Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

"Δεν είσαι πιά παιδί..." έγραψε η Μαργαρίτα Ικαρίου (www.lifo/lifoland, 28/11/2017)

..............................................................


                   Δεν είσαι πιά παιδί...






                          έγραψε η Μαργαρίτα Ικαρίου (www.lifo/lifoland, 28/11/2017)



Δεν είσαι πια παιδί, αν και, «είσαι». Δε χωράς πια να κρυφτείς κάτω από το κρεβάτι, κρύβεσαι ωστόσο μέσα στις σκέψεις σου. Τρυπώνεις σκιαγμένη τις νύχτες, κουλουριάζεσαι σε στάση εμβρυακή κι αφήνεσαι να σε κλυδωνίζει των ονείρων το άμνιο.
   Το «μπαμπούλα», τον κοιτάς στα μάτια... Και πας στο σαλόνι να καπνίσεις μαζί του ένα τσιγάρο, προτού του ξεκλειδώσεις την πόρτα της ψυχής σου και τον πετάξεις έξω-αύριο πρωί δεν έχει νωρίς-νωρίς σχολείο, αλλά τη δουλεία της δουλειάς. Και δεν μπορείς καν να προφασιστείς πως «πονάει η κοιλίτσα σου», για να μην πας... Κι ούτε να γράψεις με μελάνι από τον bic πάνω στο θρανίο «people are strange» την ώρα που ο μαθηματικός ξελαρυγγιάζεται με εκείνη την υποτιμημένη υποτείνουσα που όλο γέρνει κι όλο... ισούται.

   Είσαι ακόμα πεινασμένη για ζωή. Με το σώμα ως κυρίαρχο επιχείρημα της ψυχής για να βρίσκει να πορεύεται. Να πονά για να υπάρχει. Να παραδίδεται για να αναγεννάται. Να νοιώθει τον κάματο λίγο πιο βαρύ και το μεροκάματο απεχθές μα αναγκαίο.

   Αυτά τα ίσον, οι πράξεις και τα συνεπάγεται. Τα θεωρητικά θεωρήματα, τα ανάξια αξιώματα και οι επ-αληθεύσεις των πράξεων, ακόμη κι αν αυτές κρύβουν ψεύδη...
   Μεγαλώνεις. Μεγαλώνει μαζί σου κι η ανοχή, κρύβεται ο παρορμητισμός. Δε σε αγγίζει πια ένα ηλιοβασίλεμα, κι όταν σε αγγίζει, το βουτάς μέσα σε μια κούπα καφέ. Δεν πιστεύεις πια σε παραμύθια, σε δράκους και σε πρίγκιπες, ακόμη κι όταν τα αποζητάς για να σου ομορφύνουν μια καθημερινότητα με λιγοστούς φίλους και μια αρμαθιά γνωστούς.
   Μέσα στα μαλλιά καμαρώνει περήφανη μια άσπρη τρίχα που αντιστέκεται σθεναρά στη βαφή. Μια άσπρη τρίχα, δυνατή και επίμονα λευκή, σα λεπτοδείχτης που δείχνει το χρόνο να περνά και να προσπερνά. Και μια λεπτή γραμμή στο μεσόφρυο. Εκείνη που κάποτε έκανε τη μάνα σου να σε μαλώνει «μη συννεφιάζεις» κι εσύ έβγαζες κοροϊδευτικά τη γλώσσα στο χρόνο, γιατί ήσουν μικρή να συνειδητοποιήσεις πως «κάποτε» θα είχες ρυτίδες. Κι αυτό το κάποτε, ήρθε. Και θες να τις σβήσεις τις λεπτές χαρακιές της εμπειρίας, με κείνη τη μαλακή λευκή γόμα που όλο έχανες από την κασετίνα σου. Θες να ισιώσουν αυτές οι ρυτίδες που θυμίζουν πόσες φορές «συννέφιαζες» σκεπτόμενη. Κι άλλες τόσες, που ξεχνούσες να γελάς...
   Είσαι ακόμα πεινασμένη για ζωή. Με το σώμα ως κυρίαρχο επιχείρημα της ψυχής για να βρίσκει να πορεύεται. Να πονά για να υπάρχει. Να παραδίδεται για να αναγεννάται. Να νοιώθει τον κάματο λίγο πιο βαρύ και το μεροκάματο απεχθές μα αναγκαίο. Να αναζητά εγρήγορση μα και να αποζητά ανάπαυλες-μικρές εκρήξεις χαράς που σκάνε σα γιορτινά πυροτεχνήματα, φωτίζουν υπέρλαμπρα το σκοτεινό θόλο του ουρανού για λίγα δευτερόλεπτα και βυθίζονται στης ανυπαρξίας τα σκοτάδια...
   Η ζωή, διατηρεί μια επιφυλακτική στάση απέναντί σου. Δεν προδίδει τις προθέσεις της, δεν προλέγει τίποτα, δε σου αποκαλύπτει τις προθέσεις της. Ούτε σου υπόσχεται. Εσύ φαντάζεσαι και φαντασιώνεσαι... Εκείνη υπάρχει και σε αφήνει να τη δεις εσύ, όπως θέλεις. Είναι σοφή. Σε προφυλάσσει από την πλήξη. Γιατί είναι μια πλήξη να ξέρεις τι θα συμβεί. Ή να το προσχεδιάζεις...
   Αμβλύνονται οι γωνίες σου. Χαμογελάς ενώ θέλεις να ουρλιάξεις. Καταπίνεις μια σκέψη και μια λέξη, όταν χοροπηδούν στο κεφάλι σου μύριες απογραφές κι άλλες τόσες διαγραφές. Ζητάς εκείνη τη «συγγνώμη» που κάποτε ήταν απαγορευμένη λέξη. Που και που, βλέπεις το πρόσωπο της μάνας σου στον πρωινό καθρέφτη. Μπορείς και λες «δε θέλω» μα αρνείσαι ακόμη πεισματικά να πεις «δε μπορώ...» Δε σε νοιάζει πια τι θα πει ο κόσμος γιατί πλέον ξέρεις πως ποτέ δεν τον ρώτησες κάτι.
Ξε-φορτώνεις πράγματα. Ξε-σκαρτάρεις. Πετάς πιο εύκολα στο καλάθι των αχρήστων τα άχρηστα και τα... κοινόχρηστα. Διεκδικείς τη δική σου σκοτεινή γωνιά στο πατάρι του νου για να ανοίξεις τα παλιά σεντούκια και κλάψεις. Κι ύστερα, να τα βάλεις σε σακούλες μαύρες και να τα παραχώσεις σε κάδους απορριφθέντων ή και απορριμάτων.
   Δεν έχεις όρεξη για τούρτες και κεράκια, χρόνια και χρονάκια. Δε θέλεις πλέον να μετράς αλλά να ζεις. Να αφηγείσαι, αντί να συμμετέχεις. Φορτσάρεις για να κλέψεις χρόνο από εκείνα τα κρίσιμα μέτρα. Αναμετρώντας διαρκώς δυνάμεις σε μια φυγοκέντρηση αξίων και αξιών. Κατασταλάζοντας στο ποτήρι της σκέψης όλο το απόσταγμα εκείνων που ζύμωσες και ζυμώθηκες, σα μούστος βαρύς και γραδαρισμένος, με τα αρώματα της πεθυμιάς και με του ήλιου την ανάσα...
   Σα κρασί κεχριμπαρένιο, διάφανο και απολαυστικό, με τις βαριές του σταγόνες να σχηματίζουν σταλακτίτες γεύσης στα τοιχώματα της φιάλης που λέγεται ζωή. Δεν παλαιώνεις, ωριμάζεις. Κι όσο παίρνεις ανάσες, εξελίσσεσαι, πυκνώνεις, ευωδιάζεις, εμπλουτίζεσαι...

Πηγή: www.lifo.gr

"Μια οικογένεια από την Κασταμονή" γράφει η Μαριάννα Τζιαντζή ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.11.2017)

.............................................................
 

Μια οικογένεια από την Κασταμονή

 

Βάρκα με πρόσφυγες ανοικτά της Λέσβου (φωτ. αρχείου)  
AP Photo/Thanassis Stavrakis
«Γιατί στο τρένο ταξιδεύεις πάντα τρίτη θέση;», είχαν κάποτε ρωτήσει τον παππού του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στην αυτοβιογραφία του. «Γιατί δεν υπάρχει τέταρτη», ήταν η απάντησή του.
Με τρίτη θέση προσπάθησε να περάσει το Αιγαίο μια πενταμελής οικογένεια από την Κασταμονή, μια ιστορική τουρκική πόλη κοντά στη Μαύρη Θάλασσα. Γονείς εκπαιδευτικοί, τρία ανήλικα παιδιά. Και οι δύο είχαν απολυθεί από τη δουλειά τους καθώς χαρακτηρίστηκαν οπαδοί του Γκιουλέν.
Με τον φόβο του χειρότερου, αποφάσισαν να καταφύγουν στην Ελλάδα. Οι διακινητές ζητούσαν 5.000 ευρώ, τα χρήματα δεν έφταναν. Ετσι, ο πατέρας αγόρασε με 1.000 ευρώ μια παλιά ξύλινη βάρκα κι έγινε ο ίδιος καπετάνιος.
Δεν έφτασαν στη Λέσβο. Ομως τρία πτώματα, δύο παιδιών κι ενός ενήλικου άνδρα, ξεβράστηκαν στις ακτές του νησιού διαδοχικά, στις 5, 10 και 11 Νοεμβρίου.
Καθώς κανένα ναυάγιο δεν είχε αναφερθεί εκείνες τις μέρες, μια λογική υπόθεση, που τελικά επιβεβαιώθηκε, ήταν ότι οι πνιγμένοι ήταν μέλη της αγνοούμενης οικογένειας.
«Βλέπουμε τα φώτα του νησιού», ήταν τα τελευταία λόγια του πατέρα στο κινητό τηλέφωνο καθώς η βάρκα έπλεε προς τη Λέσβο.
Πολλοί, εδώ στον τόπο μας, πόνεσαν και οργίστηκαν ακούγοντας αυτή την ιστορία, παρ' όλο που εδώ και καιρό τα πνιγμένα παιδιά έχουν πάψει να αποτελούν είδηση.
Μας πονάει αυτή η ιστορία ίσως γιατί μιλά για την οικογένεια της διπλανής πόρτας. Γονείς μορφωμένοι, εργαζόμενοι, νοικοκυραίοι. Εύκολα μπαίνουμε στη θέση τους.
Μας πονάει γιατί ξέρουμε ότι και αυτό το έγκλημα θα μείνει ατιμώρητο, ότι ο πραγματικός δολοφόνος βρισκόταν εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά όταν βούλιαζε η βάρκα.
Γιατί δεν πρόκειται μόνο για μια τραγική ανθρώπινη ιστορία, αλλά για κορυφαίο ζήτημα δημοκρατίας, καθώς στην Τουρκία η πολιτική διαφωνία μπορεί να οδηγήσει όχι απλώς στον κοινωνικό αποκλεισμό αλλά σε άγριες διώξεις, ακόμη και στον θάνατο.
Την Παρασκευή η «Χουριέτ» έγραψε ότι σε ακτή της Λέσβου βρέθηκαν τα πτώματα δύο ύποπτων «γκιουλενιστών» και πλάι τους τρία πνιγμένα παιδιά και ότι οι σοροί τους μεταφέρθηκαν για να ταφούν στην Τουρκία.
Αντίθετα, σύμφωνα με τα ελληνικά ΜΜΕ, τα τρία από τα πέντε μέλη της οικογένειας ενταφιάστηκαν στο Κάτω Μικρόν της Λέσβου, στο χωράφι που έχει μετατραπεί σε κοιμητήριο αυτών «που δεν τα κατάφεραν».
Μισή ιστορία, μισές αλήθειες, μισά ψέματα. Και η πραγματική ιστορία της οικογένειας από την Κασταμονή παραμένει άγραφη και ατραγούδιστη.

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

"Μπορούμε;" γράφει η Πέπη Ρηγοπούλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.11.2017)

.............................................................

Μπορούμε;


Σχολείο
Μπορεί να ξαναπούμε σήμερα ότι εκεί που χτίζεται ένα σχολείο γκρεμίζεται μια φυλακή; Μπορεί να βρει και πάλι το σχολείο έναν ρόλο σε αυτήν την κινούμενη άμμο που ανακατεύει ιδέες, πεποιθήσεις, πράξεις, χωρίς αρχή ούτε τέλος;
Εκτός κι αν πάρουμε κι εμείς, σαν παθητικοί μιμητές της κάθε μόδας, το νήμα της συζήτησης περί τέλους: τέλους του θεού, της φιλοσοφίας, της τέχνης, του δασκάλου, του μαθητή και ούτω καθεξής.
Μόδα εξαιρετικά βολική γιατί δίνει επιχειρήματα σε έναν λόγο κατεδαφιστικό, χωρίς ποιότητες, αρεστό στην κάθε λογής εξουσία, επιτρέποντάς της να νομοθετεί και να διαχειρίζεται ανεξέλεγκτα το τέλος αυτό, τέλος όχι γι' αυτήν αλλά για τους άλλους. Ενα τέλος για τη ζωή που ζούσαν κάποτε, για την εικόνα που είχαν για τον εαυτό τους, για τον άλλο, για την ίδια την ανθρώπινη οντότητα.
«Βοώ, αλλά τίποτα δεν απέδειξα σε κανέναν» έλεγε ο Μαγιακόβσκι τον περασμένο αιώνα. Και το έλεγε με όλο το κύρος που του έδινε το γεγονός ότι ήταν γνωστός με τη ζωή και την τέχνη του.
Σε μια συνδεδεμένη με τη νέα χρήση της μηχανής εποχή, που έτσι όπως τη βλέπουμε σήμερα σχηματοποιημένη έμοιαζε να είναι γεμάτη αμφισβήτηση για το παρελθόν και να έχει μια απόλυτη εμπιστοσύνη στο μέλλον.
Στην ταχύτητα, στην εν σειρά παραγωγή, στην επανάσταση που αυτή υποτίθεται εγγυόταν.
Μια αντίστοιχη εποχή μοιάζει να περνάμε και πάλι σήμερα. Με την ελπίδα η γνώση από τα τραύματα που έχουμε συσσωρεύσει από το παρελθόν να μας έχει κάνει να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει μόνο ένας δρόμος για τον άνθρωπο, κανένας μονόδρομος δεν προϋποθέτει ούτε εγγυάται την ευτυχία του.
Σήμερα ωστόσο ο ποιητής δύσκολα διακρίνεται στην πληθώρα της «ποίησης» που παράγεται και καταναλώνεται την ίδια στιγμή διαμεσολαβημένη επικοινωνιακά.
Πιο δύσκολη ακόμα από του ποιητή είναι η ύπαρξη του δασκάλου/ποιητή/δημιουργού.
Το σχολείο, μέσα στην επέλαση των άλλων μέσων, έχει καταντήσει μια κουκκίδα από την οποία συνεχώς αφαιρούνται ποιότητες για να προστεθούν βάρη και, υποτίθεται, ποσότητες.
Κάθε μεταρρύθμιση που ταλαιπώρησε από δεκαετίες τη χώρα μας συσσώρευσε ανερμάτιστες αλλαγές εις βάρος του στοιχειώδους: των ανθρώπων, της γλώσσας, της μνήμης. Εις βάρος μιας ομορφιάς που να μην είναι πανομοιότυπη, αμήχανη καταφυγή στα γκράφιτι. Εις βάρος κάθε διερώτησης, κάθε σιωπής, κάθε παύσης.
Σε όλο τον κόσμο και στη χώρα μας απλώνεται μια πολύμορφη βία, στον λόγο, στις σχέσεις, στη συμπεριφορά, στη λεηλασία ψυχών και πηγών, που όλο και συχνότερα οδηγεί στην παραβατικότητα.
Χωρίς ένα ζωντανό, δημιουργικό σχολείο, κάθε αντίσταση θα είναι μάταιη.

"Για το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς" γράφει ο Κύρκος Δοξιάδης * ("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.11.2017)

..............................................................
 

Για το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς

 

 
 EUROKINISSI/ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
 
γράφει ο Κύρκος Δοξιάδης *
 
("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.11.2017)
Γιατί οι αριστεροί οφείλουν να μην ηθικολογούν; Διότι πρώτοι εκείνοι γνωρίζουν, από την ιστορικο-υλιστική μέθοδο με την οποία προσεγγίζουν τα πράγματα, ότι η ηθική είναι έργο των ανθρώπων - δηλαδή των ανθρώπινων κοινωνιών στην ιστορικότητά τους.
Δεν μας έρχεται από τον ουρανό, ούτε ως Εντολές του Θεού ούτε ως προαιώνια παράδοση που ενστερνιζόμαστε άκριτα και ακολουθούμε αναντίρρητα. Η ηθική είναι ένα σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τις πράξεις και τις σχέσεις με τον εαυτό μας και τους άλλους επί τη βάσει κάποιων αρχών, τις οποίες αποδεχόμαστε οικειοθελώς – δεν μας επιβάλλονται, ούτε μπορούμε εμείς να επιβάλουμε σε άλλους.
Τούτο το τελευταίο είναι και ο βασικός τρόπος με τον οποίο διακρίνεται η ηθική από τον νόμο – για να αναφερθούμε και στο περίφημο ερώτημα που τίθεται ακατάπαυστα αυτό τον καιρό περί διάκρισης ή μη μεταξύ νόμιμου και ηθικού. Τον νόμο είμαστε αναγκασμένοι να τον τηρούμε ακόμη και αν διαφωνούμε ως προς την ορθότητά του – αν δεν τον τηρούμε είμαστε παράνομοι.
Αν όμως δεν πράττουμε σύμφωνα με τους κανόνες ή τις αρχές κάποιας συγκεκριμένης ηθικής, δεν είμαστε απαραίτητα ανήθικοι – μπορεί απλώς να μην αποδεχόμαστε την εν λόγω ηθική. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι του καπνίσει διατεινόμενος ότι έχει τη δική του, ατομική ηθική.
Η ηθική, κατά τούτο τουλάχιστον, δεν διαφέρει από την ιδεολογία. Πρόκειται για σύνολο πεποιθήσεων που μοιράζονται από κοινού πολλοί άνθρωποι ή ομάδες ανθρώπων, αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν πολλές διαφορετικές και ενίοτε αντιμαχόμενες ηθικές – όπως ισχύει και με τις ιδεολογίες.
Ακόμη και αν δεχτούμε ότι οι νεωτερικές δυτικές κοινωνίες οικοδομήθηκαν επί λίγο-πολύ κοινών ηθικών αρχών, που και εκείνες προέκυψαν ιστορικά από τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, όπως το γνωστό τρίπτυχο «ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη», τα τόσο διαφορετικά έως και αντιθετικά συγκεκριμένα περιεχόμενα που προσλαμβάνουν οι εν λόγω αρχές στις πολλαπλές εκδοχές των νεωτερικών αξιακών συστημάτων δεν αφήνουν περιθώριο να μιλάμε για κοινά αποδεκτή ηθική ανεξάρτητη από κοινωνικο-πολιτικές τοποθετήσεις.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ μία συνέντευξη που είχα πάρει πριν από πάρα πολλά χρόνια από έναν γνωστό παραγωγό του εμπορικού κινηματογράφου, στο πλαίσιο των ερευνών για τη διδακτορική μου διατριβή.
Είχε αναφέρει με περισσή ηθική υπερηφάνεια το γεγονός ότι «τρέφει γύρω στις εκατό οικογένειες» – εννοώντας προφανώς τις οικογένειες των υπαλλήλων του. Αυτό που για την Αριστερά αποτελεί απλώς την ίδια την καπιταλιστική οικονομική εκμετάλλευση και, κατά συνέπεια, είναι ηθικά επιλήψιμο, για ορισμένους τουλάχιστον από τους καπιταλιστές συνίσταται στο ότι επιτελούν επωφελές και ευάρεστο κοινωνικό έργο.
Το πελατειακό και το «παλαιοκομματικό» σύστημα έχουν και εκείνα τη δική τους ηθική – όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό αν αναλογιστούμε την έντονη ηθική φόρτιση που εμπεριέχεται στη φράση «τα δικά μας παιδιά». Και για πολλούς πολύ πλούσιους, το να φορολογείται το εισόδημά τους είναι ανήθικο – είναι «κρατισμός». Συνεπώς, αν μπορούν -με νόμιμο κιόλας τρόπο- να φοροαποφεύγουν παρκάροντας τα λεφτά τους σε φορολογικούς παραδείσους ή αλλιώς, τούτο δεν είναι απλώς προς το προσωπικό τους συμφέρον αλλά κρίνεται και ηθικά ορθό.
Το ελληνικό πολιτικο-οικονομικό καθεστώς έχει τη δική του ηθική. Είναι ένα κράμα από την οικογενειοκρατική ηθική του «παλαιοκομματισμού» και του πελατειακού συστήματος αφ’ ενός και την ατομοκεντρική ηθική του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού αφ’ ετέρου.
Οταν η Αριστερά μιλάει για το δικό της «ηθικό πλεονέκτημα», απλώς αντιπαραθέτει τη δική της ηθική σε εκείνην των αντιπάλων της – δεν κρίνει τους δεύτερους για ανηθικότητα, θα ήταν άτοπο και ανούσιο.
Και ταυτόχρονα, με αυτήν ακριβώς την αντιπαράθεση, οριοθετεί τη δική της ηθική – που σημαίνει ότι μένει να αποδειχτεί στην πράξη αν όντως η δική της ηθική είναι ριζικά διαφορετική και αντίθετη με εκείνην των καθεστωτικών δυνάμεων. Οχι μόνο για να φανεί συνεπής προς ό,τι διακηρύσσει, αλλά και επειδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος να καταπολεμήσει την αντίπαλη ηθική.
Ως γνωστόν, η διαφθορά είναι εγγενές φαινόμενο του παγκόσμιου και του εγχώριου καπιταλισμού. Δεν πρόκειται απλώς για κάποιες παρανομίες. Βάσει των όσων επισημάνθηκαν πιο πάνω, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ο τρόπος με τον οποίο «ελαστικοποιείται» συστηματικά η νομιμότητα προκειμένου να προσαρμόζεται στις επιταγές της καπιταλιστικής ή/και πελατειακής και «παλαιοκομματικής» ηθικής.
Κατά συνέπεια, η καταπολέμηση της διαφθοράς ισοδυναμεί με την ίδια την έμπρακτη εναντίωση στην καπιταλιστική και γενικότερα στην καθεστωτική ηθική – δεν πρόκειται ούτε για απλή πάταξη της παρανομίας αλλά ούτε και για καταγγελία ή τιμωρία κάποιας «ανηθικότητας».


* καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών


Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

"Αγιασμοί δίχως ιερό" γράφει ο Γιάννης Πατίλης (tvxs.gr, 27 Νοε. 2017)

.............................................................

                    Αγιασμοί δίχως ιερό






Οι θεσμοί της παραπαιδείας έχουν μετατραπεί σε οργανικό μέρος του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Κώστας Γαβρόγλου, υπουργός Παιδείας, Αυγή, 3 Σεπτ. 2017 (συνέντ.)
Επειδή έχω την ασυνήθιστη συνήθεια εκτός από το δίκτυο να «σερφάρω» και στα τεκμήρια του ιστορικού μας παρελθόντος, πρόσφατου και απώτερου, έπεσα προ μηνός σε ένα δημοσίευμα της Ακροπόλεως της Τετάρτης 7 Σεπτεμβρίου 1888 (!) που δίνει στον παραπάνω «αθώο» παρακείμενο («έχουν μετατραπεί») του υπουργού Παιδείας, και μ’ όλο το βάρος του συντελεσμένου που διαθέτει, ένα τέτοιο ιστορικό βάθος, που εγώ, τουλάχιστον, δεν θα τολμούσα, μ’ όλη την ιστορική μου καχυποψία, να φανταστώ! Το θέμα μου, βεβαίως, και το ζωτικό ενδιαφέρον (μιας και ακόμη με συντηρεί ως συνταξιούχο εκπαιδευτικό το δημόσιο), δεν είναι η παραπαιδεία, αλλά το ίδιο το σύστημα της λαϊκής παιδείας μας, του οποίου αποτελεί ανεστραμμένο κάτοπτρο. Παραθέτω το δημοσίευμα (εδώ το πρωτότυπο):
Οι καθηγηταί και η ιδιωτική διδασκαλία
Πολλοί των καθηγητών, των εχόντων δημοσίας θέσεις και διδασκόντων ιδίως εις τας πόλεις, διαθέτουσι συνήθως τόσας πολλάς εις ιδιωτικήν διδασκαλίαν ώρας, ώστε ολίγος ή ουδόλως απομένει εις αυτούς καιρός, όπως προετοιμάζωνται πρεπόντως και διδάσκωσι μετά της απαιτουμένης εμβριθείας και ηρεμίας, αφού μάλιστα διατρέχουσι πολλάκις μακράς οδούς και φθάνουσι κατάκοποι και ασθμαίνοντες. Παρετηρήθη δυστυχώς, ότι εις τοιαύτην κερδοσκοπικήν διδασκαλίαν επιδίδονται και γυμνασιάρχαι και διευθυνταί διδασκαλείων επί μεγίστη βλάβη των εκπαιδευτηρίων, των οποίων την τύχην ενεπιστεύθη εις αυτούς το δημόσιον.
Είνε αληθές, ότι οι δημόσιοι καθηγηταί έχουσι εκ του νόμου το δικαίωμα να διδάσκωσιν εις ιδιωτικά εκπαιδευτήρια ή εις οικίας δώδεκα ώρας, αλλά του δικαιώματος τούτου εγένετο μεγάλη κατάχρησις. Προς άρσιν του κακού εξέδωκε το υπουργείον εγκύκλιον, δι’ ης αυστηρότατα απαγορεύει πάσαν υπέρβασιν του ορίου των δώδεκα ωρών επί ποινή αυστηροτάτη. Είχον καταντήσει πολλοί καθηγηταί να θεωρώσι το κύριον αυτών καθήκον ως τι πάρεργον.
(Ακρόπολις, 07-09-1888)
Εκατόν είκοσι εννέα χρόνους πριν η «παραπαιδεία» είναι ήδη συγκροτημένη ως παρα-κρατικός θεσμός, ημιαναγνωρισμένη από το ίδιο το κράτος, με εκπλήσσουσα ομοιότητα προς την τωρινή στα δομικά της στοιχεία και τις βλαπτικές της συνέπειες για τα συμφέροντα της δημόσιας εκπαίδευσης. Στοιχειώδης λογική και ιστορική κατανόηση της εν λόγω κοινωνικής παθογένειας καταλήγει σε τρία τουλάχιστον θεμελιώδη συμπεράσματα:
(1) H «παραπαιδεία» δεν είναι χθεσινό ή προχθεσινό φαινόμενο, αλλά έχει βαθειές ιστορικές ρίζες μέσα στο σώμα της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας και συνιστά ανθεκτική επιθυμία μεγάλης μερίδας μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών. Είναι σχεδόν η εθνική εκπαιδευτική μας ταυτότητα ή «ιδιοπροσωπία».
(2) Η «παραπαιδεία» τρέφεται από τις σάρκες της κρατικής παιδείας και αποτελεί αντικοινωνική «διόρθωση» των δομικών και μακροχρόνιων στρεβλώσεών της, ευνοούμενη από την απαξίωση στη συνείδηση της κοινωνίας της ίδιας της δημόσιας εκπαίδευσης.
(3) Η απαξίωση αυτή έχει να κάνει με την εκ γενετής πελατειακή και αναξιοκρατική συγκρότηση του νεοελληνικού δημόσιου τομέα και την συνεπακόλουθη ευρεία κοινωνική αντίληψη ότι η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα παρέχει πρωτίστως δικαιώματα καί εξασφάλιση για τον εργαζόμενο και δευτε­ρευόντως σοβαρές υποχρεώσεις ατομικής αυτοβελτίωσης και κοινωνικής προσφοράς.
Κάθε δημοκρατική κυβέρνηση, πρωτίστως όμως μια αριστερή κυβέρνηση, έχει ανελαστική ιστορική, πολιτική και ηθική υποχρέωση και ευθύνη για την ριζική αναβάθμιση του επιπέδου εκπαίδευσης των παιδιών του λαού και την απαλλαγή των οικογενειών τους από την χρόνια βαρειά οικονομική τους αιμορραγία προς όφελος μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων, και μάλιστα σε καιρούς βαθειάς και παρατεινόμενης κρίσεως.
Το κρίσιμο ερώτημά μου, τόσο προς τον εαυτό μου όσο και προς τον (κάθε) καλοπροαίρετο υπουργό Παιδείας και (κάθε) ενεργό πολίτη, είναι τούτο: πώς μια τέτοια ριζική και αποβλεπτική σε θετικά αποτελέσματα και σε βάθος χρόνου αλλαγή, θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί ποτέ, με δεδομένα τα τρία προηγούμενα συμπεράσματα, δίχως σύγκρουση με πλατειά κοινωνικά στρώματα και ιδίως με εκείνα που, πέραν των νόμιμων ή ημινόμιμων ιδιωτικών δραστηριοτήτων τους, εκφράζουν και πολιτικώς τις συνεστημένες δημοσιοϋπαλληλικές έξεις και τα συμφέροντα;…
Το επί ενάμιση περίπου αιώνα βαθύ και σχεδόν πλήρες, κατά τη γνώμη μου, αδιέξοδο στην πραγματική ποιοτική αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης (πλην ελάχιστων και δίχως συνέχεια εξαιρέσεων), έχει ως εκ τούτου μεταφερθεί εκτονωτικώς στο πεδίο των πολιτικών αντιπαραθέσεων, ιδίως κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης – και μολονότι συμμερίζομαι τη διαπίστωση του νυν υπουργού για την κακοπροαίρετη στάση των αντιπολιτευομένων κομμάτων που όλα «θέλουν με ατάκες να κάνουν πολιτική» αρνούμενα να συνεργαστούν επί της ουσίας, νιώθω πως είναι, ως διαπίστωση, δυστυχώς αυτεπίστροφη για μεγάλο μέρος του πολιτικού βίου και της ίδιας της ευρύτερης αριστεράς ως κομματικής αντιπολίτευσης.
Επειδή το τελετουργικό του δημόσιου διαλόγου, και δη το αριστερό, θέλει –και ορθώς– πέραν των μελαγχολικών διαπιστώσεων και την ύπαρξη προτάσεων, υπογραμμίζοντας προς τούτο «την αφασία του δημόσιου διαλόγου», θα ήθελα να εκφράσω, επί τη ενάρξει του νέου σχολικού έτους, εναρίθμως και συνοπτικώς τις προσωπικές μου απόψεις, με το ελάχιστο δικαίωμα που μου δίνει η τριακονταετία κατά την οποία συνειδητά υπηρέτησα την δημόσια εκπαίδευση από το χαράκωμα της σχολικής τάξης, κατ΄ επιλογήν και εγκαταλείποντας τη Νομική επιστήμη, διατρεφόμενος ακόμη κατά φθίνουσες μερίδες «άρτου» από τον λεγόμενο δημόσιο κορβανά.
Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, καμιά εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν έχει ελπίδα επιτυχίας αν δεν υπάρξουν ή εφαρμοστούν όλες ή οι περισσότερες από τις παρακάτω αλλαγές:
(1) Η πλήρης αποσυσχέτιση και των τριών τάξεων του Λυκείου (που θα μπορούσαν να συρρικνωθούν για τον σκοπό αυτό και σε δύο) από το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων.
(2) Η κοινωνική αποδραματοποίηση του θεσμού των εισαγωγικών εξετάσεων με την θεσμική και χρονική απομάκρυνσή τους από την λυκειακή βαθμίδα.
(3) Η αναφορά των εξεταζομένων στις εισαγωγικές εξετάσεις μαθημάτων σε θεματικές ενότητες δίχως παραπομπή σε συγκεκριμένη ύλη συγκεκριμένων διδακτικών βιβλίων. Η αθέτηση αυτής της κεφαλαιώδους σημασίας αρχής έχει τεράστια ευθύνη, μετά την εγκατάλειψη της μεταρρύθμισης Παπανούτσου, για την σταδιακή προς τα κάτω διάχυση και εμπέδωση του φαινομένου της «παπαγαλίας» σε όλες τις τάξεις του Λυκείου. Επί του προκειμένου έχω να σημειώσω δύο προσωπικές εμπειρίες: (α) την εισαγωγή μου το 1965 στη Νομική Αθηνών με το σύστημα Παπανούτσου, με αριθμό επιτυχίας 222 επί 600 περίπου επιτυχόντων και με μέσο όρο βαθμολογίας περίπου 14,5, την στιγμή που, μετά την εγκατάλειψη του συστήματος αυτού και την σύνδεση της ύλης των εξεταζομένων μαθημάτων με συγκεκριμένα εγχειρίδια, και ο τελευταίος επιτυγχάνων στην ίδια σχολή (υψηλής ζήτησης πάντα), εισαγόταν με μέσο όρο βαθμολογίας περίπου 17 καί άνω, ως επιβράβευση βεβαίως των παπαγαλικών του ικανοτήτων!… (β) την τραυματική εμπειρία μου, είκοσι χρόνια μετά, ως βαθμολογητή πλέον του μαθήματος της Ιστορίας κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις, όταν γραπτά φωτοτυπικής απομνημόνευσης της εξεταζόμενης ύλης ήμουν υποχρεωμένος να τα βαθμολογήσω με άριστα 100 (20)!!! Την αυτονόητη αυτή αρχή διατύπωσε, σε ώτα μη ακουόντων, ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων Γιώργος Δάσιος σε συνέντευξή του στην εφ. Αυγή, τον περασμένο Φεβρουάριο: «Μια βασική διαφορά του δικού μας συστήματος σε σχέση με τα ευρωπαϊκά είναι ότι οι υποψήφιοι στην Ευρώπη εξετάζονται σε σημαντικά εκτενέστερη ύλη, η οποία περιγράφεται με επιστημονικούς όρους και όχι με οριοθέτηση σελίδων από το σχολικό εγχειρίδιο. Η εκτενέστερη ύλη συνεπάγεται ότι τα θέματα των εξετάσεων είναι λιγότερο απαιτητικά, καλύπτουν όμως ευρύ φάσμα.»
(4) Η συγκρότηση, για την εφαρμογή μιας τέτοιας αρχής όπως η αμέσως προηγούμενη, εξειδικευμένου, έμπειρου και με σχετική μονιμότητα εξεταστικού σώματος εκπαιδευτικών, ξεχωριστού για κάθε μάθημα, και μικτού ως προς την σύνθεσή του με προσωπικό τόσο από την δευτεροβάθμια όσο και από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
(5) Η ανά δεκαετία ετήσια επιμόρφωση κάθε εκπαιδευτικού με την καθολοκληρίαν απομάκρυνσή του από τη σχολική αίθουσα και την ως αντιπαροχή υποχρέωσή του παραγωγής σχετικού με την ειδικότητά του επιστημονικού ή παιδαγωγικού έργου.
(6) Η κατά τακτά διαστήματα ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου μέσα από κοινά αποδεκτές και δίκαιες διαδικασίες. Αποτελεί ηθικό και κοινωνικό σκάνδαλο να αξιολογείται ατομικώς και ο τελευταίος μαθητής της ελληνικής επικράτειας και να μην αξιολογείται ατομικώς ο καθηγητής του. Επειδή η θεμελιώδης αυτή αρχή για την ποιοτική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι σχεδόν αδύνατον να εφαρμοστεί, με δεδομένες τις βαθειές ιστορικές του στρεβλώσεις, μια από τις οποίες είναι και η συνήθως αναξιοκρατική και με πολιτικά κριτήρια συγκρότηση του στελεχιακού δυναμικού, έχω εναλλακτικώς να προτείνω το εξής: την εισαγωγή του θεσμού της «ανοιχτής τάξης». Δηλαδή την ύπαρξη ενός άδειου διθέσιου θρανίου σε κάθε αίθουσα, ώστε να μπορεί ο συνάδελφος της ίδιας ειδικότητας, ο διευθυντής ή ο σύμβουλος να παρακολουθεί οποτεδήποτε το μάθημα του εκπαιδευτικού. Η παρακολούθηση αυτή δεν θα είναι υποχρεωτική για τον εκπαιδευτικό ούτε θα αποτυπώνεται σε συγκεκριμένη επίδοση. Θα μοριοδοτείται, όμως, κάθε εκπαιδευτικός που παρακολουθεί και με διπλά μόρια κάθε εκπαιδευτικός που συναινεί στην παρακολούθηση, και η ετήσια συγκέντρωση υψηλού αριθμού μορίων θα έχει σημαντική συμβολή στην οικονομική και επαγγελματική εξέλιξή του. Η συζήτηση για την διδασκαλία μετά από κάθε παρακολούθηση μεταξύ των εκπαιδευτικών να είναι ευκταία, μοριοδοτούμενη και αυτή, αλλά όχι υποχρεωτική. Και μόνη η παρουσία του άλλου εκπαιδευτικού στην τάξη, ακόμη και αν αυτή είναι «στημένη», θα έχει θετική επίδραση όχι μόνο στην απόδοση του καθηγητή που διδάσκει αλλά και στην έμμεση σύγκριση με εκείνη του εκπαιδευτικού που παρακολουθεί, μαθαίνοντας έτσι ο καθένας από το πώς του άλλου. Επί τριάντα χρόνια ποτέ κανένας δεν μου χτύπησε την πόρτα να δει αν είμαι μέσα στην αίθουσα, τις ελάχιστες όμως φορές που συμπτωματικώς είχα κάποιον ξένο σ’ αυτή, αισθάνθηκα την ανάγκη να αυξήσω κατακόρυφα την επίδοσή μου. Επιτέλους οι νέες γενιές των εκπαιδευτικών ας κάνουν πράξη αυτό που δεν έκαναν οι δικές μας: να ανοίξουν ελεύθερα την τάξη στους συναδέλφους τους και να συζητήσουν μαζί τους τις δυνατότητες και τα προβλήματα της διδασκαλίας.
(7) Σε άμεση συνάφεια με το προηγούμενο, αλλά και για άλλους πολύ σοβαρούς λειτουργικούς για την σχολική κοινότητα λόγους, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να παραμένει στο σχολείο καθ’ όλο το εξάωρο της λειτουργίας του. Το μεταπολιτευτικό σχολείο που γνώρισα εγώ δούλευε στην ουσία σε δύο βάρδιες: 8 με 11 και 11 με 2! Ανάδελφος ρωμέϊκη πατέντα παγκόσμιας πρωτοτυπίας! Για την εφαρμογή μιας τέτοιας αρχής οι εκπαιδευτικοί συνήθως αντιτείνουν ότι δεν έχουν τους κατάλληλους χώρους και τις άλλες υλικές προϋποθέσεις για μια τέτοια παραμονή – πράγμα που ισχύει σε μεγάλο βαθμό: ξεχωριστά γραφεία, ειδικά εργαστήρια, λειτουργικές σχολικές βιβλιοθήκες, γραμματειακή υποστήριξη, κλιματισμός και πολλά άλλα που κάνουν ευχάριστη και παραγωγική την εργασία στο σημερινό σχολείο, δεν είναι ο κανόνας, αλλά η διαφημιστική εξαίρεση. Αν η πολιτεία θέλει πράγματι να ανεβάσει την ποιότητα της παρεχόμενης από το δημόσιο εκπαίδευσης, θα πρέπει να τα εξασφαλίσει σε κάθε σχολική μονάδα. Αλλά και οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να τα διεκδικούν αποφασιστικά και, σε συνθήκες κοινωνικής κατάρρευσης όπως οι παρούσες, να επινοούν, για την στήριξη του δημόσιου αγαθού της παιδείας και το ουσιαστικό περιεχόμενο της δικής τους ζωής, τρόπους υπέρβασής τους, όπως το κάνουν αυτοθυσιαστικά αρκετοί από αυτούς. Γίναμε εκπαιδευτικοί από αγάπη για την συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία και όχι για την εξυπηρέτηση των κομμάτων και της εξουσίας, και δεν πρέπει να δεχόμαστε κανένα συμψηφισμό αυτών των επιθυμιών μας μαζί τους.
Αυτά, ως στοιχειώδεις προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία και την καλύτερη απόδοση των σχολικών μονάδων και κοινοτήτων, δίχως αναφορά στο περιεχόμενο και τον σκοπό του σημερινού σχολείου. Ως εκπαιδευτικός, όσο και ως πολίτης, ήμουν και είμαι κατά των μαθητικών παρελάσεων, της έπαρσης σημαίας από σχολικές μονάδες, των αγιασμών και της σχολικής προσευχής, της αρρωστημένης ανταγωνιστικής «αριστείας». Επίσης, υποστηρίζοντας ένα σχολείο ανοιχτό, συνειδητοποιώ ότι επ΄ ουδενί δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι εικόνα της περιβάλλουσας κοινωνίας. Πρέπει να είναι ανοιχτό σ’ αυτήν, αλλά όχι δίχως φίλτρο. Εργαστήριο και πρότυπο ενός διαφορετικού, μοναδικού και ιδεατού τόπου. Αυτό το φίλτρο υποχρεώνει το σχολείο να είναι, ταυτόχρονα, συντηρητικό, ως φορέας της παράδοσης και αξιοποίησης της εμπειρίας του παρελθόντος, και κοινωνικά προοδευτικό, ως χώρος προδιαμόρφωσης συγκροτημένων και ελεύθερων προσωπικοτήτων που με αυτοπεποίθηση καινουργώντας θα συντελέσουν στη δημιουργία ενός καλύτερου αύριο για τους συνανθρώ­πους τους.
Η δύσκολη λεπτουργία ώστε στην σχολική πράξη να συντηρείται αυτό το φίλτρο όσο το δυνατόν περισσότερο καθαρό από την περιρρέουσα κοινωνική παθογένεια είναι ο καθημερινός αγιασμός της σχολικής κοινότητας και το πολύτιμο ιερό της.
Πηγή: Δρόμος της Αριστεράς

"Η εθνική μελαγχολία" γράφει ο Αντώνης Λιάκος * ("Εφημερίδα των Συντακτών", 27.11.2017)

..............................................................
 

Η εθνική μελαγχολία


 
AP Photo/Thanassis Stavrakis
Για να αναταχθεί η χώρα από την κρίση, κοινωνικά, οικονομικά και ψυχολογικά, χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε το σύνδρομο της αποτυχίας. Αυτό το σύνδρομο είναι τόσο βαθιά χαραγμένο στη συλλογική συνείδηση, ώστε εκδηλώνεται με χίλιους διαφορετικούς τρόπους, από τα καθημερινά αυθόρμητα ξεσπάσματα σε κάθε ενόχληση έως τις βαθιές αντιλήψεις που έχουμε για το παρόν και το μέλλον μας. Τείνει να γίνει, αν δεν έχει κιόλας γίνει, δομικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας.
Εχω καταπιαστεί αυτή την εποχή με τη σύνθεση μιας ιστορίας του ελληνικού εικοστού αιώνα, προσπαθώντας να καταλάβω αφενός έναν αιώνα στον οποίο πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, αφετέρου τις δικές μου εμπειρίες, τις συλλογικές εμπειρίες μιας γενιάς που έζησε το δεύτερο μισό αυτού του αιώνα.
Βρίσκομαι όμως πάντα σε αμηχανία όταν με ρωτούν πολλοί φίλοι, καλοπροαίρετοι και καλλιεργημένοι, αν εξηγώ το πώς και το γιατί καταλήξαμε ένα «αποτυχημένο κράτος», γιατί αποκλίνουμε συνεχώς από την Ευρώπη, γιατί το μέλλον μας προβλέπεται σκοτεινό και αβέβαιο, γιατί είμαστε η χώρα του λειψού και αδύναμου διαφωτισμού, υποδεικνύοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι αυτά είναι τα ζητήματα ενδιαφέροντος σε ένα βιβλίο που αφορά την Ελλάδα.
Πράγματι αυτή η απαισιοδοξία βαραίνει στο γενικότερο ψυχολογικό κλίμα, καλλιεργείται από βαρύγδουπα επιστημονικά κείμενα, αλλά και πρόσφατες ιστορίες της Ελλάδας, φτάνει ακόμη στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Σε μια καθημερινή εφημερίδα, που πρωτοκυκλοφόρησε την προηγούμενη εβδομάδα, η εμφατική φράση στην πρώτη σελίδα ήταν «το μέλλον θα έρθει σαν γάγγραινα στη φτέρνα». Φράση από συνέντευξη του Μάνου Ελευθερίου, αλλάζει νόημα και σημασία όταν, αποκομμένη, προβάλλεται εμφατικά.
Αλλά αυτή η σωματοποιημένη αίσθηση της απειλής είναι κάτι που χαρακτηρίζει την εποχή ευρύτερα. Στη σύγχρονη ποιητική λογοτεχνικών και κινηματογραφικών έργων, δεν γράφονται ευχάριστες ιστορίες για το μέλλον. Το μέλλον δεν περιγράφεται ως ο τόπος της ελπίδας, αλλά της απειλής. Οι ευχάριστες ιστορίες δεν θα συναντούσαν το κοινό τους, οι δυσάρεστες γίνονται δημοφιλείς. Η συνταγή συγγραφικής επιτυχίας θέλει απαισιοδοξία, ενοχή, απειλή.
Είναι αδικαιολόγητη αυτή η αίσθηση του κοινού; Νομίζω πως όχι, γιατί είναι γεγονός ότι αν στον εικοστό αιώνα εκφράστηκαν με τη μεγαλύτερη δυνατή ορμή οι προσδοκίες για το μέλλον, η βιωμένη εμπειρία τις μετέτρεψε στο αντίθετό τους, σε απογοητεύσεις ή και σε εφιάλτες. Αυτή η αντιστροφή δημιούργησε ένα μοντέλο σκέψης, μέσα από το οποίο διαβάζεται αναδρομικά το παρελθόν. Οι ευγενείς προθέσεις διαβάζονται ως αυταπάτες (επιεικώς) ή ως κακόβουλες επιδιώξεις.
Η ιστορία, ως λόγος χειραφέτησης και αυτογνωσίας, αντικαταστάθηκε από τη συμπτωματολογία, την απώλεια, την αυτομαστίγωση που αξίζουν τα «κακά παιδιά της ιστορίας». Μια περιήγηση στις πιο δημοφιλείς εκδόσεις των τελευταίων χρόνων, στη λογοτεχνία και στην ιστορία (γιατί και η ιστορία από το ευρύ κοινό διαβάζεται ως αληθοφανής λογοτεχνία), δείχνει αυτό το διάχυτο πνεύμα. Αυτό το πνεύμα είναι ισχυρότερο από τις ιδεολογικές επιλογές, ή μάλλον παράγει και παγιώνει ιδεολογικές επιλογές, κατεξοχήν συντηρητικές, γιατί δημιουργεί ιστορική συνείδηση. Αυτή η απαισιοδοξία γίνεται εργαλείο ερμηνείας και η ερμηνεία δεν αντικαθιστά την εξήγηση, αλλά την περιλαμβάνει.
Αυτό το πνεύμα γενικευμένης απαισιοδοξίας ήρθε και έδεσε με το πνεύμα εθνικής μειονεξίας. «Η εθνική μας μοναξιά» του Μητροπάνου, «Η δυστυχία του να είσαι Ελληνας» του Νίκου Δήμου, το «Πεθαίνω σαν χώρα» του Δημήτρη Δημητριάδη, φράσεις εμβληματικές, τραγουδήθηκαν ή γράφτηκαν προ κρίσης. Το πνεύμα τους όμως γιγαντώθηκε στη διάρκεια της κρίσης, έγιναν κοινοί τόποι, δημιούργησαν πολιτισμικά μιμίδια (memes) που κατακλύζουν εφημερίδες και περιοδικά.
Το διαδίκτυο τα αναπαράγει με ταχύτητα και ρυθμό βακτηριδίων. Η «δυστυχία» κλιμακώθηκε σε «βδέλυγμα». H επανάληψη δεν δημιουργεί κόρο. Μετατρέπεται σε εμμονή να συζητάς αυτή τη διαφορά, να βρίσκεσαι μέσα σ’ αυτήν, να την ψηλαφείς, θα τολμούσα να πω να την απολαμβάνεις. Οπως οι ασθενείς απολαμβάνουν να συζητούν για την αρρώστια τους, να λένε λεπτομέρειες για τα συμπτώματά της και για τις θεραπείες που δοκιμάζουν.
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η ηδονή της απαισιοδοξίας; Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το πνεύμα που δημιουργεί αναδίπλωση και έναν βαθύ και μύχιο συντηρητισμό; Μπορεί να αντιμετωπιστεί με λογικά επιχειρήματα; Είναι λ.χ. πειστικό να πεις ότι ξέρετε, η δυστυχία του να είσαι Ιταλός ή Πολωνός, Λατινοαμερικάνος, Αραβας ή Ρώσος είναι τόσο διαδεδομένη στον κόσμο που, αν τη συνειδητοποιήσεις, την ξεπερνάς;
Φοβάμαι πως όχι, γιατί αυτός ο τρόπος σκέψης είναι εμφωλευμένος στις λέξεις: «Μόνο εδώ συμβαίνουν αυτά!». Από τη φράση αυτή στην παλιότερη «Οι Ελληνες θέλουν βούρδουλα» ή στη σύγχρονη «Μνημόνιο μέχρι να σβήσει ο ήλιος» είναι μικρή απόσταση. Είναι πάνω σ’ αυτό το υπόστρωμα που καλλιεργείται η εθνική μειονεξία, η αναζήτηση του σωτήρα, συνήθως του αναδρομικού, λ.χ. του Ελευθέριου Βενιζέλου ή του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή του (της) ιστορικού-γκουρού στον εθνικό φρονηματισμό.
Την εθνική μελαγχολία, το σύνδρομο της αποτυχίας δεν μπορούμε να τα παραμερίσουμε. Πρόκειται για βαθιά πολιτικά ζητήματα επειδή αφορούν νοοτροπίες και υπαγορεύουν συμπεριφορές.


* ιστορικός, Πανεπιστήμιο Αθηνών