Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

22 Φεβρουαρίου 1937, Κορυτσά - Από τις "Μέρες Γ.' " του Γιώργου Σεφέρη (1900 - 1971)

............................................................













Γιώργος Σεφέρης (1900 - 1971)





 Από τις "Μέρες Γ.' "

Δευτέρα, 22 Φεβρουαρίου 1937, Κορυτσά

   [Έχω την εντύπωση πως αγαπώ σαν τρελός. Ο έλεγχος είναι δύσκολος στην κατάσταση που βίσκομαι. (Εδώ και τρεις μήνες είμαι χωρίς γυναίκα.) Προσπαθώ να αναδερθώ στην εποχή που ήμασταν μαζί. Δεν ήταν σωματική ικανοποίηση που με κρατούσε κοντά της. Κάποτε μάλιστα ο αισθησιασμός μού φαινότανε σαν κόλαση. Και τόσα άλλα έπρεπε να μας χωρίσουν. Ζαλίζομαι όταν τη συλλογιστώ, αδύνατο να εξακολουθήσω. Μού έχει δώσει το πάθος. Και η αναμονή μού κάνει κάθε στιγμή ανυπόφορη - ως την ερχόμενη Τετάρτη που πρέπει να απαντήσει το Υπουργείο.]
   2.30 μ.μ. Ως τώρα κάτω από την επίδραση ενός ονείρου. Με ξύπνησε στις 7. Θολό μπερδεμένο ' δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα πρόσωπα.
   Μια σκάλα που έμοιαζε περισσότερο με την εσωτερική σκάλα του σακονιού τής-, την τελευτάία φορά που την είδα στο Παρίσι, αλλά πιο απότομη και στριφογυρισμένη ' σκοτεινή με χοντρά κομμάτια σκιάς, τριγωνικά ίσως, μέσα σ' ένα μουντό φως. Ανέβαινε πρώτη η - ή Μ., μάλλον η Μ. Τη ρώτησα για το παιδί της, καθώς ακολουθούσα. Γύρισε και με κοίταξε (ύφος που δεν μπορώ να εκφράσω) και μού είπε καθαρά: "Δεν το ξέρεις, ψόφησε." Θυμούμαι καλά την τελευταία λέξη που μ' έκανε να ξυπνήσω τρομαγμένος. Τα συναισθήματα του ονείρου που εξακολουθούν ακόμη να πάλλουν βαθιά, τώρα που γράφω, δεν μπορώ να τα διατυπώσω. Εντύπωση πως βγήκα από μια δύσκολη τρικυμία ' σημάδια πάνω μου της κούρασης από ένα μεγάλο βάρος. Πάρα κάτω απελπιστική αγάπη, συνειδητή. Δε θυμούμαι με ποια διάθεση ανέβαινα τη σκάλα πίσω από τη μαυροφόρα.

Έφυγα στην Αθήνα 27 Φεβρουαρίου - 28 Μάρτη...  

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

"Ο Άσπρος" και ο Άργος - αποσπάσματα από το διήγημα "Ο Άσπρος" και από την "Οδύσσεια" από την ραψωδία ρ - Όλα από τον Αργύρη Εφταλιώτη και τις εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας"

.............................................................







 
Αργύρης Εφταλιώτης 
(1849 - 1923)







Φίλους δεν είχα πολλούς εκεί κάτου, στης Ασίας τα μέρη. Γνώριμους που κλέβανε τον καιρό μου, είχα πολλούς. Κάθε λίγο ερχότανε κι από ένας το βράδυ να περάσει την ώρα του. Εγώ την ώρα μου ήξερα πώς να την περάσω...

...Αυτά καθώς λαλούσανε κι αναμεσό τους λέγαν,
σκυλί που κοίτουνταν, ταυτιά και το κεφάλι ορθώνει,
ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει
όμως δεν τονε χάρηκε, γιατ' είχε φύγει εκείνος
στην Τροία τότες την ιερή ' σ' άλλους καιρούς οι νέοι 
τον παίρνανε, να κυνηγούν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.

...Μετάφραζα τότες τον Όμηρο. Μα οι άλλοι - πού να το φανταστούν εκείνοι πως εγώ την προτιμούσα την μοναξιά; 
   Μοναξιά είπα; Καλέ τι λέω! Συντροφιά κι από κείνες! Πρώτα ο Όμηρος. Ύστερα τα λεξικά μου. Άφησε πια σημειώματα, σκόλια, χαρτιά, καλαμάρια, πένες. Όλ' αυτά σου μιλούνε, σε βλέπουνε, σ' αγαπούνε σα γράφεις. Δοκίμασε να γράψεις ένα στίχο με ξένη πένα, σε ξένο χαρτί, σε ξένο τραπέζι και με ξένο μελάνι, και βλέπεις διαφορά. Είναι σα να κοιμάσαι σε αλλουνού κρεβάτι. 
   Κι ωστόσο πάω ν' αλησμονήσω το μεγαλύτερό μου φίλο τα χρόνια εκείνα. Πάω να λησμονήσω το γάτο μου που ακόμα σπαράζεται η ψυχή μου σαν τον ανιστορώ.

...Τώρα, π' ο αφέντης έλειπε, τον άφηναν πεσμένο
στην σωριασμένη την κοπριά βοδιών και μουλαριώνε, 
που ομπρός στη θύρα απλώνονταν, κ' οι παραγιοί αποκείθε
την σήκωναν και κόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα.
Απάνω αυτού κοιτότανε τσιμπουριασμένος ο Άργος...

...Μού τον έφεραν ένα πρωί δώρο - άσπρο γατάκι, μαλακό, παχουλό, ήμερο, με τα μεγάλα τα μάτια τα πρασινικίτρινα, και με τ' αχειλάκι του πίσσα μαύρο. Λες κι όλο χαμογελούσε με το γατήσιο εκείνο χαμόγελο που τέλος δεν έχει. Έτσι είναι βλέπεις, φτασμένο το στόμα του.
   Παιχνιδιάρικο λες; Μα τα παιχνίδια του τα 'βλεπες και δε χόρταινες. Κουνούπι να περνούσε απ' ομπρός του, πηδούσε ολόρθος, καμάρα η ράχη του, φούντα ολόστεκη η ουρά του, σπίθες τα μάτια του. Μια και δυο, και ξεχύμιζε τότες στον αγέρα σα δαιμονισμένος που κυνηγούσε ένα τίποτις.

...Και τώρα, άμα μυρίστηκε σιμά τον Οδυσσέα,
γοργοσαλεύει την ουρά, ταυτιά του κατεβάζει
μα πιο κοντά του αφέντη του δεν μπόρειε να ζυγώση...

...Το φαγί μας πάντα μαζί. Έπινε το γάλα του γλήγορα γλήγορα, και σαν έγλειφε αυτός τα γαλατωμένα του γένεια, εγώ απόσωνα τότες το δικό μου φαΐ. Καθίζαμε ύστερα στη σπουδή. Εγώ στην καρέκλα μου, αυτός απάνω στο μεγαλύτερο λεξικό. Πόσες φορές τόνε χρειάζομουν εκείνο το Γαζή, και δεν πήγαινε η καρδιά μου να του χαλάσω το χουζούρι, εκεί που μισοκοιμότανε γουργουρίζοντας.

...Γύρισ' αυτός την όψη του και σφούγγισ' ένα δάκριο
κρυφό με τρόπο, κ' ύστερα τον πιστικό ρωτούσε'
   "Μεγάλο θάμα, στην κοπριά να μνήσκη τέτοιος σκύλος
όμορφος σκύλος, μα άραγες νάναι και γοργοπόδης
κοντά στην τόση του ομορφιά, για νάναι δα από κείνους
που στα τραπέζια στολισμό τους έχουν οι αφεντάδες;"

...Τι τα θες! γενήκαμε φίλοι αχώριστοι. Στιγμή δεν έφευγε από κοντά μου. Κατάντησε να νιώθουμε ο ένας τον άλλον τόσο καλά, που ως κι α θύμωνα, αυτός τη δουλειά του... 

...Κ' εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κ' είπες
"Ειν΄αυτουνού που απέθανε στα ξένα αυτός ο σκύλος.
Αν είταν έτσι στο κορμί, και στα έργα του σαν τότες
που ο Οδυσσέας τον άφησε κινώντας για την Τροία,
τότες θα κοίτας δύναμη και γληγοράδα, αλήθεια.
Αγρίμι δεν του ξέφευγε μες στα βαθιά του λόγγου,
κάθε κυνήγι, πούβγαζε σταχνάρια μαθημένος...

...Τι τα θες! γενήκαμε φίλοι αχώριστοι. Στιγμή δεν έφευγε από κοντά μου. Κατάντησε να νιώθουμε ο ένας τον άλλον τόσο καλά, που ως κι α θύμωνα, αυτός τη δουλειά του...

...Μα παθιασμένος τώρ' αυτός, ο αφέντης του στα ξένα
χαμένος, και δε νοιάζονται γι' αυτόν εδώ οι γυναίκες.
Κ' οι δούλοι, σα δε βρίσκεται απάνω τους αφέντης,
δουλειά να κάμουνε σωστή δε θέλουν πια τότες'
τι παίρνει τη μισή αρετή του ανθρώπου ο βροντορήχτης
ο Δίας, άμα της σκλαβιάς η μαύρη τούρθη μέρα".       

Σημείωση 1: Μ' αυτήν την γραμματοσειρά αποσπάσματα από την ραψωδία ρ της "Οδύσσειας" στην κλασική μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη.

Σημείωση 2: Μ' αυτήν την γραμματοσειρά απόσπασμα από το διήγημα "Ο Άσπρος", διήγημα από τις "Νησιώτικες ιστορίες" , επίσης του Αργύρη Εφταλιώτη.

"Είναι ευκολότερο να σκεφτούμε το τέλος του κόσμου…" γράφει ο Χρήστος Λάσκος* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 30.08.2017)

.............................................................

Είναι ευκολότερο να σκεφτούμε το τέλος του κόσμου…

Νομίσματα ευρώ

Είναι ευκολότερο να σκεφτούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού.
Ο αφορισμός είναι, πλέον, πολύ γνωστός και αποδεκτός. Εκφράζει την απίσχνανση του κοινωνικού φαντασιακού σε ό,τι αφορά εναλλακτικές δυνατότητες ζωής τις τελευταίες δεκαετίες.
Με άλλα λόγια, δείχνει τη μεγάλη ισχύ του καπιταλισμού να παρουσιάζει τον ίδιο ως «το μόνο παιχνίδι στην πόλη».
Είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού, έστω κι αν το τέλος του κόσμου το πιθανότερο είναι να προέλθει από τη συνέχιση της καπιταλιστικής ύβρης.
Το σύνολο σχεδόν των διακινδυνεύσεων με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η ανθρωπότητα -διατροφική κρίση, ενεργειακή καθυστέρηση, ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή, εκτεταμένα οικονομικά αδιέξοδα- είναι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, συνδεδεμένες με τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Η επίλυση των προβλημάτων αυτών είναι ασύμβατη με την επιδίωξη της κεφαλαιακής κερδοφορίας.
Πράγμα που έχει τεκμηριωθεί, θεωρητικά και εμπειρικά - και όχι μόνο από τους μαρξιστές, που χωρίς αμφιβολία έχουν κάνει την περισσότερη δουλειά.
Ο ίδιος ο Κέινς, εξαιρετικά εχθρικός -και αδικαιολόγητα απαξιωτικός- απέναντι στον Μαρξ, δεν αμφέβαλλε καθόλου πως η μόνη λύση για τη συνέχιση της -προσφιλούς στον ίδιο- αστικής τάξης πραγμάτων ήταν η «κοινωνικοποίηση των επενδύσεων».
Πέρασε καιρός, βέβαια, από τότε. Ο καπιταλισμός κατάφερε να επιβιώσει της Μεγάλης Κρίσης του ’30, αφού κατέστρεψε τον κόσμο με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, διαχειρίστηκε την Κρίση του ’70, αναβάλλοντας τις εκκαθαριστικές της λειτουργίες στο μέλλον μέσα από ένα τερατώδες «πρόγραμμα χρέωσης» και φαίνεται να ελέγχει, με την ανοίκεια για τη νεοφιλελεύθερη λατρεία των αγορών πρωτοφανή κρατική παρέμβαση διάσωσης, προσώρας, την τωρινή Μεγάλη Κρίση.
Είναι, όμως, έτσι; Είμαστε μάρτυρες της υπέρβασης της Παγκόσμιας Κρίσης του 2008, όπως διακηρύσσουν όλο και περισσότεροι στον κόσμο;
Οχι, δεν είναι έτσι.
Πρόκειται για προπαγάνδα. Απεγνωσμένη, όταν εκφέρεται από γνώστες-μέλη της διεθνούς -πολιτικής και οικονομικής- ελίτ, απλώς ανόητη, όταν εκπέμπεται από τον εγχώριο θατσερικό λαϊκισμό.
Ολα τα στοιχεία δείχνουν πως η κατάρρευση αποφεύχθηκε προσωρινά με την τεράστια επίθεση αναδιανομής πλούτου, εισοδημάτων και δικαιωμάτων σε βάρος του κόσμου της εργασίας, που έδωσε μια ανάσα στην καπιταλιστική κερδοφορία.
Από την άλλη, το χρέος αντιμετωπίστηκε με… αύξηση του χρέους.
Η σκασμένη φούσκα αντικαταστάθηκε από μια περισσότερο εύθραυστη και η επερχόμενη «ανατίναξη» της νέας φούσκας είναι μια πολύ ασφαλής πρόβλεψη.
Με μαρξικούς όρους, βρισκόμαστε εδώ και καιρό σε συνθήκες υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, υπάρχει πάρα πολύ κεφάλαιο που δεν βρίσκει ευκαιρίες αξιοποίησης, δεν βρίσκει, δηλαδή, ικανοποιητικά κερδοφόρες διεξόδους.
Στην πρόσφατη Κρίση, η μόνη προσπάθεια να υπάρξει μια ενεργητική πολιτική υπέρβασης ήρθε από την Κίνα.
Οπως σημειώνει ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ («Δρόμοι και τρόποι του κόσμου, εκδόσεις Angelus Novus, 2017), «η Κίνα ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία στην επιχείρηση διάσωσης του παγκόσμιου καπιταλισμού μετά την καταστροφή, μετά το 2008, με την κολοσσιαία αστικοποίηση και τις επενδύσεις στο δομημένο περιβάλλον […] Μετά το 2008 τουλάχιστον το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της Κίνας προερχόταν μόνο από την οικοδόμηση κατοικιών και αν σε αυτό προστεθούν όλες οι υλικές υποδομές […] σχεδόν το μισό ΑΕΠ της Κίνας [αφορούσε] επενδύσεις [κυρίως] στο δομημένο περιβάλλον».
Διαφορετικά ειπωμένο, η Κίνα αντιμετώπισε -προς όφελος του παγκόσμιου καπιταλισμού- την υπερσυσσώρευση με υπερσυσσώρευση, μέσα, μάλιστα, από μια τεράστια αύξηση του εταιρικού χρέους.
Αν θέλαμε να αντιληφθούμε την υλική σημασία της κινεζικής πολιτικής, αρκεί να σημειώσουμε πως η Κίνα κατανάλωσε μεταξύ 2011 και 2013 6,651 εκατομμύρια τόνους τσιμέντο, ενώ, στη διάρκεια ολόκληρου του 20ού αιώνα οι ΗΠΑ κατανάλωσαν «μόλις» 4,405 εκατομμύρια τόνους.
Κι επειδή τα προβλήματα συνεχίζονται, προκειμένου να απορροφηθεί το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο, σχεδιάζουν να χτίσουν μία και μοναδική πόλη για να στεγάσουν εκατόν τριάντα εκατομμύρια ανθρώπους (τον πληθυσμό, δηλαδή, Γαλλίας και Βρετανίας μαζί)!
Με τα λόγια του Χάρβεϊ και πάλι, «στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουμε ασφαλώς ρίξει άφθονο τσιμέντο, ωστόσο οι Κινέζοι πρέπει να το ρίχνουν παντού, εντελώς ασυνείδητα […] Η επένδυση [ωστόσο] της μισής αύξησης του ΑΕΠ σε πάγιο κεφάλαιο που παράγει φθίνοντα ρυθμό ανάπτυξης δεν είναι μια καλή πρόταση».
Το ότι μακροχρόνια είναι άνθρακες και ο κινεζικός καπιταλιστικός θησαυρός αποτυπώνεται σε πολλούς δείκτες, από πέρσι το καλοκαίρι τουλάχιστον.
Το συμπέρασμα είναι πως χωρίς εκτεταμένη καταστροφή κεφαλαίου, μόνιμη διέξοδος για την καπιταλιστική κερδοφορία και συσσώρευση δεν μπορεί να υπάρξει.
Και η καταστροφή του κεφαλαίου σχεδόν πάντοτε συνοδεύεται από ένα είδος καταστροφής του κόσμου.
Το θέαμα των δύο βλαμμένων ηγετών που ανταλλάσσουν πυρηνικές απειλές μπορεί να αποδειχτεί η εισαγωγή σε μια τέτοια περίοδο. Οι βλαμμένοι θα είναι τόσο υπεύθυνοι όσο κι ο νεαρός του Σαράγεβο το 1914.

*εκπαιδευτικός

"Οι ιδεολογίες επιβιώνουν;" γράφει ο Φοίβος Γκικόπουλος* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 30.08.2017)


Οι ιδεολογίες επιβιώνουν;


Τοιχογραφία στο Nagyvazsony της Ουγγαρίας με τους Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν  
AP Photo/Darko Vojinovic
Υπάρχει μια διδασκαλία του Μαρξ που δεν ξεπεράστηκε με την κρίση του μαρξισμού, δηλαδή ότι πάνω από την ιδεολογία υπάρχει η οικονομία: μ’ άλλα λόγια, πάνω από την υποδομή υπάρχει η δομή.
Αν και αυτοί οι όροι μπορούν να κάνουν κάποιους να χαμογελούν, πιστεύω πως ισχύουν ακόμη σήμερα και εκφράζουν μια συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα: η Ιστορία πράγματι βασίζεται πάνω σε οικονομικές δομές απ’ όπου προέρχονται οι ιδεολογικές υποδομές.
Υπήρξαν μεγάλες αλλαγές στην οικονομία που δεν επηρέασαν μόνο τις σχέσεις παραγωγής, αλλά ακόμη και άλλες σφαίρες της συλλογικής σκέψης (τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τις τέχνες).
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι εθνικές συγκρούσεις και οι θρησκευτικές διαμάχες, από τις οποίες ο κόσμος είναι γεμάτος σε κάθε γωνιά του, έχουν στη βάση τους επώδυνες οικονομικές συρράξεις, αλλά είναι επίσης γεγονός ότι το status quo των κρατών ή τα πνευματικά κινήματα συχνά επηρεάζουν και τις οικονομικές επιλογές ενός κράτους.
Το επίπεδο των δομών και των υποδομών της κοινωνίας είναι πολύ πιο περιπλεγμένο απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Σήμερα σίγουρα έλειψαν μια σειρά σημαντικοί λόγοι, κατέρρευσαν ουτοπίες και κατέρρευσε η μόνη μεγάλη ουτοπία, εκείνη του κομμουνισμού.
Θα έλεγα, ίσως, ότι φαίνεται να κατέρρευσε η κομμουνιστική ουτοπία, από τη στιγμή που δεν αποκλείεται να επανέλθει κατά κάποιον τρόπο, κάτω από άλλες μορφές, εμπλουτισμένη με την εμπειρία του παρελθόντος.
Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι σε μερικές πρώην σοσιαλιστικές χώρες υπάρχει ακόμη, αν και σε ένα δύσκολο πολιτικό περιβάλλον, η παρουσία μερικών φιλο-σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, που επέστρεψαν στην εξουσία μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Βέβαια, υπάρχει και η αντίθετη πλευρά, που χαρακτηρίζεται από κυβερνήσεις με ακροδεξιό, ξενοφοβικό πρόσημο.
Η συζήτηση για την κατάρρευση των ιδεολογιών είναι σε διαρκή εξέλιξη, γιατί αν παραδεχτούμε ότι η κομμουνιστική ουτοπία και ιδεολογία κατέρρευσαν για πάντα, υπάρχουν άλλες ιδεολογίες («μπερλουσκονισμός», «τραμπισμός», κ.λπ.) που καταλαμβάνουν το κενό και ριζώνουν απειλητικά.
Αν οδηγήσουμε στα άκρα τα αποτελέσματα αυτής της άποψης, θα έλεγα ότι η απουσία των ιδεολογιών είναι με τη σειρά της μια ιδεολογία που συνδέεται με έναν σαθρό πραγματισμό, με έναν οπορτουνισμό, με τον ωχαδερφισμό, με την τέχνη του βολέματος: θα μπορούσαμε, ίσως, σήμερα, να μιλήσουμε για την απουσία μεγάλων ιδεολογιών και για τη διάδοση της χαμερπούς ιδεολογίας του οπορτουνισμού, με το να σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας, δηλαδή έναν τύπο κυνισμού της δεκάρας.

*ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ

"Ιστορίες αριστείας" γράφει ο Γιάννης Α. Φίλης (http://www.haniotika-nea.gr, 14/8/2017)


.............................................................
 

Ιστορίες αριστείας*

 

 

έγραψε ο Γιάννης Α. Φίλης

 

 

 

O πρόσφατος νόμος για την παιδεία έφερε στο προσκήνιο, μεταξύ άλλων, τη συζήτηση περί αριστείας. Είναι ενδιαφέρον ότι κανείς δεν την έχει ορίσει παρά το γεγονός ότι η συναισθηματική φόρτιση γύρω από το θέμα είναι έντονη.
Mια της όψη φαίνεται να έχει να κάνει με τους σημαιοφόρους στις παρελάσεις και που τώρα στα δημοτικά σχολεία θα ορίζονται με κλήρωση αντί με την υψηλότερη βαθμολογία. Άλλη της όψη έχει να κάνει με τη λεγόμενη «ευγενή άμιλλα» και το «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων»—να διακρίνεσαι και να γίνεσαι καλύτερος από τους άλλους. Η φράση υπονοεί ότι το να γίνεσαι καλύτερος από τους άλλους, φερ’ ειπείν βαθμολογικά, είναι σημαντικός στόχος στη ζωή.
Θυμήθηκα τώρα το τεστ IQ, η μέση τιμή του οποίου είναι 100, ενώ όσοι έχουν σκορ πάνω από 125 ανήκουν στο 5% του πληθυσμού με το 95% κάτω από αυτούς. Θα μπορούσε κανείς να τους ονομάσει αυτούς αρίστους. Να μερικά ονόματα ατόμων με τέτοιο σκορ με την επίδοσή τους σε παρένθεση: Χέρμαν Γκέρινγκ (138), Καρλ Ντένιτς (138), Φον Ρίμπεντροπ (129). Όλοι τους καταδικάστηκαν σε θάνατο στη δίκη της Νυρεμβέργης. Ένας από τους κορυφαίους φυσικούς όλων των εποχών, ο Ρίτσαρντ Φάινμαν, μετά βίας πήρε 125. Μάλλον δεν θα γινόταν σημαιοφόρος στο σχολείο του.
Ένας άλλος σπουδαίος φυσικός και εκ των εφευρετών του τρανζίστορ, ο Γουίλιαμ Σόκλεϋ, λέγεται ότι είχε IQ 125. Παρεμπιπτόντως, πίστευε στη βιολογική κατωτερότητα των μαύρων και σε συνεντεύξεις του δήλωνε ότι άτομα με IQ κάτω από 100 πρέπει να στειρώνονται—ο μισός περίπου ανθρώπινος πληθυσμός.
Ο αθλητισμός είναι ο κατ’ εξοχήν τομέας ανταγωνισμού για τις πρώτες θέσεις και είναι γνωστές οι μέθοδοι που συχνά χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του στόχου με απαγορευμένες ουσίες και με τις ευλογίες πολλών κυβερνήσεων.
Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι σύμμαχοι είχαν εκπλαγεί με τις υπερφυσικές ικανότητες των Γερμανών στρατιωτών. Μπορούσαν να προελαύνουν χωρίς ύπνο και τροφή επί δύο και τρία ημερόνυχτα όταν οι δικοί τους στρατιώτες είχαν καταρρεύσει από την εξάντληση και το στρες. Ήταν οι άριστοι στο πεδίο της μάχης. Δεν γνώριζαν ότι οι στρατιώτες της Βέρμαχτ πολεμούσαν υπό την επήρεια ναρκωτικών.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο οι Αμερικανοί αθλητές χρησιμοποιούσαν Benzedrine για να αυξήσουν τις επιδόσεις τους. Η γερμανική εταιρεία Temmler τότε προσπάθησε να συνθέσει κάποια καλύτερη ουσία για τους Γερμανούς αθλητές και δημιούργησε τη μεταμφεταμίνη με το εμπορικό όνομα Pervitin. Η εφαρμογή της όμως δεν έγινε στα στάδια αλλά στο πεδίο της μάχης. Η ουσία με τη μορφή χαπιού δοκιμάστηκε στους στρατιώτες με εκπληκτικά αποτελέσματα. Αποκτούσαν αίσθημα ευφορίας και αυτοπεποίθησης, απώλεια του αισθήματος πείνας, απόλυτη πειθαρχία και έντονη διάθεση για δράση, ακόμη και διάπραξη εγκλημάτων. Οι στρατιώτες τα ονόμαζαν χάπια στούκας ή χάπια Χέρμαν Γκέρινγκ.
Και έρχομαι συνοπτικά στον ακαδημαϊκό κόσμο όπου η πίεση για δημοσιεύσεις και επιστημονική αναγνώριση έχει οδηγήσει πολλούς στην απάτη, αλλιώς κινδυνεύουν να χάσουν τη θέση τους. Πολλοί ακαδημαϊκοί πάσχουν από κατάθλιψη λόγω του εξοντωτικού ανταγωνισμού. Πρόσφατα η Κινεζική Κυβέρνηση βρήκε ότι 486 Κινέζοι ερευνητές είχαν διαπράξει απάτη (αντιγραφή, κατασκευασμένα δεδομένα κ.α.) σχετικά με τις ερευνητικές τους δραστηριότητες, ενώ το διεθνές επιστημονικό περιοδικό Tumor Biology ανακάλεσε 107 επιστημονικά άρθρα Κινέζων ερευνητών. Οι περισσότερες χώρες έχουν σε ποικίλλοντα βαθμό επιστήμονες οι οποίοι καταφεύγουν στην απάτη για να βρεθούν στην κορυφή. Φυσικά η απάτη δεν συνιστά επιχείρημα κατά της αριστείας, αλλά η πίεση που αυτή ασκεί στους επιστήμονες και γενικότερα στους ανταγωνιζομένους συνιστά.
Και μετά έρχομαι στον άσημο οδοκαθαριστή του δήμου, στον οικοδόμο, στον οδηγό του λεωφορείου, στον συγκολλητή, στον αγρότη, στον επισκευαστή αυτοκινήτων, στο 95% των συνανθρώπων που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να γίνουν σημαιοφόροι και που χωρίς αυτούς κανείς, άριστος ή μη δεν επιβιώνει. Για να είμαι ειλικρινής με φοβίζει μια κοινωνία που εστιάζεται στους λεγόμενους αρίστους. Αυτή η κοινωνία ανοίγει τον δρόμο στους δηλητηριώδεις ανταγωνισμούς και στην αγενή άμιλλα, γιατί η ανθρωπότητα είναι πάντα ένα μείγμα αλτρουισμού και ατομισμού, απλής αλήθειας και κακοήθους ψεύδους, αγάπης και μίσους, ταπεινοφροσύνης και αλαζονείας, διαφωτισμού και μισαλλοδοξίας και δεν χρειάζεται τις δυνάμεις του σκληρού ανταγωνισμού. Η πρόοδος επιτυγχάνεται με μικρά βήματα παρά τα αρνητικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων, αλλά πρέπει πάντα να είμαστε σε εγρήγορση απέναντι στις δυνάμεις της αποδόμησης. Θέλουμε μια κοινωνία όπου όλοι οι πολίτες θα κάνουν το καλύτερο που μπορούν στον τομέα τους, όχι για να αισθανθούν ανώτεροι των άλλων που υποτίθεται ότι είναι κατώτεροι, αλλά για να ζήσουν με ειρήνη με το περιβάλλον τους, κοινωνικό και φυσικό, στο σύντομο πέρασμα από τον απειροελάχιστο πλανήτη μας. Και μια σημείωση: στο σχολείο μου ήμουν σημαιοφόρος.

*Ο Γιάννης Α. Φίλης είναι π. Πρύτανης του Πολυτεχνείυο Κρήτης

*Σημείωση: Το άρθρο του Γιάννη Α. Φίλη αναδημοσιεύθηκε στην "Εφημερίδα των Συντακτών" στις 30/8/2017.


Παιδεία-εκπαίδευση, ο πάλαι ποτέ χρηματιστηριακός τζόγος, τυχερά παιχνίδια και τηλεπαιχνίδια - και η κρίση. Και οι σχέσεις των ανθρώπων;... Απόσπασμα από ένα παλιό άρθρο τουβ Ευγένιου Αρανίτση στην "Ελευθεροτυπία", Οκτ. 2008...


...............................................................






Ευγένιος Αρανίτσης














‘’...Ο κόσμος παίζει και με το δίκιο του. Εφ’ όσον δεν εμπιστεύεται πια κανέναν θεσμό και καμιά πηγή υποσχέσεων, η απελπισμένη προσπάθεια για χειραγώγηση των πιθανοτήτων καταλήγει η μόνη διέξοδος.

Αυτή η ανυποχώρητη επιθυμία για ραντεβού στα τυφλά αντηχεί εξίσου σε όλα τα θεσμικά  επίπεδα της κυκλοφορίας του λόγου, με πρώτο εκείνο της παιδείας, όπου οι έφηβοι αποκτούν εμπειρίες ολότελα ξένες προς την καλλιέργεια της ικανότητας να μαθαίνουν, υποχρεωμένοι να εκπαιδεύονται στη διαχείριση πληροφοριών μέσω τεστ, κουίζ, multiple choices και πάσης φύσεως παιχνιδιών γνώσεων, που η φιλοσοφία τους επιτρέπει, και συνάμα απαιτεί, εφήμερες συμμαχίες με το τυχαίο. Κατά βάθος, όταν λέμε ότι η απόκτηση ενός διπλώματος ή πτυχίου είναι, αυτή καθαυτή σημαντικότερη από το μαθησιακό περιεχόμενο που τα τελευταία θα προϋπέθεταν, δεν αναφερόμαστε σε κάτι διαφορετικό από το ότι οι μετοχές ή τα ομόλογα είναι, αυτά τα ίδια, σημαντικότερα από το αγαθό που αντιπροσωπεύουν στο φάσμα της πραγματικής οικονομίας...’’
                                                                 Ευγένιος Αρανίτσης

                                                       («Ελευθεροτυπία», 11/10/2008)   

"Οι τόποι μνήμης και η βία των πλουσίων" γράφει η Αλεξάνδρα Κορωναίου * ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.08.2017)

...............................................................
 

Οι τόποι μνήμης και η βία των πλουσίων


Aπό την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1995)  
 Aπό την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το βλέμμα του 
Οδυσσέα» (1995)
  
γράφει η Αλεξάνδρα Κορωναίου *
 
Παρακολουθώντας την πολεμική που ξέσπασε στον Τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναφορικά με το συνέδριο που διοργανώθηκε από την εσθονική προεδρία της Ε.Ε. με θέμα (τουλάχιστον αρχικό) «Η κληρονομιά του 21ου αιώνα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα» αναρωτήθηκα ποιο είναι το βαθύτερο μήνυμα και νόημα μιας τέτοιας πολεμικής.
Πολλοί μίλησαν και έγραψαν σχετικά με τον σταλινισμό, τον κομμουνισμό, τον ναζισμό ή τις μνήμες του εμφυλίου πολέμου που ακόμη αποτελούν τραύμα για τη σύγχρονη ιστορία και ζωή μας.
Από τη σκοπιά της Κοινωνιολογίας θα ήθελα να κάνω δύο επισημάνσεις με αναφορά σε δύο θεμελιώδη βιβλία:
Η πρώτη έχει να κάνει με το βιβλίο του Γάλλου ακαδημαϊκού Pierre Nora «Τόποι μνήμης»1 στο οποίο ο συγγραφέας, που κάθε άλλο παρά κομμουνιστής ή μαρξιστής μπορεί να θεωρηθεί, αναλύει τον ρόλο που παίζουν οι τόποι μνήμης (μουσεία, αρχεία, μνημεία, επέτειοι, σύμβολα κ.ά.) για τη διαμόρφωση της εθνικής και συλλογικής ταυτότητας. Ρόλος με βαρύνουσα σημασία που δεν αφορά μόνο το ιστορικό παρελθόν αλλά, κυρίως, το παρόν.
Το παρόν είναι αυτό που ασκεί μια έντονη πίεση στο παρελθόν το οποίο, όπως γνωρίζουμε, γράφεται και ξαναγράφεται (π.χ. τα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας) με στόχο τη χειραγώγηση των λαών από την εκάστοτε κυρίαρχη οικονομική και πολιτική εξουσία και τη διαμόρφωση μιας κυρίαρχης κοινωνικής αναπαράστασης.
Από αυτή την άποψη, το ίδιο το συνέδριο στην Εσθονία μπορεί να ιδωθεί ως μια απόπειρα κατασκευής ενός τόπου μνήμης που ελάχιστα είχε να κάνει με τα θύματα της τραγωδίας του σταλινικού καθεστώτος. Αλλωστε τα αγάλματα των ηγετών στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού γκρεμίστηκαν στο τέλος της δεκαετίας του '80 γράφοντας συμβολικά το τέλος ενός συστήματος που κοινωνικά και πολιτικά είναι πλέον νεκρό.
Αλλος ήταν επομένως ο στόχος. Το παρόν στο οποίο ένα και μοναδικό, δηλαδή ολοκληρωτικό, σύστημα κυριαρχεί στον πλανήτη. Μιλώντας κοινωνιολογικά θα έλεγα πως το σύστημα αυτό επιβάλλει παντού τη βία των πλουσίων απέναντι στους φτωχούς. Η «Βία των πλουσίων»2 είναι ο τίτλος του βιβλίου των κοινωνιολόγων Monique Pinçon-Charlot και Michel Pinçon που βάζουν βαθιά το μαχαίρι στην πληγή που έχει ανοίξει παγκοσμίως και που δεν είναι άλλη από την εργασιακή, κοινωνική, ιδεολογική, συμβολική και ψυχολογική βία που ασκούν οι πλούσιοι στα λαϊκά στρώματα και στη μεσαία τάξη.
Οι ίδιοι οι συγγραφείς αναγνωρίζουν πως, από κοινωνιολογική σκοπιά, ο όρος «πλούσιοι» είναι ένα αμάλγαμα. Ωστόσο σκοπός τους είναι να αναδείξουν, μέσα από μια λεπτομερή καταγραφή της ζωής των πλουσίων και στη γραμμή της σκέψης του Pierre Bourdieu, πως, παρά τις διαφορές και τις αντιθέσεις στις τάξεις των πλουσίων, υπάρχει ένα αδιαμφισβήτητο ενοποιητικό στοιχείο: η υπεράσπιση των συμφερόντων τους απέναντι στους φτωχούς.
Οι συγγραφείς δεν μασάνε τα λόγια τους. Δεν θεωρούν ταμπού λέξεις όπως ταξική πάλη, μπουρζουαζία και εργάτης. Απέναντι στο ανάθεμα του «λαϊκισμού», οι δύο κοινωνιολόγοι αναλύουν λεπτομερώς τους μηχανισμούς που ενώνουν τους πλούσιους εναντίον των φτωχών. Πρόκειται για μια ανείπωτη ορατή και αόρατη βία που δεν πλήττει μόνο το εισόδημα των φτωχών αλλά και την αξιοπρέπεια και την αυτοεκτίμησή τους.
Η βία σπάει τα όρια ιδιωτικού και δημόσιου χώρου και ασκείται παντού: στους χώρους εργασίας, στην πόλη, στους δρόμους, στα σπίτια των ανέργων αλλά και στο σύμπαν των τηλεοπτικών και ιντερνετικών εικόνων. Διότι έχει ενδιαφέρον να τονίσουμε πως οι πλούσιοι, οι οποίοι γίνονται ολοένα πλουσιότεροι, συνοδεύονται από πολιτικούς, δημοσιογράφους και ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων.
Αυτό είναι αναγκαίο για να φέρουν εις πέρας ένα πολύ δύσκολο έργο: να πείσουν πως οι αγορές (ανώνυμες και απρόσωπες) αποφασίζουν για τα πάντα και, επιπλέον, είναι αήττητες. Σαν να επρόκειτο για μια απολύτως «φυσική» εξέλιξη των πραγμάτων την οποία ουδείς μπορεί να αλλάξει, επειδή δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση.
Οι λέξεις, όπως επισημαίνουν οι δύο κοινωνιολόγοι, είναι πολύτιμα όπλα σε αυτόν τον «ακήρυχτο» πόλεμο. Παράδειγμα η λέξη κρίση η οποία δεν περιγράφει μια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά μια μέγκενη από την οποία ουδείς μπορεί να ξεφύγει. Κι αν κάποιος αναρωτηθεί «ποιος ευθύνεται για όλα αυτά;», η απάντηση είναι αυτονόητα ταυτόσημη: «Μα, η κρίση». Η κρίση έγινε πλέον η λέξη-κλειδί που καθηλώνει τους φτωχούς ανθρώπους, σκυθρωπούς, αμίλητους και ταπεινωμένους μπροστά σε έναν πόλεμο στον οποίο επιτίθενται μόνο οι πλούσιοι. Επειδή, όμως, οι κυρίαρχοι διαρκώς φοβούνται πως, ίσως, τα φαντάσματα του παρελθόντος ξαναζωντανέψουν και επιχειρήσουν να βγουν από τους τάφους τους, προσπαθούν να εδραιώσουν με κάθε τρόπο την κυριαρχία τους.
Ο βιασμός της Ιστορίας μέσω της εξομοίωσης κομμουνισμού και ναζισμού είναι μια μέθοδος (μέχρι στιγμής ούτε οι νεοφιλελεύθεροι ιστορικοί του ναζισμού είχαν τολμήσει κάτι τέτοιο). Ομως απεχθέστερος είναι ο βιασμός που ασκείται στον νου και στο συναίσθημα των ανθρώπων. Το μήνυμα είναι σαφές: οι φτωχοί, αυτοί που καθημερινά συνθλίβονται, οι ανήμποροι πάσης φύσεως, οι άνεργοι, οι άστεγοι είναι πλέον βαρύ φορτίο για την κοινωνία.
Οι πλούσιοι όμως, παρά την κρίση, κάνουν ό,τι μπορούν για να τους βοηθήσουν, είναι οι (προ)αιώνιοι ευεργέτες τους. Ετσι, οι φτωχοί εκλιπαρούν προσδοκώντας την ανάπτυξη (επενδύσεις, θέσεις εργασίας κ.λπ.), δίχως να «χώνουν τη μύτη τους» στις σκοτεινές οικονομικές υποθέσεις των πλουσίων και, κυρίως, αφήνοντάς τους να δρουν ανενόχλητοι και σίγουροι πως η ατιμωρησία τους θα είναι παντοτινή. Τουλάχιστον, προς το παρόν.

1. Pierre Nora, Les lieux de mémoire, Ed. Quarto Gallimard, (3 τόμοι), 1997. Μεγάλο βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας. 2. Monique Pinçon-Charlot και Michel Pinçon, La violence des riches, Chronique d’une immense casse sociale, Éditions Zones / La Découverte, 2013. Το βιβλίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλά θεατρικά έργα στη Γαλλία και στο Βέλγιο.
* καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο