Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

"Το fax-ΠΑΣΟΚ και ο e-ΣΥΡΙΖΑ" γράφει ο Δημήτρης Ευθυμάκης (protagon.gr, 31.8.2019)

..............................................................


Το fax-ΠΑΣΟΚ και ο e-ΣΥΡΙΖΑ




γράφει ο Δημήτρης Ευθυμάκης (protagon.gr, 31.8.2019)


Την μακρινή δεκαετία του 1980-90, το κραταιό ΠΑΣΟΚ των 200.000 μελών (που σήμερα θέλει να αντιγράψει ο ΣΥΡΙΖΑ) λειτουργούσε άψογα, αν και με τον παραδοσιακό τρόπο. Είχε Τοπικές Οργανώσεις, Νομαρχιακές, Κλαδικές, Νεολαία, Κεντρική Επιτροπή, Εκτελεστικό Γραφείο και τον Αρχηγό βεβαίως βεβαίως. Τα μέλη έκαναν συνελεύσεις σε τακτά διαστήματα, τα «κεντρικά» κατέβαζαν την «γραμμή» με στελέχη που επισκέπτονταν δια ζώσης την «βάση», η πολιτική ενημέρωση και οι ιδεολογικές εγκύκλιοι μοιράζονταν στα μέλη με πολυσέλιδα κείμενα που αναπαράγονταν με πολύγραφο. Εποχή του χαλκού αν την συγκρίνουμε με το σήμερα, αλλά πάντως το πράγμα λειτουργούσε. . Όμως γύρω στο 1987-88, ο πανίσχυρος κομματικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ, άρχισε ξάφνου να πνέει τα λοίσθια. Τα μέλη εξαφανίστηκαν, οι κινητοποιήσεις αποτύγχαναν, οι τοπικές ρήμαξαν και γενικώς παρουσιάστηκε μια προϊούσα σήψη που τελικά οδήγησε στις τρεις απανωτές ήττες του 1989-90.  Θυμάμαι με περισσή διαύγεια τα τότε επιχειρήματα της Χαριλάου Τρικούπη γι αυτή την παρακμή, όχι διότι έχω τόσο καλή μνήμη όσο διότι τα ξανακούω σήμερα από την Κουμουνδούρου με διαφορά σαράντα ετών. «Τα καλύτερα στελέχη μας διορίστηκαν στο κράτος αφήνοντας ορφανό το κόμμα», «απορροφήθηκε η ενέργεια μας στην διακυβέρνηση και έμεινε πίσω η κομματική καθοδήγηση», «αφήσαμε τους κομματικούς διαύλους επικοινωνίας να μαραζώσουν διότι εμπιστευτήκαμε υπερβολικά τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης που όμως δεν ελέγχουμε», «αποϊδεολογικοποιήθηκε η δράση μας διότι μας έφαγε η καθημερινή κρατική διαχείριση» και άλλα παρόμοια. Φυσικά, όλα αυτά αν δεν ήταν καθαροί βερμπαλισμοί και μπούρδες, ήταν τα οργανωτικά αποτελέσματα μιας πολυεπίπεδης παρακμής της ίδιας της πολιτικής και της φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας τριγύριζε με την Λιάνη στα κότερα του Λούβαρη, οι υπουργοί διαπλέκονταν με μεγαλοσχήμονες επιχειρηματίες, τα μεσαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ ήταν όλα διορισμένα σε καλοπληρωμένες κρατικές θέσεις, οι σοβαροί άνθρωποι δίχως προσωπικό συμφέρον έκοβαν πέρα απ’ αυτές τις πρακτικές, ο Κουρής με την Αυριανή του μόλυνε το πολιτικό τοπίο καθορίζοντας το ύφος και την αισθητική της εξουσίας. Το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα και η κυβέρνηση του νοσούσαν σοβαρά. Όταν όμως μαζεύονταν το Εκτελεστικό Γραφείο και η Κεντρική Επιτροπή, διαπιστωνόταν μεν η κομματική καθίζηση αλλά ποιος τολμούσε να πει μπροστά στον Ανδρέα τις πραγματικές αιτίες της; Αφενός ο Ανδρέας θα τους έπαιρνε τα κεφάλια, αφετέρου και τα ίδια τα μεγαλοστελέχη ήταν ανίκανα να δουν την αλήθεια εφόσον όλοι τους ήταν συμμέτοχοι και συνένοχοι της κρίσης. Τους ρωτούσε λοιπόν ο Παπανδρέου τι συνέβαινε στο κόμμα και τι προτάσεις είχαν για την θεραπεία του. Κι αυτοί, από τον Λαλιώτη ως τον Άκη, από τον Γεννηματά ως την Μελίνα και από τον Πεπονή ως τον Μένιο Κουτσόγιωργα, του έλεγαν τις σαχλαμάρες που λέει και σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ για την οργανωτική του παρακμή. Ότι η «γραμμή» δυσκολευόταν να φθάσει στην βάση, ότι οι εχθρικές εφημερίδες με την κριτική τους αποσυντόνιζαν το ηθικό των μελών, ότι ήταν απαραίτητη μια γενναία και ευφάνταστη οργανωτική ανασυγκρότηση που θα ξαναγεννούσε το ΠΑΣΟΚ και άλλα σαχλά παρόμοια. Για την ουσία του προβλήματος, κουβέντα. Ποιος είχε τα κότσια για κάτι τέτοιο; Ο Ανδρέας ήταν ο Θεός. Κάτι σαν τον Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στο πολύ μεγαλύτερο. Φυσικά, ο ίδιος ο Ανδρέας καταλάβαινε πολύ καλά τι συνέβαινε, απλώς έκανε το κορόιδο. Ήταν βιολογικά καταβεβλημένος, είχε την Δήμητρα να τον πηγαινοφέρνει εδώ και κει στα μουλωχτά, λίγο αργότερα θα έμπαινε στο Χέρφιλντ για εγχείρηση καρδιάς. Παρά ταύτα, ο τετραπέρατος Ανδρέας, αφού έπρεπε να βρει κάποια λύση για το κόμμα του, την βρήκε έστω και στα λόγια. Τον θυμάμαι σαν τώρα, στο υπόγειο του Κάραβελ, σε μια συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, να κάνει μια μακροσκελή εισήγηση για την «νέα εποχή που πρέπει να μπει το ΠΑΣΟΚ, ώστε να ανασυγκροτηθεί επί τη βάσει των νέων τεχνολογιών και των καινούριων απαιτήσεων της εποχής». Με την πρόταση του, «το ΠΑΣΟΚ θα έπαυε να βρίσκεται στην εποχή του οργανωτικού κοτζαμπασισμού και θα μετατρέπονταν σ’ ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κόμμα που θα εκμεταλλευόταν την αιχμή της τεχνολογίας προς όφελος της λειτουργίας του και των συμφερόντων του λαού.» Ωραίες κουβέντες, αλλά τι ακριβώς εννοούσε ο Ανδρέας; Εκείνη την δεκαετία είχε κάνει την εμφάνιση του στην πιάτσα ένα καινούριο μηχάνημα που αποτελούσε επανάσταση στην τεχνολογία της μεταφοράς κειμένων. Λεγόταν telefax, αυτό που λίγο αργότερα συμπτύξαμε στο απλό fax. Έκανε λοιπόν μια μακροσκελή ανάλυση για τις ευεργετικές επιπτώσεις του fax στην κομματική λειτουργία, καθώς μέσα σε πέντε λεπτά η κομματική «γραμμή» επί τακτικών και έκτακτων θεμάτων, μπορούσε να βρίσκεται στα χέρια κάθε στελέχους σε όλη την Ελλάδα. Το ίδιο και οι εντολές κινητοποίησης. Τοπικά δίκτυα fax έπρεπε να φτιάξουν και οι οργανώσεις κάθε περιοχής. Τέρμα οι καθυστερήσεις, τέρμα οι τηλεφωνικές επεξηγήσεις από ανεπαρκή στελέχη σε μέλη που δεν κατανοούσαν τι άκουγαν, τέρμα τα πολυέξοδα ταξίδια των στελεχών, τέρμα η αναμονή της επόμενης μέρας για να διαβαστεί η κομματική εφημερίδα. Αρκούσε ένα δίκτυο fax που θα συνέδεε τα Κεντρικά με τις οργανώσεις και τα σπίτια όλων των κρίσιμων στελεχών ανά την χώρα και το κόμμα θα πετούσε. Όλες οι δυσλειτουργίες του θα εξαφανίζονταν δια μαγείας, το ΠΑΣΟΚ θα ήταν ένα από τα πιο μοντέρνα κόμματα στην Ευρώπη, στην Ελλάδα δε έτη φωτός πιο μακριά απ’ τα υπόλοιπα. Την συνέχεια την ξέρετε. Φυσικά και το fax δεν θεράπευσε το άρρωστο ΠΑΣΟΚ της περιόδου εκείνης. Καθότι οι τεχνολογίες αιχμής μπορεί να ανεβάσουν την παραγωγικότητα μιας επιχείρησης, δεν μπορούν όμως επ’ ουδενί να υποκαταστήσουν την έλλειψη οράματος, έμπνευσης και ιδεολογικών αναφορών  ενός κόμματος. Ο Ανδρέας του ’87-88 δεν μπορούσε να γίνει Ανδρέας του ’81 επειδή είχε ένα fax στο γραφείο του. Ενδιαφέρον είχε τότε και η αντίδραση της ΝΔ. Τόσο πολύ τρομοκρατήθηκε από το καινούριο εφεύρημα του άχαστου Ανδρέα, που συγκρότησε αμέσως επιτροπή για να μελετήσει τις δυνατότητες του κόμματος που ήταν διασυνδεδεμένο με fax. Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις μάλιστα, οι Νεοδημοκράτες της εποχής κουνούσαν το κεφάλι μοιρολατρικά, λέγοντας «βρε τους κερατάδες, εκατό χρόνια μπροστά είναι». Δυο χρόνια μετά βρέθηκαν στην εξουσία και ο Ανδρέας στο ειδικό δικαστήριο. Γιατί σας είπα αυτή την χαριτωμένη ιστοριούλα; Διότι την θυμήθηκα ακούγοντας τον Αλέξη Τσίπρα να λέει στην Πολιτική Γραμματεία του  ΣΥΡΙΖΑ (όπου αρνήθηκαν να μιλήσουν για τα αίτια της ήττας τους) ότι μια από τις λύσεις είναι ο e-ΣΥΡΙΖΑ. Οι νέες τεχνολογίες που θα λύσουν πολλά από τα διαπιστωμένα οργανωτικά και διαχειριστικά προβλήματα του κόμματος τους. Που τα ‘χει κάνει όλα άριστα, απλώς ο κόσμος δεν το κατάλαβε, οπότε πρέπει να βελτιώσουν με σύγχρονα μέσα την επαφή μαζί του για να τον κάνουν να καταλάβει. Τότε θυμήθηκα το fax-ΠΑΣΟΚ και έκανα τις αναπόφευκτες συγκρίσεις… 

Πηγή: Protagon.gr

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

«Ζεύγη» Από τον Κωστή Παπαγιώργη και τα «Υπεραστικά» του (εκδ. Καστανιώτης, 2014)

.............................................................






Κωστής Παπαγιώργης (1947-2014) 











·       «Ζεύγη»

Από τον Κωστή Παπαγιώργη και τα «Υπεραστικά» του 

(εκδ. Καστανιώτης, 2014)



                                          
«Είκοσι χρόνια είναι μαζί, κανείς δεν ξέρει γιατί»
                                                                       
                                 Φλωμπέρ, «Αισθηματική αγωγή»


Εξ ΟΡΙΣΜΟΥ το ζεύγος είναι αινιγματικό. Ακόμα και στις νεαρές ηλικίες, όπου η ομορφιά βγάζει μάτια και ανεμίζει την αίγλη της σαν πρόθυμο μαστίγιο, αυτό το δικέφαλο και τετράποδο σύμπλεγμα αρσενικού-θηλυκού δύσκολα φανερώνει το μυστικό του. Δεν πρόκειται φυσικά για την κοινοτοπία της έλξης, αλλά για τους άγνωστους λογαριασμούς που κάνει η σύμπτωση μέχρι να ρίξει στο ίδιο κρεβάτι τον τάδε με την τάδε. Ένας άνδρας και μια γυναίκα είναι μαζί – γιατί, όμως, αυτοί οι συγκεκριμένοι και όχι κάποιοι άλλοι, οι οιοιδήποτε;

   Η απειλή, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, έρχεται από την ψυχική δέσμευση. Όταν η έλξη κρατάει λίγο, όλα εξηγούνται. Όταν, όμως, το ζευγάρι αποφοιτά από το σεμινάριο της σαρκικής τρέλας, προβιβάζεται στο δύσκολο μάθημα της ψυχικής συγγένειας για να διεκδικήσει την ισόβια συμβίωση, τότε η ζωή των άλλων αντιμετωπίζει κάποιους ιδιότυπους κινδύνους. Ο ερωτικός όρκος δεν δένει μόνο δύο ψυχές δια βίου, ταυτόχρονα ασκεί βάναυση κριτική πάνω στη ζωή των άλλων. Πιθανώς γι’ αυτό ο περίγυρος δείχνει τόση κλίση στα καθήκοντα του μάρτυρα κατηγορίας.

   Το πιο ευπρόσδεκτο υλικό προσφέρεται από τη διαφορά στην ηλικία ή στην εμφάνιση. Σαραντάρα με εικοσάρη; Πενηντάρης με τριαντάρα; Το σχόλιο που αποκρίνεται σ’ αυτές τις ερωτήσεις έχει καταστεί τόσο δημοφιλές (από τη φτηνή λογοτεχνία και ακόμη την πιο φτηνή Επιθεώρηση), ώστε δεν αξίζει άλλης υπομνήσεως. Άλλωστε η διαφορά στην εμφάνιση είναι το καλύτερο συμπλήρωμα. Η κούκλα διαλέγει ό,τι την αναδεικνύει (τον άσχημο) και ό,τι της λείπει (τον έξυπνο), ο εύπορος κυνηγά ό,τι έχασε: νιάτα και ομορφιά.

   Η ανάγκη του κοσμάκη να αναχθεί το ευγενές στο ευτελές και το μύχιο στο ασήμαντο είναι τόσο μεγάλη, ώστε παντού ανακαλύπτει φτηνά κίνητρα και σαθρά αισθήματα. Δεχόμαστε την αφοσίωση, αρκεί να έχει εμφανή κίνητρα. Αυτό κυρίως που δεν συγχωρούμε στο ξένο ζευγάρι είναι η ψυχική ευγένεια που ξεπερνάει την ανάγκη: δύο άνθρωποι που ζουν μαζί σαν να μετέχουν σε μια ιδιωτική τελετουργία. Γι’ αυτό μπορούμε να απολαύσουμε έναν καβγά όπου ο κάθε σύζυγος θυμίζει στον άλλον τα κουσούρια του, ενώ αισθανόμαστε ανεξήγητα μειωμένοι μπροστά σε μια ψυχική συγγένεια που δηλώνει ισόβια πίστη χωρίς να βγάζει μιλιά. Άλλωστε, είναι παιδικό σφάλμα να πιστεύουμε ότι αυτό που για μας φαντάζει σαν γρίφος και δόλιο μασκάρεμα, για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της μυστικής συμβίωσης εκδηλώνεται σαν χειροπιαστή αλήθεια. Ομοτράπεζος, ομόκλινος, οικείος, ο άλλος άνθρωπος έχει μια συγκλονιστική ιδιότητα: δεν μαθαίνεται ποτέ. Τα ζευγάρια που αντέχουν στον χρόνο, κατανοούν με τις δεκαετίες ότι στη συμβίωση όλα ερμηνεύονται, εκτός από ένα: το γιατί διαλέγει κανείς τον συγκεκριμένο άνθρωπο σαν σύντροφο ζωής.


   Δεν θέλουμε να θυμίζουμε απλώς την ακριβή σκέψη του Μπρακ, ότι: Έρωτας είναι κάτι που αγαπάμε χωρίς βάσιμο λόγο. Αυτό που κυρίως αξίζει να τονίσουμε είναι η ψιθυριστή σολομωνική του κάθε ζεύγους που, ενώ καθημερινά παίζει με το οικείο και το κοινότοπο, βρίσκει μια στιγμή για να εκπλαγεί από γνωστό-άγνωστο με τον οποίο μοιράζεται τη ζωή, όχι δια του δύο, αλλά δια της μονάδος.

Ένας "διάλογος" (αντίθετοι αλλά παράλληλοι μονόλογοι) των Μάνου Σ. Στεφανίδη και Αντώνη Λιάκου φίλων στο fb με αφορμή τις πανελλαδικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια(facebook, 29.8.2019)

.............................................................


Κάποιες, πικρές αλήθειες
γράφει ο φίλος στο fb Μάνος Σ. Στεφανίδης (facebook, 29.8.2019)


Συγγνώμη αλλά σαχλαμάρες με στυλ λέει πάλι ο Λιάκος. Ως συνήθως. Δεν αμφισβήτησε κανείς ούτε την επιτυχία των νεοεισελθόν των στα ΑΕΙ, ούτε την ευφυΐα της νεολαίας, ούτε το γεγονός ότι κάποιοι ούτως ή άλλως θα ξεχωρίσουν. Πάντα έτσι συνέβαινε και έτσι θα συμβαίνει. Το σύστημα αμφισβητώ που νοσεί βαριά. Επιμένω: Το πρόβλημα στην παιδεία είναι τεράστιο. Και δύσκολα συγκαλύπτεται. Παράγουμε συστηματικά ημιμαθείς ή αγράμματους χωρίς σφαιρική γνώση και μέθοδο σκέψης. Με τρομαχτικά κενά που εκ των πραγμάτων το πανεπιστήμιο αδυνατεί να καλύψει. Οι φοιτητές μου έχουν κάθε χρόνο και δραματικά χαμηλότερο επίπεδο, συνέπεια της ανύπαρκτης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και του "εξειδικευμένου" παπαγαλίστικου "θεσμού" που λέγεται φροντιστήριο. Ούτε κι εδώ μπόρεσε να καινοτομήσει η κυβερνώσα αριστερά παρά την παρουσία ακαδημαϊκών δασκάλων τύπου Λιάκου στις τάξεις της...
Τα πτυχία εδώ και χρόνια έχουν ελάχιστη ή καμία αξία αφού δεν απορροφώνται από την αγορά εργασίας και αφού δεν διαθέτουν, στην πλειοψηφία τους, κανένα, επαγγελματικό αντίκρισμα. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια την οποία όλοι οι εμπλεκόμενοι αποκρύπτουν υποκριτικά. Πρόκειται για ένα σιωπηρό, "διπλωματικό" άλλοθι ανεργίας. Εξ ου και η νέα φάμπρικα των μεταπτυχιακών που κοστίζουν πολύ, πάρα την ... δωρεάν παιδεία μας, και που αξίζουν πολύ λίγο κατά την προσωπική μου εμπειρία. Για να μη μιλήσω για τα διδακτορικά τα οποία είναι δύο στα τρία άχρηστα και προϊόντα "ακαδημαϊκής" σκοπιμότητας. Μονόφθαλμοι καθοδηγούν τυφλούς σε έρευνες που έχουν πραγματοποιήσει άλλοι προ πολλού, πολύ πιο καλά... 
Αν δεν γίνει, λοιπόν, ριζική μεταβολή μέσων και σκοπών, ριζικός επανασχεδιασμός αναγκών και προτεραιοτήτων η παιδεία στην Ελλάδα είναι, δυστυχώς, χαμένη υπόθεση. 
Και κάτι τελευταίο: Στον τόπο μας αξία αποτελεί μόνο ο φοιτητής. Ο πτυχιούχος είναι ανύπαρκτος, περίπου ανεπιθύμητος. Βάρος και στην πολιτεία που δεν έχει τι να τον κάνει και στην οικογένεια του που πια έχει κουραστεί να τον συντηρεί. Γι'αυτό και η φοιτητική ζωή παρατείνεται τόσο παράλογα. Επειδή συμφέρει πολλαπλώς. Γιατί μετά ακολουθεί το απόλυτο κενό. Κορεσμένα επαγγέλματα, αχρείαστες ειδικότητες, επιστήμονες χωρίς επιστημονικό αντικείμενο και κυρίως χωρίς δουλειά. Εξ ου και η μη ζήτηση σχολών που κάποτε θεωρούντο προνομιούχες. Ο Λιάκος θυμάται την εποχή του που το πτυχίο της Φιλοσοφικής εξασφάλιζε όχι μία αλλά δέκα δυνατότητες εργασίας. Προσωπικά όταν τελείωσα το ιστορικό αρχαιολογικό της Αθήνας, το 1977, μπορούσα να διοριστώ αμέσως (!) καθηγητής στη μέση εκπαίδευση, να μπω στην αρχαιολογική υπηρεσία, να δουλέψω σε φροντιστήρια ή σε ιδιαίτερα με ηγεμονικές, τότε, αμοιβές, να προσληφθώ στην Εθνική Πινακοθήκη όπερ και εγένετο. Σήμερα με το αντίστοιχο πτυχίο, δεν μπορείς ούτε να μοιράζεις πίτσες αφού χρειάζεται και άδεια για μηχανάκι. Η τελευταία είναι πιο χρήσιμη.

Φωτογραφία: Ανεβάζω εδώ τον γνωστό καπετάνιο συμβολικά. Για να πω ότι τα επαγγέλματα της θάλασσας είναι σήμερα απαξιωμένα παρά την διεθνή πρωτιά μας στην εμπορική ναυτιλία και την ανάλογη μας παράδοση. Οι μαμάδες προτιμούν τους βλαστούς τους πόρτα σε νυχτερινά κέντρα ή μπράβους σε μπιτσόμπαρα κι όχι ναυτικούς, μακριά τους. Αλλά και για να θυμίσω ότι η σχολή ναυπηγών ήταν κάποτε η πρώτη των πρώτων ενώ σήμερα ούτε ναυπηγεία διαθέτουμε, ούτε τους ναυπηγούς που εξακολουθούμε να εισάγουμε, μπορούμε να αξιοποιήσουμε. Τι τεράστια ντροπή, τι τεράστια αποτυχία για μια κοινωνία κατ' εξοχήν θαλασσινή. Ιδιαίτερα σήμερα, εποχή κρίσης οικονομικής αλλά και αυξανόμενης έντασης με την Τουρκία, δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε την μεγαλύτερη ναυπηγοεπισκευαστική δεξαμενή της Μεσογείου, τον Σκαραμαγκά, για να κατασκευαστεί έστω μια πυραυλάκατος του Π.Ν ή να συντηρηθεί ένα από τα χιλιάδες εμπορικά μας πλοία. Κάποιο απ'τα πλοία της γραμμής που διασχίζουν καθημερινά Αιγαίο, Κρητικό και Ιόνιο πέλαγος. Ποιός φταίει για αυτή την παρακμή; Απαντήστε με ειλικρίνεια εσείς.



Κι εδώ το κείμενο του ιστορικού και φίλου στο fb Αντώνη Λιάκου (facebook, 29.8.2019)

Λοιπόν για να τελειώνουμε με τις ανοησίες για πανεπιστήμια και υποψήφιους κάτω από τη βάση, που κατακλύστηκε το διαδίκτυο, δείχνοντας την έκταση της κοινωνικής μοχθηρίας στην κοινωνία μας, και πέραν από το ερώτημα τι θα τα κάνουμε τα παιδάκια –μερικές χιλιάδες που δεν πιάνουν τη βάση – (μήπως στον Καιάδα;) , έχω να πω με μια σαρανταπεντάχρονη εμπειρία διδασκαλίας, ότι εναπόκειται στο πανεπιστήμιο να τα μορφώσει. Εκείνο κρίνεται αν τα καταφέρει ή όχι. Η γνώση δεν είναι σωρευτική. Έλεγα στους φοιτητές μου που έρχονταν από το λύκειο ότι πρέπει πρώτα να ξεχάσουν τι ξέρουν, προκειμένου να μπορέσουν να καταλάβουν πώς να μάθουν να μαθαίνουν και τι να μαθαίνουν. Και δοκίμασα πολλές φορές τη χαρά να δω τους τελευταίους να γίνονται πρώτους, και την απογοήτευση τους πρώτους να είναι κλεισμένοι τόσο πολύ στον ναρκισσισμό τους, ώστε να μην ρισκάρουν στην περιπέτεια της νέας γνώσης.
Και κάτι προσωπικό. Τέλειωσα το δημοτικό με 7 (άριστα το 10) και το γυμνάσιο με 14 (άριστα το 20). Και διαγωγή κοσμία (ο κανόνας ήταν κοσμιοτάτη). Μπήκα με εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης, μετά από ένα εξάμηνο φροντιστήριο το καλοκαίρι του 65 που η καρδιά μου ήταν κάθε βράδυ στους δρόμους των διαδηλώσεων που σε ξεμυάλιζαν. Αγαπούσα όμως τη σχολή που μπήκα, αυτό ήθελα να κάνω, και αυτό έκανα. Το ζήτημα επομένως δεν είναι η απόκλιση από τη βάση, αλλά αν σε ενδιαφέρει αυτό που κάνεις, αν αυτό θα κινητοποιήσει τις ψυχικές σου δυνάμεις και την ενεργητικότητά σου. Τα άλλα είναι μιζέρια και μοχθηρία ανθρώπων στην μετακλιμακτήριο εποχή.
Ενας χαιρετισμός στα αγόρια και τα κορίτσια που μπήκαν με κάτω από τη βάση. Καταπλήξτε τους, και φτύστε τους. Ετσι πάει μπροστά ο κόσμος.

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

70 χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου έγραψε ο Δημήτρης Φύσσας (https://www.athensvoice.gr, 24.8.2019)

..............................................................

70 χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου






έγραψε ο Δημήτρης Φύσσας (https://www.athensvoice.gr, 24.8.2019)




31 Αυγούστου 2019: 70 χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, o Δημήτρης Φύσσας εξηγεί γιατί όλοι χάσαμε.

Καθώς φέτος, στις 31 Αυγούστου, κλείνουν 70 στρογγυλά χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, ευκαιρία είναι ν’ αναστοχαστούμε σχετικά με το μείζον αυτό γεγονός, που ολοκλήρωσε την αιματηρότατη δεκαετία του ’40. 
Θυμίζω λοιπόν ότι κατά τη διάρκεια της τριπλής Κατοχής (1941-44) η αριστερή αντίσταση είχε δυναμώσει τόσο πολύ -ειδικά με τα ιταλικά όπλα μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Σεπτέμβρη του 1943- ώστε με την απελευθέρωση από τους Γερμανούς (Οκτώβρης 1944), η Αριστερά να μη δέχεται την παλινόρθωση του αστικού καπιταλιστικού καθεστώτος. Όμως, καθώς η Ελλάδα είχε ήδη συμφωνηθεί ν’ ανήκει στη βρετανική σφαίρα επιρροής (συμφωνία της Μόσχας ή «συμφωνία των ποσοστών»), τα σοβιετικά στρατεύματα, απωθώντας τους Γερμανούς, σταμάτησαν επιμελώς στα βουλγάρικα σύνορα και δεν μπήκαν στη χώρα μας.
Συνεπώς η Ελλάδα δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει στο κομμουνιστικό μπλοκ. Αυτό το απλό πράγμα δεν έγινε δυνατό να γίνει αντιληπτό από την ηγεσία του ΚΚΕ: έτσι επήλθαν τα Δεκεμβριανά του 1944, οπότε οι δυνάμεις της επίσημης κυβέρνησης, με την ισχυρή βοήθεια των Βρετανών, συνέτριψαν τον κατά βάση κομμουνιστικό ΕΛΑΣ στην Αθήνα (η σύγκρουση ήταν πρωτοφανής, δεδομένου ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχιζόταν και η ναζιστική Γερμανία, καθώς και η φασιστική Ιαπωνία αντέχανε ακόμα). Τα επόμενα χρόνια το μεν ΚΚΕ δεν παραδέχτηκε την ήττα, ούτε προσανατολίστηκε σε αποκλειστικά κοινοβουλευτική δράση, η δε Δεξιά και μάλιστα η Άκρα Δεξιά, άσκησε άγρια τρομοκρατία κατά των αριστερών– μέχρις ότου το ΚΚΕ, πέφτοντας στην παγίδα, εξωθήθηκε σε νέο πόλεμο πάνω στα βουνά. Ο γενικευμένος αυτός Εμφύλιος Πόλεμος (ο επίσημος: γιατί άτυπα τον είχε αρχίσει  το ΚΚΕ το 1943, αρχικά στα βουνά κι αργότερα στις πόλεις) κράτησε από το 1946 ως το 1949 και τέλειωσε με τη νίκη του Εθνικού Στρατού εναντίον του «Δημοκρατικού Στρατού» του ΚΚΕ.
Ο πόλεμος υπήρξε εμφύλιος και όχι «συμμοριτοπόλεμος», ούτε «ανταρτοπόλεμος». Ο όρος «συμμορίτες» πολύ περισσότερο ταίριαζε στους ακροδεξιούς φονιάδες Σουρλαίους, ΜΑΥδες κ.λπ. ή στη δολοφονική ΟΠΛΑ του ΚΚΕ (που είχε όμως ήδη διαλυθεί), παρά στους αρκετά πειθαρχημένους στρατιώτες του «Δημοκρατικού Στρατού». Ούτε απλός «ανταρτοπόλεμος» ήταν, δεδομένου ότι ο «Δημοκρατικός Στρατός» έλεγχε εκτεταμένες περιοχές, όπου είχε επιβάλει οιονεί κρατική οργάνωση, για να μη μιλήσουμε για την πολιτική επιρροή του ΚΚΕ στις πόλεις. Ο πόλεμος υπήρξε εμφύλιος, γιατί οι στρατιώτες και των δύο πλευρών ήταν Έλληνες πολίτες. Κι αν ο «Δημοκρατικός Στρατός» εφοδιαζόταν από τις «Λαϊκές Δημοκρατίες» (όπου αργότερα κατέφυγαν ως πρόσφυγες όσοι μαχητές του διασώθηκαν μετά τις  τελευταίες μάχες, ιδίως στο Γράμμο), άλλο τόσο και περισσότερο εφοδιαζόταν ο Εθνικός Στρατός από τους Αμερικανούς. 

Ο ελληνικός Εμφύλιος υπήρξε η πρώτη σύγκρουση του «Ψυχρού Πολέμου» (1945- 1989), κατά τον οποίο το δυτικό και το κομμουνιστικό στρατόπεδο, πρώην πρόσκαιροι σύμμαχοι κατά του Άξονα, συγκρούστηκαν πολλές φορές και σε πολλά επίπεδα (μάχες, διπλωματία, κατασκοπία, τεχνολογία, πραξικοπήματα, αποσκιρτήσεις χωρών, στρατιωτικές επεμβάσεις, εντυπώσεις κοινής γνώμης κ.λπ.), χωρίς όμως οι δύο επικεφαλής (ΗΠΑ - Σοβ. Ένωση) να πολεμήσουν ποτέ απευθείας. Ο Στάλιν χρησιμοποίησε τον Ελληνικό Εμφύλιο για να φθείρει πολιτικά τους Αγγλοαμερικάνους, ενώ οι τελευταίοι δοκίμασαν εδώ όπλα που αργότερα αξιοποιήθηκαν αλλού. Αλλά πραγματικό διακύβευμα νίκης δεν υπήρχε, αφού εξαρχής η Ελλάδα ήταν προαποφασισμένα σφηνωμένη στο δυτικό μπλοκ. Κι αν υποθέσουμε ότι όντως οι κομμουνιστές νικούσαν και επέβαλαν το καθεστώς τους, τότε από το 1989 ο κομμουνισμός θα είχε καταρρεύσει όπως παντού στην Ευρώπη και η Ελλάδα θα ήταν τώρα κάπως σαν την Αλβανία ή τη Βουλγαρία.
Η Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο υπήρξε αναπόφευκτα μια αντικομμουνιστική, περιορισμένη και ελεγχόμενη δημοκρατία (κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί για τις χώρες του ανατολικού μπλοκ, που δεν είχαν καν επίφαση δημοκρατίας), με κύριο προσόν ανέλιξης την «εθνικοφροσύνη» και όχι την προσωπική αξία. Πάντως οι πολιτικές ελευθερίες σε γενικές γραμμές λειτουργούσαν, σταδιακά τα Μακρονήσια έκλειναν, οι εκτελέσεις σταμάτησαν ήδη από το 1952 και το αριστερό κόμμα της ΕΔΑ ήταν νόμιμο, με σημαντική δύναμη στους Δήμους, το συνδικαλισμό και στη Βουλή. Όταν όμως η δημοκρατία αυτή «κινδύνεψε» –κατά τους ψυχροπολεμικούς ιθύνοντες– να λάβει μια κάπως πιο «αριστερή» κατεύθυνση, πρώτα ήρθε η βία και νοθεία του 1961 (κάτι που και σήμερα ακόμα αρνείται ο κ. Βαρβιτσιώτης πατήρ, πρώην υπουργός του ορίτζιναλ Καραμανλή και πρώην επικεφαλής των ευρωβουλευτών της ΝΔ), ενώ αργότερα οι προγραμματισμένες εκλογές του Μάη του 1967 ματαιώθηκαν, με το πραξικόπημα της χούντας και του βασιλιά. Κι αν εφτά χρόνια μετά η δικτατορία κατέρρευσε, είχε ωστόσο προλάβει πρώτα να εκτελέσει το εθνικιστικό της έγκλημα στην Κύπρο (οι χειρότερες στρατιωτικές ήττες της νεότερης Ελλάδας οφείλονται σε εθνικιστικούς μαξιμαλισμούς: το «μαύρο ’97», η μικρασιατική καταστροφή του 1922 και η Κύπρος του 1964-74).
Ο Εμφύλιος Πόλεμος κερδήθηκε από μια ετερόκλητη, μα αναγκαστική πολιτική συμμαχία δημοκρατικών δεξιών, φιλελεύθερων, σοσιαλιστών και ακροδεξιών. Πρωθυπουργός στο μεγαλύτερο μέρος του ήταν ο βενιζελικός Σοφούλης. Όμως (σχεδόν) κανείς από τους πολιτικούς επιγόνους των παραπάνω δεν θέλει να θυμάται την επέτειο της λήξης του, επειδή (σχεδόν) κανείς δεν νιώθει περήφανος για ό,τι έγινε τότε. Θυμούνται όμως και γιορτάζουν κάθε τέλος Αυγούστου οι ηττημένοι κομμουνιστές και οι εκ των νικητών ακροδεξιοί (για τους οποίους τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος ήταν θείο δώρο, αφού τούς εξασφάλισε ατιμωρησία για όσους απ’ αυτούς είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς).

Δεν νομίζω όμως ότι το δικαιούνται. Οι μεν κομμουνιστές ευθύνονται για τον απόλυτο παραλογισμό, ο οποίος επαγγελόταν μια ανέφικτη νίκη, πράγμα που οδήγησε στην προσωπική καταστροφή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, η δημιουργικότητα των οποίων ουδέποτε διοχετεύτηκε στην κοινωνία. Αψυχολόγητη, ετσιθελική πολιτική, «βολονταριστική» στην κομμουνιστική αργκό (που και να κέρδιζαν, το ξαναλέω, ποιος θα ήθελε να έχει ζήσει 40 χρόνια ελληνικού σταλινισμού; Διαβάστε το μυθιστόρημά μου «Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος»). Κι αν ο αγώνας εκείνος ήταν «ηρωικός» (όπως υπογραμμίζει έκτοτε, μεταφυσικότατα, το ΚΚΕ), ο ηρωισμός συνίστανταν όχι στο ότι οι άνθρωποι αγωνίζονταν για τον κομμουνισμό, αλλά στο ότι αγνοούσαν το ανέφικτο της επιβολής του. Άσε που ο ηρωισμός δεν είναι μονοπώλιο μιας πολιτικής πλευράς, αλλά προσωπική επιλογή ποικίλων υποκειμένων: δεν ήταν ήρωες μόνο όσοι φώναζαν «Ζήτω το κόμμα» μπροστά στο απόσπασμα, μα και οι ευέλπιδες της Μαδρίτης στον ισπανικό Εμφύλιο και υπερασπιστές του Μακρυγιάννη το ’44, και οι Γιαπωνέζοι καμικάζι το ’45 και οι Ούγγροι εργάτες το ’56.
Ούτε όμως οι ακροδεξιοί δικαιούνται να γιορτάζουν το τέλος του «συμμοριτοπόλεμου», όπως τον αποκαλούν. Γιατί ο κορμός τους βγήκε μέσα από το φιλοναζισμό και τη συνεργασία με τους Γερμανούς, γιατί στηρίχτηκαν στο προνομιακό γι’ αυτούς  –αλλά πάντα ανήθικο– πεδίο της βίας και της τρομοκρατίας (ποιος μπορεί να ’ναι περήφανος για το Μακρονήσι;), γιατί ευθύνονται για τη χούντα του ’67 και τη διχοτόμηση της Κύπρου το ’74, γιατί δεν προσφέρανε ποτέ τίποτα στον πολιτισμό. Τέλος, γιατί η ελληνοχριστιανική - ρατσιστική πομφόλυγα της «Αιωνίας Ελλάδας», η οποία εξακολουθεί να διέπει τη σκέψη τους, είναι πάντα σε «ετοιμότητα» και γι’ άλλες συμφορές, όπως έδειξε την τελευταία δεκαετία η πρακτική της νεοναζιστικής (κι όχι απλά νεοφασιστικής) Χρυσής Αυγής.
Όλοι χάσαμε από τον Εμφύλιο Πόλεμο. Κλειστήκαμε στο καβούκι μας και ομφαλοσκοπηθήκαμε ματώνοντας τέσσερα χρόνια επιπλέον, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος έγλειφε ήδη τις πληγές του Παγκόσμιου Πολέμου. Χάσαμε σε ευκαιρίες ανασυγκρότησης, χάσαμε σε ανθρωπιά, χάσαμε σε αίσθημα ρεαλισμού, χάσαμε σε πανευρωπαϊκή - παγκόσμια (και όχι ελληνοκεντρική) θεώρηση των πραγμάτων. Ζήσαμε τη γιγάντωση ενός πανίσχυρου κράτους-αφέντη, τις συνέπειες του οποίου πληρώνουμε και σήμερα. Άρα, η επέτειος θα ’πρεπε να ’ναι ευκαιρία για σκέψη, προβληματισμό και περισυλλογή. Αντ’ αυτού, θα δούμε πάλι μπλε και κόκκινες σημαίες, ρητορείες, κορόνες και υποσχέσεις για νέους «αγώνες» ένθεν και ένθεν. Ωραία, ρε παιδιά, ακόμα έναν τέτοιο «αγώνα» και το διαλύσαμε το μαγαζί.
ΥΓ. Το άρθρο αυτό βασίστηκε κατά 99% σε αντίστοιχο που είχε δημοσιευτεί και πάλι εδώ, δέκα χρόνια πριν, στα τοτινά 60 χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου. 

Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

"ΣΚΙΑ" ποίημα του φίλου και ποιητή Κώστα Μοναστήρα (γ.1967) (https://eratopoesiaars.blogspot.com, 25.8.2019)

..............................................................




Κώστας Μοναστήρας (γ.1967)





ΣΚΙΑ

Τη νύχτα όταν τελειώσει με μένα,
σα λειώσει η εμμονή της
να μένει κολλημένη πάνω μου
σα σβήσει και το τελευταίο φως, μέσα στο δώμα,
τότε που ξεφτίζει η ελπίδα της να μ’ ακολουθεί
η σκιά μου γλιστράει από τις χαραγές στους δρόμους
και σέρνεται μέσα στη σιωπή ή στους θορύβους
μιας πόλης που ποτέ δεν ονειρεύεται,
όπως εγώ κάνω.
Ψάχνει να βρει άλλους να περάσει
τις ακοίμητες ώρες της μαζί τους
να παίξει τα παιχνίδια της μαζί τους
να μικρύνει, να μεγαλώσει, 
να σταματήσει στα παγκάκια της πόλης
εκεί που οι άστεγοι κοιτώντας τα χιλιάδες αστέρια
νανουρίζουν ολολύζοντας τα όνειρά τους,
να τρυπώσει στα φωτισμένα ξενοδοχεία,
των πέντε, μόνο, αστέρων,
που οι στεγασμένοι ναρκώνουν τους εφιάλτες τους,
ν’ ακούσει τις φωνές αυτών που εκδίδουν τα λόγια τους
και τους στεναγμούς αυτών που εκδίδουν το κορμί τους.
Ακούει τα πάντα
και τον τριγμό του κρεβατιού, το χάραμα
που σαν σφύριγμα την γυρνάει κοντά μου.
Ποτέ δεν την ρωτάω γι’ αυτά που ένιωσε.
Γι’ αυτούς που αγάπησε
και γι’ αυτούς που μίσησε
όταν ενώθηκαν μαζί της
ενώ αυτή δεν ήθελε.
Τα βράδια «οι σκιές μας αγαπιούνται»
αλλά κάποτε προσποιούνται την αγάπη
για να ζήσουν.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

"Κάθε Αύγουστο..." στη μνήμη του Σολωμού Σολωμού από τον φίλο στο fb, συγγραφέα και ποιητή Πάνο Σταθόγιαννη (facebook, 1.8.2019)

..............................................................


Κάθε Αύγουστο, εδώ και εικοσιτρία χρόνια, ο Σολωμός Σολωμού συνεχίζει να ανεβαίνει χλωρός, πάνω από τα καμένα μυαλά, τις καμένες συνειδήσεις και τις καμένες πατρίδες του δικού μας τίποτα.

από τον φίλο στο fb, συγγραφέα και ποιητή Πάνο Σταθόγιαννη (facebook, 1.8.2019)


Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα, άτομα κάνουν σπορ και υπαίθριες δραστηριότητες

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

"Na sera 'e maggio" - Roberto Murolo (youtube, 10 Ιουλ 2011)

..............................................................



Na sera 'e maggio - Roberto Murolo


(youtube, 10 Ιουλ 2011)
ΕΓΓΡΑΦΗ 1,6 ΧΙΛ.

Pisano -- Cioffi - 1937 Quanno vien'a 'appuntamento guarde 'o mare, guard' 'e ffronne. S'i' te parlo nun rispunne, staje distratta comm'a che. Io te tengo dint' 'o core, sóngo sempe 'nnammurato ma tu, invece, pienze a n'ato e te staje scurdanno 'e me. Quanno se dice si, tiènelo a mente, nun s' ha da fá murí nu core amante. Tu mme diciste si 'na sera 'e maggio e mo tiene 'o curaggio 'e mme lassá. St'uocchie tuoje nun só sincere comm'a quanno mme 'ncuntraste, comm'a quanno mme diciste: "Te voglio bene, sulo a te". E tremmanno mme giuraste, cu na mano 'ncopp' 'o core: "Nun se scorda 'o primmo ammore". Mo te staje scurdanno 'e me. Quanno se dice si, tiènelo a mente. nun s' ha da fá murí nu core amante. Tu mme diciste si na sera 'e maggio e mo tiene 'o curaggio 'e mme lassá.



Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

"(Νεο)Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός" έγραψε ο Περικλής Κοροβέσης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 17-18.8.2019)

..............................................................

(Νεο)Δημοκρατικός συγκεντρωτισμός




έγραψε ο Περικλής Κοροβέσης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 17-18.8.2019)





Ποιος το περίμενε ποτέ από ένα κόμμα, εν προκειμένω τη Ν.Δ. (για την οποία μπορούμε να διαπιστώσουμε μια σειρά ανακολουθίες, εντούτοις πρέπει να το παραδεχτούμε) πως σε ένα πράγμα θα ήταν απολύτως συνεπές: στον αντικομμουνισμό. Ως κυβέρνηση όμως αξιοποιεί την εμπειρία των μπολσεβίκων ως προς το κυβερνητικό μοντέλο.
Ολα ελέγχονται από τον πρωθυπουργό, σε ρόλο γενικού γραμματέα, και κάθε υπουργείο έχει τον κομισάριό του για να καθοδηγεί και να ελέγχει αν εφαρμόζεται η εντολή του αρχηγού. Παράλληλα έχει καθιερωθεί εκ των πραγμάτων ένα σύστημα προπαγάνδας από όλα τα ΜΜΕ, ηλεκτρονικά και έντυπα, που ελέγχονται από τους μεγαλοκαπιταλιστές, συν την κρατική τηλεόραση που γίνεται το προσωπικό κανάλι του πρωθυπουργού, μέσω του δημοσιογράφου-υπαλλήλου του, κ. Ζούλα.
Θα μπορούσε κάποιος να μου αντιτάξει πως αυτό δεν είναι λογοκρισία. Υπάρχουν τρεις ημερήσιες εφημερίδες που δεν συμπορεύονται με την κυβέρνηση. Και η καθεμιά κάνει την αντιπολίτευση που θεωρεί σωστή. Ακόμα υπάρχουν κάποια ραδιόφωνα ή ιστότοποι που είναι ανεξάρτητοι.
Εδώ πρέπει να προσέξουμε, και να μην πέσουμε στην παγίδα να συγκρίνουμε πράγματα που δεν είναι συγκρίσιμα. Τα τηλε-σκουπίδια έχουν εκατομμύρια θεατές. Δεν είναι ουδέτερα και διαμορφώνουν νοοτροπίες: αυτές του ανταγωνισμού και της παθητικής υποταγής.
Ενα έγκυρο φυλλάδιο, που φέρει τις υπογραφές προσωπικοτήτων εγνωσμένου κύρους για την επικείμενη εξόρυξη υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, η οποία θα επιφέρει την καταστροφή της και θα επεκταθεί και στην κλειστή θάλασσα της Μεσογείου (τα ατυχήματα είναι αναπόφευκτα), θα αγγίξει ελάχιστους ανθρώπους. Το γεγονός της υπογραφής της σύμβασης των εξορύξεων από τον πάντα χαμογελαστό κ. Τσίπρα, λίγες μέρες πριν εγκαταλείψει τον πρωθυπουργικό θώκο, δεν αποτελεί καμία εγγύηση πως δεν θα έχουμε ανεπανόρθωτες οικολογικές καταστροφές.
Κάποιοι αναλυτές έχουν διατυπώσει την άποψη πως το κυβερνητικό μοντέλο μοιάζει στη δομή του με πολυεθνική εταιρεία. Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι πολύ πιο βαρύς από τον δικό μου. Οι πολυεθνικές εταιρείες λειτουργούν ολοκληρωτικά και με στρατιωτική πειθαρχία. Π.χ. αυτές που έχουν μετακομίσει από την Ευρώπη στην Ασία (Κίνα, Μπανγκλαντές, Βιετνάμ, Μαλαισία κ.λπ.).
Το καθεστώς εργασίας που επικρατεί δεν υπήρχε ούτε στον Μεσαίωνα (που δεν ήταν και τόσο Μεσαίωνας όσο τον θεωρούμε): 365 μέρες εργασίας, 12ωρη ημερήσια απασχόληση, αμοιβή από 35-50 λεπτά την ώρα. Δεν υπάρχει κανένα εργασιακό δικαίωμα και η ιδέα του συνδικαλισμού, έγκλημα καθοσιώσεως. Και μπορεί αυτό το μοντέλο εργασίας να είναι το όνειρο κάθε καπιταλιστή, αλλά είναι δύσκολο να εφαρμοστεί στην παλιά Ευρώπη. Προς το παρόν είμαστε στη φάση της διάλυσης της προστασίας της εργασίας. Το πόσο θα διατηρηθούν τα κεκτημένα του εργατικού κινήματος εξαρτάται από τους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες.
Αλλά ο 21ος αιώνας βρίσκει τις εργατικές-λαϊκές μάζες χωρίς φορείς. Σε αντίθεση με τον 19ο και τον 20ό αιώνα που είχαμε ισχυρότατους θεσμούς (συνδικάτα, σοσιαλιστικά ή κομμουνιστικά κόμματα) οι οποίοι υπεράσπιζαν τα λαϊκά συμφέροντα με απεργίες, εξεγέρσεις, επαναστάσεις, σήμερα έχουν εκφυλιστεί και αποτελούν μέρος του συστήματος.
Και αυτό εξηγεί την άνοδο της Ακροδεξιάς, που παρουσιάζεται αντισυστημική, όσο και αν σε τελική ανάλυση είναι ο έσχατος στυλοβάτης του συστήματος (Χίτλερ και Μουσολίνι είχαν την πλήρη υποστήριξη και χρηματοδότηση των βιομηχάνων και των τραπεζών). Αλλά το κίνημα αντίστασης υπάρχει και χωρίς φορείς.
Ηδη από την εποχή του παρισινού Μάη του ’68, που δεν ήταν μοναδικό φαινόμενο αλλά μέρος ενός παγκόσμιου κινήματος, μέχρι σήμερα, όποιο μαζικό κίνημα είδαμε ήταν εκτός των παραδοσιακών φορέων (κινήματα πλατειών, εναλλακτική παγκοσμιοποίηση, «αραβική άνοιξη», «κίτρινα γιλέκα» κ.λπ.), ναι μεν είχε μαζικότητα και ριζοσπαστισμό αλλά δεν είχε εναλλακτική πολιτική προοπτική για το ξεπέρασμα και την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Και τέτοια πρόταση μέχρι τώρα δεν έχει διατυπωθεί. Ούτε έχει δημιουργηθεί ένας νέος φορέας. Εικασίες κάνουμε και εκκλήσεις στην ουτοπία. Αλλά οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά και οι δρόμοι δημιουργούνται περπατώντας.
Εμείς τον εκφυλισμό της Αριστεράς τον ζήσαμε με τον ΣΥΡΙΖΑ, που μας έφερε τη Ν.Δ. Αν δούμε τα τριάντα χρυσά χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1945-1975) όλες οι αριστερές σοσιαλιστικές κυβερνήσεις ανέβασαν το βιοτικό επίπεδο του λαού. Στη δε Σουηδία κυβέρνησαν για περίπου 70 χρόνια. Η ανάπτυξη μιας χώρας φαίνεται στην τσέπη του λαού. Και όχι στον ισοσκελισμένο κρατικό προϋπολογισμό. Τώρα στο πλαίσιο του ρεαλισμού, ένας ΣΥΡΙΖΑ του 32% δεν έχει περιθώρια για αριστερές αναζητήσεις.
Γι’ αυτό και τα κείμενα που είδαμε για τον δήθεν διάλογο της Αριστεράς ήταν πληκτικά και ανούσια. Το ζητούμενο είναι να βρεθεί κάποιο χαρμάνι που θα έχει από όλα μέσα, το οποίο θα επιτρέψει στον ΣΥΡΙΖΑ να επωφεληθεί από τη φθορά της Ν.Δ. και να ξαναγίνει κυβέρνηση, για να συνεχίσει την ίδια νεοφιλελεύθερη πολιτική. Η εναλλακτική πολιτική είναι οι πλατείες. Αλλά προς το παρόν οι πολίτες προτιμούν να είναι καταναλωτές τηλεοπτικών σκουπιδιών.
perkor29@gmail.com

«Κείμενα για το τίποτα – 11» Από τις «Πρόζες 1945-1980» του Σάμουελ Μπέκετ (1906 – 1989) (μτφ. Εριφύλη Μαρωνίτη, εκδ. «ΠΑΤΑΚΗ», 7η έκδ. 2013)

..............................................................














Σάμουελ Μπέκετ
(1906-1989)






·       «Κείμενα για το τίποτα – 11»

Από τις «Πρόζες 1945-1980» του Σάμουελ

Μπέκετ (1906 – 1989) 

(μτφ. Εριφύλη Μαρωνίτη, εκδ. «ΠΑΤΑΚΗ», 7η έκδ. 

2013)



   Όταν σκέφτομαι, όχι, αυτό δεν θα πιάσει, όταν έρθουν εκείνοι που με γνώριζαν, που ίσως ακόμα με γνωρίζουν, εξ όψεως φυσικά, ή από τη μυρωδιά, είναι σάμπως, είναι σαν, έλα λοιπόν, δεν ξέρω, δεν θα έπρεπε να είχα αρχίσει. Αν άρχιζα ξανά, σε αυτό συγκεντρώνοντας το μυαλό μου, είναι που έχει μερικές φορές καλά αποτελέσματα, αξίζει μια προσπάθεια, θα το προσπαθήσω, μια απ’ αυτές τις μέρες, ένα απ’ αυτά τα βράδια, ή και απόψε, γιατί όχι σήμερα το βράδυ, προτού εξαφανιστώ, από εκεί πάνω, από εδώ κάτω, σκορπισμένος από τις αιώνιες λέξεις. Μα τι λέω, σκορπισμένος, μονάχα αυτό δεν είμαι, μονάχα αυτό, εγώ περιφερόμουν, το μυαλό μου περιφερόταν, μονάχα αυτό δεν είμαι. Και σέρνω τα βήματά μου πάνω στον ίδιο παλιόδρομο, πάνω ναι και κάτω όχι, σ’ εκείνον που δεν έχει ακόμα όνομα κατευθύνομαι, μήπως και μ’ αφήσει σε ησυχία, ησυχάσει, να μην υφίσταται πλέον, να μην υπάρξει ποτέ. Ονόμασε, όχι, τίποτα δεν ονομάζεται, πες, όχι, τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί, τότε τι, δεν ξέρω, δεν θα έπρεπε να έχω αρχίσει. Βάλτε τον κι εκείνον στο ρεπερτόριο, ορίστε λοιπόν, και εκτελέστε τον, όπως εγώ εκτελώ εμένα, νεκρώνει το ένα κομμάτι μετά το άλλο, και από τη μία νύχτα στην άλλη, και διαμέσου των ημερών, είναι άραγε πάντοτε βράδυ, και γιατί αυτό, γιατί να είναι πάντοτε βράδυ, θα πω το γιατί, έτσι για να το έχω πει, να το έχω πίσω μου, μια στιγμή. Είναι καιρός που δεν προχωρά την ώρα της καντάδας, εκτός κι αν χάραξε, όχι, δεν είμαι έξω, είμαι κάτω από το χώμα, ή κάπου μέσα στο σώμα μου, ή μέσα σε άλλο σώμα, και ο χρόνος ολοένα καταβροχθίζει, αλλά όχι εμένα, να το λοιπόν, γι’ αυτό κι είναι πάντα βράδυ, για να μπορώ τα καλύτερα να προσδοκώ, τη μακριά μαύρη νύχτα για να κοιμηθώ, ιδού, έχω απαντήσει, σε κάτι έχω απαντήσει. Ή μήπως είναι στο μυαλό, σαν λεπτοδείκτης, ή για τα δευτερόλεπτα, ή σαν λωρίδα θάλασσας, που φευγαλέα πέφτει πάνω της η λάμψη του φάρου, φευγαλέα λωρίδα θάλασσας κάτω από φευγαλέα λάμψη. Φαύλες λέξεις για να με κάνουν να πιστέψω ότι είμαι εδώ, και ότι έχω κεφάλι, και φωνή, ένα κεφάλι που πιστεύει τη μια τούτο, την άλλη τ’ άλλο, κι ύστερα τίποτα πια, ούτε στον εαυτό του, ή σε οτιδήποτε άλλο, ένα κεφάλι όμως με μια φωνή που του ανήκει, ή σε άλλα, άλλα κεφάλια, σαν να ήταν δύο τα κεφάλια, σαν να ήταν ένα το κεφάλι, ή ακέφαλη, μια φωνή ακέφαλη, αλλά φωνή. Δεν απατώμαι πάντως, για την ώρα δεν απατώμαι, για την ώρα δεν βρίσκομαι εκεί, πόσο μάλλον οπουδήποτε αλλού, μήτε σαν κεφάλι, μήτε σαν φωνή, μήτε σαν αρχίδι, τι ντροπή, τι ντροπή να μην εμφανίζομαι πουθενά σαν αρχίδι, ή σαν μουνί, κάπου εκεί πάντως, μια τρίχα αιδοίου, βλέπει πράματα και θάματα, αφ’ υψηλού, καλά, να το, δεν γίνεται κι αλλιώς, έτσι είναι. Και τους αφήνω να λένε τα λόγια τους, τις δικές μου λέξεις που δεν ειπώθηκαν από μένα, αυτή τη λέξη εμένα, τη λέξη που λένε, αλλά λένε ματαίως. Προχωράμε, εμείς προχωράμε, κι όταν έρθουν όσοι με ήξεραν, βιαστικοί βιαστικοί, είναι σαν, όχι, πρώιμο. Αλλά κούκου, εδώ είμαι πάλι, ακριβώς τη στιγμή που ήμουν απολύτως αναγκαίος, σαν τη ρίζα του μείον ένα στο τετράγωνο, με τις κλασικές μου σπουδές, θα άξιζε τούτο να το δει κανείς, το πελιδνό πρόσωπο λεκιασμένο από μαρμελάδα και μελάνι, caput mortuum μιας νιότης μελετηρής, πεταχτά αυτιά, μάτια ανάστροφα, αλλόκοτα αραιά μαλλιά, αφροί στο στόμα, και μασουλώντας, μασουλώντας τι, σβόλο γλοιώδη, μια προσευχή, ένα μάθημα, λίγο απ’ όλα, προσευχή αποστηθισμένη για περίπτωση ανάγκης προτού η ψυχή παραιτηθεί και που εμβυθίζεται τα πάντα ανακατώνοντας στο γέρικο και έρημο από λέξεις στόμα, στο γέρικο κεφάλι που έχει πλέον κουφαθεί, εκεί είμαι γέρος, δεν παίρνει πολύ, ένας μυξιάρης ξεμωραμένος, με τις κλασικές του σπουδές, ήταν στα ουρητήρια με τις διπλές λεκάνες στη γωνία της οδού dAssas, τα νερά που έτρεχαν έκαναν τον ίδιο θόρυβο όπως και πριν από εξήντα χρόνια, τα αγαπούσα γι’ αυτή την προτροπή σαν τη μητέρα που λέει τσις στο μωρό πάνω από το δοχείο, με το κούτελο κολλημένο στο διαχωριστικό ανάμεσα στα γκράφιτι, ζορίζοντας τον προστάτη, με ρεψίματα και παναγίες, με τον καβάλο κουμπωμένο, δεν τα βγάζω από το μυαλό μου, από αφηρημάδα, εξάντληση, αμεριμνησία, ή επί τούτου, για μεγαλύτερο ζόρισμα, ξέρω γιατί μιλώ, ή μονόχειρας, ακόμα καλύτερα, δίχως μπράτσα, δίχως χέρια, ασύγκριτα καλύτερα, γέρος όσο κι ο κόσμος και εξίσου αποκρουστικός, από όλες τις πλευρές ακρωτηριασμένος, όρθιος πάνω στα έμπιστά μου κούτσουρα, έτοιμος να σκάσω από κάτουρο παλιό, παλιές προσευχές, παλιά μαθήματα, ψυχή, μυαλό και κουφάρι το ένα δίπλα στ’ άλλο, για να μην αναφέρω τις ροχάλες, οδυνηρή στ’ αλήθεια αναφορά, τ’ αναφιλητά που μύξες έγιναν, αναβλύζοντας από την καρδιά, τώρα έχω μια καρδιά, τώρα είμαι ολοκληρωμένος, μου λείπουν λίγα άκρα, με τις κλασικές τους σπουδές, και την καριέρα τους, και παρ’ όλα αυτά στο ελάχιστο πομπώδης, δίχως απαιτήσεις, σπαράζοντας από εκσπερματώσεις, Χριστέ μου, Χριστέ μου. Βράδια, βράδια, τι βράδια κι εκείνα, από τι ήταν φτιαγμένα, και πότε έγινε αυτό, δεν ξέρω, φτιαγμένα από φιλικές σκιές, φιλικούς ουρανούς, από χρόνο χορτάτο, είχε καταβροχθίσει και αναπαυόταν, έως το κρέας του μεσονυκτίου, δεν ξέρω, περισσότερα από ό,τι τότε, όταν συνήθιζα να λέω, από μέσα, ή απέξω, από τη  νύχτα που ερχόταν ή κάτω από το χώμα. Πού βρίσκομαι, για να αναφερθώ μόνο στον χώρο, και με ποια όψη, κι από πότε, για να αναφερθώ και στον χρόνο, και μέχρι πότε, και ποιος είναι αυτός ο ηλίθιος που δεν ξέρει πού να πάει, που δεν μπορεί να σταματήσει, που περνά τον εαυτό του για μένα κι εγώ περνιέμαι για κείνον, τίποτε απολύτως, ο παλιός χτύπος. Εκείνα τα βράδια, αλλά και το αποψινό από τι είναι φτιαγμένο, το αποψινό, το τωρινό, που ποτέ δεν τελειώνει, στις σκιές του είμαι μονάχος, εκεί βρίσκομαι, εκεί βρισκόμουν και τότε, εκεί βρισκόμουν πάντα, από εκεί μίλησα στον εαυτό μου, μίλησα σ’ αυτόν, άραγε πού να έχει χαθεί, εκείνος που είδα τότε, να είναι ακόμα στον δρόμο, πιθανόν, δυνατόν, δίχως φωνή να του μιλά, εγώ δεν του μιλώ πια, δεν μιλώ πια σ’ εμένα, δεν έχει απομείνει κανείς να του μιλώ, κι εγώ μιλώ, μια φωνή μιλά που δεν είναι άλλη από τη δική μου, καθώς δεν υπάρχει άλλος εκτός από μένα. Τον έχασα, ναι, και με έχασε, δεν με βλέπει, δεν μ’ ακούει, αυτό θέλησα, είναι άραγε πιθανόν, να το θέλησα, να θέλησα αυτό, κι εκείνος, τι ήθελε εκείνος, ήθελε να σταματήσει, ίσως και να έχει σταματήσει, αλλά δεν μετακινήθηκα και ποτέ, ίσως και να είναι πεθαμένος, εγώ είμαι πεθαμένος, ουδέποτε όμως έζησα. Αλλά εκείνος κινήθηκε, απόδειξη ζωντάνιας, μέσα από κείνα τα βράδια, σε κίνηση επίσης, βράδια με τέλος, βράδια με νύχτα, δίχως ποτέ να πει κουβέντα, ανίκανος να πει μια κουβέντα, δίχως να ξέρει πού πηγαίνει, ανίκανος να σταματήσει, καθώς άκουγε τις κραυγές μου, μια φωνή που έφτανε στ’ αυτιά κραυγάζοντας ότι τούτη δεν ήταν ζωή, σαν να μην ήξερε, λες και αναφερόμουν στη δική του, η οποία ήταν κατά κάποιον τρόπο, ιδού η διαφορά, εκείνες τις μέρες, δεν ήξερα πού ήμουν, ούτε με ποια όψη, ούτε από πότε, ούτε έως πότε, όπως τώρα, ιδού η διαφορά, τώρα ξέρω, δεν είναι αλήθεια, όμως παρ’ όλα αυτά, θα το πω, ιδού η διαφορά, το λέω τώρα, θα το πω σε λίγο, θα το πω στο τέλος, τότε τέλος, θα είμαι ελεύθερος να τελειώσω, δεν θα είμαι πλέον, δεν θα αξίζει πλέον τον κόπο, δεν θα είναι πλέον αναγκαίο, δεν θα είναι πλέον δυνατόν, τώρα όμως δεν αξίζει, τώρα δεν είναι αναγκαίο, τώρα δεν είναι δυνατόν, κάπως έτσι αρθρώνεται ο συλλογισμός. Όχι, πρέπει να βρεθεί κάτι καλύτερο, ένας καλύτερος λόγος, για να το σταματήσει αυτό, μια λέξη αλλιώτικη, μια καλύτερη ιδέα, να τεθούν αρνητικά, ένα καινούργιο όχι, για ν’ ακυρωθούν όλα τα άλλα, όλα τα παλιά όχι που με έθαψαν εδώ κάτω, βαθιά μέσα σε τούτο το μέρος που δεν είναι μέρος, μια στιγμή μόνο είναι απλώς στον χρόνο τον αιώνιο, το αποκαλούν εδώ, και σ’ αυτό το ον που ονομάζεται εγώ και δεν είναι ον, και σ’ αυτή  την απίστευτη φωνή, όλα τα παλιά όχι στο σκοτάδι κουδουνίζουν και σαν στήλη καπνού ταλαντεύονται, ναι, ένα καινούργιο όχι, που κανείς δεν λέει δεύτερη φορά, που θα πέσει και κάτω θα με αφήσει, σκιά και φλυαρίες, σε μια απουσία λιγότερο μάταιη από την ανυπαρξία. Ω, ξέρω πως δεν θα συμβεί έτσι, ξέρω πως τίποτα δεν θα συμβεί, τίποτα δεν έχει συμβεί και πως είμαι ακόμα, και ιδιαίτερα από τη μέρα που δεν μπορούσα πλέον να το πιστέψω, κάπου ψηλά στο βλεννορροϊκό φως αυτού που ονομάζεται σάρκα και αίμα, τον εαυτό μου βρίζοντας από καρδιάς. Και γι’ αυτό, όταν έρθει η ώρα εκείνων που με ήξεραν, αυτή τη φορά θα πιάσει, όταν έρθει η ώρα όσων με ήξεραν, είναι σαν να ήμουν ανάμεσά τους, αυτό είχα να πω, βλέποντάς με να πλησιάζω ανάμεσά τους, έπειτα βλέποντάς με να υποχωρώ, το κεφάλι τινάζοντας και λέγοντας. Είναι πράγματι εκείνος, είναι δυνατόν να είναι εκείνος, έπειτα προχωρώντας μ’ εκείνους συντροφιά κατά μήκος ενός δρόμου που δεν είναι δικός μου και που κάθε βήμα με απομακρύνει από εκείνον τον άλλο που ούτε κι αυτός είναι δικός μου, ή παραμένοντας μονάχος εκεί όπου είμαι, σε δυο όνειρα ανάμεσα που οι δρόμοι τους χωρίζουν, κανέναν δεν ξέρω, κανείς δεν με ξέρει, είπα τελικά ό,τι είχα να πω, όλα όσα θα μπορούσα να πω σήμερα το βράδυ.   





"ΤΟ ΤΥΦΛΟ ΣΟΚΑΚΙ" διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851 - 1911)

..............................................................

"ΤΟ ΤΥΦΛΟ ΣΟΚΑΚΙ"






διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851 - 1911) 

Καλὸν κι αγαπημένον ανδρόγυνον ο Γιάννης ο Ζουγράκης κι η Ρηνούλα της Κοφινούς. Ολίγον μετὰ τον γάμον, αφοῦ μετεκομίσθησαν την παραμονήν, κατὰ την τάξιν, εκτεθειμένα επὶ δύο αμαξών τα προικιά της νύφης ―καθρέπται καὶ κομὰ καὶ μεταξωτὰ παπλώματα απλωμένα επὶ της αμάξης― και αφού παρήλασαν την Κυριακὴν επί εικοσάδος αμαξών οι καλεσμένοι, πληρώσαντες έκαστος το αγώγι του, κατά το έθος και αφού, μεθ᾿ όλας αυτὰς τας δύο παρελάσεις, έμεινεν ακόμη η νύφη εις την οικίαν της μητρός, και μετά την θρησκευτικήν τελετὴν του γάμου. Τέλος, ο κοσμικὸς γάμος ετελέσθη μίαν Κυριακὴν μετὰ το Πάσχα και το νεαρόν ανδρόγυνον εκατοίκησεν εις ένα «δρόμον που δεν βγαίνει», ολίγον παρακάτω από την κεντρώαν πλατείαν της λαϊκής συνοικίας.
    Εκεί μέσα ολίγαι οικογένειαι εκατοικούσαν και όλοι εγνωρίζοντο μεταξύ των. Υπήρχε και εις μπεκιάρης, άγαμος, εκεί, κατοικών αντικρύ της οικίας του Ζουγράκη. Ήτο ο Ηλίας ο Ξίδερης, μαραγκός, κι έκαμνε τον τραγουδιστήν. Απετέλει μέρος χορού εις μίαν εκκλησίαν, όπου είχεν εισαχθή η καντάδα. Αργότερα προσελήφθη ως αριστερός εις ένα μικρόν ναόν, όπου ο επίτροπος, πατριώτης του, μεγάλως τον επροστάτευεν.
    Εκεί εξηκολούθει να ψάλλη με ύφος γελοίως ξενίζον. Φανταζόμενος τον εαυτόν του ικανόν να ψάλλῃ και κατά τα δύο συστήματα ―το βέβαιον είναι ότι ήτο απλούς ξυλοσχίστης― είχεν ερωτήσει τον προστάτην, τον χαμωθιόν του·
   ― Πῶς θέλετε να ψάλλω; Βυζαντινά, ή σας αρέσει, πιστεύω…
   ― Τι ξέρω εγὼ απ᾿ αυτά! απήντησεν ηλιθίως ο επίτροπος. Εγώ, από το παγκάρι, κοιτάζω μόνον τις μισότριβες που έρχονται…
   Ήτο μάλλον μετριοφροσύνη εκ μέρους του να το λέγη. Το αληθὲς ήτο, ότι ενδιεφέρετο πολύ περισσότερον δια τις δεκάρες παρά δια κάθε άλλο.

    Εις άνθρωπος εσύχναζε καθημερινώς εις του Σγουράκη. Ο κουμπάρος. Το ανδρόγυνον έζη εν ομονοίᾳ. Τρία ωραῖα παιδία, λευκὰ και ξανθὰ ως η μήτηρ των, είχον έλθει εις τον κόσμον εις διάστημα τριών ετών και δύο μηνών.
    Ο κουμπάρος ήτο πολὺ συνδεδεμένος με την οικογένειαν. Εκεί συνήθως εδείπνει, όχι σπανίως εκοιμάτο εκεί. Ήτο άγαμος. Εις το ίδιον οίκημά του, ευρισκόμενον άδηλον που, θα εφαίνετο πολὺ ολιγώτερον συχνὰ παρά εις του κουμπάρου του.
    Ήτον εις νέος με γυαλάκια, λιμοκοντόρος μάλλον, ο οποίος έκαμνε τον μικρομεσίτην. Ὁ Ζουγράκης ἢ Σγουράκης ήτο ξυλουργὸς το επάγγελμα, συντεχνίτης του Ηλία του Ξίδερη, με τον οποίον εγνωρίζοντο καλά.
    Ο Ξίδερης είχε λύσει ήδη καταφατικώς, πολλά έτη πριν τούτο αναφυή, το γελοίον ζήτημα «Να το λέμε;», το οποίον ερρύπανέ ποτέ, όπως και τόσα άλλα, τους τοίχους των αθηναϊκών κτιρίων. Κανεὶς ποτὲ δεν εσκέφθη, ότι το καθαυτὸ ερώτημα θα ήτο: «Να είμεθα κατάσκοποι;» Διότι χρηστὸς άνθρωπος, γείτων ή όχι, μη πολυπραγμονών, μη ζηλεύων τας γυναίκας όλου του κόσμου και δια λογαριασμὸν όλων των ανδρών, δεν θ᾿ ανελάμβανε ποτέ την φροντίδα δι᾿ αθεμίτων μέσων να ζητή να βεβαιωθῇ περὶ της αρετῆς γυναικός.
   Αλλ᾿ ο περὶ ου ὁ λόγος ξυλουργός, ψάλλων νόθα μέλη εις εκκλησίαν καὶ προστατευόμενος του επιτρόπου, του κοιτάζοντος «τις μισότριβες», επίστευεν ως τόσον τέλειον τον εαυτόν του ―τις οίδεν αν είχεν αποτύχει εις επιχείρησίν τινα κατά της ιδίας γυναικός!― ώστε χρέος του ενόμισε ν᾿ αναλάβῃ την ηθικοποίησιν της κοινωνίας.
   Είχε κατασκοπεύσει τον «κουμπάρον» εισερχόμενον εν απουσίᾳ του συζύγου, και, ως ελέχθη, εβεβαιώθη περὶ του ολισθήματος της γυναικός. Φαίνεται δε ότι είχε διοργανώσει προς τούτο τακτικὴν πολιορκίαν, εις την επιτυχίαν της οποίας πολὺ συνέτεινε το «τυφλὸ σοκάκι», το αδιέξοδον του δρόμου ― όπου ηδύνατό τις να φλομώσῃ  άνθρωπον ως χταπόδι στο θαλάμι του, και να τον συλλάβῃ ὡς ποντικόν.
   Την ίδίαν εσπέραν ο Ξίδερης έσπευσε να καταγγείλη το πράγμα εις τον σύζυγον.

    Τώρα, μετά τόσα έτη, το τυφλὸ σοκάκι ευρίσκεται ακόμη εκεί. Ο δρόμος εξακολουθεί ακόμη να «μη βγαίνῃ».
   Μετά πολλάς θορυβώδεις σκηνάς και μετά την απομάκρυνσιν του συζύγου, ο «κουμπάρος» του συνοίκησε φανερά με την κουμπάρα του. Η Ρηνούλα εξακολουθεί κατ᾿ έτος να γεννοβολά. Έχει, αν δεν απατώμαι, πλέον της μισής δουζίνας παιδιά «παρδαλά», όλα εις βάρος του κουμπάρου. Την πατρότητα των τριών πρώτων ηρνήθη εκ των υστέρων ο πρώην σύζυγος.
   Και ο Ηλίας ο Ξίδερης εξακολουθεί να φρονῇ, ότι «έκαμε τὸ χρέος του».

................................................


Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με ερωτικό θέμα, το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 19 Αυγούστου του 1906 στην εφημερίδα Νέον Άστυ. Στο έργο αυτό του Παπαδιαμάντη, στο οποίο τα νήματα της ιστορίας κινεί το ερωτικό τρίγωνο ενός ζευγαριού με τον κουμπάρο, κυριαρχούν η ειρωνεία, το χιούμορ και η κριτική διάθεση. «Με μια (χωρίς ίχνος ηθικολογίας) ελαφράδα, θυμίζει ίσως κινηματογραφικές κωμωδίες του Μπέργκμαν» αποφαίνεται ο κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας Μισέλ Φάις.