.......................................................
· «Η κατάρα»*
Διήγημα του Τενεσσή Ουίλλιαμς (1911 –
1983)
(Μτφ.
Ερρίκος Μπελιές)
από τη «Νύχτα της Ιγκουάνα και άλλα
διηγήματα»
(από τα «Μικρά Κλασικά», εκδ. Πατάκη,
1996)
Όταν
ένας πανικόβλητος άνθρωπος ψάχνει ένα μέρος για να μείνει σε πόλη άγνωστη, η
μάθηση τον εγκαταλείπει. Τα δαιμονικά πνεύματα που στοίχειωναν κόσμους
πρωτόγονους επανέρχονται από την εξορία. Τότε, ύπουλα, θριαμβευτικά, σέρνονται
και πάλι στους μυστικούς πόρους της πέτρας και στις φλέβες του ξύλου, απ’ όπου
τα είχε αποβάλει δια της βίας η γνώση. Ο μοναχικός ξένος που φοβάται τη σκιά
του και τρέμει τον ήχο των βημάτων του προχωρεί μέσα σ’ άγρυπνες σειρές
κατώτερων θεοτήτων με προθέσεις σκοτεινές. Δεν κοιτάζει τα σπίτια τόσο όσο τον
παρατηρούν εκείνα. Οι δρόμοι τού κρατάνε πόζα. Οι πινακίδες, οι βιτρίνες, οι
εξώπορτες, όλα έχουν μάτια και στόματα που τον παρακολουθούν και τον
σχολιάζουνε ψιθυριστά. Η ένταση συστρέφεται όλο και πιο σφιχτά. Εάν κάποιος
χαμογελάσει άξαφνα και τον καλοσωρίσει, αυτή η απλή πράξη μπορεί να τον
διαλύσει. Το δέρμα του, τεντωμένο σαν παιδικό γάντι σε χέρι μεγαλύτερο, μοιάζει
έτοιμο να σκάσει στις ραφές, ν’ αφήσει ελεύθερο το πνεύμα του να φιλήσει τους
πέτρινους τοίχους και να χορέψει σε μακρινές ταράτσες. Τότε οι δαίμονες
σκορπίζουνε γι’ άλλη μια φορά, πετιούνται πάλι στο καλάθι των αχρήστων· η γη
είναι και πάλι ήσυχη και υπάκουη και αδιάφορη, μια κουτή αγελάδα που περπατάει
στο ίδιο αυλάκι για να οργώσει χρονικές στιγμές που διευκολύνουνε τον άνθρωπο.
Έτσι ακριβώς αισθάνθηκε κι ο Λούτσιο όταν
πρωτοσυνάντησε τη μελλοντική του συντρόφισσα, τη γάτα. Αυτό ήταν το πρώτο
ζωντανό πλάσμα στην ξένη βορινή πόλη που απάντησε στην επίκληση του ματιού του.
Ανταπόδωσε το βλέμμα με μεγάλη οικειότητα. Σχεδόν άκουσε τη γάτα να προφέρει τ’
όνομά του: «Α, εσύ είσαι, Λούτσιο!» έμοιαζε σα να λέει. «Σε περίμενα καιρό,
πολύ καιρό!»
Της ανταπόδωσε και ο Λούτσιο το χαμόγελο κι
ανέβηκε τα σκαλοπάτια όπου ήταν καθισμένη. Η γάτα δεν κουνήθηκε. Αντίθετα,
γουργούρισε αχνά. Ήχος που ήταν και δεν ήταν ήχος. Ένας ελάχιστα αναγνωρίσιμος
παλμός στην ατμόσφαιρα του ωχρού απογεύματος. Τα κεχριμπαρένια μάτια της δεν
ανοιγόκλεισαν, μονάχα στενέψανε λίγο, προεξοφλώντας το άγγιγμά του που
ακολούθησε αμέσως. Τα δάχτυλά του άγγιξαν το μαλακό κεφάλι της και κατέβηκαν
στην οστεώδη ραχοκοκαλιά της: στα δάχτυλά αισθάνθηκε το απειροελάχιστο τρέμουλο
του σώματός της καθώς γουργούριζε. Σήκωσε λίγο το κεφάλι να τον κοιτάξει. Εντελώς
θηλυκή η κίνησή της, σαν γυναίκα που σηκώνει το βλέμμα και κοιτάζει στο πρόσωπο
τον εραστή της καθώς εκείνος την αγκαλιάζει, εκστατικό, τυφλό βλέμμα,
απρόβλεπτο όπως η λειτουργία της αναπνοής.
-Σ’ αρέσουν οι γάτες;
Η φωνή του ήταν ακριβώς από πάνω του. Ανήκε
σε μια μεγαλόσωμη γυναίκα με ριγέ βαμβακερό ύφασμα.
Ο Λούτσιο κοκκίνησε ένοχα και η γυναίκα
γέλασε.
-Τ’ όνομά της είναι Νιτσέβο, είπε. Ένας από
τους ενοίκους την ονόμασε έτσι. Ήταν Ρώσος ή κάτι τέτοιο. Έμενε εδώ πριν
αρρωστήσει. Βρήκε τη γάτα σε μια αυλή, την έφερε στο σπίτι, την τάιζε, την
περιποιότανε, την άφηνε να κοιμάται στο κρεβάτι του και τώρα δεν μπορούμε να
την ξεφορτωθούμε με τίποτα. Δύο φορές σήμερα τη κατάβρεξα, κι αυτή εδώ, δεν το
κουνάει. Μάλλον τον περιμένει να γυρίσει. Αλλά εκείνος δεν θα γυρίσει. Μιλούσα
τις προάλλες με κάτι παιδιά που δουλεύανε μαζί του στο εργοστάσιο. Είναι άσχημα
τώρα. Μου λέγανε πως ήταν έτοιμος να τα παρατήσει και να τραβήξει δυτικά για τα
πνευμόνια του, όταν άρχισε να φτύνει αίμα. Ατυχία! Και δεν ήταν κακός άνθρωπος!
Η φωνή της ήτανε συρτή, μετά στράφηκε
χαμογελώντας αόριστα, σαν να ήθελε να ξαναπάει μέσα.
-Έχετε δωμάτια με οικοτρόφους; ρώτησε ο
άντρας.
-Όχι. Όλοι έχουν εδώ γύρω εκτός από μας. Ο
άντρας μου δεν είναι πολύ καλά πια. Είχε ένα ατύχημα κάτω στο εργοστάσιο και
τώρα είναι άχρηστος, πρέπει κάποιος να τον περιποιείται. Κι εγώ, αναστέναξε,
αναγκάζομαι να δουλεύω στο φούρνο, πέρα στην οδό Τζέημς.
Γέλασε και σήκωσε ανοιχτές τις παλάμες της,
που οι γραμμές τους ήταν άσπρες σαν κιμωλία.
-Γι’ αυτό έχω παντού απάνω μου αλεύρια. Η
γειτόνισσά μου, η δεσποινίς Τζακόμπυ, μού λέει ότι μυρίζω σαν φρέσκια
φραντζόλα. Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορώ να περιποιούμαι τον κόσμο. Νοικιάζω όμως
δωμάτια όπου ο καθένας τα κανονίζει όλα μόνος του. Αν θέλεις, έχω ένα να σου
δείξω.
Σταμάτησε και τον κοίταξε χαμογελαστή, μετά
άγγιξε τα χείλη κι άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στις γυμνές κορφές των
δέντρων.
-Αλήθεια, τώρα που το σκέφτηκα, συνέχισε, θα
μπορούσα να σου δείξω το δωμάτιο όπου έμενε ο Ρώσος. Εκτός αν είσαι προληπτικός
και σε πειράζει να μένεις στο δωμάτιο όπου κάποιος άλλος αρρώστησε βαριά. Λένε
πως η αρρώστια του δεν είναι μεταδοτική, αλλά πάλι δεν ξέρω…
Στράφηκε και μπήκε στο σπίτι, κι ο Λούτσιο
την ακολούθησε.
Του έδειξε το δωμάτιο που πρόσφατα είχε
εγκαταλείψει ο Ρώσος. Με δύο παράθυρα, που το ένα έβλεπε πίσω, σε μια στενή
αυλή όπου πρασινογάλαζα λάχανα ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί σαν στατικά σιντριβάνια
ανάμεσα σε χορτάρια και ζιζάνια.
Καθώς ο άντρας κοίταζε από το δεύτερο
παράθυρο και η γυναίκα στεκότανε πίσω του, ζεσταίνοντάς του με την ανάσα της
στο σβέρκο και μυρίζοντας αλεύρι, είδε τη Νιτσέβο, τη γάτα, να περπατάει αργά
και χαριτωμένα ανάμεσα στα τεράστια λάχανα.
-Η Νιτσέβο, είπε η γυναίκα.
-Τι σημαίνει τ’ όνομά της; τη ρώτησε.
-Α, δεν ξέρω. Προφανώς κάτι τρελό στα
ρωσικά. Μου το ‘χε πει, αλλά το ξέχασα.
-Θα νοικιάσω το δωμάτιο μόνον αν μπορώ, σαν
το Ρώσο, να κρατήσω τη γάτα μαζί μου.
-Ω! γέλασε η γυναίκα, κι εσύ σαν το Ρώσο!
-Ναι, απάντησε ο Λούτσιο.
-Εκείνος κι εγώ γίναμε πολύ καλοί φίλοι, του
είπε. Με βοήθησε στις δουλειές που δεν μπορεί να κάνει ο άντρας μου τώρα πια,
μετά το ατύχημα στο εργοστάσιο.
-Ναι; Λοιπόν; Τι λες;
-Λοιπόν…, και η γυναίκα κάθισε στο κρεβάτι.
Εγώ δε δέχομαι κανέναν στο σπίτι μου αν δεν συζητήσουμε πρώτα. Υπάρχουνε μερικά
πράγματα που πρέπει να ξεκαθαριστούνε προτού συμφωνήσουμε. Το καταλαβαίνεις,
ελπίζω, αυτό.
-Α, ναι.
-Για παράδειγμα, δε μ’ αρέσουν οι αδερφές.
-Τι;
-Οι αδερφές! Είχα έναν κάποτε που έβγαινε
στο δρόμο με κόκκινα φουλάρια και μου κουβάλαγε εδώ μέσα άντρες. Αυτό δε μ’
αρέσει.
-Ω, δε θα κάνω ποτέ κάτι τέτοιο.
-Ωραία, απλώς ήθελα να ξέρω. Μου φάνηκες
λίγο παράξενος, γι’ αυτό.
-Είμαι ξένος.
-Τι είδους ξένος;
-Σικελικής καταγωγής.
-Τι ειν’ αυτό;
-Η Σικελία είναι ένα νησί της Ιταλίας.
-Α, καλά αυτό δε με πειράζει.
Τον κοίταξε, πετάρισε τα βλέφαρά της και του
χαμογέλασε.
-Μούσσο! είπε. Θα σε φωνάζω Μούσσο! Σαν το
Μουσσολίνι.
Παρά το βάρος της, σηκώθηκε κοκέτικα απ’ το
κρεβάτι και του έδωσε ένα φιλικό χτυπηματάκι στο στομάχι με τον αντίχειρά της.
-Λοιπόν, τι λες; τη ρώτησε.
-Εντάξει. Δουλειά έχεις βρει;
-Όχι, ακόμα.
-Να πας στο εργοστάσιο και να ζητήσεις τον
Όλιβερ Γούντσον. Να του πεις ότι σ’ έστειλε η κυρία Χάτσεσον. Θα σου δώσει
αμέσως δουλειά όταν μάθει ότι σε στέλνω εγώ.
-Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ πολύ!
Αυτή μόρφασε, χαμογέλασε, αναστέναξε και
γύρισε αργά να φύγει.
-Ο άντρας μου ακούει συνέχεια δελτία
ειδήσεων για να μαθαίνει τα νέα για τον πόλεμο. Εμένα βέβαια μου σπάνε τα
νεύρα. Αλλά πρέπει να έχουμε υπομονή με τους αρρώστους. Έτσι είναι.
Όμως ο Λούτσιο δεν άκουγε. Είχε γυρίσει στο
παράθυρο και κοίταζε τη γάτα. Ήταν ακόμα κάτω στην αυλή περιμένοντας
υπομονετικά ανάμεσα σε δύο λάχανα την ετυμηγορία που θα ρύθμιζε το μέλλον της.
Ω, πόση λαχτάρα είχε στο βλέμμα της! Αλλά και αξιοπρέπεια.
Γρήγορα ο Λούτσιο πέρασε μπροστά απ’ τη
γυναίκα και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα.
-Πού πηγαίνεις; του φώναξε.
-Έξω! Στην αυλή! Στη γάτα!
Ο Λούτσιο βρήκε δουλειά στο εργοστάσιο μέσω
του Γούντσον. Τον βάλανε να κάνει αυτό που έκανε πάντα, μια χειρωνακτική
δουλειά που δεν ήθελε πολλή σκέψη. Μια σειρά από μεταλλικές λουρίδες κροτούσε
μπροστά σου, έκανες τη ρύθμιση που έπρεπε, η σειρά προχωρούσε. Αλλά κάθε φορά
που προχωρούσε, έπαιρνε μαζί της κι ένα δικό σου κομμάτι. Η ενέργεια έφευγε από
τα δάχτυλά σου, σαν να γινόταν αφαίμαξη. Την αντικαθιστούσε άλλη ενέργεια μέσα
στο σώμα σου. Αλλά κι αυτή έφευγε. Κι όταν τελείωνε η μέρα, αισθανόσουν άδειος.
Τι είχε φύγει από μέσα σου; Και γιατί; Αγόραζες τις απογευματινές εφημερίδες
από παιδιά που φωνάζανε και σου τις πασάριζαν επίμονα. Ίσως εδώ βρισκότανε
κάποια απάντηση σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα. Ίσως η εφημερίδα σού έλεγε γιατί
ζούσες και γιατί μοχθούσες. Αλλά όχι! Οι εφημερίδες απέφευγαν αυτά τα θέματα.
Αντίθετα, ανακοίνωναν τη συνολική χωρητικότητα των πλοίων που βυθίστηκαν. Τον
αριθμό των αεροπλάνων που κατέπεσαν στις αερομαχίες. Τις πόλεις που
καταλήφθηκαν, τα χωριά που βομβαρδίστηκαν. Τα στοιχεία ήταν συγκεχυμένα, η
εφημερίδα σού έφευγε από τα χέρια, σ’ έπιανε πονοκέφαλος…
Ω Θεέ μου, κι όταν σηκωνόσουν το πρωί, ο
ήλιος ήτανε στην ίδια θέση που τον είδες και την προηγούμενη μέρα, στο δρόμο
πίσω από το νεκροταφείο, λες κι όλο το βράδυ τον φύλαγαν οι άυλοι νεκροί. Τον
έβλεπες να υψώνεται μέσα στην ίδια αχλύ σαν κοκκινωπό μπισκότο, στρογγυλός και
κόκκινος, ενώ θα μπορούσε να είναι τετράγωνος ή σπειροειδής, θα μπορούσε να
έχει οποιοδήποτε σχήμα και να σημαίνει το ίδιο…
Ο επιστάτης του εργοστασίου έδειχνε ν’
αντιπαθεί το Λούτσιο, ή τουλάχιστον να τον υποπτεύεται για κάτι. Συχνά
σταματούσε πίσω από την πλάτη του και τον παρακολουθούσε που δούλευε, στεκότανε
πίσω του πολλή ώρα, χωρίς λόγο, κι όταν έφευγε, μουρμούριζε λίγο σαν να
υπονοούσε κάτι.
Ο Λούτσιο σκεφτόταν ότι δεν θα τα κατάφερνε
να μείνει για πολύ σ’ αυτή τη δουλειά.
Έγραψε στον αδερφό του. Ο αδερφός του
λεγόταν Σίλβα και εξέτιε ποινή δέκα χρόνων σε μια φυλακή του Τέξας. Ήτανε
δίδυμος με το Λούτσιο, αλλά δε μοιάζανε στο χαρακτήρα. Ήταν όμως πολύ δεμένα
αδέρφια. Ο Σίλβα υπήρξε αντάρτης, ένα αγόρι που αγαπούσε τη μουσική και το
ουίσκι, που ζούσε τη νύχτα σαν τις γάτες, που ήταν σαν λιμοκοντόρος και πάντα
μύριζε ωραίο άρωμα γυναίκας. Τα ρούχα του ήτανε πεταμένα παντού στο διαμέρισμα
που ‘χανε νοικιάσει μαζί σε κάποια πόλη του Νότου και μύριζαν όλα γυναικεία
πούδρα. Ψεύτικα μπιχλιμπίδια και μπρελόκ έπεφταν από τις τσέπες του, αποδείξεις
αγάπης από κάποια Γκλάντυς ή Μέημπελ ή Ρουθ. Όταν ξύπναγε, άνοιγε το ραδιόφωνο
και το ‘κλεινε όταν ήθελε να κοιμηθεί. Ο Λούτσιο τον έβλεπε σπάνια, είτε
κοιμισμένο είτε ξύπνιο. Και σπανιότερα συζητούσανε τα προσωπικά τους, αλλά
κάποτε ο Λούτσιο βρήκε ένα περίστροφο στο σακάκι του αδερφού του. Άφησε το
περίστροφο στο κρεβάτι, που το χρησιμοποιούσαν αντίθετες ώρες, κι ένα σημείωμα.
«Αυτό είναι ο θάνατός σου» έγραφε το σημείωμα. Όταν γύρισε στο σπίτι, το περίστροφο
είχε εξαφανιστεί. Στη θέση του ήταν ένα ζευγάρι
γάντια που φορούσε ο Λούτσιο στο χυτήριο όπου δούλευε. Κι ένα σημείωμα,
με τον άστατο γραφικό χαρακτήρα του Σίλβα, που έλεγε: «Κι αυτός είναι ο δικός σου θάνατος!». Μετά από λίγο καιρό
ο Σίλβα πήγε στο Τέξας, όπου τον συλλάβανε για ληστεία κι έφαγε δέκα χρόνια
φυλακή. Ο Λούτσιο άρχισε να του γράφει, κάτι που συνέχιζε εδώ κι οχτώ χρόνια.
Κάθε φορά έγραφε στον αδερφό του για κάποια εντελώς φανταστική πρόοδο στη
σταδιοδρομία του. Του έλεγε ότι είχε γίνει επιστάτης και μέτοχος της
επιχείρησης. Ότι ήταν μέλος στην τοπική λέσχη. Ότι οδηγούσε Κάντιλλακ. Ότι
πρόσφατα πήγε σ’ άλλη πόλη, πιο βόρεια, σε καλύτερη θέση και με πολύ καλύτερο
μισθό. Αυτά τα ψέματα γινόντουσαν όλο και πιο περίπλοκα: άρχισαν ν’ αποτελούν κι
ένα είδος ονειρικής κατάστασης για το Λούτσιο. Το πρόσωπό του κοκκίνιζε όταν
έγραφε και τα χέρια του τρέμανε τόσο, που, όταν έγραφε και τα χέρια του τρέμανε
τόσο, που, όταν τελείωνε το γράμμα, ο γραφικός του χαρακτήρας ήτανε σχεδόν
δυσανάγνωστος. Δεν είχε σκοπό να προκαλέσει το φθόνο του αδερφού του, κάθε άλλο
μάλιστα. Αλλά αγαπούσε τον αδερφό του πάρα πολύ, κι ο Σίλβα πάντα του μιλούσε
σχεδόν περιφρονητικά. Πάντως, ο Σίλβα πίστευε κάθε νέο που του έγραφε ο
Λούτσιο. «Μπράβο σου, τα καταφέρνεις μια χαρά!» του έγραφε. Κι έβλεπες πόσο
κατάπληκτος αλλά και περήφανος ήτανε. Γι’ αυτό ο Λούτσιο έτρεμε τη στιγμή που
θα μαθευόταν η αλήθεια, όταν δηλαδή ο αδερφός του θα έβγαινε από τη φυλακή…
Η προαίσθηση του Λούτσιο ότι δεν θα τον
κρατούσαν πολύ σ’ εκείνη τη δουλειά τού έγινε σχεδόν έμμονη ιδέα: κάτι που
στριφογυρνούσε συνέχεια στο μυαλό του. Τα βράδια ξεχνιότανε λίγο με τη Νιτσέβο
τη γάτα. Η παρουσία της Νιτσέβο ήτανε η διάψευση όλων των απειλητικών στοιχείων
της τύχης. Έβλεπες πως η Νιτσέβο δεν εμπιστευόταν καθόλου την τύχη. Πίστευε ότι
τα πάντα προχωρούσανε σύμφωνα με μια φυσική, προκαθορισμένη σειρά και ότι δε
χρειαζότανε να φοβάται για τίποτα. Όλες οι κινήσεις της ήταν αργές και χωρίς
συγκίνηση ή ένταση. Όλα τα έκανε με τέλεια χάρη. Τα κεχριμπαρένια μάτια της
παρατηρούσαν κάθε αντικείμενο με γαλήνη. Ως και για το φαγητό της δεν
βιαζότανε. Κάθε βράδυ ο Λούτσιο έφερνε στο σπίτι μισό κιλό γάλα για το γεύμα
και το πρωινό της. Η Νιτσέβο καθόταν ήσυχη στα πισινά της πόδια περιμένοντας,
όσην ώρα αυτός άδειαζε το γάλα στη ραγισμένη κούπα που του δάνεισε η
σπιτονοικοκυρά. Μετά ο Λούτσιο ακουμπούσε την κούπα στο πάτωμα, δίπλα στο
κρεβάτι, και ξάπλωνε περιμένοντας, ενώ η Νιτσέβο ερχόταν αργά προς τη γαλάζια
κούπα. Τον κοιτούσε μια φορά, αργά, με τ’ ακίνητα μάτια της, προτού αρχίσει να
τρώει και μετά χαμήλωνε χαριτωμένα το πιγούνι της στην άκρη της κούπας, η
κόκκινη άκρη της μεταξωτής γλώσσας της πρόβαλλε και το δωμάτιο γέμιζε από
γλυκιά, αχνή μουσική: έπινε τόσο ευγενικά το γάλα της. Ο Λούτσιο την κοίταζε,
κι όσο την κοίταζε, χαλάρωνε. Οι σφιχτοί κόμποι της ανησυχίας λασκάριζαν και
χανόντουσαν. Τα πιεσμένα μέσα του συναισθήματα εξαφανίζονταν και η καρδιά του
άρχισε να χτυπάει πιο ήσυχα. Άρχιζε να αισθάνεται νύστα καθώς παρακολουθούσε τη
γάτα, νύστα και μέθη. Το σώμα της μεγάλωνε και το δωμάτιο έφθινε και
υποχωρούσε. Κάποια στιγμή τού φαινόταν ότι η γάτα είχε γίνει ίδια σε διαστάσεις
μ’ αυτόν. Ήταν κι αυτός γάτα, σαν τη Νιτσέβο, και βρισκόντουσαν κι οι δύο στο
πάτωμα πίνοντας γάλα στην άνετη, σίγουρη ζεστασιά ενός κλειδωμένου δωματίου,
όπου δεν υπήρχαν ούτε εργοστάσια, ούτε επιστάτες, ούτε μεγαλόσωμες ξανθές
σπιτονοικοκυρές με σαρκώδη στήθη.
Η Νιτσέβο έκανε πολλή ώρα να πιει το γάλα
της. Συχνά ο Λούτσιο αποκοιμιόταν προτού το τελειώσει. Ξυπνούσε αργότερα και
την έβρισκε ζεστή δίπλα του, σήκωνε νυσταγμένος το χέρι και τη χάιδευε, κι
ένιωθε τον ανεπαίσθητο παλμό της ραχοκοκαλιάς της καθώς γουργούριζε. Είχε
αρχίσει να παχαίνει. Τα καπούλια της
είχαν δέσει. Φυσικά, δεν είχε γίνει καμία δήλωση αγάπης εκ μέρους και των δύο,
αλλά ο καθένας τους αισθανόταν ότι η επαφή που είχε τον άλλον θα διαρκούσε για
όλη τη ζωή του. Ο Λούτσιο μιλούσε στη γάτα με νυσταγμένα μισόλογα. Ποτέ δεν
είχε κατασκευάσει ιστορίες σαν αυτές που έγραφε στον αδερφό του, απλώς της
διέψευδε όλες τις ανησυχίες που διακατείχαν τον ίδιο. Της έλεγε ότι δεν
επρόκειτο να χάσει τη δουλειά του, ότι πάντα θα ‘τανε σε θέση να της προσφέρει
γάλα το βράδυ και το πρωί να την αφήνει να κοιμάται στο κρεβάτι του. Της έλεγε ότι
τίποτα ολέθριο δεν επρόκειτο να τους συμβεί και ότι δεν έπρεπε κι οι δύο να
φοβούνται το παραμικρό. Ούτε ο ήλιος που ανέτελλε ολόλαμπρος κάθε πρωί απ’ την
καρδιά του νεκροταφείου θα μπορούσε να διαλύσει τη μαγεία που είχανε μεταξύ
τους.
Ένα βράδυ ο Λούτσιο αποκοιμήθηκε με το φως
ανοιχτό. Η σπιτονοικοκυρά του, που έτυχε να έχει αϋπνία εκείνο το βράδυ, είδε
το φως από τη χαραμάδα, ήρθε, χτύπησε την πόρτα του και μην παίρνοντας
απάντηση, την άνοιξε. Βρήκε τον ξένο μικρόσωμο άντρα να κοιμάται στο κρεβάτι και
τη γάτα κουλουριασμένη στο στήθος του. Το πρόσωπό του ήταν έντιμο και γερασμένο
πριν την ώρα του, και τα μάτια του, όταν τα είχε ανοιχτά, τον έκαναν να
φαίνεται ακόμα πιο γερασμένος, όμως τώρα ήτανε κλειστά και το σώμα του ήταν
ισχνό και άσπρο και λυμφατικό σαν μικρού παιδιού. «Δε μοιάζει και πολύ με
άντρα» σκέφτηκε η σπιτονοικοκυρά. Αλλά ήθελε να διαπιστώσει τον ανδρισμό του.
Κι ο Ρώσος αδύνατος ήτανε, χλωμός σαν πτώμα, και πάντα έβηχε λες κι ένα
στράτευμα βαρβάρων τού ξέσκιζε τα σωθικά. Παρ’ όλα αυτά, ήτανε φλογερός και
πολύ καλός εραστής, πράγμα που τον έκανε ν’ αποκτά και άλλη υπόσταση ως
άνθρωπος. Θυμήθηκε λοιπόν το Ρώσο που έμενε πριν στο δωμάτιο, πλησίασε στο
κρεβάτι, κατέβασε τη γάτα στο πάτωμα κι ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του
κοιμισμένου. Ο Λούτσιο ξύπνησε και τη βρήκε να κάθεται δίπλα του, χαμογελώντας
κι έχοντας επάνω της την έντονη μυρωδιά του κρεβατιού κι ανεπαίσθητα τη μυρωδιά
του αλευριού. Το πρόσωπό της φάνηκε διπλό στα θολωμένα του μάτια. Δύο τεράστια
λαμπερά φεγγάρια έπλεαν στην κεχριμπαρένια ατμόσφαιρα του δωματίου. Το χέρι της
στον ώμο του τον έκαιγε, τον τρυπούσε, όπως κάποτε, όταν ήτανε παιδί, το δέρμα
ενός ιδρωμένου αλόγου τού είχε τρυπήσει τα δάχτυλα όταν τ’ άγγιξε. Το στόμα της
ήταν υγρό, η ζέστα του κόρφου της τον αγκάλιασε. Τα τριαντάφυλλα στην
ταπετσαρία του τοίχου – πόσο μεγάλα ήτανε! Και μετά ο Λούτσιο βυθίστηκε πάλι
στο σκοτάδι.
Όταν έφυγε η σπιτονοικοκυρά, ο Λούτσιο
ξανακοιμήθηκε χωρίς να έχει πολυκαταλάβει αυτό που συνέβη μεταξύ τους. Αλλά
τώρα αισθανότανε πιο άνετος και ξεκούραστος, και το κρεβάτι λες και είχε ανέβει
πολύ ψηλά, πάνω από το σκοτάδι, πάνω από τις αλλεπάλληλες στέγες και τις
τεράστιες καμινάδες της εργατούπολης, και τώρα ταξίδευε ελεύθερο στ’ αστέρια,
που δεν ήτανε τόσο ψυχρά όσο δείχνανε, αλλά ζεστά, με μια ζεστασιά ανθρώπινη,
αρωματισμένη μ’ αλεύρι…
Η ζωή στο σπίτι έγινε γλυκιά και φιλική για
το Λούτσιο.
Μερικές φορές όταν έμπαινε στο χολ του
ισογείου, στις πέντε και τέταρτο κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ, φώναζε δυνατά
«Χάι-χο, γεια σ’ όλους σας, χάι-χο!». Η σπιτονοικοκυρά έβγαινε σαν μαστουρωμένη
από το θόρυβο του ραδιοφώνου στο δωμάτιό της, με το σώμα της γεμάτο γλυκανάλατα
τραγούδια: φεγγάρια, ρόδα, ουρανούς γαλανούς, απόβροχα με ουράνια τόξα,
ηλιοβασιλέματα, κήπους, αιώνιες αγάπες! Χαμογελούσε ολόκληρη, άγγιζε το πλατύ
μέτωπό της, και τ’ αριστερό της χέρι γλιστρούσε στο σώμα της, πιέζοντάς το εδώ
κι εκεί και απολαμβάνοντας την τρυφερή της σάρκα, που ήθελε να τη μοιραστεί…
Ναι, ναι φεγγάρια, εραστές, τραιντάφυλλα ακολουθούσανε το Λούτσιο στη σκάλα,
στην κρεβατοκάμαρά του και σκορπιζόντουσαν στο κρεβάτι, ένας τεράστιος σωρός
από «Σ’ αγαπώ!» και «Να με θυμάσαι!» και «Θα συναντηθούμε στο φεγγαρόφωτο!». Το
ραδιόφωνο γέμιζε τη σπιτονοικοκυρά σαν δεκαγάλονη νταμιτζάνα, που ο μικρόσωμος
μελαχρινός άντρας απολάμβανε στον επάνω όροφο πριν από το βραδινό του.
Αλλά τα πρωινά στη δουλειά η ζωή του ήταν
όλο και πιο κουραστική. Ο Λούτσιο πήγαινε στη δουλειά με πυρετώδη βιασύνη και η
ανησυχία του όλο και μεγάλωνε όποτε ο επιστάτης σταματούσε πίσω από την πλάτη του.
Το μουρμουρητό του, δυνατότερο κάθε φορά, ήτανε σαν μαχαιριά στην πλάτη του
Λούτσιο: όλο το αίμα έφευγε από την πληγή και δύσκολα μπορούσε να κρατηθεί στα
πόδια του. Τα χέρια του πήγαιναν όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που χάνανε το ρυθμό
τους, και οι μεταλλικές λουρίδες σφηνώνανε και το μηχάνημα ούρλιαζε θυμωμένο,
διαψεύδοντας την αυταπάτη του ανθρώπου ότι αυτός είναι το αφεντικό.
-Να σε πάρει ο διάολος! φώναζε ο επιστάτης.
Γιατί δεν προσέχεις ποτέ σου; Βαρέθηκα πια να σου φωνάζω, ό,τι πιάνεις με το
χέρι σου το χαλάς!
Εκείνη τη νύχτα έγραψε στον αδερφό του ότι
πήρε κι άλλη, πολύ γερή αύξηση. Μάλιστα του εσώκλεισε τρία δολάρια για γλυκά
και τσιγάρα και του ανακοίνωσε ότι σκόπευε να προσλάβει κάποιο μεγάλο δικηγόρο
για να ξανανοίξει την υπόθεση του Σίλβα και να την πάει, αν παραστεί ανάγκη,
μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών.
«Στο μεταξύ» κατέληγε το γράμμα «εσύ να
είσαι ήσυχος. Δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς για τίποτα, σου δίνω το λόγο μου!»
Αυτό ήτανε και το λογύδριο που έβγαζε κάθε
βράδυ στη γάτα.
Αλλά μερικές μέρες αργότερα ήρθε ένα γράμμα
από τον επίτροπο των φυλακών του Τέξας, κάποιον με τ’ ασυνήθιστο όνομα Μόρτιμερ
Τζ. Στώλκαπ, που του επέστρεφε τα χρήματα και λακωνικά του ανέφερε ότι ο
κατάδικος αδερφός του, ο Σίλβα, σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε ν’ αποδράσει.
Ο Λούτσιο έδειξε το γράμμα στη φίλη του τη
γάτα. Στην αρχή αυτή φάνηκε να το κοιτάζει αδιάφορη. Όμως μετά έδειξε
ενδιαφέρον, έπαιξε το χαρτί με τη λευκήν πατούσα της, νιαούρισε και δάγκωσε την
άκρη του. Ο Λούτσιο άφησε το γράμμα να πέσει στο πάτωμα, κι η γάτα το έσπρωξε
διακριτικά με τη μύτη και τις πατούσες της μακριά απ’ το χαλάκι.
Μετά από λίγο σηκώθηκε και της έδωσε το γάλα
της, που είχε μάλλον ζεσταθεί αφού το δωμάτιο είχε τόσο καλή θέρμανση. Τα
σώματα του καλοριφέρ έβραζαν. Η γλώσσα της άρχισε να γλείφει διακριτικά. Τα
τριαντάφυλλα στην ταπετσαρία του τρεμόφεγγαν ανάμεσα στα δάκρυα που στέγνωνε η
υπερένταση του μικρόσωμου άντρα.
Γυρίζοντας από το εργοστάσιο ένα βράδυ
εκείνου του χειμώνα, του συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Υπάρχει ένα μέρος λίγα
τετράγωνα πιο πέρα από το εργοστάσιο, μια καφετέρια που λέγεται «Η συνάντηση».
Έξω απ’ αυτήν, το συγκεκριμένο βράδυ παραπατούσε ένας άντρας που έμοιαζε με
ζητιάνο. Άρπαξε το Λούτσιο απ’ το μανίκι και μετά από ένα παρατεταμένο και
σταθερό βλέμμα, με μάτια που φλεγόντουσαν όπως ο ορίζοντας του νεκροταφείου,
του είπε σοβαρά:
-Μη φοβάσαι όλους αυτούς τους μπάσταρδους.
Φυτρώνουνε σαν τ’ αγριόχορτα και σαν τα ζιζάνια ξεριζώνονται. Αποφεύγουνε τη
συνείδησή τους και δεν μπορούνε να μείνουνε ήσυχοι ούτε λεπτό. Πρόσεξε τον
ήλιο! Ξεπροβάλλει κάθε πρωί απ’ το νεκροταφείο τους!
Τα λόγια του ξένου συνεχίσανε προφητικά γι’
αρκετή ώρα, κι όταν άφησε τελικά το μπράτσο του Λούτσιο, όπου είχε ακουμπήσει
για να στηριχτεί, έφυγε και πήγε στην περιστρεφόμενη πόρτα απ’ όπου είχε βγει.
Αλλά, προτού φύγει, του είπε κάτι που τον τάραξε.
-Ξέρεις ποιος είμαι; του
φώναξε. Είμαι ο Παντοδύναμος Θεός!
-Τι; είπε ο Λούτσιο.
Ο γέρος κούνησε το κεφάλι και μόρφασε. Μετά
τον αποχαιρέτησε κουνώντας το χέρι του και μπήκε στην φωτισμένη καφετέρια.
Ο Λούτσιο ήξερε πως ο γέρος ήτανε και
πιωμένος και ψεύτης, όμως όπως όλοι οι άνθρωποι, μερικές φορές είχε την
ικανότητα να πιστεύει ό,τι ήθελε να πιστέψει, πέρα από κάθε λογική. Έτσι ,
περάσανε πολλές νύχτες εκείνο τον άγριο χειμώνα κατά τις οποίες παρηγορούσε τον
εαυτό του και τη γάτα με τα λόγια του γέρου. Μπορεί ο Θεός να ήταν ένοικος
αυτής της πόλης που είχε παρεκκλίνει, αυτής της πόλης που τα σπίτια της
έμοιαζαν μ’ αποξηραμένα περιβλήματα ακρίδας. Ο Θεός ήταν, όπως και ο Λούτσιο,
μοναχικός και κατάπληκτος και μέσα Του αισθανόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά,
όμως δεν μπορούσε να το διορθώσει, αισθανόταν κι Αυτός την απερίσκεπτη
υπνοβασία του χρόνου και την εχθρότητα της τύχης, γι’ αυτό ήθελε να κρύψει τον
εαυτό του σε χώρους γεμάτους φως και ζεστασιά.
Η Νιτσέβο η γάτα δεν είχε καμιά ανάγκη να
της ανακοινώσει ο Λούτσιο πως ο Θεός είχε εγκατασταθεί σ’ αυτή τη βιομηχανική
πόλη. Μόνη της είχε ανακαλύψει την παρουσία του δύο φορές: την πρώτη στο Ρώσο
και μετά στο Λούτσιο. Αμφίβολο αν τους ξεχώριζε. Και οι δύο εκπροσωπούσανε την
ίδια τεράστια ευσπλαχνία. Είχανε κάνει της ζωή της σίγουρη κι ευχάριστη. Την
είχανε μαζέψει στο σπίτι τους από το δρόμο. Το σπίτι ήτανε ζεστό, με τα χαλιά
και τα μαξιλάρια μαλακά. Αναπαυότανε πλήρως ικανοποιημένη, η δε ικανοποίησή της
δεν ήταν μόνο τις νύχτες όπως του Λούτσιο, αλλά και τις ημέρες, μια ικανοποίηση
διαρκής. (Ο Δημιουργός πρόσφερε ένα ανεκτίμητο προνόμιο στο ζωικό βασίλειο όταν
χάρισε μόνο στον άνθρωπο την ικανότητα να σκέφτεται το μέλλον.) Η Νιτσέβο ως
γάτα εξαρτούσε την ύπαρξή της από μια ρευστή στιγμή του χρόνου: κι εκείνη η
στιγμή ήταν ωραία. Δεν πέρασε απ’ το μυαλό της γάτας ότι οι φυλακισμένοι
επιχειρούν απόδραση από τις φυλακές του Τέξας και σκοτώνονται (και με το θάνατο
τελειώνει η απόδραση μέσα στο όνειρο), ότι οι επίτροποι γράφουν ξερές επιστολές
όπου ανακοινώνουν τέτοια γεγονότα, ότι οι επιστάτες μουρμουρίζουνε
περιφρονητικά όταν στέκονται πίσω από εργάτες των οποίων τα δάχτυλα τρέμουν από
το φόβο ότι θα κάνουν λάθος. Ότι τα μεταλλικά ελάσματα φωνάζουνε και κρατάνε
μαστίγιο σαν αφέντες. Ότι οι άνθρωποι είναι τυφλοί, αν και νομίζουνε ότι
βλέπουν καθαρά τα πράγματα, ότι ο Θεός κατέληξε να γίνει μέθυσος. Ναι, η
Νιτσέβο δεν ήξερε ότι αυτό το περίεργο φαινόμενο, η γη, περιστρεφόταν αρκετά
γρήγορα και ότι κάποια μέρα, χωρίς να το περιμένει κανένας, θα καταστρεφόταν.
Η Νιτσέβο γουργούριζε όταν τη χάιδευαν τα
δάχτυλα του Λούτσιο, σε απόλυτη αντίθεση με τα γεγονότα που απειλούσαν τη συνύπαρξή
τους: γι’ αυτό, ίσως, ο Λούτσιο την αγαπούσε τόσο πολύ.
Ήτανε τώρα μέσα Ιανουαρίου και κάθε πρωί ο
αέρας άρπαζε με ακατάβλητη ανυπομονησία τους καπνούς του εργοστασίου και τους
έφερνε νοτιοανατολικά της πόλης, πάνω ακριβώς απ’ το νεκροταφείο. Ο ήλιος
ανέτελλε μέσα απ’ αυτούς τους καπνούς στις εφτά το πρωί, κόκκινος σαν το μάτι
μεθυσμένου επαίτη, και κοίταζε ενοχοποιητικά, μέχρι να δύσει στην αντίθετη
πλευρά, στο φουσκωμένο ποτάμι. Το ποτάμι που συνέχιζε την πορεία του,
μολυσμένο, ντροπιασμένο, αποφεύγοντας να κοιτάξει αριστερά ή δεξιά, κυλώντας,
κυλώντας σταθερά. Την τελευταία εβδομάδα του μήνα κατέφθασαν στην πόλη οι
μέτοχοι για μια πολύ σοβαρή σύσκεψη. Γυαλιστερές, μαύρες, σαν σκαθάρια σε
απεγνωσμένες περιπλανήσεις, κατέφθαναν με ταχύτητα οι λιμουζίνες στο
εργοστάσιο. Ξερνούσαν τους παχύσαρκους επιβάτες τους σε εξώπορτες και περίμεναν
ανήσυχες, σαν φωλιά κατσαρίδων, σε πάρκιν καλυμμένα με καρβουνόσκονη, στο πίσω
μέρος του εργοστασίου.
Κανένας από τους εργαζομένους στο εργοστάσιο
δεν ήξερε τι εκκολαπτόταν μέσα στην αίθουσα συσκέψεων. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι
να επωασθούν τ’ αυγά: μυστικά και γεννημένα κατά ομάδες, επωάζονταν αργά.
Να ποιο ήταν το πρόβλημα: παρατηρήθηκε
μείωση των κερδών στο εργοστάσιο. Οι μέτοχοι έπρεπε ν’ αποφασίσουνε κάτι απ’ τα
δύο: ή να ρίξουνε την τιμή του προϊόντος για να γίνει προσιτό σε μεγαλύτερη
αγορά, ή να μειώσουνε την παραγωγή. Η απάντηση ήταν φανερή: θα μειώνανε την
παραγωγή διατηρώντας τα ίδια περιθώρια κέρδους και θα περιμένανε να αυξηθεί η
ζήτηση του προϊόντος. Αυτό συμφωνήθηκε. Τα κυλιόμενα μεταλλικά ελάσματα έλαβαν
την εντολή να σταματήσουνε: σταματήσανε και οι εργάτες που στεκόντουσαν μπροστά
τους. Το ένα τρίτο του εργοστασίου έκλεισε και οι άνθρωποι απολύθηκαν. Και μετά
η φωλιά των κατσαρίδων εξαφανίστηκε απ’ το πάρκιν: το πρόβλημα είχε λυθεί.
Και ο Λούτσιο ήταν ένας απ’ αυτούς που
απολύθηκαν.
Εκείνο το πρωί δόθηκαν απολύσεις σε εξήντα
οχτώ άτομα. Δεν υπήρξε καμία διαμαρτυρία, καμία διαδήλωση, καμία θυμωμένη φωνή.
Λες και οι εξήντα οχτώ εργάτες το περίμεναν ότι κάποτε θα συμβεί αυτό. Μπορεί
στην κοιλιά της μητέρας τους οι φλέβες που τους έτρεφαν να τους τραγουδούσανε
στ’ αυτιά το ίδιο μονότονο τραγούδι: «Θα χάσεις τη δουλειά σου, θα σε διώξουνε,
θα σου στερήσουνε το ψωμί σου!»
Εκείνο το πρωί η πόλη έμοιαζε με λαμπερή
έρημη χώρα. Όλη την εβδομάδα έριχνε χιόνι, ελαφρύ πυκνό χιόνι. Αλλά τώρα ο
ήλιος έλαμπε. Κάθε κρύσταλλο ακτινοβολούσε γεμάτο ζωή. Οι στέγες άστραφταν. Οι
ολισθηροί στενοί δρόμοι ήτανε λαμπεροί σαν βέλη.
Στην ψυχή του Λούτσιο δύο πράγματα αντιπαλεύανε:
Το ένα να βρει τη σύντροφό του τη γάτα. Το δεύτερο να χαλαρώσει το σώμα του απ’
αυτή τη φοβερή ένταση, να πέσει, να παρασυρθεί και να κυλήσει στο ποτάμι.
Κατάφερε να περπατήσει μέχρι την καφετέρια
«Η συνάντηση».
Εκεί τον βρήκε ο άνθρωπος που είχε ξαναδεί,
ο ξένος που έμοιαζε με ζητιάνο, εκείνος που είχε δηλώσει Θεός.
Έξω από τη γυάλινη περιστρεφόμενη πόρτα του
καταστήματος στεκόταν ο άγνωστος με μια σακούλα γεμάτη άδεια μπουκάλια μπύρας,
που δεν του τα ‘παιρναν πίσω διότι δεν είχαν αγοραστεί από εκεί.
-Σαν τα ζιζάνια, επαναλάμβανε σκυθρωπός, σαν
επιβλαβή ζιζάνια!
Με το άλλο χέρι, που δεν ήτανε φορτωμένο,
έδειχνε νοτιοανατολικά.
-Κοίταξε τον ήλιο. Ανατέλλει απ’ το
νεκροταφείο.
Τα σάλια του έλαμπαν στη φοβερή λιακάδα του
πρωινού.
-Σφίγγω τη γροθιά μου, κι αυτή είναι η
γροθιά του Θεού.
Τότε είδε τον απολυμένο εργάτη μπροστά του.
-Από πού έρχεσαι; τον ρώτησε.
-Από το εργοστάσιο, απάντησε αδύναμα ο
Λούτσιο.
Το θυμωμένο βλέμμα στα κατακόκκινα μάτια του
ξένου έγινε πιο έντονο.
-Το εργοστάσιο, το εργοστάσιο! μούγκρισε.
Τα μικρά μαύρα παπούτσια του, στερεωμένα με
κολλητική ταινία και χαρτιά, πλατσούριζαν στις λάσπες καθώς προχωρούσε.
-Απληστία και βλακεία! φώναξε. Αυτά είναι τα
δύο σκέλη του σταυρού που με καρφώσανε!
Ένα φορτηγό γεμάτο σίδερα πέρασε με θόρυβο,
πετώντας χιόνια στα πλάγια.
Το πρόσωπο του γέρου συσπάστηκε από οργή.
-Ψέματα, ψέματα, ψέματα, ψέματα! φώναξε.
Καλύψανε τα σώματά τους με ψέματα και δεν ανέχονται να τους πλύνει κανένας! Θα
έπρεπε να τους τρίψουμε άγρια, θα έπρεπε να μην τους αφήσουμε δέρμα πάνω τους,
μόνο την πέτσα της απληστίας τους! Καλά, καλά, άσ’ τους! Άσ’ τους να ‘χουνε πιο πολλά, ακόμα πιο πολλά! Κάμπιες είναι και ψείρες. Να σκάψουμε το νεκροταφείο και
να τους θάψουμε βαθιά για να μη μας βρωμάνε πια!
Τα λόγια αυτής της κατάρας καλύφτηκαν απ’ το
θόρυβο άλλου φορτηγού, αλλά ο Λούτσιο τ’ άκουσε όλα. Σταμάτησε δίπλα του. Το
πάθος του ξένου ήτανε τόσο μεγάλο, που του φύγανε τα μπουκάλια απ’ το χέρι.
Μαζί σκύψανε στο πεζοδρόμιο και τα μαζέψανε, σοβαροί κι αμίλητοι σαν παιδιά που
μαζεύουνε λουλούδια. Όταν τελειώσανε, ο ξένος έφτυσε τι φλέμα που τον έπνιγε,
άρπαξε το Λούτσιο απ’ το μπράτσο και τον κοίταξε άγρια.
-Πού πάς; τον ρώτησε.
-Σπίτι, απάντησε ο μικρόσωμος άντρας.
Πηγαίνω στο σπίτι μου.
-Ναι, να πάς στο σπίτι σου, είπε ο ξένος.
Πίσω στα σπλάχνα της γης. Αλλά όχι για πάντα. Οι ταπεινοί δεν καταστρέφονται
εύκολα, οι ταπεινοί συνεχίζουν!
-Συνεχίζουν; απόρησε ο Λούτσιο. Πού;
-Πού; είπε ο προφήτης. Πού; Α, δεν ξέρω, πού!
Άρχισε να κλαίει με λυγμούς τόσο δυνατά, που του ξανάπεσαν τα μπουκάλια. Κι
αυτή τη φορά, όταν ο Λούτσιο έσκυψε να τον βοηθήσει, η δύναμη έφυγε ξαφνικά από
μέσα του και τον άφησε μόνο, σχεδόν άψυχο στο πεζοδρόμιο έξω από την καφετέρια,
όπου το χιόνι όσο πήγαινε και βρωμιζόταν.
-Μεθυσμένος, είπε ο γεροδεμένος αστυνομικός.
Ο άνθρωπος που αυτοαποκαλείται Θεός
διαμαρτυρήθηκε αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Ειδοποιήθηκε το κάρο και τον έριξαν μέσα.
«Νιτσέβο, Νιτσέβο» ήτανε το μόνο που
μπορούσε να πει όταν τον ρωτούσανε πού βρίσκεται το σπίτι του. Έτσι τον πήρανε.
Για μια σχεδόν ώρα ο άνθρωπος που
αυτοαποκαλείται Θεός έμεινε στη γωνία έξω από την καφετέρια. Κάτι φαινότανε να
τον βασανίζει. Τέλος, ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα και πήγε στην πιο κάτω
μπυραρία.
Πώς λέγεσαι; Από τι πέθανε η μητέρα σου;
Βλέπεις όνειρα το βράδυ;
Όχι, όχι, όχι! Ούτε όνομα ούτε μητέρα ούτε
όνειρα. Αφήστε με ήσυχο, σας παρακαλώ.
Ήτανε πολύ κακός ασθενής. «Αρνείται να
συνεργαστεί», αποφάνθηκαν οι γιατροί.
Τελικά μετά από μια βδομάδα τον έδιωξαν. Ο
Λούτσιο γύρισε κατευθείαν στο σπίτι που είχε νοικιάσει. Η πόρτα ήτανε
ξεκλείδωτη. Το χολ ήταν παγωμένο και σιωπηλό.
Πού ήταν η γάτα; Όχι εδώ, γι’ αυτό ήτανε σίγουρος.
Αν ήταν εδώ θα ένιωθε την ανάσα της μέσα στην ησυχία. Θα υπήρχε κάτι υγρό και
ζεστό στην ατμόσφαιρα, σαν τη μήτρα της μητέρας.
Η κυρία Χάτσεσον τον άκουσε και ήρθε από το
πίσω μέρος του σπιτιού όπου το ράδιο έλεγε ένα γνωστό τραγούδι.
-Έμαθα ότι σ’ απολύσανε, είπε μόνο.
Ήταν εύκολο στο Λούτσιο να διαπιστώσει πως
τα τριαντάφυλλα και τα φεγγαρόφωτα είχαν τελειώσει και τώρα επικρατούσε άλλη
αυστηρότητα. Τώρα το ύφος της σπιτονοικοκυράς είχε γίνει εχθρικό.
Ο Λούτσιο έκανε να πάει προς τη σκάλα, όμως
αυτή του έφραξε το δρόμο.
-Το δωμάτιο νοικιάστηκε, του είπε.
-Ω!
-Δεν με παίρνει να έχω άδεια δωμάτια.
-Καταλαβαίνω.
-Πρέπει να ‘μαστε ρεαλιστές, έτσι δεν είναι;
-Ναι.
-Όλοι πρέπει να ‘μαστε ρεαλιστές. Έτσι
είναι.
-Μάλιστα… Και πού είναι η γάτα;
-Η γάτα; Την έδιωξα την Τετάρτη.
Για πρώτη φορά ο Λούτσιο ένιωσε να φουντώνει
μέσα του θυμός, διάθεση για διαμαρτυρία.
-Όχι, όχι, όχι, φώναξε.
-Ησύχασε! του είπε η γυναίκα. Τι νομίζεις
ότι είμαι; Λες να έχω τη διάθεση να κάνω και τη νοσοκόμα σ’ ένα άρρωστο
κοπρόγατο;
-Άρρωστο; ψέλλισε ο Λούτσιο.
-Ναι, του απάντησε η γυναίκα.
-Τι έπαθε;
-Πού να ξέρω; Φώναζε όλη τη νύχτα κι
αναστάτωνε τον κόσμο. Γι’ αυτό την έδιωξα.
-Πού πήγε;
Η γυναίκα γέλασε βραχνά.
-Πού πήγε! Πώς στα κομμάτια να ξέρω εγώ πού
πήγε η βρωμόγατα. Μπορεί να πήγε στο διάολο!
Γύρισε το παχύσαρκο σώμα της κι ανέβηκε τη
σκάλα. Η πόρτα του πρώην δωματίου του Λούτσιο ήταν ανοιχτή. Η γυναίκα μπήκε.
Μια αντρική φωνή πρόφερε τ’ όνομά της και η πόρτα έκλεισε.
Ο Λούτσιο βγήκε απ’ το σπίτι του εχθρού.
Ήξερε ότι το παιχνίδι ουσιαστικά είχε
τελειώσει. Ναι, μπορούσε να δει τώρα όλη τη ζωή του.
Τώρα δεν αισθανόταν ούτε φόβο ούτε οίκτο για
τον εαυτό του, ούτε καν λύπη για τίποτα.
Πήγε στη γωνία κι έστριψε από ένστικτο προς
τα κάτω.
Και τότε συνέβη για μία ακόμα και τελευταία
φορά στη ζωή του ένα μεγάλο γεγονός: μια πράξη Θεού.
Στην είσοδο μιας αυλής, κοντά στο μέρος όπου
στεκόταν, είδε να κουτσαίνει κακοπαθημένη η χαμένη σύντροφός του. Η γάτα! Ναι. Η Νιτσέβο!
Στάθηκε ακίνητος κι άφησε τη φίλη του να τον
πλησιάσει. Το έκανε αλλά με μεγάλη δυσκολία. Τα μάτια των δυο τους είχανε γίνει
σκοινιά που τους τραβούσανε κοντά παρά την αντίσταση του σώματος. Διότι η γάτα
ήταν πληγωμένη και μετά βίας προχωρούσε.
Η προσέγγιση γινόταν βαθμιαία, όμως
συνεχιζόταν. Κι όλην αυτή την ώρα τα μάτια της γάτας έμεναν καρφωμένα πάνω του.
Τα κεχριμπαρένια μάτια της τον κοιτούσανε με
την ίδια αξιοπρεπή τυφλή αφοσίωση, λες κι ο Λούτσιο είχε γυρίσει μετά από λίγα
λεπτά απουσίας κι όχι μετά από μέρες γεμάτες πείνα, συμφορές, παγωνιά.
Ο Λούτσιο έσκυψε και τη μάζεψε στην αγκαλιά
του. Τώρα είδε γιατί κούτσαινε: το ένα
της πόδι ήτανε λιωμένο. Θα πρέπει να ήταν αρκετές μέρες σ’ αυτή την κατάσταση.
Το πόδι είχε κακοφορμίσει, είχε μελανιάσει και μύριζε απαίσια. Το σώμα της στην
αγκαλιά του ήτανε σαν ένα ματσάκι κόκκαλα, κι ο ήχος που έκανε για να τον καλωσορίσει
ήτανε λιγότερος από ήχο. Πώς είχε συμβεί αυτή τραγωδία; Η Νιτσέβο δεν μπορούσε
να το εξηγήσει. Ούτε κι αυτός μπορούσε να της εξηγήσει τι είχε συμβεί. Δεν
μπορούσε να περιγράψει τον επιστάτη που τον παρακολουθούσε και του μουρμούριζε,
την ήρεμη ανωτερότητα των γιατρών, τη σπιτονοικοκυρά του, εκείνη την ξανθιά
βρωμιάρα που η επιθυμία της ήτανε πανεύκολο να κορεσθεί απ’ οποιονδήποτε άντρα.
Ο Λούτσιο ήξερε πως η γάτα δε θα ζούσε. Κι
αυτή το ήξερε. Τα μάτια της ήταν κουρασμένα και σκοτεινά: είχε σβήσει μέσα τους
εκείνη η ρωμαλέα φλόγα που σημαίνει πόθο για ζωή και που είναι το μυστικό για
την επιβίωση. Ναι, τα μάτια της ήταν σβησμένα. Το κεχριμπάρι τους ήτανε γεμάτο
μ’ όλα τα μυστικά και τις θλίψεις με τις οποίες ο κόσμος απαντάει στα συνεχή
ερωτήματά μας. Μοναξιά, ναι. Και πείνα, έκπληξη, πόνος. Όλα μέσα στα μάτια της,
που θέλανε τώρα πια να κλείσουνε με όσα είχαν μαζέψει μέσα τους.
Ο Λούτσιο κατηφόρισε το καλντερίμι με τη
γάτα στην αγκαλιά του. Εύκολη κατεύθυνση. Όλη η πόλη έγερνε προς τα εκεί.
Ο αέρας είχε γίνει μαύρος, είχε χαθεί η
αντανάκλαση του ήλιου στο χιόνι. Ο αέρας έπαιρνε την καπνιά και την έστελνε
μαλακά στις στέγες των σπιτιών. Έκανε κρύο και η καπνιά σκοτείνιαζε τα πάντα. Ο
αέρας κλαψούριζε σαν λεπτό σύρμα που τεντώνεται.
Ψηλά στο ανάχωμα του ποταμού πέρασε ένα
φορτηγό. Ήτανε φορτωμένο με ράβδους μετάλλου. Το προϊόν απ’ το σιδηρουργείο του
εργοστασίου που μεταφερόταν αλλού, μακριά, καθώς η γη απέστρεφε το ένα μάγουλό
της μετά το δυνατό χαστούκι του ήλιου και πρόσφερε το άλλο.
Ο
Λούτσιο μίλησε στη γάτα καθώς τα νερά τους σκεπάζανε.
-Σύντομο θα είναι, της ψιθύρισε. Πολύ
σύντομο, πολύ, πολύ σύντομο!
Για μία και μοναδική στιγμή η γάτα πήγε ν’
αντιδράσει: έμπηξε τα νύχια της στον ώμο και στο μπράτσο του. Μία μοναδική
στιγμή αμφιβολίας: Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα
τι με εγκατέλιπες; Μετά πέρασε η στιγμή της έντασης και η πίστη ξαναγύρισε
στη γάτα.
Και παρασύρθηκαν απ’ τα νερά του ποταμού κι
οι δυο τους μακριά. Μακριά από την πόλη, πολύ μακριά από την πόλη, όπως η
καπνιά που παρέσυρε ο άνεμος από τις καμινάδες.
Εντελώς μακριά.
-ΤΕΛΟΣ-
*Σημείωση: «Η κατάρα» [“The
Malrdiction”]
άρχισε να γράφεται το 1941, δημοσιεύθηκε το 1945 και συμπεριελήφθη στη συλλογή One
Arm
το 1948.
|
ο μεταφραστής Ερρίκος Μπελιές (1950-2016) |