Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989) «Μερσιέ και Καμιέ» (μτφ. Άρης Μπερλής, εκδ. «Ύψιλον», 2006) μέρος β'.

..............................................................






Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989)








Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989) «Μερσιέ και Καμιέ» (μτφ. Άρης Μπερλής, εκδ. «Ύψιλον», 2006) μέρος β'.



σελ. 101-105 κεφάλαιο VI

   …Έπεσε πάνω τους η σκιά ενός τεράστιου ανθρώπου. Η ποδιά του έφτανε ως τα μισά των μηρών του. Ο Καμιέ τον κοίταξε, εκείνος κοίταξε τον Μερσιέ, και ο Μερσιέ τον Καμιέ. Έτσι δημιουργήθηκαν, μολονότι μάτια δεν συναντήθηκαν, εικόνες εξαιρετικής πολυπλοκότητας οι οποίες επέτρεψαν στον καθένα να απολαύσει τρεις διαφορετικές και ταυτόχρονες εκδοχές συν, σε μικρότερη κλίμακα, τις τρεις εκδοχές που απήλαυσε ο καθένας από τους άλλους, δηλαδή ένα σύνολο εννέα εικόνων εκ πρώτης όψεως ασυμβίβαστων, χώρια την ανακατωσούρα των ερεθισμών που στριμώχνονταν στις παρυφές του πεδίου. Συνολικά, ένας απερίγραπτος κυκεώνας, αλλά διδακτικός, διδακτικός. Προσθέστε σε αυτό τα πολλά μάτια  που είχαν καρφωθεί στο τρίο και θα έχετε μια αμυδρή ιδέα του τι περιμένει αυτόν που είναι τόσο έξυπνος ώστε να μην το σκεφτεί καλύτερα και να μην αφήσει το μαύρο κελί του και την ακίνδυνη παλαβομάρα του, την αμυδρή αναλαμπή, καθώς περνούν τα χρόνια, τη συνείδηση της ύπαρξης, ότι έχεις υπάρξει.
   Τι θα πάρετε; είπε ο μπάρμαν.
   Όταν θα σε χρειαστούμε θα σε φωνάξουμε, είπε ο Καμιέ.
   Τι θα πάρετε; είπε ο μπάρμαν.
   Μία από τα ίδια, είπε ο Μερσιέ.
   Δεν σας έχω σερβίρει, είπε ο μπάρμαν.
   Το ίδιο όπως ο κύριος, είπε ο Μερσιέ.
   Ο μπάρμαν κοίταξε το άδειο ποτήρι του Καμιέ.
   Δεν θυμάμαι τι ήταν, είπε.
   Ούτε εγώ, είπε ο Καμιέ.
   Εγώ δεν ξέρω τίποτα, είπε ο Μερσιέ.
   Κάνε μια προσπάθεια, είπε ο Καμιέ.
   Μας τρομοκρατείς, είπε ο Μερσιέ, μπράβο σου.
   Ζητάμε και τα ρέστα, είπε ο Καμιέ, ενώ στην πραγματικότητα έχουμε χεστεί από το φόβο μας. Γρήγορα, φέρε πριονίδι, φίλε μου.
   Και πάει, λέγοντας, όπου ο καθένας τους είπε πράγματα που δεν θα έπρεπε να έχει πει, ωσότου κατέληξαν σε μια συνεννόηση που επισφραγίστηκε με σαχλά χαμόγελα και χοντροκομμένες φιλοφρονήσεις. Το βουητό της κουβέντας ξανάρχισε.
   Άντε γεια, είπε ο Καμιέ.
   Ο Μερσιέ σήκωσε το ποτήρι του.
   Δεν εννοούσα αυτό, είπε ο Καμιέ.
   Ο Μερσιέ κατέβασε το ποτήρι του.
   Αλλά στο κάτω-κάτω γιατί όχι; είπε ο Καμιέ.
Κι έτσι σήκωσαν τα ποτήρια τους και ήπιαν, λέγοντας και οι δύο ταυτοχρόνως ή σχεδόν, Στην υγειά σου. Ο Καμιέ πρόσθεσε, Και στην επιτυχία τού – Αλλά αυτή την πρόποση δεν μπόρεσε να την ολοκληρώσει. Βοήθησέ με, είπε.
   Δεν μπορώ να σκεφτώ καμιά λέξη, είπε ο Μερσιέ, ούτε φράση, που να εκφράσει αυτό που φανταζόμαστε ότι προσπαθούμε να κάνουμε.
   Το χέρι σου, είπε ο Καμιέ, και τα δυο σου χέρια.
   Γιατί; είπε ο Μερσιέ.
   Για να σφίξει το δικό μου, είπε ο Καμιέ.
   Τα χέρια ψαχούλεψαν κάτω από το τραπέζι για να βρουν το ένα το άλλο, βρήκαν το ένα το άλλο, έσφιξαν το ένα το άλλο, ένα μικρό ανάμεσα σε δυο μεγάλα, ένα μεγάλο ανάμεσα σε δυο μικρά.
   Ναι, είπε ο Μερσιέ.
   Τι εννοείς ναι; είπε ο Καμιέ.
   Ορίστε; είπε ο Μερσιέ.
   Είπες ναι, είπε ο Καμιέ.
   Εγώ είπα ναι; είπε ο Μερσιέ. Εγώ; Αδύνατον. Η τελευταία φορά που χρησιμοποίησα αυτόν τον όρο ήταν στο γάμο μου. Με την Τοφάνα. Τη μητέρα των παιδιών μου. Των δικών μου παιδιών. Αναπαλλοτρίωτων. Η Τοφάνα. Δεν τη γνώρισες. Ζει ακόμα. Μια φακλάνα. Σαν να γαμάς βαρέλι δίχως πάτο. Και να σκεφτείς ότι γι’ αυτό το εκατόλιτρο του σκατού απαρνήθηκα το πιο αιθέριο όνειρό μου. Σταμάτησε με φιλαρέσκεια. Αλλά ο Καμιέ δεν ήταν σε διάθεση για αστεία. Κατ’ ανάγκην λοιπόν ο Μεσιέ συνέχισε. Ντρέπεσαι να με ρωτήσεις ποιο. Ας σου το ψιθυρίσω στο αυτί σου. Το όνειρο ν’ αφήσω το είδος να τα βγάλει πέρα όσο πιο καλά μπορεί χωρίς εμένα.
   Θα το λάτρευα ένα έγχρωμο μωρό, είπε ο Καμιέ.
   Έκτοτε προτιμώ τον άλλο τύπο, είπε ο Μερσιέ. Κάνει κανείς ό,τι μπορεί, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Όλη μέρα κούνημα και τσούλημα, και το βράδυ καταλήγεις εκεί που ήσουν το πρωί. Αλλά! Αν θες, υπάρχει μια λέξη. Όλα είναι vox inanis, λόγος κενός, εκτός από ορισμένες μέρες, ορισμένες συζυγίες, αυτή είναι η συμβολή του Μερσιέ στον καυγά των καθολικοτήτων.
   Πού είναι τα πράγματά μας; είπε ο Καμιέ.
   Πού είναι η ομπρέλα μας; είπε ο Μερσιέ.
   Καθώς προσπαθούσα να βοηθήσω την Ελένη, είπε ο Καμιέ, το χέρι μου γλίστρησε.
   Μην πεις λέξη παραπάνω, είπε ο Μερσιέ.
   Την πέταξα στον υπόνομο, είπε ο Καμιέ.
   Πα’ να φύγουμε από δω, είπε ο Μερσιέ.
   Για πού; είπε ο Καμιέ.
   Πρόσω λοξώς, είπε ο Καμιέ.
   Όσο λιγότερα λες τόσο καλύτερα, είπε ο Μερσιέ.
   Εσύ θα με πεθάνεις, είπε ο Καμιέ.
   Θες λεπτομέρειες; είπε ο Μερσιέ.
   Ο Καμιέ δεν απάντησε. Του δέθηκε η γλώσσα, σκέφτηκε ο Μερσιέ.
   Θυμάσαι το ποδήλατό μας; είπε ο Μερσιέ.
   Μόλις, είπε ο Καμιέ.
   Μίλα δυνατότερα, είπε ο Μερσιέ, δεν είμαι κουφός.
   Ναι, είπε ο Καμιέ.
   Απομένουν, είπε ο Μερσιέ, δεμένα με ασφάλεια στο κιγκλίδωμα, όσα είναι εύλογο να απομένουν, μετά από ασταμάτητη βροχή μιας εβδομάδας, από ένα ποδήλατο που του αφαιρέθηκαν οι δυο τροχοί, η σέλλα, το κουδούνι και η σχάρα. Α, ναι, ξέχασα, πρόσθεσε, και το πίσω φως. Χτύπησε το κούτελό του με την παλάμη του. Άντε, κλούβιανε! είπε.
   Και η τρόμπα βέβαια, είπε ο Καμιέ.
   Αν θες το πιστεύεις, είπε ο Μερσιέ, αλλά για μένα το ίδιο κάνει, η τρόμπα γλίτωσε.
   Και τόσο ωραία τρόμπα, είπε ο Καμιέ. Πού είναι;
   Τη θεώρησα καθαρή αβλεψία, είπε ο Μερσιέ, και την άφησα εκεί που ήταν. Σκέφτηκα πως αυτό ήταν το σωστό. Άλλωστε, δεν υπάρχει τώρα τίποτα να τρομπάρουμε. Τη γύρισα ανάποδα, το πάνω κάτω, δεν ξέρω γιατί.
   Πάει κι έτσι; είπε ο Καμιέ.
   Α ναι, πάει πολύ καλά, είπε ο Μερσιέ, μια χαρά.
   Βγήκαν έξω. Φύσαγε.
   Βρέχει ακόμη; είπε ο Μερσιέ.
   Προς το παρόν όχι, υποθέτω, είπε ο Καμιέ.
   Αλλά έχει υγρασία, είπε ο Μερσιέ.
   Αν δεν έχουμε να πούμε τίποτα, είπε ο Καμιέ, ας μη μιλάμε.
   Έχουμε πολλά να πούμε, είπε ο Μερσιέ.
   Τότε γιατί δεν τα λέμε; είπε ο Καμιέ.
   Δεν μπορούμε, είπε ο Μερσιέ.
   Τότε ας σωπάσουμε, είπε ο Καμιέ.
   Προσπαθούμε, είπε ο Μερσιέ.
   Τη βγάλαμε καθαρή, είπε ο Καμιέ, χωρίς γρατσουνιά.
   Τι σου είπα; είπε ο Μερσιέ. Συνέχισε.
   Προχωρούμε επίπονα –
   Επίπονα! φώναξε ο Μερσιέ.
   Κοπιαστικά… κοπιαστικά στους σκοτεινούς δρόμους, σκοτεινούς και συγκριτικά έρημους, λόγω της προκεχωρημένης ώρας χωρίς αμφιβολία, και του άστατου καιρού, χωρίς να γνωρίζουμε ποιος οδηγεί, ποιος ακολουθεί ποιον…



σελ. 106-110

…Ακόμη και ο ένας πλάι στον άλλον, είπε ο Μερσιέ, όπως τώρα, χέρι-χέρι, μπράτσο-μπράτσο, τα πόδια συγχρονισμένα, είμαστε κατάφορτοι πραγμάτων και καταστάσεων που δεν χωρούν σε ένα χοντρό τόμο, σε δύο χοντρούς τόμους, τον δικό σου χοντρό τόμο, σε δύο χοντρούς τόμους, τον δικό σου χοντρό τόμο και τον δικό μου χοντρό τόμο. Όθεν αναμφίβολα η μακάρια αίσθηση που έχουμε ότι τίποτα, δεν μπορεί να γίνει τίποτα, δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα. Διότι ο άνθρωπος κουράζεται στο τέλος να παλεύει να σβήσει τη δίψα του με τη μάνικα του πυροσβέστη και να βλέπει τα λίγα λιανοκέρια που του απόμειναν, το ένα μετά το άλλο, να λιώνουν στη φλόγα του καμινευτικού αυλού. Κι έτσι παραδίδεται μια για πάντα στη δίψα στο σκοτάδι. Είναι λιγότερο εκνευριστικό. Αλλά συμπάθα με, μερικές μέρες η φωτιά και το νερό εισβάλλουν στη σκέψη μου και κατά συνέπεια στην ομιλία μου, κατά το μέτρο που συνδέονται.
   Θα ήθελα να κάνω μερικές απλές ερωτήσεις, είπε ο Καμιέ.
   Απλές ερωτήσεις; είπε ο Μερσιέ. Καμιέ, με εκπλήσσεις.
   Η διατύπωσή τους είναι η απλούστερη δυνατή, είπε ο Καμιέ, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να απαντήσεις χωρίς να σκεφτείς.
   Αν υπάρχει ένα πράγμα που απεχθάνομαι, είπε ο Μερσιέ, είναι να μιλάω περπατώντας.
   Η κατάστασή μας είναι απελπιστική, είπε ο Καμιέ.
   Όχι τώρα, είπε ο Μερσιέ, δεν έχω καμία όρεξη να ακούσω μεγάλα λόγια. Δε μου λες, είναι που σηκώθηκε αέρας και σταμάτησε η βροχή, αν σταμάτησε;
   Μη ρωτάς εμένα, είπε ο Καμιέ.
   Περιττό να σου πω, είπε ο Μερσιέ, προτού προχωρήσεις, ότι προσωπικά δεν έχω απάντηση. Μια φορά κι έναν καιρό είχα απαντήσεις, και τις καλύτερες, ήσαν η μόνη μου συντροφιά, έφτανα στο σημείο να επινοώ ερωτήσεις γι’ αυτές. Αλλά τις ξαπόστειλα εδώ και πολύ καιρό.
   Δεν εννοώ αυτού του είδους, είπε ο Καμιέ.
   Και τι είδους; είπε ο Μερσιέ. Το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον.
   Θα δεις, είπε ο Καμιέ. Και πρώτον, τι νέα από τον σάκο μας.
   Δεν ακούω τίποτα, είπε ο Μερσιέ.
   Ο σάκος, φώναξε ο Καμιέ, πού είναι ο σάκος;
   Ας κατέβουμε από δω, είπε ο Μερσιέ. Είναι απάγκιο.
   Έστριψαν σε ένα στενό δρομάκι ανάμεσα σε ψηλά παλιά σπίτια.
   Λοιπόν, είπε ο Μερσιέ.
   Πού είναι ο σάκος; είπε ο Καμιέ.
   Τι σ’ έχει πιάσει και το φέρνεις συνέχεια στη κουβέντα; είπε ο Μερσιέ.
   Δεν μου είπες τίποτα, είπε ο Καμιέ.
   Ο Μερσιέ σταμάτησε επί τόπου, πράγμα που υποχρέωσε τον Καμιέ να σταματήσει επίσης. Αν ο Μερσιέ δεν είχε σταματήσει επί τόπου, ούτε ο Καμιέ θα είχε σταματήσει. Αλλά το γεγονός ότι ο Μερσιέ σταμάτησε επί τόπου, έκανε τον Καμιέ να σταματήσει επίσης.
   Δεν σου είπα τίποτα; είπε ο Μερσιέ.
   Απολύτως τίποτα, είπε ο Καμιέ.
   Και τι έχω να πω, είπε ο Καμιέ, αν τον βρήκες, πώς τον βρήκες, και τα σχετικά.
   Ο Μερσιέ είπε. Ας συνεχίσουμε το – Σε αδυναμία να συμπληρώσει τη φράση, έκανε μια χειρονομία, με το ελεύθερο χέρι του, δείχνοντας τα πόδια του και τα πόδια του συντρόφου του. Έπεσε σιωπή. Ύστερα συνέχισε την απερίγραπτη πορεία τους που δεν ήταν άσχετη με τα πόδια τους.
   Τι έλεγες; είπε ο Μερσιέ.
   Ο σάκος, είπε ο Καμιέ.
   Δίνω την εντύπωση ότι τον έχω; είπε ο Μερσιέ.
   Όχι, είπε ο Καμιέ.
   Λοιπόν; είπε ο Μερσιέ.  
   Πολλά μπορεί να συνέβησαν, είπε ο Καμιέ. Μπορεί να έψαξες να τον βρεις, εις μάτην, μπορεί να τον βρήκες και να τον έχασες ξανά, ή ακόμη και να τον πέταξες, λέγοντας στον εαυτό σου, Δεν αξίζει τον κόπο να ασχολούμαι, ή Αρκετά για σήμερα, θα δούμε αύριο. Πού θες να ξέρω;
   Έψαξα εις μάτην, είπε ο Μερσιέ, επί μακρόν, επιμόνως, επισταμένως, ανεπιτυχώς.
   Υπερέβαλε.
   Μπορώ να ρωτήσω, είπε ο Μερσιέ, πώς ακριβώς έγινε και έσπασες την ομπρέλα; Ή πώς αποφάσισες να την πετάξεις; Χτένισα αμέτρητες περιοχές, υπέβαλα ερωτήσεις σε αναρίθμητα πρόσωπα, έλαβα υπ’ όψιν την αφάνεια των πραγμάτων, τις μεταμορφώσεις του χρόνου, την αδυναμία των ανθρώπων εν γένει και εμού προσωπικώς, στα μυθεύματα και στις ψευδολογίες, την επιθυμία να ευχαριστείς τον άλλον και την παρόρμηση να τον πληγώνεις, και επιπλέον, τύχη αγαθή, κάθισα ήσυχος εκεί που ήμουνα, όπου κι αν ήμουνα, προσπαθώντας ακόμη να φανταστώ, ενάντια στον αέναο ερχομό, τις παντόφλες που σέρνονται, τα κλειδιά που κουδουνίζουν, κάποια καλύτερη γιατρειά από το ουρλιαχτό, το αγκομαχητό, το κλαψούρισμα, την άτακτη υποχώρηση.
   Ο Καμιέ ανέπτυξε εν συντομία τις σκέψεις του επί του θέματος.
   Γιατί επιμένουμε, είπε ο Μερσιέ, εσύ κι εγώ για παράδειγμα, ρώτησες ποτέ τον εαυτό σου αυτή την ερώτηση, εσύ που όλο ερωτήσεις είσαι; Θα σπαταλήσουμε ό,τι λίγο μας απομένει στην ανία της φυγής και στα όνειρα της σωτηρίας; Δεν σκέφτεσαι, όπως εγώ, πώς θα μπορούσες να προσαρμοστείς στην ιδέα αυτής της παράλογης τιμωρίας και να περιμένεις ήρεμα τον εκτελεστή που θα έρθει να την επικυρώσει;
   Όχι, είπε ο Καμιέ.
   Είχαν φτάσει στις παρυφές ενός μεγάλου ανοιχτού χώρου, μιας πλατείας ίσως, όπου επικρατούσε φασαρία, φευγαλέες λάμψεις, στρεβλές σκιές.
   Ας γυρίσουμε πίσω, είπε ο Μερσιέ. Αυτός ο δρόμος είναι γοητευτικός. Άρωμα μπουρδέλου…



Σελ. 140-141 κεφάλαιο VIII

...Σωριάστηκαν φύρδην μίγδην σε ένα μπαρ. Ο Μερσιέ και ο Καμιέ έκαναν να πάνε προς τον πάγκο αλλά ο Γουώτ τους κάθισε σε ένα τραπέζι και παράγγειλε τρία διπλά με όλη τη δύναμη της φωνής του.
   Μην πείτε ότι δεν έχετε ξανάρθει σ’ αυτό το κουτούκι, είπε ο Γουώτ, το ξέρω. Παραγγείλετε γκράπα και θα σας πετάξουν έξω.
   Τα ουίσκια ήρθαν.
   Κι εγώ έψαξα στον καιρό μου, ολομόναχος, αλλά πίστευα ότι ήξερα τι. Για φαντάσου! Σήκωσε τα χέρια του και τα πέρασε πάνω από το πρόσωπό του, ύστερα τα κατέβασε αργά στους ώμους του και μπροστά ωσότου συναντήθηκαν ξανά στα γόνατά του. Απίστευτο αλλά αληθινό, είπε.
   Διαμελισμένα σώματα αναδεύονταν στον γκρίζο αέρα.
   Να γεννιέται κανείς, είπε ο Γουώτ, να γεννιόμαστε, χωρίς τίποτα, και να μη θέλουμε τίποτα, μόνο να μας αφήσουν το τίποτα που έχουμε.
   Ο Μερσιέ και ο Καμιέ άκουγαν βερεσέ αυτά τα αποφθέγματα. Κοίταζαν πάλι ο ένας τον άλλον, όπως παλιά.
   Ήμουν έτοιμος να παραδοθώ, είπε ο Καμιέ.
   Επέστρεψες στον τόπο; είπε ο Μερσιέ.
   Ο Γουώτ έτριψε τα χέρια του.
   Μού κάνετε καλό, είπε, στ’ αλήθεια μου κάνετε πολύ καλό. Με παρηγορείτε.
   Κι ύστερα σκέφτηκα - , είπε ο Καμιέ.
   Εύχομαι να νιώσετε κάποια μέρα, είπε ο Γουώτ, αυτό που νιώθω τώρα εγώ. Αυτό βέβαια δεν θα αλλάξει σε τίποτα το γεγονός ότι η ζωή σας ήταν μάταιη, αλλά θα, πώς να το πω-;
   Κι ύστερα σκέφτηκα, είπε ο Καμιέ, ότι μπορεί να είχες την ίδια ιδέα.
   Κι έτσι δεν παραδόθηκες, είπε ο Μερσιέ.
   Λίγη ζεστασιά για τους απόμαχους της ζωής, είπε ο Γουώτ, αυτό είναι, λίγη ζεστασιά για τους κακόμοιρους τους απόμαχους.
   Φοβήθηκα ότι θα πέσω πάνω σου, είπε ο Καμιέ.
   Ο Γουώτ χτύπησε δυνατά με το χέρι του το τραπέζι, οπότε έπεσε μια εντυπωσιακή σιωπή. Αναμφίβολα αυτός ήταν ο σκοπός του, γιατί φρόντισε να την σπάσει με φωνή που έτριζε από την οργή:
   Γαμώ τη ζωή!...                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           

Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989) «Μερσιέ και Καμιέ» (μτφ. Άρης Μπερλής, εκδ. «Ύψιλον», 2006) μέρος α'.

..............................................................









Σάμουελ Μπέκετ (1906 - 1989)











·       Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989) «Μερσιέ και Καμιέ» (μτφ. Άρης Μπερλής, εκδ. «Ύψιλον», 2006) μέρος α'.



Σελ.67-72 από το κεφάλαιο IV

Το χωράφι απλωνόταν μπροστά τους. Τίποτα δεν φύτρωνε εκεί, δηλαδή τίποτα χρήσιμο για τον άνθρωπο. Ούτε ήταν σαφές εκ πρώτης όψεως το ενδιαφέρον που θα μπορούσε να έχει για τα ζώα. Τα πουλιά ίσως έβρισκαν εκεί κανένα σκουλήκι. Η άγονη έκτασή του οριζόταν από έναν καχεκτικό φράχτη ξερών κολοβωμένων δέντρων και πλεμάτια βατομουριών, που είναι καλές ίσως για συλλογή λίγων βατόμουρων την εποχή που ωριμάζουν. Γαϊδουράγκαθα και τσουκνίδες, κατάλληλα ίσως για ζωοτροφή όταν σπανίζει ο σανός, διεκδικούσαν το έδαφος από μια ψυχρή πρασινάδα. Πέρα από τον φράχτη υπήρχαν κι άλλα χωράφια, παρόμοια στην όψη, που περιφράσσονταν από όχι λιγότερο παρόμοιους φράχτες. Πώς πήγαινε κανείς από ένα χωράφι στο άλλο; Από τους φράχτες ενδεχομένως. Ένα ιδιότροπο κατσίκι, σηκωμένο στα πίσω πόδια, τα μπροστινά σε ένα κούτσουρο, είχε χώσει τη μουσούδα του στις βατομουριές αναζητώντας τρυφερούς κλώνους. Πότε-πότε έκανε πίσω λίγα θυμωμένα βήματα, στεκόταν ακίνητο, κι ύστερα ίσως ένα μικρό πήδημα στον αέρα, προτού ξαναγυρίσει στον φράχτη. Θα συνεχίσει έτσι γύρω-γύρω το χωράφι; Ή θα βαρεθεί;
   Κάποια μέρα κάποιος θα το πουλήσει. Μετά θα έρθουν οι εργολάβοι. Ή ένας παπάς με την αγιαστούρα, κι άλλος ένας αγρός θα γίνει κοιμητήριο. Όταν έρθει ξανά η ευμάρεια.
   Ο Καμιέ διάβαζε το σημειωματάριό του. Έσκιζε τα μικρά φύλλα ένα-ένα καθώς τα διάβαζε, τα τσαλάκωνε και τα πέταγε μακριά. Με παρατηρεί, είπε, χωρίς λέξη. Έβγαλε ένα μεγάλο φάκελο από την τσέπη του, και από μέσα έβγαλε και πέταξε τα εξής: κουμπιά, δύο δείγματα τριχών σώματος ή μαλλιών, ένα κεντημένο μαντήλι, μερικά κορδόνια (η σπεσιαλιτέ του), μια οδοντόβουρτσα, ένα περίεργο κομμάτι λάστιχο, μια καλτσοδέτα, διάφορα δείγματα υφασμάτων. Και τον φάκελο, όταν τον άδειασε, τον πέταξε. Και τη μύτη μου να σκάλιζα το ίδιο θα του έκανε, είπε, δεν δίνει δυάρα. Σηκώθηκε, ωθούμενος από ενδοιασμούς που τον τιμούν, και μάζεψε τα τσαλακωμένα φύλλα, εκείνα τουλάχιστον που η πρωινή αύρα δεν τα είχε παρασύρει μακριά, ή δεν ήσαν κρυμμένα σε μια πτυχή του εδάφους ή πίσω από μια συστάδα γαϊδουράγκαθων. Τα φύλλα που μάζεψε τα έσκισε και τα πέταξε. Ωραία, είπε, νιώθω πιο ελαφρύς τώρα. Γύρισε στον Μερσιέ. Ελπίζω να μην κάθεσαι στο υγρό χορτάρι, είπε.
   Κάθομαι στο μισό του παλτού μας, είπε ο Μερσιέ, το τριφύλλι δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά του.
   Πρωινή αιθρία, είπε ο Καμιέ, κακό σημάδι.
   Επί τη ευκαιρία, είπε ο Μερσιέ, τι κάνει ο καιρός;
   Κοίτα μόνος σου, είπε ο Καμιέ.
   Πες μου εσύ καλύτερα, είπε ο Μερσιέ.
   Μια ωχρή ψυχρή κηλίδα, είπε ο Καμιέ, εμφανίστηκε στην ανατολή, υποθέτω ο ήλιος. Κατά καλή τύχη, είναι διαλείπων, χάρη σε μια σκοτεινάγρα από κάτι απορρίμματα που έρχονται από τη δύση και τον κρύβουν. Κάνει κρύο, αλλά δεν βρέχει ακόμη.
   Κάθισε, είπε ο Μερσιέ. Δεν μου διαφεύγει ότι δεν είσαι ευαίσθητος στο κρύο όπως εγώ, αλλά προφυλάξου ούτως ή άλλως. Μην το παρακάνεις, Καμιέ, τι θα παριστάνω εγώ αν αρπάξεις καμιά πνευμονία;
   Ο Καμιέ κάθισε.
   Έλα, σφίξου επάνω μου, είπε ο Μερσιέ, έτσι ζεστά. Κοίτα, όπως εγώ, τύλιξε τα πόδια σου. Έτσι. Το μόνο που μας λείπει τώρα είναι σφιχτά αυγά και ένα μπουκάλι μπύρα.
   Νιώθω την υγρασία να ανεβαίνει στα σκέλια μου, είπε ο Καμιέ.
   Προτιμότερο από το να κατεβαίνει, είπε ο Μερσιέ.
   Φοβάμαι την κύστη μου, είπε ο Καμιέ.
   Αυτό που σου λείπει είναι η αίσθηση των αναλογιών, είπε ο Μερσιέ.
   Δεν βλέπω τι σχέση έχει το ένα με το άλλο., είπε ο Καμιέ.
   Όπως πάντα, είπε ο Μερσιέ, αδυνατείς να συλλάβεις τη σχέση. Όταν φοβάσαι την κύστη, σκέψου το συρίγγιο. Και όταν τρέμεις για το συρίγγιο, σκέψου τα συφιλιδικά έλκη. Αυτή η μέθοδος ισχύει εξίσου για αυτό που αποκαλείται ευτυχία. Πάρε για παράδειγμα κάποιον που είναι εντελώς απαλλαγμένος από τον πόνο, τον σωματικό και τον άλλο. Πού μπορεί να βρει ανακούφιση; Ουδέν απλούστερο. Στη σκέψη της εκμηδένισης. Άρα λοιπόν, σε κάθε περίπτωση, η φύση μάς κάνει να χαμογελάμε, αν όχι να γελάμε. Και τώρα, ας δούμε τα πράγματα καταπρόσωπο.
   Μετά από στιγμιαία σιωπή ο Καμιέ άρχισε να γελάει. Ο Μερσιέ εν ευθέτω χρόνω γαργαλήθηκε επίσης. Συνέχισαν να γελούν μαζί για πολύ ώρα, κρατώντας ο ένας τον άλλον από τους ώμους για να μη καταρρεύσουν.
   Οποία αθώα ιλαρότης, είπε τελικά ο Καρμιέ.
   Ε, τώρα ξέρεις τι εννοώ, είπε ο Μερσιέ.
   Προτού προχωρήσουν, ρώτησαν και είπαν ο ένας στον άλλο πώς ένιωθαν. ‘Ύστερα ο Μερσιέ είπε:
   Τι ακριβώς έχουμε αποφασίσει; Θυμάμαι ότι αποφασίσαμε κάτι στο τέλος, όπως κάνουμε πάντα, αλλά δεν θυμάμαι τι. Εσύ θα ξέρεις ασφαλώς, γιατί είναι δικό σου σχέδιο αυτό που έχουμε θέσει σε εφαρμογή – έτσι δεν είναι;
   Και για μένα επίσης, είπε ο Καμιέ, ορισμένες λεπτομέρειες έχουν ξεθωριάσει, όπως και κάποιοι λεπτοί συλλογισμοί. Αν λοιπόν μπορώ κάπως να σε φωτίσω  είναι ως προς το τι σκοπεύουμε να κάνουμε, παρά ως το προς το γιατί θα επιχειρήσουμε να το κάνουμε.
   Είμαι πρόθυμος να επιχειρήσω οτιδήποτε, είπε ο Μερσιέ, υπό την προϋπόθεση ότι το γνωρίζω.
   Λοιπόν, είπε ο Καμιέ, η ιδέα είναι να γυρίσουμε στην πόλη, με την άνεσή μας, και να μείνουμε εκεί όσο είναι αναγκαίο.
   Αναγκαίο για τι πράγμα; είπε ο Μερσιέ.
   Για να ανακτήσουμε τα υπάρχοντά μας, είπε ο Καμιέ, ή να τα θεωρήσουμε οριστικά χαμένα.
   Θα πρέπει να ήταν πλούσιοι σε λεπτές αποχρώσεις, είπε ο Μερσιέ, οι συλλογισμοί που οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα.
   Φαίνεται ότι μας φάνηκε, είπε ο Καμιέ, αν και δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά, ότι ο σάκος ήταν η ουσία του όλου ζητήματος δεδομένου ότι περιέχει, ή περιείχε, πράγματα τα οποία μας είναι απολύτως απαραίτητα.
   Αλλά εξετάσαμε τα περιεχόμενα ένα-ένα, είπε ο Μερσιέ, και τα θεωρήσαμε περιττά, ανεξαιρέτως.
   Σωστά, είπε ο Καμιέ, και η αντίληψή μας περί του περιττού δεν μπορεί να άλλαξε σε μια μέρα. Πόθεν λοιπόν η ανησυχία μας;
   Πόθεν άραγε; είπε ο Μερσιέ.
   Από τη διαίσθηση, είπε ο Καμιέ, αν θυμάμαι καλά, ότι ο περί ου σάκος περιέχει κάτι το ουσιώδες για τη σωτηρία μας.
   Αλλά ξέρουμε ότι δεν είναι έτσι, είπε ο Μερσιέ.
   Θυμάσαι την αδύναμη παρακλητική φωνή, είπε ο Καμιέ, που μας τσαμπουνάει διάφορα από καιρού εις καιρόν για την προηγούμενη ζωή μας;
   Την μπερδεύω όλο και περισσότερο, είπε ο Μερσιέ, με τη φωνή που προσπαθεί να με εξαπατήσει λέγοντάς μου ότι δεν είμαι ακόμη νεκρός. Αλλά καταλαβαίνω τι εννοείς.
   Θα πρέπει να είναι κάποιο σχετικό όργανο, είπε ο Καμιέ, που τις τελευταίες εικοσιτέσσερις ώρες δεν έχει πάψει να μουρμουρίζει, ο σάκος! ο σάκος! Οι τελευταίες μας εκμυστηρεύσεις το κατέστησαν πλέον ή σαφές.
   Δεν θυμάμαι τίποτα σχετικό, είπε ο Μερσιέ.
   Εξ ου και η επιτακτική ανάγκη, είπε ο Καμιέ, αν όχι να τον βρούμε, τουλάχιστον να ψάξουμε να τον βρούμε, όπως και το ποδήλατο και την ομπρέλα.
   Δεν καταλαβαίνω γιατί, είπε ο Μερσιέ. Γιατί όχι μόνο τον σάκο, εφόσον αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μόνο ο σάκος.
   Κι εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί, είπε ο Καμιέ, γιατί ακριβώς. Αυτό που ξέρω είναι ότι χτες ξέραμε το γιατί, γιατί ακριβώς.
   Όταν η αιτία μου διαφεύγει, είπε ο Μερσιέ, αρχίζω να έχω μια ανησυχία.
   Εδώ μόνο ο Καμιέ βράχηκε…


Σελ.80-81 

   …Περπάτησαν για λίγο σιωπηλοί, καθώς το συνήθιζαν πότε-πότε.
   Στην ανάγκη θα πάρουμε δέκα μέρες, είπε ο Καμιέ.
   Μεταφορικά μέσα; είπε ο Μερσιέ.
   Αυτό που αναζητούμε δεν βρίσκεται κατ’ ανάγκην πέρα από το υπερπέραν, είπε ο Καμιέ. Ας είναι λοιπόν το σύνθημά μας –
   Που αναζητούμε; είπε ο Μερσιέ.
   Δεν ταξιδεύουμε χάριν του ταξιδιού, αν δεν κάνω λάθος, είπε ο Καμιέ. Μπορεί να είμαστε μουνιά, αλλά όχι μέχρι αυτού του σημείου. Έριξε ένα παγερό βλέμμα στον Μερσιέ. Μην πνίγεσαι, είπε. Αν θες να πεις κάτι πέσ’ το.
   Σκεφτόμουν να πω κάτι, είπε ο Μερσιέ, αλλά κατόπιν ωρίμου σκέψεως θα το κρατήσω για τον εαυτό μου.
   Εγωίσταρε, είπε ο Καμιέ.
   Συνέχισε εσύ, είπε ο Καμιέ.
   Το σύνθημά μας ας είναι, είπε ο Μερσιέ.
   Α, ναι, είπε ο Καμιέ, lente, lente, και περίσκεψη, με παρεκκλίσεις δεξιά και αριστερά και αιφνίδιες αναστροφές της πορείας. Και βέβαια να μη διστάζουμε να σταματάμε, για μέρες ή ακόμη και εβδομάδες. Έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας, το υπόλειμμα δηλαδή.
   Πώς είναι τώρα ο καιρός τώρα, είπε ο Μερσιέ, αν κοιτάξω ψηλά θα πέσω.
   Όπως πάντα, είπε ο Καμιέ, με την εξής μικρή διαφορά, ότι αρχίζουμε να τον συνηθίζουμε.
   Σαν να ένιωσα σταγόνες στα μάγουλά μου, είπε ο Μερσιέ.
   Μην το βάζεις κάτω, είπε ο Καμιέ, φτάνουμε στον σταθμό των καταραμένων, βλέπω το καμπαναριό.
   Δόξα τω Θεώ, είπε ο Μερσιέ, τώρα μπορούμε να ξεκουραστούμε κάπου.


σελ. 85-88, κεφάλαιο V

…Μπροστά στο τζάκι, στο ανάμικτο φως της λάμπας και της μολυβένιας μέρας, στριφογύριζαν απαλά πάνω στο χαλί, τα γυμνά σώματά τους μπλεγμένα, ψηλαφώντας και χαϊδεύοντας με την ηδυπαθή αβρότητα χεριών που φτιάχνουν μιαν ανθοδέσμη, ενώ η βροχή κροτάλιζε στα τζάμια. Τι ωραία που θα ‘ταν! Το βραδάκι η Ελένη έφερε μερικές μπουκάλες κρασί ανωτέρας ποιότητος και το κατανάλωσαν ασμένως ωσότου αποκοιμήθηκαν. Άντρες λιγότερο αποφασισμένοι ενδεχομένως να μην είχαν αντισταθεί στον πειρασμό να τα παρατήσουν. Αλλά το πρωί της άλλης μέρας τους βρήκε πάλι στο δρόμο, με μόνη τους σκέψη το στόχο που είχαν θέσει. Σε λίγες ώρες θα ήταν νύχτα, σούρουπο, λίγες ακόμη μολυβένιες ώρες και θα νύχτωνε, δεν είχαν λοιπόν ούτε λεπτό για χάσιμο. Κι ωστόσο, το πλήρες σκότος, πλήρες παρεκτός τα φανάρια του δρόμου, όχι μόνο δεν θα εμπόδιζε την αποστολή τους αλλά θα την διευκόλυνε, σε γενικές γραμμές. Διότι στην περιοχή που σκόπευαν τώρα να πάνε, και δεν ήξεραν καν τον δρόμο, θα ήταν ευκολότερο να φτάσουν νύχτα παρά μέρα, διότι τη μοναδική φορά που πήγαν εκεί κάποτε, τη μία και μόνη, δεν ήταν μέρα, όχι, αλλά νύχτα, σούρουπο. Έτσι μπήκαν σε ένα μπαρ, διότι στα μπαρ οι Μερσιέ αυτού του κόσμου, και οι Καμιέ, το βρίσκουν λιγότερο κουραστικό να περιμένουν να νυχτώσει. Ως προς τούτο είχαν και έναν άλλον, αν και λιγότερο σοβαρό λόγο, τουτέστιν το όφελος που θα προέκυπτε, στο διανοητικό επίπεδο επίσης, από το να βρεθούν ξανά στην ίδια εκείνη ατμόσφαιρα που είχε κάνει τόσο ασταθή τα πρώτα τους βήματα. Στρώθηκαν λοιπόν αμέσως στη συζήτηση. Διακυβεύονται πάρα πολλά, είπε ο Καμιέ, και πρέπει να λάβουμε τις δέουσες προφυλάξεις. Έτσι με ένα  σμπάρο κατέβασαν δύο τρυγόνια, ίσως και τρία. Διότι επωφελήθηκαν από αυτήν την ανάπαυλα για να κουβεντιάσουν ελεύθερα ετούτο και το άλλο, εποικοδομητικά. Διότι στα μπαρ είναι που οι Μερσιέ αυτού του ουράνιου πλανήτη, και οι Καμιέ, μπορούν να κουβεντιάσουν με τη μεγαλύτερη ελευθερία και να έχουν το μεγαλύτερο όφελος.  Τελικά ένα άπλετο φως έλουσε τη διάνοιά τους, πλημμυρίζοντας ιδιαίτερα τις ακόλουθες συλλήψεις.
   1.Η έλλειψη χρημάτων είναι κακό πράγμα. Αλλά μπορεί να αποδειχθεί καλό.
   2.Ό,τι χάθηκε χάθηκε.
   3. Το ποδήλατο είναι μέγα καλό και πρώτο. Αλλά μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο, αν χρησιμοποιηθεί κακώς.
   4. Το ότι είναι μπατίρηδες μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού.
   5. Υπάρχουν δύο ανάγκες: η ανάγκη που έχεις και η ανάγκη να την έχεις.
   6. Η διαίσθηση οδηγεί σε απερισκεψίες.
   7. Ό,τι ξερνάει η ψυχή δεν χάνεται ποτέ.
   8. Τσέπες που καθημερινώς αδειάζουν όλο και περισσότερο είναι ικανές να κλονίσουν την πιο αμετάκλητη απόφαση.
   9. Το αντρικό παντελόνι χρειάζεται αλλαγή, ιδιαίτερα το μπροστινό άνοιγμα που θα πρέπει να μετατοπιστεί στον καβάλο και να σχεδιαστεί έτσι ώστε να ανοίγει σαν καταπακτή, επιτρέποντας στους όρχεις, ασχέτως της βρωμερής λειτουργίας της ούρησης, να παίρνουν αέρα απαρατήρητοι. Τα σώβρακα κατά συνέπεια θα πρέπει να μετατραπούν αναλόγως.
   10. Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη, υπάρχουν μέρη στη φύση από τα οποία ο Θεός φαίνεται να είναι απών.
   11. Τι θα έκανε κανείς χωρίς γυναίκες; Θα εξερευνούσε άλλους διαύλους.
   12. Ψυχή: άλλη μια κακιά λέξη.
   13. Τι μπορεί να λεχθεί για τη ζωή που δεν έχει ειπωθεί; Πολλά. Ότι ο κώλος της είναι τρύπιος, για παράδειγμα.
   Αυτές οι παρατηρήσεις δεν θόλωσαν το στόχο που είχαν μπροστά τους. Ωστόσο, καθώς περνούσε η ώρα, τους φάνηκε, με ολονέν και μεγαλύτερη σαφήνεια, ότι τον στόχο αυτό θα έπρεπε να τον επιδιώξουν με ηρεμία και ψυχραιμία. Και επειδή ήσαν ακόμη αρκετά ήρεμοι και ψύχραιμοι, τόσο ώστε να αντιληφθούν ότι δεν ήσαν πια, έφτασαν χωρίς δυσκολία στην ευτυχή απόφαση να αναβάλουν κάθε ενέργεια για την επόμενη μέρα ή και την μεθεπόμενη, αν κρινόταν αναγκαίο. Γύρισαν λοιπόν με εξαιρετική διάθεση στο διαμέρισμα της Ελένης και πέσανε για ύπνο χωρίς πολλά. Και ακόμη και την άλλη μέρα απείχαν από τις ευχάριστες παρεκτροπές των βροχερών πρωινών, τόσο ανυπόμονοι ήσαν να ξεκινήσουν για να αναμετρηθούν με τις μελλούμενες δοκιμασίες.


σελ. 92-93

 …Ρώτα ένα διαβάτη την ώρα, θα σ’ την πετάξει στην τύχη και θα συνεχίσει το δρόμο του. Αλλά, ηρέμησε, δεν κάνει τόσο λάθος αυτός που κάθε τόσο συμβουλεύεται το ρολόι του, το βάζει σύμφωνα με την επίσημη ώρα του αστεροσκοπείου, κάνει τους υπολογισμούς του, διερωτάται πώς θα τα προλάβει όλα ωσότου η ατέλειωτη μέρα φτάσει στο τέλος της. Ή, με μια βαριεστημένη θυμωμένη χειρονομία, λέει την ώρα που τον βασανίζει, την ώρα που ήταν πάντα και πάντα θα είναι, την ώρα που συνδυάζει τις χάρες του πολύ αργά με τις ομορφιές του πολύ νωρίς, την ώρα του Ποτέ! χωρίς το πια ενός ακόμη φρικτού κορακιού. Αλλά όλη τη μέρα έτσι είναι, από το πρώτο τικ μέχρι το τελευταίο τακ, ή μάλλον από το τρίτο μέχρι το προ-προτελευταίο, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που χρειάζεται, το ταμ-ταμ μέσα του, που χτυπά για να μπεις στο όνειρο κι ύστερα χτυπά πάλι για να σε βγάλει. Και στο μεταξύ όλα είναι ακουστά, κάθε σπόρος του κεχριού που πέφτει, κοιτάζεις πίσω και να, εκεί είσαι, μέρα με τη μέρα λίγο κοντύτερα, η ζωή όλη λίγο κοντύτερα. Η χαρά με κουταλάκια αλάτι, σαν νερό, όταν εσύ πεθαίνεις από δίψα, και μια ωραία μικρή αγωνία σε ομοιοπαθητικές δόσεις, τι άλλο θες; Μια καρδιά στη θέση της καρδιάς; Έλα τώρα, έλα. Αλλά αντιθέτως, ρώτα τον διαβάτη από πού πάνε και θα σε πάρει από το χέρι και θα σε οδηγήσει, περνώντας από γραφικά τοπία, στο ακριβές μέρος. Είναι μια μεγάλη γκρίζα καζάρμα, μισοτελειωμένη, ανεπίδεκτη ολοκλήρωσης, με δυο πόρτες, για αυτούς που μπαίνουν κι αυτούς που βγαίνουν, και στα παράθυρα πρόσωπα που κοιτάζουν έξω ερευνητικά. Τα ‘θελες και τα ‘παθες...


Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

YOL - Sufî by Kudsi Erguner KUDSI ERGUNER, ney / PIERRE RIGOPOULOS,percussion (youtube, 16.4.2014)

.............................................................


YOL - Sufî by Kudsi Erguner



KUDSI ERGUNER, ney
PIERRE RIGOPOULOS, percussion
Recorded in July 2013 at the Festsaal Fürstenhaus, Weimar.


youtube, 16.4.2014


"Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ" διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

..............................................................





Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)








Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ



“… Τὴν νύκτα ἐκείνην εἶχον ἀναβῆ καὶ πάλιν εἰς τὸ βουνὸν διὰ νὰ συναντήσω τὴν ἐξαδέλφην Μαχούλαν. Τὴν ἀλήθειαν νὰ εἴπω, δὲν ἤξευρα μετὰ βεβαιότητος ὅτι ἔμελλον νὰ τὴν συναντήσω, ἀλλ᾽ ἠλαυνόμην ἀπὸ τὸ πάθος, ἔφερα τὰ βήματά μου εἰς προσκύνησιν, καὶ ᾐσθανόμην τὴν ἀνάγκην ν᾽ ἀναζωπυρήσω ἀρχαίας ἀναμνήσεις.
Ἦτον ἡ τελευταία φορὰ ὁποὺ θὰ ἔβλεπα εἰς τὰ ἐρημικὰ ἐκεῖνα μέρη τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν. Τὴν πρώτην φοράν, πρὸ ἐτῶν εἴκοσι, τὴν εἶχα συναντήσει εἰς τὸ βάθος δρυμῶνος, πλησίον ἀρχαίου παμμεγέθους σηκοῦ ἢ τεμένους ἐκ γιγαντιαίων μαρμάρων, τὸ ὁποῖον πιθανὸν νὰ ἦτο ναὸς τῶν θεῶν, τῆς πρὸ τοῦ Προμηθέως ἐποχῆς. Σύρριζα εἰς τὸ παράδοξον ἐκεῖνο κτίριον, τὸ προβάλλον ὡς πρόσωπον Σφιγγὸς τὴν πρόσοψίν του τὴν γριφώδη, ἦτο ἓν μεταγενέστερον πενιχρὸν παρεκκλήσιον, τιμώμενον ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀναστασίας. Ἐκεῖ εἶχα συναντήσει πρὸ εἴκοσιν ἐτῶν τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ φθινοπώρου εἶχεν ὑπάγει ὁμοῦ μὲ ἕνα παπάν, διὰ νὰ λειτουργήσῃ τὸν ναΐσκον. Εἶτα ἀφοῦ ἀπέλυσεν ἡ λειτουργία, ὁ παπὰς ἔπιε τὸν καφὲν καὶ τὴν ρακήν του, ἔξωθεν ἀκριβῶς τῆς θύρας τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ ὕπαιθρον, πλησίον τῆς φωτιᾶς τῆς ἀναμμένης διὰ τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ θυμιατηρίου, καὶ διὰ τὸ ζέον, ἀπεχαιρέτισε τὴν γυναῖκα καὶ ἀπῆλθεν. Ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα ἔμεινε, μαζὶ μὲ τὴν μικρὰν ἑπταετῆ παιδίσκην της, καὶ μὲ δύο ἄλλας γυναῖκας, γειτόνισσές της, αἱ ὁποῖαι τὴν εἶχον συνοδεύσει εἰς τὴν ἐκδρομήν. Αὗται περιήρχοντο εἰς τοὺς λοφίσκους καὶ εἰς τὰ ρεύματα, εἰς τὰ πέριξ τοῦ ναοῦ, συλλέγουσαι ἀγριολάχανα καὶ μανιτάρια. Ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, ἰδοὺ τί ἔκαμεν.
Αὕτη ἤναψεν ἑπτὰ κηρία εἰς τὰ δύο μανουάλια τοῦ ναΐσκου, ἐμπρὸς εἰς τὰς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ Προδρόμου, καὶ τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἐφαίνετο, ὅτι ἤθελε μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ παπᾶ, νὰ τελέσῃ αὐτὴ νέαν λειτουργίαν, πλέον μυστηριώδη. Ἀφοῦ ἤναψε τὰ ἑπτὰ κηρία, ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ παμμέγιστον καλάθιόν της μακρότατον, ὑπὲρ τὰς ἑκατὸν ὀργυιάς, λεπτὸν σχοινίον, ὁλοκίτρινον, εὐωδιάζον, κηρόπλαστον. Ἦτο γιγαντιαῖον φιτίλιον βαμβακερόν, τὸ ὁποῖον εἶχε κλώσει ὅλον μὲ τὰς χεῖράς της, καὶ μὲ τὰς χεῖράς της τὸ εἶχε περιβάλει μὲ μελικήριον πρόσφατον.
Τοῦτο λοιπὸν τὸ τεράστιον κηρίον τὸ ἔδεσεν ἀπὸ τὴν κρικέλλαν τῆς παλαιᾶς σαρακωμένης θύρας τοῦ ναοῦ, εἶτα ἤρχισε νὰ τὸ ἑλκύῃ, καὶ νὰ τὸ ἐκτυλίσσῃ κατ᾽ ὀλίγον ἀπὸ τὸ καλάθιον, ὅπου τὸ εἶχε τυλιγμένον εἰς ἔντεχνον καὶ εὐδιάλυτον κουβάριον, καὶ παραπορευομένη ἐξωτερικῶς τὸν τοῖχον τοῦ ναΐσκου, νὰ τὸ προσαρμόζῃ σύρριζα εἰς τὸν τοῖχον, πρῶτον εἰς τὸ ἥμισυ πλάτος τοῦ δυτικοῦ τοίχου, μέχρι τῆς γωνίας τῆς μεσημβρινοδυτικῆς, εἶτα καθ᾽ ὅλον τὸ μῆκος τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, εἶτα μετὰ τὴν καμπὴν τῆς γωνίας τῆς νοτιανατολικῆς, ἀνὰ τὸν τοῖχον τοῦ πλάτους τὸν ἀνατολικόν, μεθ᾽ ὅλης τῆς καμπύλης τὴν ὁποίαν ἐσχημάτιζεν ἡ χηβάδα τοῦ θυσιαστηρίου, εἶτα ἔκαμψε τὴν ἀριστερὰν γωνίαν, παρεπορεύθη τὸν βορεινὸν τοῖχον, καὶ διὰ τῆς γωνίας τῆς βορειοδυτικῆς ἐπέστρεψε πάλιν εἰς τὴν θύραν τοῦ ναΐσκου. Κατόπιν πάλιν ἔφερε νέαν γύραν, ἀπαράλλακτα ὅπως τὴν πρώτην, καὶ προσήρμοσε τὸ νέον ἔμβολον τοῦ κηρωμένου νήματος, παραλλήλως καὶ ἐγγύτατα ὑπὸ τὸ πρῶτον. Εἶτα τὴν τρίτην γύραν καὶ τετάρτην, καὶ καθεξῆς, μέχρι τῆς ἑβδόμης.
Ἑπτάκις ἔκαμε τὸν γῦρον τοῦ κτιρίου, καὶ μὲ ἑπτὰ ἔμβολα κηρωμένου νήματος περιέζωσεν, ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, ὅλον τὸν ναΐσκον.
Καὶ αἱ γυναῖκες, αἱ ἐπιστρέψασαι ἄρτι μὲ τὰ καλάθια πλήρη ἐκ βοτάνων καὶ ἀμανιτῶν, ἔκαμνον τὸν σταυρόν των, καὶ τὴν ηὔχοντο λέγουσαι:
― Ἂς δείξῃ ἡ Φαρμακολύτρα τὸ θάμα της! Βοήθειά σου!…
*
* *

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια εἶν᾽ ἐκείνη, ἥτις χαλνᾷ τὰ μάγια, ἤτοι λύει πᾶσαν γοητείαν καὶ μεθοδείαν πονηρὰν ὑπ᾽ ἐχθρῶν γινομένην. Εἰς ἐμέ, παρευρεθέντα κατὰ τύχην ἐκεῖ, τὸ πρᾶγμα ἐφαίνετο παράξενον, ὅσον ἤθελε φανῆ εἰς μαθητὴν τῆς γ´ τάξεως ἐπαρχιακοῦ γυμνασίου, δραπετεύσαντα ἅμα τῇ ἐνάρξει τῶν μαθημάτων, εἰς τὸ μέσον τοῦ ἔτους. Ἀλλ᾽ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα ἤξευρε τί ἔκαμνεν.
Ἕνα υἱόν, μονάκριβον, τὸν εἶχε. Καὶ εἶχε τέσσαρας κόρας μικράς, τῶν ὁποίων ἡ μεγαλυτέρα ἦτον ἤδη δεκαὲξ χρόνων. Καὶ ὁ υἱός της, πρωτότοκος, ἤγγιζεν ἤδη τὸ εἰκοστὸν ἔτος. Καὶ ἤδη ἔχανε τὸν νοῦν του κ᾽ ἐζητοῦσε νὰ νυμφευθῇ.
Τοῦ εἶχαν κάμει μάγια, αἱ γυναῖκες, ἀπὸ τὸν Πέρα Μαχαλάν. Καὶ τοῦ εἶχαν σηκώσει τὰ μυαλά του. Ποῖος ἠξεύρει τί μαγγανείας τοῦ ἔκαμαν, καὶ τί τοῦ ἔδωκαν νὰ πίῃ. Ἐγνώριζαν ἐκεῖναι ἀπὸ μαγείας…
Κι ἀγάπησε μίαν κόρην, ἥτις ἦτον μεγαλυτέρα ἀπ᾽ αὐτὸν στὰ χρόνια, καὶ ἤθελε νὰ τὴν λάβῃ σύζυγον.
«Ἢ θὰ τὴν πάρω, μάννα, ἢ θὰ σκοτωθῶ». Τὸ εἶχε πάρει κατάκαρδα. Ἦτον «ἐρωτοχτυπημένος». Τώρα, τί νὰ κάμῃ ἡ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν᾽ ἀφήσῃ τὸν υἱόν της νὰ ἐμβῇ στὰ βάσανα, τόσον νέος, κι αὐτὴ νὰ ἔχῃ τέσσαρας κόρας ἀνυπάνδρους, νὰ τὰς καμαρώνῃ; Καὶ ποιὸς γονιὸς τὸ δέχεται, αὐτό;
Λοιπὸν ἔπεσε στὰ θεοτικὰ πράγματα. Ἔκαμε λειτουργίας πολλάς, καὶ ἁγιασμούς, καὶ παρακλήσεις. Ἐπῆρε τὰ ροῦχα τοῦ γυιοῦ της, καὶ τὰ ἔβαλε νὰ λειτουργηθοῦν ὑπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν. Ἐπαίδευσε τὸν ἑαυτόν της μὲ πολλὰς νηστείας, ἀγρυπνίας, καὶ γονυκλισίας.
Τελευταῖον προσέφυγεν εἰς τὴν χάριν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας. Αὕτη εἶχε παρὰ Θεοῦ τὸ χάρισμα νὰ διαλύῃ τὰς μαγείας καὶ γοητείας. Ἐπῆγε, τὴν ἐλειτούργησεν, ἔζωσε τὸν ναόν της ἑπτὰ φοράς (τελοῦσα μόνη της ἰδιαιτέραν λειτουργίαν περιπαθῆ ἐκ μητρικῆς στοργῆς) μὲ κηρίον ἑκατονταόργυιον, τὸ ὁποῖον ἡ ἰδία εἶχε παρασκευάσει μὲ τὰς χεῖράς της, καὶ παρεκάλει τὴν Ἁγίαν νὰ χαλάσῃ τὰ μάγια, νὰ ἔλθῃ στὸν νοῦν του ὁ υἱός της, ὁ ἐρωτοχτυπημένος καὶ ποτισμένος ἀπὸ κακὰς μαγγανείας, καὶ νὰ μὴ χάνῃ τὰ μυαλά του ἄδικα…
*
* *

Ὅλ᾽ αὐτὰ τ᾽ ἀνεπόλουν καὶ τ᾽ ἀναπαρίστων μὲ τὸν νοῦν μου, ὡς νὰ εἶχαν συμβῆ χθές, καὶ εἶχαν παρέλθει ἤδη περισσότερα τῶν εἴκοσιν ἐτῶν ἀπὸ τότε. Εἶχον ἐξέλθει τῆς πολίχνης ἅμα τῇ δύσει τοῦ ἡλίου, καὶ εἶχον πορευθῆ μὲ τὴν ἀμφιλύκην ἕως τοῦ Δράκου τὸ ρέμα, ἐκεῖ ὁπόθεν ἀρχίζει ὁ ὑψηλός, κάθετος ἀνήφορος τοῦ Βαραντᾶ. Ἡ σελήνη δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη, ἐπειδὴ ἦτο δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας μετὰ τὴν πανσέληνον. Μέσα εἰς τὸ ρέμα, βαθιὰ κάτω, ἀντήχει ὁ ρόχθος τοῦ χειμάρρου, τοῦ σχηματιζομένου ἀπὸ τὰς χιόνας τὰς λυομένας. Καὶ εἷς ὑψηλὸς μαῦρος βράχος ἵστατο ἀπέναντί μου, μυστηριώδης εἰς τὸ σκότος.
Ἦτο κατὰ Μάρτιον μῆνα. Ὁ χείμαρρος ἐρρόχθει, ἔβρυχε, καὶ κατεφέρετο μετὰ κρότου, κ᾽ ἐκυλίετο σχηματίζων δύο καταρράκτας, κυρίαρχος εἰς τὴν σιγὴν τῆς νυκτός. Ὁ κρότος ἐκεῖνος ἐνέσπειρε φόβον εἰς τὴν ψυχήν μου, ἥτις ἀνεγνώριζε παρ᾽ ἑαυτῇ ὁμοιότητα μὲ τὸ ρεῦμα ἐκεῖνο. Ἐδεσπόζετο ὅλη ἀπὸ ἓν ὕπουλον πάθος, καθὼς τὸ βαθὺ ρεῦμα καὶ ἡ σιγὴ τῆς νυκτὸς ἐδεσπόζοντο ἀπὸ ἕνα δοῦπον ὑπόκωφον.
Μετὰ δυσκολίας διέκρινα τὸ μονοπάτι τὸ χαρασσόμενον ἀνὰ μέσον βρύων καὶ θάμνων πυκνῶν. Εἶτα, ἀντικρύ μου, εἰς τὴν κλιτὺν τὴν κρημνώδη, ἤρχισα νὰ βλέπω μίαν ἀνταύγειαν. Αἱ πρῶται ἀκτῖνες τῆς σελήνης ἐπηργύρωνον τὰς κορυφὰς τῶν δένδρων. Ἔφθασα εἰς τὴν βάσιν τοῦ ὄρους, καὶ ἤρχισα ν᾽ ἀνέρχωμαι τὸν ἀνήφορον. Ἀφοῦ ἀνέβην ὑπὲρ τὰ δισχίλια βήματα, σπεύδων καὶ ἀσθμαίνων, εἶδα πέραν ἀντικρὺ τὴν σελήνην, ἐκεῖθεν τοῦ συνδένδρου λόφου τοῦ κρύπτοντος ὄπισθέν μου τὸν ὁρίζοντα, εἶδα τὴν σελήνην ἀπαλλαγεῖσαν τῆς λοφιᾶς τοῦ ἀντικρινοῦ, μεμακρυσμένου βουνοῦ, ὅπου ἐπί τινα λεπτὰ ἐφαίνετο ὡς νὰ εἶχε βάλει φωτιὰν εἰς ἓν δένδρον μεμονωμένον, ὄρθιον ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὑψηλοῦ λόφου, τοῦ φράσσοντος τὸν λιμένα· τὸ δένδρον ἐφαίνετο ὡς νὰ καίεται· εἶτα ἡ Ἑκάτη, ἀφήσασα τὸ δένδρον μαῦρον καὶ σκοτεινὸν ἀπόκαυμα, ἀνῆλθε βραδεῖα, ἐν ἀγλαΐᾳ καὶ ἀποθεώσει φαεινῇ, ὕπερθεν τῆς λοφιᾶς τοῦ ὄρους.
Μετὰ ὥραν ἔφθασα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, εἶτα ὥδευσα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ἐν παμφαεῖ σελήνῃ. Εἶτα ἔφθασα εἰς τὴν ἀντίθετον κλιτύν, ὅπου πάλιν εὗρον σκιὰς καὶ σύνδενδρα μέρη καὶ φόβητρα ἐμπρός μου. Ἐκεῖ παρακάτω ἦτον ἡ μικρὰ ἔπαυλις τοῦ Γιάννη τοῦ Στόγιου, ἀγρότου ἁπλοϊκοῦ φίλου μου. Ὑπερέβην τὸν χαμηλὸν φράκτην, εἰσῆλθον εἰς τὴν αὐλὴν κ᾽ ἔκρουσα τὴν θύραν.
Ὁ Στόγιος δὲν εἶχε κοιμηθῆ ἀκόμη, φῶς ἔλαμπε διὰ τοῦ φεγγίτου. Τὸν ἐκάλεσα ὀνομαστί. Ἐγνώρισε τὴν φωνήν μου, καὶ ἐλθὼν μοῦ ἤνοιξε. Μοὶ παρέσχε πρόθυμον ξενίαν καὶ στέγην.
Ἐγὼ ἐντούτοις δὲν ἤξευρα διατί εἶχα κρούσει τὴν θύραν του, ἀφοῦ δὲν εἶχα ὕπνον οὔτε νυσταγμόν. Ἀφοῦ ἐκεῖνος ἀπεκοιμήθη, ἔλαβα τὴν ράβδον καὶ τὸν πῖλόν μου καὶ ἐξῆλθον κράξας πρὸς αὐτὸν νὰ κλείσῃ, ἂν ἤθελε, τὴν θύραν· ἐκεῖνος, ἐπειδὴ «ἐλαγοκοιμᾶτο», πολὺ ἐλαφρά, μοῦ ἀπήντησε δι᾽ ἠρέμου γογγυσμοῦ, μέσα εἰς τὸν ὕπνον του.
Κατέβην ἀκόμη χαμηλότερα τὸ βουνόν. Ἡ σελήνη ἐμεσουράνει ἤδη, κ᾽ ἔφεγγεν εἰς ὅλην τὴν κλιτύν. Εἰς τὰς ποιμενικὰς ἐπαύλεις οἱ πετεινοὶ εἶχον λαλήσει. Κατῆλθον εἰς σύνδενδρον στενωπόν, ἐστράφην ἀριστερά, καὶ ἔφθασα εἰς τὸν ἔρημον ναΐσκον τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας.
… Καὶ τώρα, μετὰ εἴκοσιν ἔτη, ὅταν ἤρχισα ἤδη νὰ φθίνω, ἀφοῦ κατὰ κόρον ἐγεύθην τῆς ζωῆς ὅλην τὴν τρύγα καὶ τὴν πικρίαν, ἐὰν ἐγὼ ἐζήτουν νὰ ζώσω μὲ κηρίον τὸν ναὸν τῆς Μάρτυρος, οὔτε κηρίον πλέον ἁγνὸν θὰ ἠδυνάμην νὰ εὕρω, διότι ἀπὸ πολλοῦ ὅλοι οἱ κηροπλάσται ἐπώλουν νοθευμένα κηρία, καὶ οἱ μελισσοτρόφοι αὐτοὶ εἶχον μάθει νὰ νοθεύωσι τὸ κηρίον πρὶν τὸ πωλήσουν. Καὶ ὁ ναΐσκος τῆς Ἁγίας εἶχε περιέλθει εἰς παρακμὴν καὶ ἀτημελησίαν οἰκτράν, διότι ἡ θρησκευτικὴ εὐλάβεια μεγάλως εἶχεν ἐκπέσει ἐν τῷ μεταξύ. Δύο εἰκόνες λαδωμέναι καὶ φθαρμέναι ὑπῆρχον μόνον εἰς τὸ τέμπλον τὸ σαπρόν, ἡ μορφὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ δεξιά, καὶ ἀριστερὰ ἡ εἰκὼν τῆς ἀμνάδος του, τῆς στρεφούσης πρὸς αὐτὸν τὸ πρόσωπον, καὶ φαινομένης ὡς νὰ ἔκραζε μεγάλῃ τῇ φωνῇ: «Σέ, νυμφίε μου, ποθῶ!» Αἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας καὶ τοῦ τιμίου Προδρόμου εἶχον γίνει ἄφαντοι. Ἴσως εἶχον ἀφαιρεθῆ ἀπὸ τὰς χεῖρας φιλαρχαίων ἢ ἐραστῶν τῆς Βυζαντινῆς τέχνης…
Ὑπῆρχον μόνον δυὸ κανδήλια ἡμιθραυσμένα ἢ ραγισμένα, ἡ βορεία πύλη τοῦ ἱεροῦ ἦτο ἄνευ θυρίδος, τὸ μόνον παράθυρον τὸ μεσημβρινὸν τοῦ ναοῦ ἄνευ παραθυροφύλλου, τὸ Θυσιαστήριον καὶ ἡ προσκομιδή, γυμνὰ καὶ ἀνεπίστρωτα, ἦσαν πλήρη κονιορτοῦ… Ὁ ναΐσκος ὁ ἑπταζωσμένος καὶ ἁγιασμένος δὲν ἐλειτουργεῖτο πλέον.
«Οὐ θυσία, οὐχ ὁλοκαύτωμα, οὐ τόπος τοῦ καρπῶσαι». Καὶ ἡ μυστικὴ λειτουργία, τὴν ὁποίαν ἐτέλει πρὸ χρόνων πολλῶν περὶ τοὺς τοίχους του ἡ φιλόστοργος Μαχούλα, ἡ ἐξαδέλφη μου, δὲν θὰ εἶχε ξαναγίνει πλέον ἀπὸ πολλοῦ.
*
* *

Ὤ! ἑπτάκις μόνον;… Ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ θὰ εἶχον τώρα ἀνάγκην νὰ περιζώσω τὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας!… Τοσάκις εἶχε περιεζωσμένην τὴν καρδίαν μου ἡ ἄκανθα τῆς πικρᾶς ἀγάπης, τοσάκις τὴν εἶχε περισφίγξει τὸ ἑρπετὸν πάθος, τὸ δολερόν… εὐλαβούμην νὰ εἴπω εἰς τὴν Ἁγίαν, ᾐσχυνόμην νὰ ὁμολογήσω πρὸς ἐμαυτόν, ὅτι ἤμην, ὀψὲ ἤδη τῆς ἡλικίας, λεία τοῦ πάθους καὶ ἕρμαιον…
Ἀλλὰ πρὸς τί νὰ προσφέρω λαμπάδας καὶ μοσχολίβανον, πρὸς τί νὰ περιζώσω μὲ κηρία τὸν ναόν; Ἡ Ἁγία ἠδύνατο ἴσως νὰ μὲ θεραπεύσῃ, ἀλλ᾽ ἐγὼ δὲν ἐπεθύμουν νὰ θεραπευθῶ. Θὰ ἐπροτίμων νὰ καίωμαι εἰς τὴν φλόγα τὴν βραδεῖαν… Ὑπάρχουν εἰς τὸν Παράδεισον Ἅγιοι δεχόμενοι τὰς εὐχὰς τῶν ἐρώντων;… Τάχα ἐκεῖ, δίπλα εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Φαρμακολυτρίας, εἰς τὸ παλαιὸν ἐκεῖνο μεγαλομάρμαρον κτίριον τὸ αἰνιγματῶδες, νὰ ὑπῆρχε τὸ πάλαι ἱερὸν τῆς Ἀφροδίτης, νὰ ὑπῆρχε βωμὸς τοῦ Ἔρωτος;
Ὤ! καὶ ὅμως ἐτηκόμην… ὥρας-ὥρας ἐπεθύμουν, εἰ δυνατόν, νὰ ἰατρευθῶ. Βοήθει, Ἁγία Ἀναστασία!
*
* *

Καθὼς εἶχα περιεργασθῆ τὸν ναΐσκον, εἶχεν ἐξημερώσει ἤδη. Αἱ ὧραι εἶχον παρέλθει χωρὶς νὰ τὰς αἰσθανθῶ, κ᾽ ἐγὼ ἐν τῇ νάρκῃ καὶ τῇ ρέμβῃ τῆς νυκτός, χωρὶς νὰ αἰσθάνωμαι τὸ ψῦχος, εἶχον διέλθει ὅλην σχεδὸν τὴν νύκτα τοῦ Μαρτίου ἐκείνην εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἀπεμακρύνθην τοῦ παρεκκλησίου αἰσθανόμενος ἀκουσίαν ἀνακούφισιν ὅτι, ἔρημον καθὼς ἦτο τὸ ἱερόν της, ἡ Ἁγία δὲν θὰ ἤθελε πλέον νὰ μὲ θεραπεύσῃ.
Ἐκεῖ, παρ᾽ ἐλπίδα, συναντῶ τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν… Ἦτο τοιαύτη ὁποία καὶ πρὸ εἴκοσι χρόνων, σχεδὸν δὲν εἶχε μεταβληθῆ τὸ πρόσωπόν της οὔτε λευκὴν τρίχα εἶχεν εἰς τὴν κόμην, οὔτε ρυτίδα εἰς τὸ μέτωπον. Ἦτον ἐκ τῶν γυναικῶν ἐκείνων τῶν ἐχουσῶν δευτέραν νεότητα, ἀνθηροτέραν τῆς πρώτης. Ὠχρὰ καὶ ἀφελὴς καὶ ἄπλαστος, ἐφαίνετο ἄσχημη ἐκ πρώτης ὄψεως, ἀλλὰ μετὰ δεύτερον βλέμμα ἀνεκάλυπτέ τις εἰς τὸ πρόσωπόν της ἄφατον γλυκύτητα. Ἦτο νύμφη καὶ ἱέρεια καὶ γυνή.
― Ποῦ σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐξάδελφε; μοῦ λέγει.
Ἡ ἐξαδέλφη Μαχούλα εἶχεν ἐλαιῶνα εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα. Τὴν χρονιὰν ἐκείνην ἦτο πλουσιωτάτη ἐλαιοφορία, καὶ ἂν καὶ ἦτο Μάρτιος ἤδη, τὸ μικρὸν καλάθιον, τὸ ὁποῖον ἐκράτει περὶ τὸν ἀγκῶνά της τὸν ἀριστερόν, ἦτο γεμᾶτον ἀπὸ ἐλαίας χαμάδας (ἢ θροῦμπες) ὡραίας καὶ στιλβούσας· αἱ τελευταῖαι ἐλαῖαι ἔπιπτον ἀπὸ τὰ δένδρα ἀκόμη περὶ τὴν ἄνοιξιν. Ἐθεώρει τὴν ἐξοχὴν ἐκείνην ὡς γειτονίαν ἰδικήν της, καὶ δι᾽ αὐτὸ ἔλεγε: «Ποῦ σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο».
Ἐγὼ τὴν ἐχαιρέτισα κ᾽ ἐκάθισα ἐπί τινος ὄχθου, ὑπὸ δένδρον ἐλαίας, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τοῦ ἐλαιῶνος. Ἐκείνη ἐλθοῦσα ἀπέθεσε τὸ καλάθιόν της πλησίον μου, καὶ περιστείλασα ἐπιμελῶς μὲ τὰς δύο χεῖρας τὰ κράσπεδα τῆς ἐσθῆτός της, ἐκάθισεν ὀλίγον παραπέρα.
― Τρῷς χαμάδες, νὰ σὲ φιλέψω, ἐξάδελφε;
―Ἐξαδέλφη Μαχούλα, ἤρχισα ἐγώ, χωρὶς ἄλλως ν᾽ ἀπαντήσω εἰς τὴν φιλόφρονα προσφοράν της, θυμᾶσαι, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅταν ἤμουν ἐγὼ παιδί, ποὺ ἔζωνες μὲ κηρὶ τὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας;
― Θυμοῦμαι, ἀπήντησε.
― Πές μου, σὰν νὰ μὴ ξέρω, γιατί τὸ ἔκανες;
― Τὸ εἶχα τάξιμο, γιατὶ ὁ Μανωλάκης ἦτον ἐρωτοχτυπημένος· κ᾽ ἐπειδὴς ἡ Ἁγία Ἀναστασία εἶναι ποὺ λύνει τὰ μάγια, μεγάλ᾽ ἡ χάρη της, ἔζωσα τὸ κλησιδάκι της, καὶ τὴν ἐπερικαλοῦσα, μὴν τυχὸν ἦτο μαγεμένο τὸ παιδί μου, γιὰ νὰ χαλάσῃ τὰ μάγια.
― Κ᾽ ὕστερα, τί ἀπόγινε; Πές μου τα ὅλα, σὰν νὰ εἶμαι πνεματικός, γιατὶ ἐγώ, ξέρεις, τὸν περισσότερον καιρὸ ἔλειπα ἀπ᾽ τὴν πατρίδα, καὶ δὲν τὰ παρηκολούθησα καλά.
― Φαίνεται ὅτι δὲν τοῦ εἶχαν καμωμένα μάγια, μόνο ὁ ἴδιος εἶχε πέσει στὸν ἔρωτα, κ᾽ ἡ Ἁγία, σὰν δὲν ἦτον ἀπὸ μάγια, δὲν μποροῦσε μὲ τὸ στανιὸ νὰ τοῦ ἀλλάξῃ τὰ μυαλά, γιατὶ μοναχός του καὶ θέλοντας ἔβαλε σεβντὰ μέσα του. Τὸ λοιπὸν ἡ Ἁγία ἔδειξε τὸ θάμα της μὲ ἄλλον τρόπο· σὰν ἐτέλεψα τὸ τάξιμό μου, στὸν μῆν᾽ ἀπάνω, τὸ κορίτσι ἀρρεβωνιάστηκε μὲ ἄλλον καὶ σ᾽ ὀλίγον καιρὸ ἔγινεν ὁ γάμος. Τότε, ἐπειδὴ ἦτον φόβος νὰ τρελαθῇ ἢ νὰ χτικιάσῃ τὸ παιδί μου, ἀπ᾽ τὸ κακό του, τὸν ἔταξα στὴν Παναγιὰ τὴν Κουνίστρα, μεγάλ᾽ ἡ χάρη της, γιὰ νὰ τὸν γλυτώσῃ ἀπ᾽ τὴν τρέλα κι ἀπ᾽ τὴν ἀρρώστια… Τοῦ κόστισε πολύ, ἐπόνεσε, ἔχασε τὴν ὄρεξή του, κιτρίνισε σὰν τὸ κερί, ἔλυωσε στὸν ἀπάν᾽ κόσμο… Ὣς τόσο, ἡ Παναγία ἔδειξε τὸ θάμα της, καὶ τὸ παιδὶ δὲν ἐτρελάθη οὔτε χτίκιασε… Σ᾽ ὀλίγον καιρό, ἦρθε στὸν ἑαυτό του.
― Καὶ τώρα τί γίνεται;
― Τώρα ταξιδεύει μὲ τὴ γολέτα μας, στὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς… Ἐπῆρε δίπλωμα πλοιαρχίας καὶ τὴν κυβερνᾷ ὁ ἴδιος, ἐπειδὴ ὁ πατέρας του γέρασε κ᾽ ἐκάθισε ἔξω… Φαίνεται πὼς τὸ ἔρριξε λιγάκι στὸ πιόμα, ὁ Μανωλάκης, μὰ δὲν τὸ παρακάνει πιστεύω… Ἄσπρισε, καὶ δὲν θέλει νὰ παντρευτῇ… Καλύτερα γιὰ μένα νὰ σοῦ πῶ, ἐξάδελφε. Μ᾽ ἐβοήθησε κ᾽ οἰκονόμησα τὰ δυὸ κορίτσια· τώρα ἔχω ἀκόμα ἄλλα δυό. Καλύτερα ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὰ βάσανα… Δὲν συμφέρει νὰ παραπληθαίνῃ καὶ πολὺ ὁ κόσμος. Ὁ γείτονάς μου ὁ Κωσταντὴς ὁ Ρήγας, ἔξυπνος καὶ κοσμογυρισμένος ἄνθρωπος, ἅμα ἰδῇ νὰ γεννηθῇ κανέν᾽ ἀγόρι στὴ γειτονιά, καὶ βλέπῃ τὶς γυναῖκες κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς νά ᾽χουνε χαρές, συνηθίζει νὰ λέῃ: «Χαρῆτε, βρὲ παιδιά· γεννήθηκε κι ἄλλος χαμάλης!»
Ἀκολούθως ἠρώτησα τὴν ἐξαδέλφην μου ἂν τυχὸν συνέβησαν καὶ ἄλλα τινὰ περίεργα ἐν σχέσει μὲ τὴν ὑπόθεσιν ταύτην. Ἡ Μαχούλα ἀπήντησεν:
― Ἕνα βράδυ, σ᾽ ἐκείνην τὴν ἐποχή, ἐνῷ ἐγύριζα ἀπὸ τὸν ἐλαιῶνα, κ᾽ ἐπέρασα ἀπ᾽ τὴν Ἁγία Ἀναστασία νὰ κάμω τὸν σταυρό μου, καὶ νὰ ἀνάψω τὰ καντήλια, καθὼς ἐνύχτωνε, ἄκουσα κάτι κρότους, μὰ κρότους παράξενους πολύ, σ᾽ ἐκεῖνο τὸ διπλανὸ τὸ χτίριο μὲ τὰ μάρμαρα, ποὺ λένε πὼς εἶναι στοιχειωμένο… Πάλι μιὰ νύχτα, ἔβλεπα στ᾽ ὄνειρό μου πὼς βρισκόμουν στὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας, κ᾽ ἐκεῖ εἶδα τάχα ἕνα πρᾶμα παράξενο πολύ, νὰ προβάλῃ καὶ νὰ βγῇ ἔξω καὶ νὰ κυλιστῇ, ἀπὸ κεῖνο τὸ στοιχειωμένο χτίριο… Καὶ μοῦ ἐφάνη τάχα, πὼς ἦρθ᾽ ἕνα κορίτσι ὄμορφο, μὰ ὄμορφο πολύ, ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του, καὶ μοῦ ἔδωκε ἕνα λουλουδάκι λευκό, μοσχομυρωδᾶτο, καὶ μοῦ εἶπε: «Νά, δῶσ᾽ το αὐτὸ τοῦ γυιοῦ σου, νὰ μυριστῇ· εἶναι ἄνθος τῆς Ἐδέμ». Ἔξαφνα, γυρίζει πίσω ἐκεῖνο τὸ πρᾶμα, τὸ παράξενο, τὸ μαῦρο καὶ κατακόκκινο, ποὺ εἶχε πηδήσει ἀπὸ τὸ χτίριο τὸ παλιό, γυρίζει πίσω θεριωμένο καὶ ρίχνετ᾽ ἐπάνω μου κ᾽ ἐζητοῦσε νὰ μοῦ ἁρπάξῃ ἀπ᾽ τὰ χέρια τὸ λουλούδι ποὺ μοῦ εἶχε δώσει ἡ ὄμορφη κοπέλα, ποὺ φαίνεται νὰ ἦτον ἡ Ἁγία Ἀναστασία… Στὴν ἴδια στιγμὴ ἡ Ἁγία φαίνεται πάλι, σὰν νά ᾽βγαινε ἀπ᾽ τὴν Ἁγία Πύλη τοῦ Ἱεροῦ, καὶ μ᾽ ἕνα κλωναράκι ἀπὸ βάια ποὺ βαστοῦσε στὰ χέρια, δίνει μιὰ καὶ τοῦ κόφτει τὸ χέρι, τοῦ τρισκατάρατου, ποὺ γύρευε νὰ μοῦ ἁρπάξῃ τὸ λουλούδι… Αὐτὰ εἶδα.
*
* *

Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπλανώμην εἰς τὰ ρεύματα καὶ τοὺς αἰγιαλούς, ἀνὰ τὴν ἀγρίαν ἀκτήν, τὴν βορεινὴν καὶ θαλασσοπλῆγα, καὶ μόνον τὸ δειλινὸν ἐπανῆλθον εἰς τὴν ἔπαυλιν τοῦ Στόγιου διὰ νὰ κοιμηθῶ ὀλίγας ὥρας. Ὅταν ἐξύπνησα, ἡ σελήνη εἶχεν ἀνατείλει, ἀλλ᾽ εἶχα χάσει τὸν ὕπνον μου δι᾽ ὅλην τὴν νύκτα.
Τὰ βήματά μου μ᾽ ἔφεραν καὶ πάλιν πρὸς τὸν ναΐσκον τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἤναψα τεμάχιον λαμπάδος ἐκ κηροῦ μετρίως νοθευμένου, τὴν ὁποίαν εἶχον ἀγοράσει τὴν προτεραίαν εἰς τὴν πολίχνην, τὴν εἶχα δὲ κόψει εἰς τέσσαρα τεμάχια χάριν εὐκολίας, καὶ περιτυλίξας εἰς χαρτίον, τὴν εἶχα βάλει εἰς τὸ θυλάκιόν μου. Τὴν προλαβοῦσαν νύκτα εἶχα λησμονήσει εἰς τὸ θυλάκιόν μου τὰ τεμάχια τῆς λαμπάδος.
Ἐκόλλησα τὸ κηρίον τοῦτο εἰς τὸ μανουάλιον, κ᾽ ἐκάθισα εἰς ἓν τῶν δύο ἢ τριῶν στασιδίων, ὅσα ὑπῆρχον διὰ νὰ ξεκουρασθῶ… Εἶτα ἠθέλησα νὰ γονυπετήσω, καὶ προσεπάθησα νὰ δεηθῶ ἀλλ᾽ ἐρρέμβαζον. Ἔκλεισα τὰ ὄμματα, ἐπαιτῶν ἕνα ὕπνον, ἀλλ᾽ ὁ πόνος ἠγρύπνει ἐντός μου.
Εἰς τὰς ὥρας τῆς μοναξίας τῆς νυκτὸς ἐκείνης, τῶν ἀσυναρτήτων προσευχῶν καὶ τῶν ἀκουσίων βλασφημιῶν, ἔπλεον ὡς ἐν ὀνείρῳ εἰς ἄλλον κόσμον. Ἤκουον ἤχους, ψιθύρους καὶ φωνάς. Μοῦ ἐφαίνετο ὅτι αἱ ἀναμνήσεις καὶ αἱ εἰκόνες, αἱ πολιορκοῦσαι τὸν νοῦν μου, ἐλάμβανον μορφὴν καὶ σῶμα, ἐβόμβουν περὶ τὰ ὦτά μου ὡς σμῆνος ἀπειράριθμον πτερωτῶν ψυχῶν, προσέβλεπον τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας, καὶ μοῦ ἐφαίνετο τόσον ὡραία, ὅσον ἐφάνη ἐν ὀνείρῳ εἰς τὴν ἐξαδέλφην Μαχούλαν. Εἶτα μία ἄλλη μορφὴ μοῦ ἐφάνη ὅτι ἐστάθη ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος, καὶ τὴν ἀπέκρυψε.
Τὴν στιγμὴ ἐκείνην ἤκουσα μέγαν θόρυβον ἔξω, δεξιόθεν τοῦ ναοῦ, εἰς τὸ μέρος ὅπου ἦτο τὸ παλαιὸν κτίριον, τὸ «στοιχειωμένον». Πάραυτα ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν μου ἡ διήγησις τῆς ἐξαδέλφης Μαχούλας. Ἔλαβον τὴν λαμπάδα, καὶ ἔτρεξα ἔξω τῆς θύρας.
Αὔρα ἔπνεε ψυχρά, καὶ ἠπείλει νὰ σβήσῃ τὴν λαμπάδα. Ἐπειδὴ ἐδέησε νὰ περιστεγάσω τὸ φῶς διὰ τῆς παλάμης, δὲν ἔβλεπον τίποτε πέραν τοῦ τοίχου τοῦ ναοῦ. Ἡ σελήνη εἶχε περικαλυφθῆ εἰς νέφη. Διέκρινον εἰς τὸ σκιόφως τὸ μαρμάρινον κτίριον, καὶ δὲν ἐνόουν τίποτε. Μοῦ ἐφάνη ὅτι πρᾶγμά τι ἐξεπήδησεν ἐκεῖθεν τοῦ τοίχου καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν· ἴσως ἦτον ἀγριόγατος ἢ νυφίτσα θηρεύουσα εἰς τὸ σκότος.
Ἐπανῆλθον εἰς τὸν ναόν, κ᾽ ἔκαμα τὸν σταυρόν μου. Ἐκάθισα πάλιν εἰς τὸ στασίδιον. Ἡ μορφὴ ἥτις μοῦ ἐφαίνετο παρεστῶσα ἐκεῖ, ἡ φέρουσα τὴν ἁγνότητα εἰς τὰ ὄμματα τὰ κάτω νεύοντα, καὶ τὸν γλυκασμὸν περὶ τὰ χείλη τὰ ἁβρὰ καὶ μελιχρά, μοῦ ἐφάνη ὅτι ἀντήλλασσε νεύματα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας. Μοῦ ἐφάνη ὅτι τὰ χείλη της ἐψιθύριζον ἱκεσίαν, καὶ τὸ βλέμμα τῆς εἰκόνος ἔνευε συγκατάθεσιν…
Ὕπνος τότε μὲ κατέλαβεν, εἰς τὸ στασίδιον ὅπου ἐκαθήμην. Ὁ ὕπνος ἦτον ἄνευ ὀνείρων, ὅλα τὰ ὄνειρα τοῦ τὰ εἶχεν ἀφαιρέσει ἡ ἐγρήγορσις. Μόνον ἐνδομύχως εἰς τὸ βάθος τῆς συνειδήσεως μου, μία φωνή, ἥτις ὡμοίαζε μὲ χρησμόν, ἠκούσθη ἀμυδρῶς νὰ ψιθυρίζῃ: «Ὕπαγε, ἀνίατε· ὁ πόνος θὰ εἶναι ἡ ζωή σου…»
Ἐξύπνησα. Ἐσηκώθην καὶ ἔφυγα. ᾘσθανόμην ἀγρίαν χαράν, διότι ἡ Ἁγία δὲν εἶχεν εἰσακούσει τὴν δέησίν μου.
(Διὰ τὴν ἀντιγραφήν)
(1900)