Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

"ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ" Από το βιβλίο του Πάνου Σταθόγιαννη «ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΑ» (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015)

.............................................................

ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ


Όχι, δεν ήταν ο έρωτας προς αυτό που είμαι που με συνέτριψε στα άπατα της έκστασης, να μην μπορώ ούτε μια απλωτή να κολυμπήσω πέρα από μένα. Αυτό που είμαι το έχω ήδη. Και με έχει. Το ελεώ και με ελεεί μέσα απ’ τη χρεία. Ενώ ο έρωτας θέλει το πέρα, το απέναντι, το άλλο. Εκείνο που, έτσι και το αγγίξεις με τα δάχτυλα, είτε σαρκώνεται είτε διαλύεται και φεύγει σαν νερό.
Αίφνης, ως δωρεά και ως κατάρα των θεών, είδα μπροστά μου εμένα. Έτσι όπως φαίνομαι σ’ εσάς. Στα μάτια σας. Κι ευθύς μαγεύτηκα. Όχι, όχι απ’ αυτό που είμαι, αλλά από το ότι μπορώ κι αντανακλώμαι. Κι αποτυπώνομαι. Υπάρχω και ως ετερότητα. Γίνομαι δύο. Και είμαι ο ίδιος και στις δυο μεριές.
Ήταν αστείο πρόσωπο, κανένα κάλλος. Μια μορφή συνηθισμένα απαρηγόρητη. Ίσως και ηττημένη.
Όμως, αυτόν τον άλλον απέναντι εγώ τον ήξερα κι από τις δυο τις μεριές. Γνώριζα τις διαπομπεύσεις που υπέστη εορτάζοντας, τα κτήνη που του πριονίσαν τα φτερά, τις μέσα σήραγγες των τρωκτικών, τις τρομερές ανακωχές, τα “παραλίγο” του, τις πάντα, αχ, πάντα ωραίες προθέσεις του.
Τα πάντα γνώριζα. Τα πάντα του.
Κι ύστερα βγήκα έξω στον κόσμο ν’ αγαπήσω.
Κι αγάπησα πολύ, και αγαπήθηκα. Όμως στα μάτια του άλλου που με κοίταζε αγαπώντας με, εγώ εμένα έβλεπα. Ως κάτι πέρα, ως απέναντι, ως άλλον άνθρωπο. Τον πιο θλιμμένο που γνωρίζω απ’ τους ξένους.

-----------
Από το βιβλίο του Πάνου Σταθόγιαννη «ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΑ», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

[Μήπως να μιλήσουμε για ειρήνη ή είναι κι αυτό «μειοδοσία»;] έγραψε ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (www.lifo.gr, 5.1.2020)

..............................................................


Μήπως να μιλήσουμε για ειρήνη ή είναι κι αυτό «μειοδοσία»;

Ο λόγος υπέρ της ειρήνης πλέον δεν ακούγεται. Αντιθέτως, σχεδόν όλος ο πολιτικός ορίζοντας διακατέχεται από ένα δυσοίωνο σύνδρομο: αυτό της δημιουργίας γεωπολιτικών αξόνων στο όνομα μιας λογικής αμοιβαία αυτοεκπληρούμενων προφητειών του κακού.



έγραψε ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (www.lifo.gr, 5.1.2020)

Πριν από μερικά χρόνια υπήρχε ένα μέτωπο ανθρώπων, που έπιανε από το χώρο της φιλελεύθερης Δεξιάς, το κέντρο μέχρι και την άκρα αριστερά, το οποίο μιλούσε για ειρήνη. Ο καθείς με τον τρόπο του. Από το κλασικό αντιιμπεριαλιστικό «Έξω οι βάσεις του θανάτου-Ειρήνη στη Μεσόγειο» μέχρι τον διεθνιστικό λόγο της κάθε λογής αριστεράς και τον κοσμοπολιτισμό ενός τμήματος των ελίτ που έβλεπαν στο ενδεχόμενο ενός πολέμου την καταστροφή – οικονομική, και όχι μόνο.  
Ο λόγος υπέρ της ειρήνης πλέον δεν ακούγεται. Έχει σιγάσει. Αντιθέτως, σχεδόν όλος ο πολιτικός ορίζοντας διακατέχεται από ένα δυσοίωνο σύνδρομο: αυτό της δημιουργίας γεωπολιτικών αξόνων στο όνομα μιας λογικής αμοιβαία αυτοεκπληρούμενων προφητειών του κακού. Το αποτέλεσμα είναι οι διεθνείς παράγοντες να ωθούνται ακόμη περισσότερο σε συμπεριφορές που απειλούν τη διεθνή ασφάλεια.  Αυτό αφορά πρωτίστως την Τουρκία αλλά όχι μόνο αυτή.
Οι γεωπολιτικοί άξονες με μαθηματική βεβαιότητα δημιουργούν αντι-άξονες. Έτσι βυθιζόμαστε σε ένα σπιράλ έντασης, στη δίνη του οποίου μικρή σημασία έχει, τελικά, το «ποιος ξεκίνησε». Ο κάθε λογής συμβιβασμός –η πεμπτουσία της ειρηνικής επίλυσης των διεθνών διαφορών– θεωρείται μειοδοσία. Οι πολιτικές δυνάμεις φοβούνται να αναπτύξουν στο ακροατήριό τους λόγια της λογικής, διότι ο κόσμος πλέον έχει ξεσυνηθίσει. Κι όταν κάποτε έρθει η στιγμή του συμβιβασμού, που είναι επιθυμητό να έρθει πριν από κάποιο θερμό επεισόδιο και όχι μετά, το ακροατήριο θα νιώθει αδικαίωτο, διότι άλλα του λέγανε προηγουμένως. Κι έτσι μπαίνουμε σε έναν φαύλο κύκλο εθνικισμού που βαφτίζεται «αγέρωχη εθνική πολιτική», από τον οποίο αδυνατούμε να βγούμε. Οι Πρέσπες υπήρξαν η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
   
Βυθιζόμαστε σε ένα σπιράλ έντασης, στη δίνη του οποίου μικρή σημασία έχει, τελικά, το «ποιος ξεκίνησε». Ο κάθε λογής συμβιβασμός – η πεμπτουσία της ειρηνικής επίλυσης των διεθνών διαφορών – θεωρείται πλέον μειοδοσία.  Αν όμως αρχίσουν οι οικογένειες να λαμβάνουν στο σπίτι φύλλα πορείας για τ' αγόρια τους, τότε ο ορίζοντας θα σκοτεινιάσει, διότι η ζωή δεν είναι αναλώσιμη. Και σ' αυτό η Ελλάδα διαφέρει από την Τουρκία. Ευτυχώς! Τριάντα φέρετρα στην Ελλάδα είναι περισσότερα από 300 στην Τουρκία. 
 

Αν όμως αρχίσουν οι οικογένειες να λαμβάνουν στο σπίτι φύλλα πορείας για τ' αγόρια τους, τότε ο ορίζοντας θα σκοτεινιάσει, διότι η ζωή δεν είναι αναλώσιμη. Και σ' αυτό η Ελλάδα διαφέρει από την Τουρκία. Ευτυχώς! Τριάντα φέρετρα στην Ελλάδα είναι περισσότερα από 300 στην Τουρκία. Τι να κάνουμε όμως; Αυτός είναι ο γείτονας που μας έλαχε και όχι το Λουξεμβούργο.

   
Στο διά ταύτα τώρα: 
 
1ον. Το ότι η Τουρκία, και ειδικότερα ο Πρόεδρός της, βρίσκεται εσχάτως σε αναθεωρητικό παροξυσμό και έχει τα περισσότερα άδικα δεν συνεπάγεται αυτομάτως, αντανακλαστικά και ως συνέπεια ότι η Ελλάδα έχει σε όλα δίκιο. Είτε μας αρέσει είτε όχι, στο Αιγαίο δεν υπάρχει μόνο η διαφορά της υφαλοκρηπίδας που αποδέχεται η χώρα μας. Αν κάποτε οδηγηθούμε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η ελληνική κοινή γνώμη θα πρέπει να προετοιμάζεται ότι θα τεθούν κι άλλα ζητήματα, τα οποία ως σήμερα είναι δημοσίως ανομολόγητα, πλην όμως δεν υπάρχει διεθνολόγος –Έλληνας, Τούρκος ή άλλος– που να μην τα γνωρίζει. Μάλιστα, επ' αυτών η αντίληψη δικαίου που υπάρχει διεθνώς δεν αξιολογεί πως η Τουρκία βρίσκεται συνολικά εν αδίκω, καθώς θεωρείται ετεροβαρές το Αιγαίο να είναι «ελληνική λίμνη». Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η εν γένει συμπεριφορά της τουρκικής κυβέρνησης έχει εύλογα οδηγήσει σε μεγάλο εκνευρισμό και την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ. Αυτό όμως δεν μπορείς να το πεις στην Ελλάδα, διότι θεωρείται αυτομάτως μειοδοσία. Έτσι, οι Έλληνες κοιμούνται τον ύπνο του εθνικού δικαίου. Κι αν κάποιος τολμήσει να πει μια κουβέντα, τότε αυτή αντιμετωπίζεται όπως η βλασφημία τον Μεσαίωνα.
     


Περαιτέρω, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή διεθνώς η ελληνική θέση για επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, λόγω της μορφολογίας του Αιγαίου Πελάγους. Το ίδιο ισχύει με την εμμονή για διατήρηση του εθνικού εναέριου χώρου στα 10 αντί στα 6 ναυτικά μίλια. Ξέρουμε, επίσης, ότι στη Συνθήκη της Λωζάννης δεν  αναφέρονται ονομαστικά ως τμήματα της ελληνικής επικράτειας κάποια ελληνικά νησιά και έκτοτε τα χωρικά ύδατα δεν έχουν οριοθετηθεί από τον Έβρο ως το Αγαθονήσι. Τέλος, είναι επίσης δεδομένο ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα δεν είναι αποστρατιωτικοποιημένα, όπως προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες. Αυτά είναι σοβαρές εστίες διαφωνιών. Οι διαφορές αυτές έχουν πραγματική και όχι μόνο φαντασιακή υπόσταση. Μια ενδεχόμενη δικαστική διευθέτησή τους αποκλείεται να φέρει ικανοποίηση μόνο στη δική μας πλευρά.

 
2ον. Ζούμε μια στιγμή κατά την οποία η αμερικανική κυβέρνηση έχει απροσχημάτιστα απολέσει το όποιο ενδιαφέρον είχε στο παρελθόν για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή. Τούτο την οδηγεί σε διεθνή εγκλήματα, όπως αυτό της δολοφονίας του Ιρανού στρατηγού Σουλεϊμανί. Σε αυτό το περιβάλλον η πρόσδεση της Ελλάδας σε έναν άξονα με το Ισραήλ και δι' αυτού τις ΗΠΑ οδηγεί σε μια μονοδιάστατη πολιτική που δημιουργεί μεγάλης κλίμακας αντι-συσπειρώσεις στον αραβικό κόσμο και στην Τουρκία.   


Μα τι στο καλό νομίζουμε; Ότι, αν γίνει στραβή, το Ισραήλ θα πάρει τα όπλα για την Ελλάδα;  

Πηγή: www.lifo.gr

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

"ALMA MATER" ποίημα του Τάκη Παυλοστάθη (1947-1999) από τον φίλο στο fb Κώστα Κουτσουρέλη (facebook, 9.1.2020)

..............................................................













Τάκης Παυλοστάθης
(1947-1999)





ALMA MATER
Θα γίνουμε υπάλληλοι
θα γίνουμε όλοι δημόσιοι υπάλληλοι
μικροί και μεγάλοι έμποροι οι μαρμαράδες
οι ιστορικοί οι ποιητές οι συγγραφείς εν γένει
οι κουλουράδες οι μασέρ οι γλύπτες
οι μποξέρ οι αεριτζήδες οι λαχειοπώλες
οι εκτός εθνικού συστήματος γιατροί
οι λοιποί επιστήμονες
οι κουρείς οι ζωγράφοι οι λιγνοί δρομείς
οι ηλιοκαμένοι αλιείς οι εταίρες οι βαρύτονοι
αι υψίφωνοι

η "ρομαντική οικοκυρά»
ο αλκοολικός πιανίστας
ο θηλυπρεπής κομμωτής
ο υιός του ανθρώπου ειπόντος:
μισώ όλα τα επαγγέλματα
ο τοπογράφος Κ.
ο επαγγελματίας χαρτοπαίκτης
ο επιθεωρητής του Υμηττού
θα γίνουν υπάλληλοι
Τη στοργή που στερηθήκαμε όλοι θα απολαύσουμε
σαν έριφοι θα πέσουμε μέσα στο γάλα
της Μητέρας (όλοι πια συνάδελφοι στον Ένα "Εργοδότη",
αυτό ‒το θεσπεσιότερον‒ τούτο: ομογάλακτοι αδελφοί!).
Θα τα υλοποιήσουμε όλα. Θα απαλείψουμε τις νευρώσεις
και κάθε ενδεχόμενο επανεμφανίσεως του Κινδύνου.
Τ’ απογεύματα θα μπαίνουμε αμέριμνοι στα κρατικά καφενεία
θα περιφερόμαστε στους δημόσιους κήπους
ένα καινούργιο ειδικό προϊόν μασουλώντας.
Θα είμαστε τελείως ελεύθεροι.
Κτήμα μας θα κάνουμε τ’ αστέρια.
Και, βέβαια, νωρίς νωρίς θα βγαίνουμε στη σύνταξη
αλλά πρώτα να γίνουμε υπάλληλοι
να γίνουμε όλοι δημόσιοι υπάλληλοι.
ΤΑΚΗΣ ΠΑΥΛΟΣΤΑΘΗΣ

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

«Ο άλλος» διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888-1944)

..............................................................




Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888 - 1944) 


·       «Ο άλλος»

            διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη


   Απ’ το παράθυρο του τρένου, κοιτούσε το τοπίο που περνούσε με μιαν ιλιγγιώδη γρηγοράδα. Ήταν ένα τοπίο φωτεινό, ένας κάμπος ηλιοφωτισμένος, όλο ελιές, αμπέλια και πλατάνια. Ξεδιπλωνόταν ήμερα στα μάτια, αλλάζοντας κάθε στιγμή και φυσιογνωμία. Πότε ήταν μια στενή λωρίδα γης, ένα μικρό χωράφι οργωμένο, πότε μια χωριάτικη καλύβα, πότε μια στέρνα πράσινη με λεύκες γύρω-γύρω, πότ’ ένα πηγάδι μεγάλο και χτιστό, που το γύριζε με κόπο κάποιο άλογο. Κι έπειτα πάλι η μεγάλη άπλα με τα θεόρατα βουνά στο βάθος – ή κάποιο χωριουδάκι μακρινό με το μυτερό καμπαναριό του και τα μαζωμένα κυπαρίσσια του μικρού και φτωχού κοιμητηρίου του. Κι όλ’ αυτά περνούσαν το ‘να κατόπι στ’ άλλο ξεκινώντας απ’ τα βάθη του ορίζοντος για να χαθούν από την άλλη τη μεριά, συνεπαρμένα με το πέρασμα του τρένου σ’ ένα χορό τρελό και ρυθμικό, σα να περιστρεφόντουσαν στην άκρη κάποιου κύκλου, που το βαρύ  και νοερό του κέντρο βρισκόταν πέρα τοποθετημένο στα μακριά κι ασάλευτα βουνά.

   Κι ο ρυθμός του τρένου άλλαζε κάθε στιγμή κι εκείνος: Πότε κυλούσε μαλακά λικνιστικά, μ’ έναν ήχο μονότονο, πλατύ – πότε γινόταν, ξαφνικά πνιγμένος, και τρομώδης στο πέρασμα κάποιας μικρής γέφυρας, που δρασκελούσε κάποια ρεματιά, σα φοβισμένος και συλλογισμένος, καθώς υπερπηδούσε το κενό.

   Και τα τηλεγραφόξυλα περνούσαν αστραπές πολύ κοντά στο τρένο, τόσο που δεν τα πρόφταινε το μάτι. Και μόνο, πέρα, τ’ ασάλευτα βουνά, τα γαλάζια κι εξαϋλωμένα έμοιαζαν ακατάδεχτα περιφρονητικά – σαν και να μην τα θεωρούσαν πρέπο στο συγκρατητό τους μεγαλείο να κάνουν ταπεινές συγκαταβάσεις, και να λάβουν μέρος με τα γύρω στο γενικόν ακράτητο χορό.

   Κι η καρδιά του Νάσου ήταν τώρα, σα μια ζυγαριά: από τη μια μεριά ήταν ο καημός κι η νοσταλγία της ζωής, που παρατούσε – κι από την άλλη η δίψα κι η χαρά των μεγάλων τόπων που θα πήγαινε. Η πολιτεία που τον καρτερούσε του φαινόταν σα μιαν ανοιγμένη, άγνωστη μεγάλη αγκαλιά. Φάνταζε στα μάτια της καρδιάς του γιομάτη γοητεία κι υποσχέσεις. Κι ανάμεσα σ’ εκείνο τον καημό και στο ακαθόριστο συναίσθημα αυτό, της αναμενόμενης χαράς, η σφιγμένη του καρδιά ταλαντευόταν σα μια μεθυσμένη ζυγαριά, που της ρίχνουν κι από τις δυο μεριές κάποτε καινούργια και μεγάλα βάρη.

   Τότε πρόσεξε τα δυο μάτια που τον κοίταζαν! Ήταν δυο μάτια κουρασμένα και στεγνά, δυο μάτια ξέθωρα και σαν αφαιρεμένα, που μολαταύτα έμοιαζαν να πρόσεχαν όλες τις κινήσεις του μυαλού του: ήταν δύο μάτια μαραμένα και στεγνά, που φαινόταν απ’ τον τρόπο που κοιτούσαν πως είχαν δει πολλά, πάρα πολλά – και πως είχαν αποκάνει να κοιτάζουν! Κι όμως  αυτά τα μάτια τον κοιτούσαν στυλωμένα στη συγκίνησή του, μ’ ένα φανερό ενδιαφέρον. Τα κοίταξε κι αυτός με περιέργεια. Ήταν αντίκρυ του στο ίδιο διαμέρισμα, και δεν σάλευαν καθόλου από πάνω του, σα να γύρευαν να τον βυθομετρήσουν. Αφέθηκε κι αυτός στο κοίταγμά τους, ξεχνώντας τώρα το τοπίο που γλιστρούσε σα μια κορδέλα κινηματογράφου απ’ το στενό παράθυρο του τρένου.

   Ήταν ένας νέος, καθισμένος, με το πρόσωπο στεγνό καθώς τα μάτια του – ένας νέος δίχως ηλικία. Ντυμένος ρούχα ταξιδιού, μ’ ένα κασκέτο στο μεγάλο μέτωπό του, κρατούσ’ ένα βιβλίο ανοιγμένο στα γόνατά του δίχως να διαβάζει. Από την άλλη τη μεριά του βαγονιού, ήταν κάποιοι άλλοι που μιλούσαν – αλλ’ αυτούς δεν τους έβλεπε καθόλου. Έβλεπε μόνο τον καπνό απ’ τα τσιγάρα. Στο διαμέρισμα αυτό του βαγονιού δεν υπήρχε άλλος απ’ αυτόν κι απ’ τ’ άχρωμα τα μάτια που τον κοίταζαν με μια επιμονή μυστηριώδη.

   Άρχισε, τότε, πιο πολύ, κι αυτός, να τα κοιτάζει. Δεν έμοιαζαν με τα συνηθισμένα μάτια που συναντάει, ταχτικά, κανένας μέσα στα τρένα. Είχαν μια παράξενη θλιμμένη γοητεία – κάτι το τόσο γνώριμο και συνταραχτικό, που του εκμηδένιζε τη σκέψη, και που τον ανάγκαζε απλώς να τα κοιτάζει, σαν ένας άνθρωπος μισοϋπνωτισμένος. Θέλοντας ν’ αντιδράσει εξ ενστίκτου, έριχνε τώρα, που και που, το βλέμμα στο παράθυρο – αλλά τώρα στο παράθυρο του τρένου δεν κατόρθωνε να ξεχωρίσει τίποτε, κι αμέσως πάλι ξαναγύριζε στα μάτια. Ένιωθε πως τον είχαν υποτάξει και δεν του ήταν δυνατόν να τ’ αποφύγει! Μιλούσαν έτσι κατ’ ευθείαν στην ψυχή του, που καταλάβαινε πως όλες οι προσπάθειες ν’ απαλλαγεί απ’ τον παράδοξο ζυγό του, ήταν μοιραία καταδικασμένες.

   Με το κοίταγμα εκείνων των ματιών, είχε χάσει βαθμηδόν κάθε συναίσθηση τού τι ζητούσε και για πού τραβούσε! Ο κόσμος όλος, ο ρυθμός του τρένου σιγά-σιγά χανόντουσαν γι’ αυτόν  και δεν είχαν απομείνει τώρα παρ’ αυτά τα καρφωμένα μάτια που τον απορροφούσαν λίγο-λίγο σα δυο ακατανίκητοι μαγνήτες! Ένιωθε τώρα την επιβολή τους κάθε δευτερόλεπτο πιο επιταχτική – σα ν’ αποτελούσαν μιαν εστία μυστικών και ζοφερών δυνάμεων, σαν έναν ισχυρό συμπυκνωτήρα κάποιων σατανικών ενεργειών, που του παράλυαν το πνεύμα και τη θέληση, και τον υπότασσαν, γυμνό κι ανυπεράσπιστο, σε μυστηριώδεις επιδράσεις.

   Και ξαφνικά τα μάτια άρχισαν να μιλούν! Δεν μιλούσαν με τον ήχο της φωνής, και μήτε στην ανθρώπινη συνηθισμένη γλώσσα, - αλλά σε κάποια γλώσσα μυστική, που δεν την άκουγε παρά μονάχα στο μυαλό! Μιλούσαν καθαρά, συγκεκριμένα, χωρίς τις περιττές υπεκφυγές που μεταχειρίζονται τα χείλη… Κι έλεγαν με καθαρή φωνή:

   -Ξέρω ποιος είσαι και τι ζητάς, και τι σε περιμένει… Ξέρω τις μυστικές  φιλοδοξίες σου, το φλογερό σου πόθο του Αγνώστου, και τις χιμαιρικές σου τις ελπίδες! Άφησες τον τόπο σου, το φτωχικό σου σπίτι, παρασυρμένος από τ’ όνειρό σου, για να βρεις το Άφταστο, εκείνο που δεν υπάρχει παρά διαρκώς πιο πέρα – πιο πέρα κι απ’ τον ανοιχτόν ορίζοντα, στα βάθη των αγνώστων ουρανών, που ποτέ το μάτι δεν τους φτάνει. Ξέρω τις αγωνίες της καρδιάς σου, τις φαρμακερές αμφιβολίες σου, την τρελή λαχτάρα που σε σπρώχνει για το πολυπόθητο «αλλού»… Και σε λυπάμαι, σε λυπάμαι, σε λυπάμαι!
   Έγινε πάλι σιωπή, για λίγο.

    Και τα μάτια είχαν γίνει πονεμένα – γιομάτα καλοσύνη και συμπόνια. Είχαν γίνει τόσο πονεμένα, που ο Νάσος ένιωσε κι εκείνος στην καρδιά του κάτι σαν ρίγος λυπημένο και καινούργιο. Βρήκε τη δύναμη, ωστόσο, ν’ αντιδράσει και να γυρίσει τα μάτια στο παράθυρο.

   Το τρένο τώρα βάδιζε κοντά στην παραλία. Μια θάλασσα στρωτή και καταγάλανη, τόπους-τόπους πράσινη και πού και πού σταχτιά, πρόβαλλε τώρα δεξιά στα βάθη απλώνοντας μακάρια το λείο της καθρέφτη μ’ ακινησία λίμνης πεθαμένης. Κάποιοι γλάροι έσκιζαν το μακρινό διάστημα, με τα λευκά τους ανοιχτά φτερά. Έκοβαν γύρους στη γλαυκή την απεραντοσύνη κι έπειτα πάλι προχωρούσαν ίσια, μ’ έναν αδιάκοπο κι αργό παλμό φτερών, σα να ‘φευγαν, κι εκείνοι, κατά το ίδιο Άγνωστο – προς έναν τόπο μακρινό πολύ, κι ονειρεμένο – προς έναν τόπο μακρινό πολύ, κι ονειρεμένο, τον τόπο που δεν θα ‘φταναν ποτέ… Ποτέ; Ποτέ;!

   Κι έπειτα, πάλι όλ’ αυτά σκοτείνιασαν, σα να ‘πεσε μια ξαφνική αυλαία. Και τα μάτια τώρα του μιλούσαν δίχως καν αυτός να τα κοιτάξει:
   -Πού πας, πού πας, μες στο μεγάλον κόσμο; Ο κόσμος είναι μια βαθιά θανάσιμη παγίδα! Θα συμπαρασυρθείς απ’ τους τροχούς του, και θα γίνεις λιώμα, λιώμα, λιώμα!... Γύρισε στον τόπο σου, στο ταπεινό σου σπίτι, και κλείσε τα παράθυρα καλά, βούλωσε καλά τις χαραμάδες, μην έμπουν μέσα υποσχέσεις δολερές της μακρινής αχόρταγης σειρήνας – της ζωής! Μανταλώσου μες στην παρθενιά σου, κράτησε σφιχτά τη χίμαιρά σου – και μην ψάχνεις του κάκου να τη βρεις εκεί που δεν υπάρχει για κανένα… Μην κοιτάς τα χρώματα που παίζουν με τις απατηλές αντανακλάσεις: όλ’ αυτά είναι κακές παγίδες, δολώματα στημένα της καρδιάς σου, για να βρεθείς αντίκρυ τους πιο άοπλος και μόνος, και να συντριβείς πιο τραγικά! Σε λυπάμαι, και σε προειδοποιώ, ενόσω έχεις τον καιρό να κρατηθείς… Ο κόσμος είναι μια θανάσιμη παγίδα, και δε θα κατορθώσεις να σωθείς!...

   Κι η φωνή ήταν πικρή – πικρή, πικρή, πικρή – μια φωνή σα ζυμωμένη μες στα δάκρυα, έρημη, γοερή, απελπισμένη.
   Ο Νάσος σήκωσε τα μάτια με λαχτάρα. Θέλησε να ξαναδεί τα μάτια, που του μάραιναν τον ενθουσιασμό – να τ’ αντικρίσει τολμηρά κι αποφασιστικά να τους φωνάξει, επί τέλους, θαρραλέα τη φλογερή του διαμαρτυρία.

   Αλλά τα μάτια δεν υπήρχαν πουθενά! Αντίκρυ του καθόταν ένας νέος, και διάβαζε σκυφτός σ’ ένα βιβλίο. Τώρα είχε μισοσκοτεινιάσει. Ένα φως μεγάλο κι αμαυρό φλόγιζε τον ουρανό, ακόμα, ανάβοντας στις παρυφές των μακρινών βουνών κάποιες χλωμές και κόκκινες ανταύγειες, κάποιες φωτιές θαμπές και σκοτωμένες, σα μεγάλες πυρκαγιές ετοιμοθάνατες. Και μια φλόγα σκέπαζε τη δύση, την αγκάλιαζε σα μια μεγάλη μαγική πορφύρα, σα μια μεγάλη δόξα ματωμένη, γιομάτη σπαραγμό και νοσταλγία – αλλά κι ελπίδα και βουβή κι απόκοσμη χαρά.

   Κι έπειτα όλα έσβησαν με μιας. Δεν έμεινε στα βάθη του ορίζοντος, παρά μια μαύρη κορυφή βουνού, σ’ ένα φόντο μόλις φωτισμένο, ένα φόντο βαθύ πορτοκαλί, που λίγο-λίγο έσβηνε κι εκείνο.

   Άναψαν τα φώτα στο βαγόνι.

   Το τρένο σφύριζε στριγκά και παρατεταμένα. Και ξαφνικά στην άλλη μεριά πρόβαλε πρώτα ένας φωτοστέφανος, σαν αντιφέγγισμα από χιλιάδες φώτα. Και σαν πελώριος λαμπρός αστερισμός, η Πολιτεία φάνηκε μες στο βαθύ σκοτάδι, όλο ηλεκτρικά κι αντανακλάσεις – απλώνοντας τον όγκο της σαν άγρυπνο θηρίο που περιμένει τη λεία του, έτοιμο να την καταβροχθίσει.
   Έμοιαζε σαν ανοιχτή μασέλα, στημένη φεγγερά μες στο σκοτάδι – σαν αγκαλιά γιομάτη γοητεία – σα σειρήνα συναρπαστική, που με το ‘να χέρι δίνει τη χαρά, αλλά με τ’ άλλο κρύβει το μαχαίρι, για να το μπήξει πιο γερά μες στην καρδιά.

   Και μια ψυχή φτωχή και φοβισμένη – μια ψυχή χαμένη απ’ τον τρόμο αλλά κι επίτηδες σπρωγμένη απ’ τη μοίρα, από μια δύναμη τρελή κι ακατανίκητη, καθώς η πεταλούδα προς το φως – ερχόταν τώρα να δοθεί σ’ εκείνη, για να ζήσει, ή για να χαθεί…

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

"Λάτρευες τα κυκλάμινα" ποίημα του φίλου και ποιητή Δημήτρη Νικφόρου (facebook, 3.1.2020)

..........................................................








Δημήτρης Νικηφόρου


Λάτρευες τα κυκλάμινα


Στον ίσκιο των φυλλωμάτων
πενθούν τα κυκλάμινα.
Το άρωμά τους αποσύρεται διακριτικά
προτού μεθύσει,
ραχατεύουν στις αυλές παλιών σπιτιών,
στα στενά μπαλκόνια της αντιπαροχής,
σε γλάστρες ή τενεκέδες κομμένους στη μέση.
Όσο κι αν τα κανακεύουν
δεν το παίρνουνε πάνω τους
ούτε κορδώνονται ποτέ,
μένουν σκυφτά σαν τις γριές
που λιάζονται στο κατώφλι•
σα να ντρέπονται που τ’ αγαπούνε τόσο.
Με συντρίβει τόση ταπεινότητα.
Εσύ τουλάχιστον σήκωνες το κεφάλι,
μου 'ριχνες το ψέμα σου
κοιτώντας με στα μάτια
κι ας λάτρευες τα κυκλάμινα.

.

‘’ Νύχτες Ρηχών Ερώτων’’ – 1982

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2020

"Γιατρέ μου γιατί έχασα στις εκλογές;" & "Γιατρέ μου, γιατί θα ξαναχάσω τις εκλογές;" έγραψε ο Κύρκος Δοξιάδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 31.12.2019)

..............................................................

Γιατρέ μου γιατί έχασα στις εκλογές;


έγραψε ο Κύρκος Δοξιάδης("Εφημερίδα των Συντακτών", 17.12.2019)



Στη νεοφιλελεύθερη εποχή μας, ζούμε σε μια ιδιότυπη «δικτατορία των ειδικών». Προφανώς η συνύπαρξη της κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και εκείνης των «ειδικών» δεν είναι απλή χρονική σύμπτωση. Και τούτο για δύο αλληλοσυνδεόμενους λόγους.

Ο πρώτος είναι ότι το νεοφιλελεύθερο σύστημα διακυβέρνησης, ευθυγραμμιζόμενο με τις επιταγές της καπιταλιστικής οικονομίας, εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τους «τεχνοκράτες» και την «τεχνογνωσία» και ολοένα και λιγότερο από τους εκλεγμένους εκπροσώπους και τη λαϊκή βούληση. Και ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τη γενικευμένη εξατομίκευση που επιβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της γνώσης.
Σπεύδω να διευκρινίσω κάτι αυτονόητο για να μην παρεξηγηθώ. Οταν μιλάω για τη «δικτατορία των ειδικών», δεν υποτιμώ τη σημασία της επιστημονικής γνώσης, που εξ ορισμού απαιτεί «ειδίκευση» υπό την έννοια της αφοσίωσης πολλών ετών εκπαίδευσης, έρευνας, σοβαρής και συστηματικής διανοητικής εργασίας για την επαρκή αφομοίωση και την προσήκουσα εφαρμογή της.
Το πρόβλημα τίθεται όταν οι «ειδικοί» αυτονομούνται από την επιστημονική τους κοινότητα και παίζουν τον ρόλο «ειδικού συμβούλου» - που σημαίνει ότι αποφασίζουν πολιτικές κατά τρόπο σε τεράστιο βαθμό ανεξέλεγκτο. Και πάλι για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ εδώ ότι η γνώμη των επιστημόνων οφείλει να τίθεται στην κρίση του λαού με τη μορφή εκλογής τους ή δημοψηφίσματος. Ο «έλεγχος» που λείπει στην προκειμένη περίπτωση έχει να κάνει με κάτι άλλο – πιο σύνθετο, αλλά υπό μια έννοια και πιο απλό από τη θεσμοποιημένη διαδικασία δημοκρατικού ελέγχου.
Στη νεωτερικότητα, και ιδίως στη σύγχρονη εποχή, οι επιστημονικοί κλάδοι που εφαρμόζονται στην πολιτική και στη διαχείριση της δημόσιας ζωής είναι αμέτρητοι. Δεν θα ήταν αβάσιμη κάποια διάκριση μεταξύ δύο ευρύτατων κατηγοριών στις εφαρμογές των επιστημονικών κλάδων, έστω και αν σε πολλές περιπτώσεις η εν λόγω διάκριση δεν είναι απόλυτη.
Υπάρχουν για παράδειγμα εφαρμογές που αφορούν τη δημόσια υγεία ή την αντιμετώπιση του κινδύνου πυρκαγιάς ή πλημμύρας, και άλλες που σχετίζονται με ζητήματα όπως οικονομική πολιτική, διεθνείς σχέσεις ή κομματικές διεργασίες. Χωρίς να παραγνωρίζουμε την κρίσιμη πολιτική σπουδαιότητα και των ζητημάτων της πρώτης κατηγορίας, θα μπορούσαμε ωστόσο να συμφωνήσουμε ότι η πολιτική διάσταση της δεύτερης κατηγορίας είναι πιο άμεση. Αναλόγως, οι επιστημονικοί κλάδοι που εφαρμόζονται στην πρώτη περίπτωση προέρχονται κυρίως από το πεδίο των θετικών επιστημών, ενώ οι κλάδοι που κυρίως εφαρμόζονται στη δεύτερη ανήκουν στις κοινωνικές επιστήμες.
Το ζήτημα της «αξιακής ουδετερότητας» στις κοινωνικές επιστήμες, ιδωμένο αφαιρετικά και μέσα στη «γυάλα» της «καθαρής ακαδημαϊκής εργασίας», είναι κάτι πολύ συζητήσιμο ούτως ή άλλως. Οταν όμως οι κοινωνικές επιστήμες χρησιμοποιούνται για να καθορίζουν πολιτικές αποφάσεις, η «αξιακή ουδετερότητα» είναι απλώς το –συχνά άρρητο- άλλοθι των «ειδικών συμβούλων» για να κάνουν ό,τι τους καπνίσει. Απολύτως ιδεολογικοί και πολιτικοί στις επιλογές τους, οχυρώνονται πίσω από τις περγαμηνές του «ειδικού», άρα του «αξιακά ουδέτερου», ήτοι του «αμόλυντου» από ιδεολογικές θέσεις και πολιτικές επιρροές.
Οταν οι «ειδικοί» προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε νεοφιλελεύθερα ή νεοφιλελευθεροποιημένα κόμματα, ουδέν πρόβλημα. Εκεί το ιδεολόγημα της «αξιακής ουδετερότητας» συμβαδίζει αρμονικά με την ιδεολογία και την οργάνωση του κόμματος που εξυπηρετούν. Η ηγεσία του κόμματος τους χρησιμοποιεί όπως ο μάνατζερ τους τεχνικούς συμβούλους της επιχείρησής του. Το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα της αδιαμφισβήτητης -καθ’ ότι ακριβώς «ιδεολογικά ουδέτερης»- ευθυκρισίας των «ειδικών» είναι τόσο διάχυτο και επιδραστικό που φαίνεται πως συμπαρασύρει και αριστερές ηγεσίες. Και εκεί τα πράγματα είναι λιγάκι πιο προβληματικά.
Στο βίντεο της ομιλίας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Δευτέρα στο «Κάραβελ», ακούσαμε μια «αριστερή εκδοχή» της περιβόητης θεωρίας περί «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς». Οτι δηλαδή όντως, από τη μεταπολίτευση κι έπειτα, και ιδίως από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, η ευρύτερη Αριστερά, δηλαδή η «προοδευτική παράταξη», με τους «δύο της πόλους», το ΠΑΣΟΚ και την «παραδοσιακή Αριστερά», που είχε ως κοινό όραμα την υπέρβαση του καπιταλισμού και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, ήταν ηγεμονική – και ότι η σχεδόν διαχρονική αυτή ηγεμονία άρχισε κάποια στιγμή να διασπάται και να υπονομεύεται.
Τούτη η προκλητική παραποίηση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που εκτός των άλλων βρίσκεται επικίνδυνα κοντά στον προπαγανδιστικό ισχυρισμό της Δεξιάς ότι η Αριστερά ευθύνεται για τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής, δεν μπορεί παρά να είναι «παρενέργεια» της «συνταγής» κάποιων «ειδικών» για τη «θεραπεία από τη νόσο της εκλογικής ήττας»: Να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ νέο ΠΑΣΟΚ στη θέση του παλαιού.

Γιατρέ μου, γιατί θα ξαναχάσω τις εκλογές;



έγραψε ο Κύρκος Δοξιάδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 31.12.2019)

Στον ΣΥΡΙΖΑ αυτή την εποχή λαμβάνουν χώρα δύο παράλληλες διαδικασίες «διεύρυνσης» (τα εισαγωγικά είναι για τη δεύτερη), οι οποίες είναι τελείως ασύνδετες μεταξύ τους. Η πρώτη συνίσταται στο άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία, σε εγγραφή νέων μελών, που έρχονται στον ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτό που είναι και που μπορεί να είναι: ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που απευθύνεται στις κατώτερες και μεσαίες τάξεις, με σκοπό να τους προσφέρει την προοπτική μιας διεξόδου από τη νέα αθλιότητα που προδιαγράφεται για το μέλλον της χώρας μετά την επάνοδο της Δεξιάς στην κυβερνητική εξουσία. Η δεύτερη «διεύρυνση» επισυμβαίνει σε επίπεδο «κορυφής».
Δημιουργούνται νέα όργανα, στελεχωμένα από πρόσωπα που -εκτός εκείνων του ΣΥΡΙΖΑ- επελέγησαν «ένας Θεός ξέρει» από ποιους και με τι διαδικασίες και που στην πλειονότητά τους προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ – από διαφορετικές φάσεις της ταραχώδους πορείας και μετεξέλιξής του (για ορισμένα από αυτά δεν είναι καν βέβαιο τι ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές).
Ταυτόχρονα, από τα νεότευκτα «όργανα», η Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης του «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία» τείνει (στην πράξη, δεν έχει ειπωθεί ακόμα τίποτα) να υποκαταστήσει την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, και το Πολιτικό Συμβούλιο της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης τείνει (στην πράξη, δεν έχει ειπωθεί ακόμα τίποτα) να υποκαταστήσει την Πολιτική Γραμματεία της Κεντρικής Επιτροπής. Το δε συνέδριο, του οποίου ανακοινώθηκαν κιόλας οι ακριβείς ημερομηνίες (14–17 Μαΐου 2020), άγνωστο αν θα είναι συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ή συνέδριο του «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία». Στη δεύτερη περίπτωση, θα έχουμε ένα μάλλον πρωτοφανές φαινόμενο στην ιστορία της Αριστεράς: αυτοκατάργηση ενός κόμματος χωρίς απόφαση συνεδρίου ή διάσπαση. Μέχρι και το ΠΑΣΟΚ έκανε «δικό του» συνέδριο πριν αποφασίσει την αυτοκατάργησή του.
Οσο πιο επιτυχημένο είναι ένα ιδεολόγημα τόσο πιο πολύ βιώνεται ως αυτονόητο. Σύμφωνα με τον Λουί Αλτουσέρ, η ίδια η ιδεολογία εν γένει στηρίζεται στην αίσθηση του «αυτονόητου». Κάτι λοιπόν που έχει επικρατήσει ως «αυτονόητο», περισσότερο στη νεοφιλελεύθερη εποχή μας αλλά και παλαιότερα, είναι η «αναπόφευκτη» διάκριση μεταξύ «συνέπειας» και «προσγείωσης στην πραγματικότητα». Θα επανέλθω λοιπόν σε πράγματα που έχω ήδη υποστηρίξει με διαφορετικούς τρόπους, στην προσπάθειά μου να ανατρέψω αυτό το «αυτονόητο». Δουλειά μου είναι άλλωστε.
Σύμφωνα με αυτή την «αυτονόητη» παραδοχή, όσοι/ες διαμαρτύρονται για τούτο το ομολογουμένως εντυπωσιακό «καπέλωμα», που υφίσταται τώρα ολόκληρο το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και που συνίσταται στην οφθαλμοφανή παραμέληση στοιχειωδών δημοκρατικών κανόνων, είναι «συνεπείς» μεν, «αιθεροβάμονες» δε. Ενώ οι άλλοι, οι σχεδιαστές του «καπελώματος» και όσοι το αποδέχονται, είναι οι «κυνικοί» μεν, «προσγειωμένοι στη σκληρή πραγματικότητα» δε: αυτοί που μέσα στον κυνισμό τους «ορθά» κρίνουν πως η «πολυτέλεια» των δημοκρατικών διαδικασιών οφείλει να θυσιαστεί μπροστά στην προτεραιότητα της νίκης στις επόμενες εκλογές. Ο «κυνικός ρεαλισμός» επομένως επιβάλλει μια «διεύρυνση» με συνοπτικές διαδικασίες σε επίπεδο κορυφής, από προσωπικότητες που με το κύρος τους θα εξασφαλίσουν την εισροή των μαζών που αναμένεται πως θα ακολουθήσουν, είτε εντασσόμενες στο ίδιο το κόμμα είτε ως μελλοντικοί ψηφοφόροι.
Το ότι τούτη η εκτίμηση στηρίζεται σε μια ελιτίστικη σύλληψη της πολιτικής που ουδεμία σχέση έχει με αριστερή ανάλυση και στρατηγική είναι το λιγότερο σημαντικό. Πιο πρακτικά και συγκεκριμένα, η άποψη που βλέπει τις «προσωπικότητες» να ακολουθούνται από μάζες οπαδών που θα προσχωρούν στον «ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία» θυμίζει την κλασική σκηνή με τον Ντόναλντ Ντακ που βαδίζει στο κενό και το συνειδητοποιεί με καθυστέρηση. Οι «οπαδοί» των πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ έχουν ήδη φύγει – είτε έχουν ήδη έρθει στον ΣΥΡΙΖΑ είτε ψήφισαν άλλα κόμματα ή απείχαν. Κι αν έχει κάποια επίπτωση στους δεύτερους η στελέχωση του «ανασυγκροτημένου» ΣΥΡΙΖΑ με πρώην πασόκους, αυτή σίγουρα θα είναι αρνητική.
Γιατί να εισρεύσουν στον ΣΥΡΙΖΑ που θα τους θυμίζει το κόμμα που εγκατέλειψαν; Στην ανάμνηση ποιανού παλιού αγαπημένου ΠΑΣΟΚ; Του ανδρεο-παπανδρεϊκού της διαφθοράς και του σκανδάλου Κοσκωτά; Του σημιτικού της νεοφιλελευθεροποίησης και της πάση θυσία ένταξης στην ευρωζώνη; Του ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου που μας έφερε το ΔΝΤ και τα μνημόνια; Ή μήπως του βενιζελικού που δεν ήταν παρά το δεκανίκι της κυβέρνησης Σαμαρά; Για πόσους πια μετράει εκείνη η υπερβολικά εξιδανικευμένη στα μυαλά μερικών τετραετία 1981-1985; Είναι πολύ περισσότεροι απ’ όσους γεμίζουν το σαλόνι ενός κεντρικού ξενοδοχείου;
Το θλιβερό λοιπόν δεν είναι μόνον η απο-ριζοσπαστικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ που επιχειρείται με αδιαφανείς διαδικασίες. Είναι και το ότι οδηγεί σε αποτέλεσμα μάλλον αντίθετο προς το επιδιωκόμενο.
* καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών