Από τον Αριστοτέλη και την «Ποιητική»
του ξέρουμε πως η ποίηση, που ασχολείται με το «καθόλου», είναι
«φιλοσοφότερη» της ιστορίας, που καταπιάνεται με το «καθ’ έκαστον».
Μπορεί και να ισχύει. Αλλά όπως οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους,
έτσι οι αφορισμοί έχουν τους περιορισμούς τους. Χωρίς την ιστοριογραφία
πάντως, η φιλοσοφία που αποσκοπεί στη διερεύνηση των ανθρωπίνων, στην
ατομική και τη συλλογική φανέρωσή τους, θα είχε πολύ λιγότερα ερείσματα,
και λιγότερο στέρεα.
Τμήμα διακριτό και σπουδαίο της ιστορίας των ανθρώπων, η ποίηση
αποτελεί επιπλέον και ένα ευαίσθητο ιστοριογραφικό δεδομένο η ίδια, μια
μαρτυρία που εκτιμάται σε συνάρτηση με τα στοιχεία που παρέχουν οι μη
λογοτεχνικές πηγές. Ιδιαίτερα η δημοτική ποίηση, με την ανιδεολογική
αθωότητα που εν γένει τής αναγνωρίζεται, μπορεί να εμπλουτίσει τις
ιστορικές και ανθρωπολογικές γνώσεις μας, σαν συμπληρωματική αλλά
αυτοτελής πηγή. Το βλέπουμε αυτό και με τα λεγόμενα ιστορικά δημοτικά
τραγούδια, όσα πλάστηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, για
να ιστορήσουν συγκεκριμένα επεισόδια του Αγώνα ή εξέχουσες μορφές του.
Αν τα ρωτήσουμε με σεβασμό, χωρίς να τα θεωρούμε κατώτερης στάθμης
κείμενα, θα μας δώσουν ενδιαφέρουσες απαντήσεις για κάποιους δείκτες
συνδεόμενους με την ελληνογνωσία μας. Ας μείνουμε εδώ στον εθνωνυμικό
δείκτη.
Στα προεπαναστατικά δημοτικά τραγούδια το εθνώνυμο Eλληνας απαντά
σπανιότατα, και κυρίως στα ποντιακά άσματα (Τραντέλλενας). Απαξιωμένο
όπως ήταν επί αιώνες, στη διάρκεια τη Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αφού οι
ηγεμονεύοντες χριστιανοί το ταύτισαν με τους παγανιστές, τους εθνικούς,
τους ειδωλολάτρες, υποχώρησε μπροστά στα ονόματα Γραικός και το Ρωμιός,
ακόμα και το χριστιανός. Στα τραγούδια που συντέθηκαν μέσα στην
Επανάσταση, το Ελληνας εμφανίζεται πλέον συχνότερα, σαν ισότιμο των
άλλων δύο εθνωνύμων, γεγονός που δεν μπορεί να είναι άσχετο με την όλη
συζήτηση περί του πρέποντος ή του πιο ταιριαστού ιστορικά εθνωνύμου (ο
«Διάλογος δύο Γραικών» του Αδαμάντιου Κοραή είχε εκδοθεί το 1805), όση
απόσταση κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε ανάμεσα σε «επώνυμους» λόγιους και
«ανώνυμους» πολεμιστές.
Ο Μακρυγιάννης λοιπόν χρησιμοποιεί το όνομα Eλληνας σε γύρισμα που
ενθέτει σε ένα τραγούδι που λέει στην παρέα του, παίζοντας τον περίφημο
ταμπουρά του, πολιορκημένος στην Ακρόπολη, το 1826. Ο καπετάνιος
τραγουδάει μισό αυτοσχεδιάζοντας, μισό αναπλάθοντας παλαιότερα μοτίβα,
όπως είχε πράξει σε άλλη περίσταση και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Διαβάζουμε στα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού:
«Τότε έκατσε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν
κι εγλεντήσαμεν. Με περικάλεσε ο Γκούρας κι ο Παπακώστας να τραγουδήσω·
ότ’ είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήσει – τόσον καιρόν,
οπού μας έβαλαν οι ‘διοτελείς και γγιχτήκαμεν διά να κάνουν τους κακούς
τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά.
Τότε λέγω ένα τραγούδι: Ο ήλιος εβασίλεψε, / -Eλληνά μου εβασίλεψε- /
και το Φεγγάρι εχάθη / κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια
/ τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν. / Γυρίζει ο Hλιος και
τους λέει, γυρίζει και τους κρένει· / “Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια
ραχούλα, / άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι αντρών τα μοιργιολόγια / γι’ αυτά
τα ‘ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα, /και μες στο αίμα το πολύ είν’
όλα βουτημένα /. Για την πατρίδα πήγανε στον Aδη, τα καημένα”».
«Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει: “Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε
καλό να το κάμει ο Θεός· άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα.
Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγει”. – Είχα κέφι, τού ειπα, οπού δεν
τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν. Oτι εις τα ‘ρδιά πάντοτες γλεντούσαμεν».
Στη μάχη που ακολούθησε ο Γκούρας σκοτώθηκε.
Δεν καινοτόμησε πάντως ο Μακρυγιάννης. Το όνομα Eλληνας το συναντάμε
σε δημοτικό τραγούδι που πλάστηκε ήδη στον πρώτο χρόνο της Επανάστασης,
για να απαθανατίσει τη μάχη της Αλαμάνας, τη γενναιότητα του Διάκου και
το μαρτυρικό του τέλος. Το τραγούδι αυτό, όπως υπογραμμίζει και ο
Νικόλαος Πολίτη στις «Εκλογές», «εποιήθη μήνάς τινας μετά τον θάνατον
του Διάκου». «Είχα δύο αντίγραφα αυτού του τραγουδιού», σημειώνει
σχετικά ο Κλοντ Φοριέλ, που το δημοσίευσε το 1824 στο Παρίσι. «Το ένα το
οφείλω στις φροντίδες ενός Eλληνα πολύ αγαπητού φίλου, ο οποίος το
μάζεψε στα ίδια τα μέρη όπου βγήκε το τραγούδι».
Οι κρίσιμοι στίχοι στην εξακριβωμένης αυθεντικότητας παραλλαγή του
Γάλλου νεοελληνιστή: «Στην Αλαμάνα έφθασαν, κι έπιασαν τα ταμπόρια. /
“Καρδιά, παιδιά μου”, φώναξε, “παιδιά μη φοβηθείτε. / Ανδρεία ωσάν
Eλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε”».
Ο Διάκος τα λέει αυτά, ο οποίος, και στη συγκεκριμένη την παραλλαγή
του τραγουδιού, λίγο παρακάτω, αλλά και σ’ εκείνη που δημοσίευσε ο
Πολίτης, αυτοπροσδιορίζεται ως Γραικός:
«Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω, / κι Ομέρ Βριόνης
μυστικά στον δρόμον τον ερώτα: / “Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την
πίστιν σου ν’ αλλάξεις, / να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιάν ν’
αφήσεις;” / Κι εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμόν τού λέγει: / “Πάτε κι
εσείς κι η πίστις σας, μουρτάτες, να χαθείτε· εγώ Γραικός γεννήθηκα,
Γραικός θέλ’ απεθάνω”».
Κανένας ψυχικός ή πνευματικός διχασμός βέβαια. Eλληνας και Γραικός,
αλλά και Ρωμιός, είναι ισοδύναμα πλέον, και εναλλάξιμα, όπως ισοδύναμα
είναι τα ονόματα Αχαιοί, Αργείοι και Δαναοί στα ομηρικά έπη, όπου δεν
απαντά το εθνικό όνομα Eλλην. Eξι χρόνια άλλωστε μετά τον θάνατο του
Διάκου, ο λαϊκός τραγουδιστής βάζει στο στόμα του θνήσκοντος Γεωργίου
Καραϊσκάκη την ίδια προτροπή, με επουσιώδεις λεκτικές διαφορές.
Πληγωμένος ο Καραϊσκάκης, στον κάμπο της Αθήνας, νιώθει το τέλος του και
«ψιλή φωνίτσα βάζει»: «Ελληνες μην κιοτέψετε, παιδιά μη φοβηθείτε, /
και πάρ’ το γιούχα η Τουρκιά κι ερθεί και μας χαλάσει. / Σαν Ελληνες
βαστάξετε κι ωσάν Γραικοί σταθείτε».
Να ήταν άραγε κάποιος λόγιος, κάποιος γραμματιζούμενος, ο πρώτος
δημιουργός του μοτίβου, αν κρίνουμε από το επίρρημα «ανδρεία», ίσως και
από το «ωσάν»; Δεν είναι απίθανο, αυτή η μέθοδος άλλωστε ήταν αρκετά
συχνή στη σύνθεση των δημοτικών τραγουδιών. Αν όμως ο δήμος δεν ένιωθε
δική του την πρόταση, ως προς το γράμμα και ως προς το πνεύμα της, δεν
θα την ενστερνιζόταν. Θα την άφηνε να σβήσει άδοξα. Δεν θα την έκανε
δηλαδή δημοτική, τραγουδώντας την και ξανατραγουδώντας την, και
απαλείφοντας εντέλει το επιρρηματικό «ανδρεία», πιθανόν σαν περιττό. Ή
πάλι επειδή, όπως το ξέρουμε και από τον Γιάννη Αποστολάκη, στο δημοτικό
–το κλέφτικο ιδίως, καθώς και ο άμεσος γόνος του, το ιστορικό τραγούδι–
προτιμούν το ρήμα και τον γυμνό πλούτο του, όχι το επίθετο και το
επίρρημα.
* Ομιλία στην εκδήλωση «Ποίηση και Ιστορία» του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών (19.5.2018).