..............................................................
Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989)
Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989) «Μερσιέ και Καμιέ» (μτφ. Άρης Μπερλής, εκδ. «Ύψιλον», 2006) μέρος β'.
Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989)
Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989) «Μερσιέ και Καμιέ» (μτφ. Άρης Μπερλής, εκδ. «Ύψιλον», 2006) μέρος β'.
σελ.
101-105 κεφάλαιο VI
…Έπεσε πάνω τους η σκιά ενός τεράστιου
ανθρώπου. Η ποδιά του έφτανε ως τα μισά των μηρών του. Ο
Καμιέ τον κοίταξε, εκείνος κοίταξε τον Μερσιέ, και ο Μερσιέ τον Καμιέ. Έτσι
δημιουργήθηκαν, μολονότι μάτια δεν συναντήθηκαν, εικόνες εξαιρετικής
πολυπλοκότητας οι οποίες επέτρεψαν στον καθένα να απολαύσει τρεις διαφορετικές
και ταυτόχρονες εκδοχές συν, σε μικρότερη κλίμακα, τις τρεις εκδοχές που
απήλαυσε ο καθένας από τους άλλους, δηλαδή ένα σύνολο εννέα εικόνων εκ πρώτης
όψεως ασυμβίβαστων, χώρια την ανακατωσούρα των ερεθισμών που στριμώχνονταν στις
παρυφές του πεδίου. Συνολικά, ένας απερίγραπτος κυκεώνας, αλλά διδακτικός,
διδακτικός. Προσθέστε σε αυτό τα πολλά μάτια που είχαν καρφωθεί στο τρίο
και θα έχετε μια αμυδρή ιδέα του τι περιμένει αυτόν που είναι τόσο έξυπνος ώστε
να μην το σκεφτεί καλύτερα και να μην αφήσει το μαύρο κελί του και την ακίνδυνη
παλαβομάρα του, την αμυδρή αναλαμπή, καθώς περνούν τα χρόνια, τη συνείδηση της
ύπαρξης, ότι έχεις υπάρξει.
Τι θα πάρετε; είπε ο μπάρμαν.
Όταν θα σε χρειαστούμε θα σε φωνάξουμε, είπε
ο Καμιέ.
Τι θα πάρετε; είπε ο μπάρμαν.
Μία από τα ίδια, είπε ο Μερσιέ.
Δεν σας έχω σερβίρει, είπε ο μπάρμαν.
Το ίδιο όπως ο κύριος, είπε ο Μερσιέ.
Ο μπάρμαν κοίταξε το άδειο ποτήρι του Καμιέ.
Δεν θυμάμαι τι ήταν, είπε.
Ούτε εγώ, είπε ο Καμιέ.
Εγώ δεν ξέρω τίποτα, είπε ο Μερσιέ.
Κάνε μια προσπάθεια, είπε ο Καμιέ.
Μας τρομοκρατείς, είπε ο Μερσιέ, μπράβο σου.
Ζητάμε και τα ρέστα, είπε ο Καμιέ, ενώ στην
πραγματικότητα έχουμε χεστεί από το φόβο μας. Γρήγορα, φέρε πριονίδι, φίλε μου.
Και πάει, λέγοντας, όπου ο καθένας τους είπε
πράγματα που δεν θα έπρεπε να έχει πει, ωσότου κατέληξαν σε μια συνεννόηση που
επισφραγίστηκε με σαχλά χαμόγελα και χοντροκομμένες φιλοφρονήσεις. Το βουητό
της κουβέντας ξανάρχισε.
Άντε γεια, είπε ο Καμιέ.
Ο Μερσιέ σήκωσε το ποτήρι του.
Δεν εννοούσα αυτό, είπε ο Καμιέ.
Ο Μερσιέ κατέβασε το ποτήρι του.
Αλλά στο κάτω-κάτω γιατί όχι; είπε ο Καμιέ.
Κι έτσι σήκωσαν τα
ποτήρια τους και ήπιαν, λέγοντας και οι δύο ταυτοχρόνως ή σχεδόν, Στην υγειά
σου. Ο Καμιέ πρόσθεσε, Και στην επιτυχία τού – Αλλά αυτή την πρόποση δεν
μπόρεσε να την ολοκληρώσει. Βοήθησέ με, είπε.
Δεν μπορώ να σκεφτώ καμιά λέξη, είπε ο
Μερσιέ, ούτε φράση, που να εκφράσει αυτό που φανταζόμαστε ότι προσπαθούμε να
κάνουμε.
Το χέρι σου, είπε ο Καμιέ, και τα δυο σου
χέρια.
Γιατί; είπε ο Μερσιέ.
Για να σφίξει το δικό μου, είπε ο Καμιέ.
Τα χέρια ψαχούλεψαν κάτω από το τραπέζι για
να βρουν το ένα το άλλο, βρήκαν το ένα το άλλο, έσφιξαν το ένα το άλλο, ένα
μικρό ανάμεσα σε δυο μεγάλα, ένα μεγάλο ανάμεσα σε δυο μικρά.
Ναι,
είπε ο Μερσιέ.
Τι εννοείς ναι; είπε ο Καμιέ.
Ορίστε; είπε ο Μερσιέ.
Είπες ναι, είπε ο Καμιέ.
Εγώ είπα ναι; είπε ο Μερσιέ. Εγώ; Αδύνατον. Η τελευταία φορά που χρησιμοποίησα
αυτόν τον όρο ήταν στο γάμο μου. Με την Τοφάνα. Τη μητέρα των παιδιών μου. Των
δικών μου παιδιών. Αναπαλλοτρίωτων. Η Τοφάνα. Δεν τη γνώρισες. Ζει ακόμα. Μια
φακλάνα. Σαν να γαμάς βαρέλι δίχως πάτο. Και να σκεφτείς ότι γι’ αυτό το
εκατόλιτρο του σκατού απαρνήθηκα το πιο αιθέριο όνειρό μου. Σταμάτησε με
φιλαρέσκεια. Αλλά ο Καμιέ δεν ήταν σε διάθεση για αστεία. Κατ’ ανάγκην λοιπόν ο
Μεσιέ συνέχισε. Ντρέπεσαι να με ρωτήσεις ποιο. Ας σου το ψιθυρίσω στο αυτί σου.
Το όνειρο ν’ αφήσω το είδος να τα βγάλει πέρα όσο πιο καλά μπορεί χωρίς εμένα.
Θα το λάτρευα ένα έγχρωμο μωρό, είπε ο
Καμιέ.
Έκτοτε προτιμώ τον άλλο τύπο, είπε ο Μερσιέ.
Κάνει κανείς ό,τι μπορεί, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Όλη μέρα κούνημα και
τσούλημα, και το βράδυ καταλήγεις εκεί που ήσουν το πρωί. Αλλά! Αν θες, υπάρχει
μια λέξη. Όλα είναι vox
inanis,
λόγος κενός, εκτός από ορισμένες μέρες, ορισμένες συζυγίες, αυτή είναι η
συμβολή του Μερσιέ στον καυγά των καθολικοτήτων.
Πού είναι τα πράγματά μας; είπε ο Καμιέ.
Πού είναι η ομπρέλα μας; είπε ο Μερσιέ.
Καθώς προσπαθούσα να βοηθήσω την Ελένη, είπε
ο Καμιέ, το χέρι μου γλίστρησε.
Μην πεις λέξη παραπάνω, είπε ο Μερσιέ.
Την πέταξα στον υπόνομο, είπε ο Καμιέ.
Πα’ να φύγουμε από δω, είπε ο Μερσιέ.
Για πού; είπε ο Καμιέ.
Πρόσω λοξώς, είπε ο Καμιέ.
Όσο λιγότερα λες τόσο καλύτερα, είπε ο Μερσιέ.
Εσύ θα με πεθάνεις, είπε ο Καμιέ.
Θες λεπτομέρειες; είπε ο Μερσιέ.
Ο Καμιέ δεν απάντησε. Του δέθηκε η γλώσσα,
σκέφτηκε ο Μερσιέ.
Θυμάσαι το ποδήλατό μας; είπε ο Μερσιέ.
Μόλις, είπε ο Καμιέ.
Μίλα δυνατότερα, είπε ο Μερσιέ, δεν είμαι κουφός.
Ναι, είπε ο Καμιέ.
Απομένουν, είπε ο Μερσιέ, δεμένα με ασφάλεια
στο κιγκλίδωμα, όσα είναι εύλογο να απομένουν, μετά από ασταμάτητη βροχή μιας
εβδομάδας, από ένα ποδήλατο που του αφαιρέθηκαν οι δυο τροχοί, η σέλλα, το
κουδούνι και η σχάρα. Α, ναι, ξέχασα, πρόσθεσε, και το πίσω φως. Χτύπησε το
κούτελό του με την παλάμη του. Άντε, κλούβιανε! είπε.
Και η τρόμπα βέβαια, είπε ο Καμιέ.
Αν θες το πιστεύεις, είπε ο Μερσιέ, αλλά για
μένα το ίδιο κάνει, η τρόμπα γλίτωσε.
Και τόσο ωραία τρόμπα, είπε ο Καμιέ. Πού
είναι;
Τη θεώρησα καθαρή αβλεψία, είπε ο Μερσιέ,
και την άφησα εκεί που ήταν. Σκέφτηκα πως αυτό ήταν το σωστό. Άλλωστε, δεν
υπάρχει τώρα τίποτα να τρομπάρουμε. Τη γύρισα ανάποδα, το πάνω κάτω, δεν ξέρω
γιατί.
Πάει κι έτσι; είπε ο Καμιέ.
Α ναι, πάει πολύ καλά, είπε ο Μερσιέ, μια
χαρά.
Βγήκαν έξω. Φύσαγε.
Βρέχει ακόμη; είπε ο Μερσιέ.
Προς το παρόν όχι, υποθέτω, είπε ο Καμιέ.
Αλλά έχει υγρασία, είπε ο Μερσιέ.
Αν δεν έχουμε να πούμε τίποτα, είπε ο Καμιέ,
ας μη μιλάμε.
Έχουμε πολλά να πούμε, είπε ο Μερσιέ.
Τότε γιατί δεν τα λέμε; είπε ο Καμιέ.
Δεν μπορούμε, είπε ο Μερσιέ.
Τότε ας σωπάσουμε, είπε ο Καμιέ.
Προσπαθούμε, είπε ο Μερσιέ.
Τη βγάλαμε καθαρή, είπε ο Καμιέ, χωρίς
γρατσουνιά.
Τι σου είπα; είπε ο Μερσιέ. Συνέχισε.
Προχωρούμε επίπονα –
Επίπονα! φώναξε ο Μερσιέ.
Κοπιαστικά… κοπιαστικά στους σκοτεινούς
δρόμους, σκοτεινούς και συγκριτικά έρημους, λόγω της προκεχωρημένης ώρας χωρίς
αμφιβολία, και του άστατου καιρού, χωρίς να γνωρίζουμε ποιος οδηγεί, ποιος
ακολουθεί ποιον…
σελ.
106-110
…Ακόμη και ο ένας
πλάι στον άλλον, είπε ο Μερσιέ, όπως τώρα, χέρι-χέρι, μπράτσο-μπράτσο, τα πόδια
συγχρονισμένα, είμαστε κατάφορτοι πραγμάτων και καταστάσεων που δεν χωρούν σε
ένα χοντρό τόμο, σε δύο χοντρούς τόμους, τον δικό σου χοντρό τόμο, σε δύο
χοντρούς τόμους, τον δικό σου χοντρό τόμο και τον δικό μου χοντρό τόμο. Όθεν
αναμφίβολα η μακάρια αίσθηση που έχουμε ότι τίποτα, δεν μπορεί να γίνει τίποτα,
δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα. Διότι ο άνθρωπος κουράζεται στο τέλος να παλεύει
να σβήσει τη δίψα του με τη μάνικα του πυροσβέστη και να βλέπει τα λίγα
λιανοκέρια που του απόμειναν, το ένα μετά το άλλο, να λιώνουν στη φλόγα του
καμινευτικού αυλού. Κι έτσι παραδίδεται μια για πάντα στη δίψα στο σκοτάδι.
Είναι λιγότερο εκνευριστικό. Αλλά συμπάθα με, μερικές μέρες η φωτιά και το νερό
εισβάλλουν στη σκέψη μου και κατά συνέπεια στην ομιλία μου, κατά το μέτρο που
συνδέονται.
Θα ήθελα να κάνω μερικές απλές ερωτήσεις,
είπε ο Καμιέ.
Απλές ερωτήσεις; είπε ο Μερσιέ. Καμιέ, με
εκπλήσσεις.
Η διατύπωσή τους είναι η απλούστερη δυνατή,
είπε ο Καμιέ, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να απαντήσεις χωρίς να
σκεφτείς.
Αν υπάρχει ένα πράγμα που απεχθάνομαι, είπε
ο Μερσιέ, είναι να μιλάω περπατώντας.
Η κατάστασή μας είναι απελπιστική, είπε ο
Καμιέ.
Όχι τώρα, είπε ο Μερσιέ, δεν έχω καμία όρεξη
να ακούσω μεγάλα λόγια. Δε μου λες, είναι που σηκώθηκε αέρας και σταμάτησε η
βροχή, αν σταμάτησε;
Μη ρωτάς εμένα, είπε ο Καμιέ.
Περιττό να σου πω, είπε ο Μερσιέ, προτού
προχωρήσεις, ότι προσωπικά δεν έχω απάντηση. Μια φορά κι έναν καιρό είχα
απαντήσεις, και τις καλύτερες, ήσαν η μόνη μου συντροφιά, έφτανα στο σημείο να
επινοώ ερωτήσεις γι’ αυτές. Αλλά τις ξαπόστειλα εδώ και πολύ καιρό.
Δεν εννοώ αυτού του είδους, είπε ο Καμιέ.
Και τι είδους; είπε ο Μερσιέ. Το πράγμα
αποκτά ενδιαφέρον.
Θα δεις, είπε ο Καμιέ. Και πρώτον, τι νέα
από τον σάκο μας.
Δεν ακούω τίποτα, είπε ο Μερσιέ.
Ο σάκος, φώναξε ο Καμιέ, πού είναι ο σάκος;
Ας κατέβουμε από δω, είπε ο Μερσιέ. Είναι
απάγκιο.
Έστριψαν σε ένα στενό δρομάκι ανάμεσα σε
ψηλά παλιά σπίτια.
Λοιπόν, είπε ο Μερσιέ.
Πού είναι ο σάκος; είπε ο Καμιέ.
Τι σ’ έχει πιάσει και το φέρνεις συνέχεια
στη κουβέντα; είπε ο Μερσιέ.
Δεν μου είπες τίποτα, είπε ο Καμιέ.
Ο Μερσιέ σταμάτησε επί τόπου, πράγμα που
υποχρέωσε τον Καμιέ να σταματήσει επίσης. Αν ο Μερσιέ δεν είχε σταματήσει επί
τόπου, ούτε ο Καμιέ θα είχε σταματήσει. Αλλά το γεγονός ότι ο Μερσιέ σταμάτησε
επί τόπου, έκανε τον Καμιέ να σταματήσει επίσης.
Δεν σου είπα τίποτα; είπε ο Μερσιέ.
Απολύτως τίποτα, είπε ο Καμιέ.
Και τι έχω να πω, είπε ο Καμιέ, αν τον
βρήκες, πώς τον βρήκες, και τα σχετικά.
Ο Μερσιέ είπε. Ας συνεχίσουμε το – Σε
αδυναμία να συμπληρώσει τη φράση, έκανε μια χειρονομία, με το ελεύθερο χέρι
του, δείχνοντας τα πόδια του και τα πόδια του συντρόφου του. Έπεσε σιωπή.
Ύστερα συνέχισε την απερίγραπτη πορεία τους που δεν ήταν άσχετη με τα πόδια
τους.
Τι έλεγες; είπε ο Μερσιέ.
Ο σάκος, είπε ο Καμιέ.
Δίνω την εντύπωση ότι τον έχω; είπε ο
Μερσιέ.
Όχι, είπε ο Καμιέ.
Λοιπόν; είπε ο Μερσιέ.
Πολλά μπορεί να συνέβησαν, είπε ο Καμιέ.
Μπορεί να έψαξες να τον βρεις, εις μάτην, μπορεί να τον βρήκες και να τον
έχασες ξανά, ή ακόμη και να τον πέταξες, λέγοντας στον εαυτό σου, Δεν αξίζει
τον κόπο να ασχολούμαι, ή Αρκετά για σήμερα, θα δούμε αύριο. Πού θες να ξέρω;
Έψαξα εις μάτην, είπε ο Μερσιέ, επί μακρόν,
επιμόνως, επισταμένως, ανεπιτυχώς.
Υπερέβαλε.
Μπορώ να ρωτήσω, είπε ο Μερσιέ, πώς ακριβώς
έγινε και έσπασες την ομπρέλα; Ή πώς αποφάσισες να την πετάξεις; Χτένισα
αμέτρητες περιοχές, υπέβαλα ερωτήσεις σε αναρίθμητα πρόσωπα, έλαβα υπ’ όψιν την
αφάνεια των πραγμάτων, τις μεταμορφώσεις του χρόνου, την αδυναμία των ανθρώπων
εν γένει και εμού προσωπικώς, στα μυθεύματα και στις ψευδολογίες, την επιθυμία
να ευχαριστείς τον άλλον και την παρόρμηση να τον πληγώνεις, και επιπλέον, τύχη
αγαθή, κάθισα ήσυχος εκεί που ήμουνα, όπου κι αν ήμουνα, προσπαθώντας ακόμη να
φανταστώ, ενάντια στον αέναο ερχομό, τις παντόφλες που σέρνονται, τα κλειδιά
που κουδουνίζουν, κάποια καλύτερη γιατρειά από το ουρλιαχτό, το αγκομαχητό, το
κλαψούρισμα, την άτακτη υποχώρηση.
Ο Καμιέ ανέπτυξε εν συντομία τις σκέψεις του
επί του θέματος.
Γιατί επιμένουμε, είπε ο Μερσιέ, εσύ κι εγώ
για παράδειγμα, ρώτησες ποτέ τον εαυτό σου αυτή την ερώτηση, εσύ που όλο
ερωτήσεις είσαι; Θα σπαταλήσουμε ό,τι λίγο μας απομένει στην ανία της φυγής και
στα όνειρα της σωτηρίας; Δεν σκέφτεσαι, όπως εγώ, πώς θα μπορούσες να
προσαρμοστείς στην ιδέα αυτής της παράλογης τιμωρίας και να περιμένεις ήρεμα
τον εκτελεστή που θα έρθει να την επικυρώσει;
Όχι, είπε ο Καμιέ.
Είχαν φτάσει στις παρυφές ενός μεγάλου
ανοιχτού χώρου, μιας πλατείας ίσως, όπου επικρατούσε φασαρία, φευγαλέες
λάμψεις, στρεβλές σκιές.
Ας γυρίσουμε πίσω, είπε ο Μερσιέ. Αυτός ο
δρόμος είναι γοητευτικός. Άρωμα μπουρδέλου…
Σελ.
140-141 κεφάλαιο VIII
...Σωριάστηκαν φύρδην
μίγδην σε ένα μπαρ. Ο Μερσιέ και ο Καμιέ έκαναν να πάνε προς τον πάγκο αλλά ο
Γουώτ τους κάθισε σε ένα τραπέζι και παράγγειλε τρία διπλά με όλη τη δύναμη της
φωνής του.
Μην πείτε ότι δεν έχετε ξανάρθει σ’ αυτό το
κουτούκι, είπε ο Γουώτ, το ξέρω. Παραγγείλετε γκράπα και θα σας πετάξουν έξω.
Τα ουίσκια ήρθαν.
Κι εγώ έψαξα στον καιρό μου, ολομόναχος, αλλά
πίστευα ότι ήξερα τι. Για φαντάσου! Σήκωσε τα χέρια του και τα πέρασε πάνω από
το πρόσωπό του, ύστερα τα κατέβασε αργά στους ώμους του και μπροστά ωσότου
συναντήθηκαν ξανά στα γόνατά του. Απίστευτο αλλά αληθινό, είπε.
Διαμελισμένα σώματα αναδεύονταν στον γκρίζο
αέρα.
Να γεννιέται κανείς, είπε ο Γουώτ, να
γεννιόμαστε, χωρίς τίποτα, και να μη θέλουμε τίποτα, μόνο να μας αφήσουν το
τίποτα που έχουμε.
Ο Μερσιέ και ο Καμιέ άκουγαν βερεσέ αυτά τα
αποφθέγματα. Κοίταζαν πάλι ο ένας τον άλλον, όπως παλιά.
Ήμουν έτοιμος να παραδοθώ, είπε ο Καμιέ.
Επέστρεψες στον τόπο; είπε ο Μερσιέ.
Ο Γουώτ έτριψε τα χέρια του.
Μού κάνετε καλό, είπε, στ’ αλήθεια μου
κάνετε πολύ καλό. Με παρηγορείτε.
Κι ύστερα σκέφτηκα - , είπε ο Καμιέ.
Εύχομαι να νιώσετε κάποια μέρα, είπε ο
Γουώτ, αυτό που νιώθω τώρα εγώ. Αυτό βέβαια δεν θα αλλάξει σε τίποτα το γεγονός
ότι η ζωή σας ήταν μάταιη, αλλά θα, πώς να το πω-;
Κι ύστερα σκέφτηκα, είπε ο Καμιέ, ότι μπορεί
να είχες την ίδια ιδέα.
Κι έτσι δεν παραδόθηκες, είπε ο Μερσιέ.
Λίγη ζεστασιά για τους απόμαχους της ζωής,
είπε ο Γουώτ, αυτό είναι, λίγη ζεστασιά για τους κακόμοιρους τους απόμαχους.
Φοβήθηκα ότι θα πέσω πάνω σου, είπε ο Καμιέ.
Ο Γουώτ χτύπησε δυνατά με το χέρι του το
τραπέζι, οπότε έπεσε μια εντυπωσιακή σιωπή. Αναμφίβολα αυτός ήταν ο σκοπός του,
γιατί φρόντισε να την σπάσει με φωνή που έτριζε από την οργή:
Γαμώ τη ζωή!...