.............................................................
Αργύρης Εφταλιώτης
(1849 - 1923)
Φίλους δεν είχα πολλούς εκεί κάτου, στης Ασίας τα μέρη. Γνώριμους που κλέβανε τον καιρό μου, είχα πολλούς. Κάθε λίγο ερχότανε κι από ένας το βράδυ να περάσει την ώρα του. Εγώ την ώρα μου ήξερα πώς να την περάσω...
...Αυτά καθώς λαλούσανε κι αναμεσό τους λέγαν,
σκυλί που κοίτουνταν, ταυτιά και το κεφάλι ορθώνει,
ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει
όμως δεν τονε χάρηκε, γιατ' είχε φύγει εκείνος
στην Τροία τότες την ιερή ' σ' άλλους καιρούς οι νέοι
τον παίρνανε, να κυνηγούν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.
...Μετάφραζα τότες τον Όμηρο. Μα οι άλλοι - πού να το φανταστούν εκείνοι πως εγώ την προτιμούσα την μοναξιά;
Μοναξιά είπα; Καλέ τι λέω! Συντροφιά κι από κείνες! Πρώτα ο Όμηρος. Ύστερα τα λεξικά μου. Άφησε πια σημειώματα, σκόλια, χαρτιά, καλαμάρια, πένες. Όλ' αυτά σου μιλούνε, σε βλέπουνε, σ' αγαπούνε σα γράφεις. Δοκίμασε να γράψεις ένα στίχο με ξένη πένα, σε ξένο χαρτί, σε ξένο τραπέζι και με ξένο μελάνι, και βλέπεις διαφορά. Είναι σα να κοιμάσαι σε αλλουνού κρεβάτι.
Κι ωστόσο πάω ν' αλησμονήσω το μεγαλύτερό μου φίλο τα χρόνια εκείνα. Πάω να λησμονήσω το γάτο μου που ακόμα σπαράζεται η ψυχή μου σαν τον ανιστορώ.
...Τώρα, π' ο αφέντης έλειπε, τον άφηναν πεσμένο
στην σωριασμένη την κοπριά βοδιών και μουλαριώνε,
που ομπρός στη θύρα απλώνονταν, κ' οι παραγιοί αποκείθε
την σήκωναν και κόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα.
Απάνω αυτού κοιτότανε τσιμπουριασμένος ο Άργος...
...Μού τον έφεραν ένα πρωί δώρο - άσπρο γατάκι, μαλακό, παχουλό, ήμερο, με τα μεγάλα τα μάτια τα πρασινικίτρινα, και με τ' αχειλάκι του πίσσα μαύρο. Λες κι όλο χαμογελούσε με το γατήσιο εκείνο χαμόγελο που τέλος δεν έχει. Έτσι είναι βλέπεις, φτασμένο το στόμα του.
Παιχνιδιάρικο λες; Μα τα παιχνίδια του τα 'βλεπες και δε χόρταινες. Κουνούπι να περνούσε απ' ομπρός του, πηδούσε ολόρθος, καμάρα η ράχη του, φούντα ολόστεκη η ουρά του, σπίθες τα μάτια του. Μια και δυο, και ξεχύμιζε τότες στον αγέρα σα δαιμονισμένος που κυνηγούσε ένα τίποτις.
...Και τώρα, άμα μυρίστηκε σιμά τον Οδυσσέα,
γοργοσαλεύει την ουρά, ταυτιά του κατεβάζει
μα πιο κοντά του αφέντη του δεν μπόρειε να ζυγώση...
...Το φαγί μας πάντα μαζί. Έπινε το γάλα του γλήγορα γλήγορα, και σαν έγλειφε αυτός τα γαλατωμένα του γένεια, εγώ απόσωνα τότες το δικό μου φαΐ. Καθίζαμε ύστερα στη σπουδή. Εγώ στην καρέκλα μου, αυτός απάνω στο μεγαλύτερο λεξικό. Πόσες φορές τόνε χρειάζομουν εκείνο το Γαζή, και δεν πήγαινε η καρδιά μου να του χαλάσω το χουζούρι, εκεί που μισοκοιμότανε γουργουρίζοντας.
...Γύρισ' αυτός την όψη του και σφούγγισ' ένα δάκριο
κρυφό με τρόπο, κ' ύστερα τον πιστικό ρωτούσε'
"Μεγάλο θάμα, στην κοπριά να μνήσκη τέτοιος σκύλος
όμορφος σκύλος, μα άραγες νάναι και γοργοπόδης
κοντά στην τόση του ομορφιά, για νάναι δα από κείνους
που στα τραπέζια στολισμό τους έχουν οι αφεντάδες;"
...Τι τα θες! γενήκαμε φίλοι αχώριστοι. Στιγμή δεν έφευγε από κοντά μου. Κατάντησε να νιώθουμε ο ένας τον άλλον τόσο καλά, που ως κι α θύμωνα, αυτός τη δουλειά του...
...Κ' εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κ' είπες
"Ειν΄αυτουνού που απέθανε στα ξένα αυτός ο σκύλος.
Αν είταν έτσι στο κορμί, και στα έργα του σαν τότες
που ο Οδυσσέας τον άφησε κινώντας για την Τροία,
τότες θα κοίτας δύναμη και γληγοράδα, αλήθεια.
Αγρίμι δεν του ξέφευγε μες στα βαθιά του λόγγου,
κάθε κυνήγι, πούβγαζε σταχνάρια μαθημένος...
...Τι τα θες! γενήκαμε φίλοι αχώριστοι. Στιγμή δεν έφευγε από κοντά μου. Κατάντησε να νιώθουμε ο ένας τον άλλον τόσο καλά, που ως κι α θύμωνα, αυτός τη δουλειά του...
...Μα παθιασμένος τώρ' αυτός, ο αφέντης του στα ξένα
χαμένος, και δε νοιάζονται γι' αυτόν εδώ οι γυναίκες.
Κ' οι δούλοι, σα δε βρίσκεται απάνω τους αφέντης,
δουλειά να κάμουνε σωστή δε θέλουν πια τότες'
τι παίρνει τη μισή αρετή του ανθρώπου ο βροντορήχτης
ο Δίας, άμα της σκλαβιάς η μαύρη τούρθη μέρα".
Σημείωση 1: Μ' αυτήν την γραμματοσειρά αποσπάσματα από την ραψωδία ρ της "Οδύσσειας" στην κλασική μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη.
Σημείωση 2: Μ' αυτήν την γραμματοσειρά απόσπασμα από το διήγημα "Ο Άσπρος", διήγημα από τις "Νησιώτικες ιστορίες" , επίσης του Αργύρη Εφταλιώτη.