσα του. «Να πάρη ο διάολος τα
κουμπιά σου!» έλεγε. «Για την τύχη μου δεν έγινες σκαφτιάς, καρβουνιάρης,
μπαλωματής… Τι συμφορά ήταν τα τρία ψωρογαλόνια σου! Νάβλεπες τουλάχιστον μια
φορά Τούρκο!» Κι όταν, μια φορά, στο θυμό του είπε στις αδερφές του να πάνε να
δουλέψουν, για να μην έχουν ανάγκη ούτε αυτόν, ούτε κανένα, ούτε τον παππού,
του φώναξαν:
-Τι; Για βρωμογύναικις μας πήρις; Για
πιρμαντόνις; Τ’ς αγγουνές τ’ Γιαννή; Ντρουπή σ’!
- Καλά! απάντησεν ο αδερφός. Και πήρε την
απόφασή του.
Όταν αυτός δεν ήταν πρόχειρος, τάβαζαν με την
παντρεμένη ξαδέρφη των, κατηγορώντας τη που καταδέχτηκε να πάρη
ελληνοδιδάσκαλο, με τη μητέρα των, με το γονιό των·
και
πάλι, τελειώνοντας τον κύκλο, ξανάπεφταν στον αδερφό. Όταν έλειπε ο
αδερφός, προχειρότερο απ’ όλα, για να ξεθυμάνουν, ήταν το όγδοο πρόσωπο του
σπιτιού, η κουτσή υπηρέτρια και των δυο σπιτιών, η Ασήμω. Η Ασήμω είχε την τιμή
να ξυλίζεται απ’ όλο το σόι του Γιαννή, εδώ και σαράντα χρόνια που μπήκε
ψυχοκόρη στο σπίτι του μακαρίτη λοχαγού. Καθώς τη βρήκαν κουτσή από γενετής,
φτωχή, με μια μάννα που δεν είχε πλέον τον τρόπο ναρθή απ’ το χωριό να την
ξαναϊδή, οι κόρες του Γιαννή έκριναν πως ήταν απ’ το Θεό κατασκευασμένη για να
δέρνεται από στρατιωτική οικογένεια. Τη χτυπούσαν ή τη ξεμάλλιαζαν κάθε φορά
που ήταν νευριασμένες. Τη συνήθεια την κράτησαν τα κορίτσια. Έτσι, όποια τα
είχε με τις ζαρωματιές της, έδερνε την Ασήμω. Κ’ η Ασήμω, που νόμιζε πως ήταν
από Θεού διαταγμένο να είναι κουτσή και να βασανίζεται, παρηγοριόταν πως
τουλάχιστον της άφηναν οι κυράδες το δικαίωμα να κλάψη μοναχή της το βράδυ,
χύνοντας ποτάμι τα δάκρυά της στο νεροχύτη της κοινής κουζίνας, που έπλενε τα
πιάτα και των δυο σπιτιών. Όταν έλειπαν οι δυο γεροντοκόρες, εύρισκε την
ευκαιρία να σιγοτραγουδή. Κ’ εμείς οι γειτόνοι ανοίγαμε τα παράθυρα να την
ακούμε. Τι νάζι, τι φλογέρισμα σ’ εκείνη τη φωνή! Καταρράχτες ασημένιοι
γκρεμίζονταν κι άχνιζαν στο χωριό, έλατα κρατούσαν ορθή τη λαμπάδα τους,
κατσίκια πρόβαλλαν το κεφάλι τους μέσα από θάμνους, τα καλαμπόκια έβγαζαν μέσα
από πράσινο φουστάνι την ξανθή κοτσίδα τους… Θάματα όλα του τραγουδιού της
Ασήμως που μας τάφερνε.
Είναι τώρα πενήντα πέντε χρονών. Κι άξαφνα –
τι παράδοξο! – ένας χηρευάμενος ηλικιωμένος ασβεστάς, που δούλευε στα καμίνια,
επειδή την άκουσε να τραγουδή, ίσως κ’ επειδή την είδε να κλαίη, κι αφού τα
χρόνια της δεν εμπόδιζαν να είν’ ακόμα τα φρύδια της γραμμένα, τα μάτια της
ισκιερά κι αυτή ακόμα η κουτσαμάρα της συμπαθητική, τη ζήτησε για γυναίκα του.
-Σήκω! Μην κάθεσαι! της είπε μια γειτόνισσα.
- Τι λες, κυρά Μαρία; Ντρέπουμι τουν κόσμου!
Θα με δικάσ’ ου Θιός!
- Ου Θιός, μαρή, για ποιο λόγου; Ου Θιός δε
διάταξι να θαφτής εδώ ζωντανή να σι φάνι πέντι στρίγγλις!
- Τι θα πη ου κόσμους, γλεπ’ς, ιγώ, έρμους
άνθρουπους, κ’τση γυναίκα, μαθέ… παντρειά!...
- Ου κόσμους; Κι σι ρωτάει ου κόσμους άμα
δέρνισι, μαθές; Συγγινή τουν έχ’ς τουν κόσμου; Ας πη του κουντό τ’ κι του μακρύ
τ’! Τύφλα στουν κόσμου!
Η Ασήμω, ακόυγοντας πρώτη φορά από άνθρωπο
μια συμπαθητική κουβέντα, άρχισε να το συλλογίζεται… Να πάρη τον ασβεστά; Μα
βρήκε πολύ κακή στιγμή. Εκείνες ακριβώς τις ημέρες οι δυο θυγατέρες του Γιαννή
βρισκόνταν σε μεγάλη ανησυχία και νευρικότητα, επειδή στην πόλη εμφανίστηκαν
δυο μουστακαλήδες ανθυπολοχαγοί του ευεργετικού νόμου, ανύπαντροι, πράγμα που
ανατάραξε πάλι τη φαντασία των και τις έκαμε να συγυρίζωνται διαρκώς μπροστά
στο μικρό καθρέφτη του τοίχου. Τόσο αναστατώθηκαν στην πληροφορία πως υπάρχουν
δυο υποψήφιοι γαμπροί, ώστε, αν τύχαινε την Κυριακή να δεχτούν την
καθυστερημένη επίσκεψη καμμιάς κυρίας υπαλλήλου, η φαντασία των ξεφρενιασμένη,
ξετύλιγε μυθικές λαμπρότητες του παππού και διηγόνταν, μιλώντας κι οι δυο μαζί,
τα ανύπαρκτα μεγαλεία του. Ήταν αληθινό παραλήρημα.
-Οι στραταρχαίοι τουν είχαν στο τραπέζι τ’ς.
Ου βασιλιάς τόδουσι του παράσημου κι τ’ αρνήθηκι… Του υπουργείου ζήταγι τ’ς
συμβουλές τ’… Ικατομμύρια πέρασαν απ’ τα χέρια τ’ κι δεν άγγιξι πιντέρα ντιπ…
Άσπρου άτι καβαλίκιβι κ’ η σέλλα χρυσή... Ου στρατηγός ου Βαλτινός φίλους τ’…
Ου Μελέαγρους κι ου Μυκόνιους αδερφοποιτοί τ’…
Δεν πέρασαν όμως λίγες ημέρες κ’ οι δυο
ανύπαντροι αξιωματικοί έφυγαν. Ήταν περαστικοί για την καταδίωξη της ληστείας.
Σε τέτοια ψυχική κατάσταση που βρέθηκαν οι δυο εγγονές του λοχαγού, με το
σβήσιμο μιας ελπίδας ακόμα, της τελευταίας ίσως, στη χειρότερη δηλαδή στιγμή,
έτυχε να μάθουν τα παντρολογήματα της Ασήμως. Ακούγοντας το νέο βουβάθηκαν για
μια στιγμή απ’ την κατάπληξη… Κοιτάχτηκαν. Κιτρίνισαν. Ύστερα κοκκίνισαν κι
αυθόρμητα τράβηξαν προς την κουζίνα, για να πέσουν απάνω στη δούλα. Μα εκείνη
έλειπε στη βρύση. Τότε κράτησαν το θυμό των και σκέφτηκαν σε λίγο να κάμουν τον
ανήξερο, για να παρακολουθήσουν τη στάση της Ασήμως, ώστε να πέσουν απάνω της
μια και καλή. Και, στο μεταξύ, οι τέσσερίς τους, αυτές κ’ οι γριές μητέρες των,
σχολίαζαν με βρισιές, φοβέρες και τρεμούλα χεριών την απίστευτη προσβολή,
αγαναχτισμένες στην ιδέα πως εκείνο το καψαλισμένο κούτσουρο τόλμησε να ζητήση,
τι; Να γλυτώση! Να μην τη δέρνουν! Σημειωμένη γυναίκα! «Η κ’τσή, η σακατ’σσα,
να φύβγη απ’ του σπίτ’ τ’ Γιαννή, απούνι τιμή τ’ς κι καμάρ’ τ’ς!».
Το απόγεμα ο αδερφός των, περνώντας έξω απ’
την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας, είδε την Ασήμω γονατισμένη μπροστά στη μοναδική
της κασέλα, τη ζωγραφισμένη απόξω μ’ ένα πετεινό, να συγυρίζη μ’ αισιοδοξία και
προσοχή τα «ρημάδια» της, αυτά που ως τώρα για το θάνατό της ήταν προορισμένα.
«Στο καλό, μαύρη κι άραχλη!» συλλογίστηκε. «Θα ζήσης και λίγες μέρες
ανθρωπινές. Στο καλό κελαϊδίστρα!» Κ’ ενώ κοίταζε με κρυφή συμπάθεια τη δούλα
να διπλώνη τα ρούχα της κ’ αισθανόταν ντροπή πως, έπειτα από τριάντα πέντε
χρόνων ξύλο, η Ασήμω θάφευγε απ’ το σπίτι του μην έχοντας για προίκα κάτι
αποφόρια στην κασέλα, έξαφνα χύμηξαν στην κουζίνα σαν ξαφνικός άνεμος οι δυο
αδερφές του και, πιάνοντας την Ασήμω, την ταρακουνούσαν, χωρίς εκείνη να προφτάση
να σηκωθή, κ’ έκραζαν: «Πού πας, μαρή; Τι ριζιλίκια είν’ αυτά στου σπίτ’ μας;
Κρίνι, ντε!» «Πού στα τσακίδια πας; Α;» «Δε θα πας π’θινά!» έλεγεν η μια και
της πετούσεν απ’ τη κασέλα τα μπαλωμένα ασπρόρουχα. «Π’θινά ντιπ!» έλεγεν η
άλλη και της πέταξε μακριά το μοναδικό της γαλάζιο τσίτι, που ήταν με προσοχή
διπλωμένο. «Του σόι τ’ Γιαννή ριζιλίκια δε δέχιτι!» «Στιφάν’ στα γιράματα,
σκρόφα!» «Κ’τσή! Σημειουμέν’ τ’ διαόλ!» «Κούσαλου!» Γονατισμένη μπροστά στην
κασέλα, καθώς την κουνούσαν και την τάραζαν οι δυο γεροντοκόρες, χωρίς να μπορή
να σηκωθή, άρχισε η Ασήμω να κλαίη, βρύση αληθινή, το κλάμα όλης της ζωής της,
να μυρολογιέται για περασμένα και για τωρινά. Και τότε ο τηλεγραφικός πετάχτηκε
σαν άγριο θεριό στη μέση. Αρπάζοντας τις δυο αδερφές του απ’ τα λιγνά τους
χέρια, τις έσπρωξε μακρυά. Μα εκείνες, μανιασμένες, αντιστάθηκαν δυνατά και,
ξεφεύγοντας η μια τα χέρια του, πήδησε κι άρπαξε την κουτσή απ’ τα μαλλιά. Ο
αδερφός, για να τη γλυτώση, σκουντούσε δυνατά τις δυο γυναίκες προς τον τοίχο,
ενώ ακούγονταν κρακ! κρακ! οι ραφές των φουστανιών των που ξηλώνονταν, και
φώναζε: «Φεύγα, μωρή Ασήμω! Φεύγα κ’ εγώ είμαι δω!»
Κ’ η Ασήμω, κούτσα-κούτσα, σηκώθηκε κ’
έγινεν άφαντη προς το βουνό ξεμαλλιασμένη.
-Αααα!... ούρλιαξα οι δυο αδερφές,
κρατημένες στον τοίχο, ενώ οι άρπαγες των χεριών τους σάλευαν στον αέρα,
ζητώντας μάταια τις πολύπαθες πλεξίδες της δούλας. Για μια παλιοβρώμα να
τυραγνάς τ’ς αγγουνές τ’ Γιαννή!
- Να μου πάρ’ ο διάολος το Γιαννή! Φώναξεν
εκείνος. Να μου πάρ’ ο διάολος και να σας τον πάρη αυτόν εκεί τον καραβανά! Στο
διάολο!
Και, παρατώντας τις γυναίκες, χύμηξεν άξαφνα
προς τη σάλα, αφού άρπαξε το πρώτο αντικείμενο που μπροστά του, ένα σίδερο.
Και, φτάνοντας στην περίφημη φωτογραφία του λοχαγού, άρχισε να της κατεβάζη το
σίδερο με τόση ορμή, ώστε το τζάμι της έγινε θρύψαλα και στη στολή της εικόνας
έπεφταν βροχή τα ξεσκίσματα και το πρόσωπό της γέμισε γρατζουνίσματα και
τρύπες. Όσο τον τραβούσαν οι γυναίκες απ’ το ρούχο, τόσο αυτός ξέσχιζε
λέγοντας: «Να τα μεγαλεία σου, να το σόι σου…, να…, να…» Και τέτοια ήταν τα
ξεφωνητά και τα ρεκάσματα των δυο γυναικών, όταν είδαν κουρέλια το ιερό των
οικόσημο, ώστε ανοίξαμε όλοι οι γειτόνοι τα παράθυρα, να ιδούμε ποιος
σκοτώθηκε. Δεν είχε πάθει κανένας, εκτός απ’ το μακαρίτη το λοχαγό. Μα το
αναστάτωμα ήταν φοβερό. Είδαμε τις δυο γριές να πηγαίνουν βιαστικά προς τα κει,
ζητώντας στο δρόμο την παντούφλα των που ξέφυγε, ενώ έφτανε λαχανιασμένος ο
ταμιακός απ’ το καφενείο, κρατώντας την κιμωλία της πρέφας στα χέρια, και
γύριζεν ο μικρός σκύλος ο Τίγρις γαβγίζοντας στη μέση, κ’ ύστερα φάνηκεν η
προξενήτρα η γειτόνισσα, στην αγκαλιά
της οποίας έπεσαν αμέσως οι δυο γερόντισσες λιποθυμισμένες.
Έτσι έλαβε τέλος η δόξα του ολέθριου λοχαγού
της ειρήνης. Ποτέ Ταμερλάνος δε φαντάστηκε τις καταστροφές που έφερε το σπαθί
του χωρίς να βγη από τη θήκη. Το σπίτι έκλεισε. Ο τηλεγραφητής πήρε των ματιών
του κ’ έφυγε, αποφασισμένος ν’ αλλάξη* στα σαραπέντε χρόνια πετσί, σε πολύ
μακρινό τόπο. Πήγε στο Κεϊπτάουν. Την ημέρα που καταστράφηκεν η εικόνα του
παππού, οι δυο αγγονές γέρασαν κατά δεκαπέντε χρόνια. Δεν ξανάειδαν στον ύπνο
τους αξιωματικό. Δεν ξανάβαλαν στο μαξιλάρι τους τη νύχτα τρία κουφέτα, δεν ξανάειπαν
τίποτα για τα μεγαλεία του Γιαννή. Η γριά πέθανε. Ύστερα ο γέρος. Έμειναν οι δυο
γεροντοκόρες. Τα παράθυρα του σπιτιού είναι κλεισμένα. Κάπου-κάπου φαίνεται στην
ταράτσα μια στιγμή το καλαμένιο των χέρι να μαζεύη ρούχα… Ερήμωση και σιωπή απλώθηκε
στο σπίτι του Γιαννή. Όταν, μια μέρα, χτύπησε την πόρτα των ένας άνθρωπος μπαλωμένος
κι ασβεστωμένος και ζήτησε την κασέλα με τα ρούχα της Ασήμως, τούδειξαν με το χέρι
την κουζίνα. Ήθελαν να τον ρωτήσουν κ’ οι δυο: «Μπας κ’ είσι ου ασβεστάς; Τ’ν πήρις
τ’ν Ασήμου; Τι γίνιτι;» - μα δεν μπόρεσαν. Ένας κόμπος τις έπιασε στο λαιμό. Θυμήθηκαν
την αγάπη της… Τις δουλειές της στο σπίτι. Το κελάιδισμά της… Την κουτσαμάρα της…
Θυμήθηκαν πως την έδερναν και μετάνοιωσαν. Τώρα πέρασαν όλα! Είδαν τον ασβεστά φορτωμένο
την κασέλα στον ώμο να χάνεται στην καμπή του δρόμου… κι αφού κοιτάξανε βουβές τα
προικιά της Ασήμως να φεύγουν, συμπεθερικό μ’ έναν άνθρωπο, έκλεισαν πάλι το παράθυρο.
*Σημείωση: Όπως είναι φανερό, κρατήθηκε η ορθογραφία του αρχικού κειμένου.
Η μόνη αλλαγή ήταν ότι η αντιγραφή έγινε στο μονοτονικό.