...............................................................
Συνταξιούχε, σφίξε κι άλλο το ζωνάρι…
έγραψε η Μαργαρίτα Ικαρίου
("Εφημερίδα των Συντακτών", 25.06.2018)
Ο πατέρας μου, παιδάκι τότε,
έζησε τον πόλεμο. Και τον εμφύλιο. Την μπότα του φασισμού και την
τρομοκρατία της πείνας. Έζησε το 1-1-4 και τους Λαμπράκηδες. Τη
Φρειδερίκη-φρίκη και τον ανύπαρκτο Παύλο. Τον Κοκό και τα διόδια για
βασιλόπροικες ή βασιλόπροκες, όπως το εκλάβετε.
Τον Καραμανλή και το Γεώργιο Παπανδρέου, τη χούντα και τη
μεταπολίτευση, το ζιβάγκο του Αντρέα, του Γεωργίου Μαύρου την ήττα, το
«δε θέλω ου» του Ράλλη, το μουστάκι του Κατσιφάρα, το φουλάρι της
Μελίνας να ανεμίζει με φόντο τον Παρθενώνα, του Γεννηματά τις ιδέες και
του Τρίτση το σακάκι στον ώμο.
Τον θυμάμαι να κλαίει όταν ο Αντρέας, από το μπαλκόνι, είπε τη σημαίνουσα τότε φράση «Η Ελλάδα, στους Έλληνες».
Σήμερα, τον πήγα με το αυτοκίνητο σε ένα ξεχαρβαλιασμένο ΑΤΜ να
σηκώσει τα τελευταία ευρώ από τη σύνταξή του. Στον δρόμο, τα μέτραγε και
τα ξαναμέτραγε. Μια στάση στο φαρμακείο, τα ρημάδια τα αντιυπερτασικά
πάλι τέλειωσαν κι οι «μπανέλες» για το μετρητή σακχάρου.
Μια ακόμη στάση στο σουπερμάρκετ, γιαούρτι με % τοις εκατό λιπαρά,
άνοστο και άγευστο σαν τις υποσχέσεις των εκάστοτε κυβερνώντων. Λίγο
τυράκι, κάνα δυο φρυγανιές, μερικές ζουπηγμένες ντομάτες, το μακαρόνι
που δεν κάνει για το ζάκχαρο αλλά «φτουράει» κι είναι φτηνό.
Μάτια δεν σήκωνε να με κοιτάξει.
Τον θυμάμαι με τι τσαγανό έφευγε κάποτε για τις διαδηλώσεις. Πώς μας
ειδοποιούσαν ότι κάνει απεργίες πείνας και ότι τον συνέλαβαν για
«αντίσταση κατά της αρχής».
Τον θυμάμαι να με καθίζει στα γόνατα και να μου μιλά για την ιστορία
της χώρας, τις ιδεολογίες, τις διαφορές ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα,
τον ρόλο της Βουλής, την αξία της δημοκρατίας.
Να μου δίνει, από παιδάκι, να του διαβάζω δυο και τρεις εφημερίδες
καθημερινά κι έπειτα να με ρωτάει τι κατάλαβα. Να μην καλύπτει με τις
δικές του απαντήσεις τα ερωτήματά μου, μα να με αφήνει να ψάχνω μόνη μου
το αίτιο και το αιτιατό.
Μια στάση ακόμη. Στο κρεοπωλείο. Λίγο κιμά. «Η μάνα σου έχει χαμηλό αιματοκρίτη, και….» απολογείται. Δεν του απαντώ. Τι να πω;
Είναι ογδόντα έξι. Πότε μιλάει σαν πολυβόλο και πότε σωπαίνει και δεν
του παίρνεις κουβέντα. Ειδικά όταν τα άνεργα εγγόνια του είναι μπροστά.
Μόνο τα κοιτάζει με μάτια που καίνε, σαν τότε που έφευγε για τις
συγκεντρώσεις κι ερχόταν παθιασμένος να μας αφηγηθεί πως «…ο αγώνας τώρα
δικαιώνεται».
Μπαίνει σκυφτός στο σπίτι. Η μάνα μουρμουράει, πάλι. Εκείνος, με κοιτάζει ξανά. Βάζει το χέρι στην τσέπη, το ξαναβγάζει.
«Παιδί μου… πληρώθηκες;» με ρωτάει. Γελώ, για να μην κλάψω. Μπροστά του. «Κάτι πήρα, βρε μπαμπά, μη νοιάζεσαι…».
Επιμένει. «Η μικρή; Της έδωσες; Πες της πως ο παππούς τής χρωστάει
χαρτζιλίκι…» η φωνή του, τρεμοπαίζει. Κοιταζόμαστε. Παίζουμε θέατρο κι
οι δύο, ο ένας για χατίρι του άλλου. Το χειρότερο είναι πως το ξέρουμε.
Η μάνα μου, μας προσγειώνει στην πραγματικότητα: «Μπα; Τώρα με την επιμήκυνση θα ψιχαλίσει λεφτά;» Ξανακοιταζόμαστε.
Ο περήφανος, ο ανυπότακτος πατέρας μου, ο ιδεαλιστής, ο συνδικαλιστής
που δεν βόλεψε τα παιδάκια του, τα ανιψάκια του ή τα εγγονάκια του, ο
μη χρηματισμένος και πάντα γελαστός μα γελασμένος, κυρτώνει τη ράχη.
Νιώθει υπεύθυνος για την κατάντια της πατρίδας, για το πολιτικό
πελατειακό σύστημα, για τη διαφθορά και τη διαπλοκή που μας έφεραν σε
θέση άμυνας και υποδούλωσης έναντι των «εταίρων», για τις «εταίρες» της
εξουσίας, για το αναίτιο των διεκδικήσεών του, για την υποτίμηση των
αγώνων και των αγωνιών.
Κάθε μέρα, σαν άλλος Οδυσσέας χάνει τους παλιούς του συντρόφους.
Άλλους, τους έχει μετατρέψει η εξουσιαστική Κίρκη σε… χοίρους, κι άλλους
τους παίρνει το πικρό κύμα της πενιχρής διαβίωσης. Γι' αυτούς ούτε
τάφος, ούτε μνήμη, ούτε δάκρυα, ούτε δικαίωση. Φτωχέ μου, πατέρα…
Σ’ αυτόν και σ’ όσους σαν αυτόν, να δω πώς θα επιβληθούν οι μειώσεις. Πώς θα του πείτε: «Σφίξε κι άλλο το ζωνάρι…»