..............................................................
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888 - 1944)
· «Ο άλλος»
διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
Απ’ το
παράθυρο του τρένου, κοιτούσε το τοπίο που περνούσε
με μιαν ιλιγγιώδη γρηγοράδα. Ήταν ένα τοπίο φωτεινό, ένας κάμπος ηλιοφωτισμένος,
όλο ελιές, αμπέλια και πλατάνια. Ξεδιπλωνόταν ήμερα στα μάτια, αλλάζοντας κάθε
στιγμή και φυσιογνωμία. Πότε ήταν μια στενή λωρίδα γης, ένα μικρό χωράφι
οργωμένο, πότε μια χωριάτικη καλύβα, πότε μια στέρνα πράσινη με λεύκες
γύρω-γύρω, πότ’ ένα πηγάδι μεγάλο και χτιστό, που το γύριζε με κόπο κάποιο
άλογο. Κι έπειτα πάλι η μεγάλη άπλα με τα θεόρατα βουνά στο βάθος – ή κάποιο
χωριουδάκι μακρινό με το μυτερό καμπαναριό του και τα μαζωμένα κυπαρίσσια του
μικρού και φτωχού κοιμητηρίου του. Κι όλ’ αυτά περνούσαν το ‘να κατόπι στ’ άλλο
ξεκινώντας απ’ τα βάθη του ορίζοντος για να χαθούν από την άλλη τη μεριά,
συνεπαρμένα με το πέρασμα του τρένου σ’ ένα χορό τρελό και ρυθμικό, σα να
περιστρεφόντουσαν στην άκρη κάποιου κύκλου, που το βαρύ και νοερό του κέντρο βρισκόταν πέρα
τοποθετημένο στα μακριά κι ασάλευτα βουνά.
Κι ο ρυθμός του τρένου άλλαζε κάθε στιγμή κι
εκείνος: Πότε κυλούσε μαλακά λικνιστικά, μ’ έναν ήχο μονότονο, πλατύ – πότε
γινόταν, ξαφνικά πνιγμένος, και τρομώδης στο πέρασμα κάποιας μικρής γέφυρας,
που δρασκελούσε κάποια ρεματιά, σα φοβισμένος και συλλογισμένος, καθώς
υπερπηδούσε το κενό.
Και τα τηλεγραφόξυλα περνούσαν αστραπές πολύ
κοντά στο τρένο, τόσο που δεν τα πρόφταινε το μάτι. Και μόνο, πέρα, τ’ ασάλευτα
βουνά, τα γαλάζια κι εξαϋλωμένα έμοιαζαν ακατάδεχτα περιφρονητικά – σαν και να
μην τα θεωρούσαν πρέπο στο συγκρατητό τους μεγαλείο να κάνουν ταπεινές
συγκαταβάσεις, και να λάβουν μέρος με τα γύρω στο γενικόν ακράτητο χορό.
Κι η
καρδιά του Νάσου ήταν τώρα, σα μια ζυγαριά: από τη μια μεριά
ήταν ο καημός κι η νοσταλγία της ζωής, που παρατούσε – κι από την άλλη η δίψα
κι η χαρά των μεγάλων τόπων που θα πήγαινε. Η πολιτεία που τον καρτερούσε του
φαινόταν σα μιαν ανοιγμένη, άγνωστη μεγάλη αγκαλιά. Φάνταζε στα μάτια της
καρδιάς του γιομάτη γοητεία κι υποσχέσεις. Κι ανάμεσα σ’ εκείνο τον καημό και
στο ακαθόριστο συναίσθημα αυτό, της αναμενόμενης χαράς, η σφιγμένη του καρδιά
ταλαντευόταν σα μια μεθυσμένη ζυγαριά, που της ρίχνουν κι από τις δυο μεριές
κάποτε καινούργια και μεγάλα βάρη.
Τότε πρόσεξε τα δυο μάτια που τον κοίταζαν!
Ήταν δυο μάτια κουρασμένα και στεγνά, δυο μάτια ξέθωρα και σαν αφαιρεμένα, που
μολαταύτα έμοιαζαν να πρόσεχαν όλες τις κινήσεις του μυαλού του: ήταν δύο μάτια
μαραμένα και στεγνά, που φαινόταν απ’ τον τρόπο που κοιτούσαν πως είχαν δει
πολλά, πάρα πολλά – και πως είχαν αποκάνει να κοιτάζουν! Κι όμως αυτά τα μάτια τον κοιτούσαν στυλωμένα στη
συγκίνησή του, μ’ ένα φανερό ενδιαφέρον. Τα κοίταξε κι αυτός με περιέργεια.
Ήταν αντίκρυ του στο ίδιο διαμέρισμα, και δεν σάλευαν καθόλου από πάνω του, σα
να γύρευαν να τον βυθομετρήσουν. Αφέθηκε κι αυτός στο κοίταγμά τους, ξεχνώντας
τώρα το τοπίο που γλιστρούσε σα μια κορδέλα κινηματογράφου απ’ το στενό
παράθυρο του τρένου.
Ήταν ένας νέος, καθισμένος, με το πρόσωπο
στεγνό καθώς τα μάτια του – ένας νέος δίχως ηλικία. Ντυμένος ρούχα ταξιδιού, μ’
ένα κασκέτο στο μεγάλο μέτωπό του, κρατούσ’ ένα βιβλίο ανοιγμένο στα γόνατά του
δίχως να διαβάζει. Από την άλλη τη μεριά του βαγονιού, ήταν κάποιοι άλλοι που μιλούσαν
– αλλ’ αυτούς δεν τους έβλεπε καθόλου. Έβλεπε μόνο τον καπνό απ’ τα τσιγάρα.
Στο διαμέρισμα αυτό του βαγονιού δεν υπήρχε άλλος απ’ αυτόν κι απ’ τ’ άχρωμα τα
μάτια που τον κοίταζαν με μια επιμονή μυστηριώδη.
Άρχισε, τότε, πιο πολύ, κι αυτός, να τα
κοιτάζει. Δεν έμοιαζαν με τα συνηθισμένα μάτια που συναντάει, ταχτικά, κανένας
μέσα στα τρένα. Είχαν μια παράξενη θλιμμένη γοητεία – κάτι το τόσο γνώριμο και
συνταραχτικό, που του εκμηδένιζε τη σκέψη, και που τον ανάγκαζε απλώς να τα
κοιτάζει, σαν ένας άνθρωπος μισοϋπνωτισμένος. Θέλοντας ν’ αντιδράσει εξ
ενστίκτου, έριχνε τώρα, που και που, το βλέμμα στο παράθυρο – αλλά τώρα στο
παράθυρο του τρένου δεν κατόρθωνε να ξεχωρίσει τίποτε, κι αμέσως πάλι
ξαναγύριζε στα μάτια. Ένιωθε πως τον είχαν υποτάξει και δεν του ήταν δυνατόν να
τ’ αποφύγει! Μιλούσαν έτσι κατ’ ευθείαν στην ψυχή του, που καταλάβαινε πως όλες
οι προσπάθειες ν’ απαλλαγεί απ’ τον παράδοξο ζυγό του, ήταν μοιραία
καταδικασμένες.
Με το κοίταγμα εκείνων των ματιών, είχε
χάσει βαθμηδόν κάθε συναίσθηση τού τι ζητούσε και για πού τραβούσε! Ο κόσμος
όλος, ο ρυθμός του τρένου σιγά-σιγά χανόντουσαν γι’ αυτόν και δεν είχαν απομείνει τώρα παρ’ αυτά τα
καρφωμένα μάτια που τον απορροφούσαν λίγο-λίγο σα δυο ακατανίκητοι μαγνήτες!
Ένιωθε τώρα την επιβολή τους κάθε δευτερόλεπτο πιο επιταχτική – σα ν’
αποτελούσαν μιαν εστία μυστικών και ζοφερών δυνάμεων, σαν έναν ισχυρό
συμπυκνωτήρα κάποιων σατανικών ενεργειών, που του παράλυαν το πνεύμα και τη
θέληση, και τον υπότασσαν, γυμνό κι ανυπεράσπιστο, σε μυστηριώδεις επιδράσεις.
Και ξαφνικά τα μάτια άρχισαν να μιλούν! Δεν
μιλούσαν με τον ήχο της φωνής, και μήτε στην ανθρώπινη συνηθισμένη γλώσσα, -
αλλά σε κάποια γλώσσα μυστική, που δεν την άκουγε παρά μονάχα στο μυαλό!
Μιλούσαν καθαρά, συγκεκριμένα, χωρίς τις περιττές υπεκφυγές που μεταχειρίζονται
τα χείλη… Κι έλεγαν με καθαρή φωνή:
-Ξέρω ποιος είσαι και τι ζητάς, και τι σε
περιμένει… Ξέρω τις μυστικές φιλοδοξίες σου, το φλογερό σου πόθο του
Αγνώστου, και τις χιμαιρικές σου τις ελπίδες! Άφησες τον τόπο σου, το φτωχικό
σου σπίτι, παρασυρμένος από τ’ όνειρό σου, για να βρεις το Άφταστο, εκείνο που
δεν υπάρχει παρά διαρκώς πιο πέρα – πιο πέρα κι απ’ τον ανοιχτόν ορίζοντα, στα
βάθη των αγνώστων ουρανών, που ποτέ το μάτι δεν τους φτάνει. Ξέρω τις αγωνίες
της καρδιάς σου, τις φαρμακερές αμφιβολίες σου, την τρελή λαχτάρα που σε
σπρώχνει για το πολυπόθητο «αλλού»… Και σε λυπάμαι, σε λυπάμαι, σε λυπάμαι!
Έγινε πάλι σιωπή, για λίγο.
Και τα μάτια είχαν γίνει πονεμένα – γιομάτα
καλοσύνη και συμπόνια. Είχαν γίνει τόσο πονεμένα, που ο Νάσος ένιωσε κι εκείνος
στην καρδιά του κάτι σαν ρίγος λυπημένο και καινούργιο. Βρήκε τη δύναμη,
ωστόσο, ν’ αντιδράσει και να γυρίσει τα μάτια στο παράθυρο.
Το τρένο τώρα βάδιζε κοντά στην παραλία. Μια
θάλασσα στρωτή και καταγάλανη, τόπους-τόπους πράσινη και πού και πού σταχτιά,
πρόβαλλε τώρα δεξιά στα βάθη απλώνοντας μακάρια το λείο της καθρέφτη μ’
ακινησία λίμνης πεθαμένης. Κάποιοι γλάροι έσκιζαν το μακρινό διάστημα, με τα
λευκά τους ανοιχτά φτερά. Έκοβαν γύρους στη γλαυκή την απεραντοσύνη κι έπειτα
πάλι προχωρούσαν ίσια, μ’ έναν αδιάκοπο κι αργό παλμό φτερών, σα να ‘φευγαν, κι
εκείνοι, κατά το ίδιο Άγνωστο – προς έναν τόπο μακρινό πολύ, κι ονειρεμένο –
προς έναν τόπο μακρινό πολύ, κι ονειρεμένο, τον τόπο που δεν θα ‘φταναν ποτέ…
Ποτέ; Ποτέ;!
Κι έπειτα, πάλι όλ’ αυτά σκοτείνιασαν, σα να
‘πεσε μια ξαφνική αυλαία. Και τα μάτια τώρα του μιλούσαν δίχως καν αυτός να τα
κοιτάξει:
-Πού πας, πού πας, μες στο μεγάλον κόσμο;
Ο κόσμος είναι μια βαθιά θανάσιμη παγίδα! Θα συμπαρασυρθείς απ’ τους τροχούς
του, και θα γίνεις λιώμα, λιώμα, λιώμα!... Γύρισε στον τόπο σου, στο ταπεινό
σου σπίτι, και κλείσε τα παράθυρα καλά, βούλωσε καλά τις χαραμάδες, μην έμπουν
μέσα υποσχέσεις δολερές της μακρινής αχόρταγης σειρήνας – της ζωής! Μανταλώσου
μες στην παρθενιά σου, κράτησε σφιχτά τη χίμαιρά σου – και μην ψάχνεις του
κάκου να τη βρεις εκεί που δεν υπάρχει για κανένα… Μην κοιτάς τα χρώματα που
παίζουν με τις απατηλές αντανακλάσεις: όλ’ αυτά είναι κακές παγίδες, δολώματα
στημένα της καρδιάς σου, για να βρεθείς αντίκρυ τους πιο άοπλος και μόνος, και
να συντριβείς πιο τραγικά! Σε λυπάμαι, και σε προειδοποιώ, ενόσω έχεις τον
καιρό να κρατηθείς… Ο κόσμος είναι μια θανάσιμη παγίδα, και δε θα κατορθώσεις
να σωθείς!...
Κι η φωνή ήταν πικρή – πικρή, πικρή, πικρή –
μια φωνή σα ζυμωμένη μες στα δάκρυα, έρημη, γοερή, απελπισμένη.
Ο Νάσος σήκωσε τα μάτια με λαχτάρα. Θέλησε
να ξαναδεί τα μάτια, που του μάραιναν τον ενθουσιασμό – να τ’ αντικρίσει
τολμηρά κι αποφασιστικά να τους φωνάξει, επί τέλους, θαρραλέα τη φλογερή του διαμαρτυρία.
Αλλά τα μάτια δεν υπήρχαν πουθενά!
Αντίκρυ του καθόταν ένας νέος, και διάβαζε σκυφτός σ’ ένα βιβλίο. Τώρα είχε
μισοσκοτεινιάσει. Ένα φως μεγάλο κι αμαυρό φλόγιζε τον ουρανό, ακόμα, ανάβοντας
στις παρυφές των μακρινών βουνών κάποιες χλωμές και κόκκινες ανταύγειες,
κάποιες φωτιές θαμπές και σκοτωμένες, σα μεγάλες πυρκαγιές ετοιμοθάνατες. Και
μια φλόγα σκέπαζε τη δύση, την αγκάλιαζε σα μια μεγάλη μαγική πορφύρα, σα μια
μεγάλη δόξα ματωμένη, γιομάτη σπαραγμό και νοσταλγία – αλλά κι ελπίδα και βουβή
κι απόκοσμη χαρά.
Κι έπειτα όλα έσβησαν με μιας. Δεν έμεινε
στα βάθη του ορίζοντος, παρά μια μαύρη κορυφή βουνού, σ’ ένα φόντο μόλις
φωτισμένο, ένα φόντο βαθύ πορτοκαλί, που λίγο-λίγο έσβηνε κι εκείνο.
Άναψαν τα φώτα στο βαγόνι.
Το τρένο σφύριζε στριγκά και παρατεταμένα.
Και ξαφνικά στην άλλη μεριά πρόβαλε πρώτα ένας φωτοστέφανος, σαν αντιφέγγισμα
από χιλιάδες φώτα. Και σαν πελώριος λαμπρός αστερισμός, η Πολιτεία φάνηκε μες
στο βαθύ σκοτάδι, όλο ηλεκτρικά κι αντανακλάσεις – απλώνοντας τον όγκο της σαν
άγρυπνο θηρίο που περιμένει τη λεία του, έτοιμο να την καταβροχθίσει.
Έμοιαζε σαν ανοιχτή μασέλα, στημένη φεγγερά
μες στο σκοτάδι – σαν αγκαλιά γιομάτη γοητεία – σα σειρήνα συναρπαστική, που με
το ‘να χέρι δίνει τη χαρά, αλλά με τ’ άλλο κρύβει το μαχαίρι, για να το μπήξει
πιο γερά μες στην καρδιά.
Και μια ψυχή φτωχή και φοβισμένη – μια ψυχή
χαμένη απ’ τον τρόμο αλλά κι επίτηδες σπρωγμένη απ’ τη μοίρα, από μια δύναμη
τρελή κι ακατανίκητη, καθώς η πεταλούδα προς το φως – ερχόταν
τώρα να δοθεί σ’ εκείνη, για να ζήσει, ή για να χαθεί…