....................................................
Ενα από τα επίδικα ζητήματα που θα καθορίσουν το αποτέλεσμα των εκλογών, είναι το αν ο ΣΥΡΙΖΑ είπε ψέματα για να τις κερδίσει πριν από δύο χρόνια.
Αυταπάτες ή ψέματα;
Ενα από τα επίδικα ζητήματα που θα καθορίσουν το αποτέλεσμα των εκλογών, είναι το αν ο ΣΥΡΙΖΑ είπε ψέματα για να τις κερδίσει πριν από δύο χρόνια.
Διάβασα λοιπόν με μεγάλο ενδιαφέρον το κείμενο του Κύρκου Δοξιάδη στην «Εφημερίδα των Συντακτών» («Το ψέμα ως πολιτική έννοια») και θα αποπειραθώ να πω δυο λόγια σχετικά, όχι για να αναιρέσω αλλά για να προσθέσω.
Ομολογώ πάντως ότι βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, επειδή τα λόγια μου μπορεί να εκληφθούν ως έμμεση συνηγορία υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Πράγμα παράξενο, δεδομένου ότι η ιδέα που έχω για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφώς χειρότερη από εκείνη του φίλου Κύρκου.
Σε πρώτη ματιά φαίνεται ακαταμάχητο το επιχείρημα ότι ο Αλέξης Τσίπρας είτε δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε είτε έλεγε ψέματα.
Φαίνεται, αλλά δεν είναι. Γιατί, αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε,
ψέματα λέμε όποτε ισχυριστούμε ότι ισχύει κάτι ενώ έχουμε πλήρη επίγνωση
ότι δεν ισχύει, ή όποτε δώσουμε μια υπόσχεση την οποία δεν σκοπεύουμε
να τηρήσουμε.
Κλασικά παραδείγματα: Στο σχολείο, η δικαιολογία
όταν μας έπιαναν αδιάβαστους ήταν ότι χτες μας πονούσε η κοιλιά μας ή,
όταν μεγαλώσουμε, λέμε σε κάποιον που θέλουμε να αποφύγουμε «θα σου
τηλεφωνήσω οπωσδήποτε» για να τον ξεφορτωθούμε.
Και στις δύο περιπτώσεις ξέρουμε πως ούτε το ένα ούτε το άλλο αληθεύουν.
Αν όμως αποδεχθούμε αυτόν τον ορισμό, θα έλεγα ότι η λέξη «ψέματα» του ΣΥΡΙΖΑ είναι μάλλον ανακριβής.
Δεν γνωρίζω τους προεκλογικούς σχεδιασμούς στα ενδότερα της Κουμουνδούρου.
Και ομολογώ ότι μερικούς από τους συμμετάσχοντες –αναφέρομαι στον
πολύ στενό κύκλο– τους έχω ικανούς να κάνουν οτιδήποτε (στο όνομα της
Αριστεράς, εννοείται!).
Αυτό όμως δεν είναι επιχείρημα, αλλά δική μου εκτίμηση.
Μπορώ πάντως να μιλήσω για ψηφοφόρους, στελέχη, ακόμα και για
μετέπειτα υπουργούς επειδή τους γνωρίζω και θυμάμαι τι μου έλεγαν, και
κυρίως τι δεν μου έλεγαν.
Το προεκλογικό «αφήγημα» είχε ως εξής: Η απειλή ότι
το Μνημόνιο θα σκιστεί και θα 'ναι μέρα μεσημέρι, σε συνδυασμό με την
επιεικώς αφελή προσδοκία ότι οι εταίροι/δανειστές θα αναγκαστούν να
σεβαστούν την ετυμηγορία του ελληνικού λαού θα έλυναν το πρόβλημα.
Επεσαν έξω. «Είχαμε αυταπάτες», ομολογούν σήμερα. Γιατί τις είχαν όμως;
Απλή η απάντηση: Ηταν αδύνατο να μην τις έχουν.
Διότι σύμφωνα με την επωδό του αντιπολιτευόμενου ΣΥΡΙΖΑ, τα Μνημόνια
επιβλήθηκαν επειδή οι προηγούμενοι δεν διέθεταν τα κότσια να πουν όχι.
Αν λοιπόν στην Κουμουνδούρου είχαν υπολογίσει σωστά τα πράγματα,
δηλαδή χωρίς αυταπάτες, μόνο ένα πράγμα θα μπορούσαν να υποσχεθούν:
ότι οι άλλοι δέχθηκαν αγόγγυστα το στρίμωγμα από τους δανειστές, ενώ
εμείς θα κάνουμε το ίδιο, διαμαρτυρόμενοι όμως και με βαριά καρδιά.
Νομίζετε ότι τέτοιου είδους εξαγγελίες κερδίζουν εκλογές;
Εχω την εντύπωση ότι αυτού του τύπου η προσέγγιση, δηλαδή η ανάλυση
του λόγου που χρησιμοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ, σίγουρα μας βοηθάει να καταλάβουμε
τι συνέβη, αλλά μέχρι ενός σημείου.
Γιατί οι καταστάσεις, και μάλιστα οι απίστευτα περίπλοκες σαν αυτή που ζούμε, επιδέχονται διαφορετικές αναγνώσεις.
Οι οποίες απορρέουν από άλλες οπτικές γωνίες που μετατοπίζουν την έμφαση και προσδίδουν διαφορετική σημασία στα πράγματα.
Νομίζω λοιπόν ότι η εκλογική νίκη του Ιανουαρίου 2015 ήταν η
λυτρωτική κατάληξη της αφήγησης που ξεκινάει από την Κατοχή και τον
Εμφύλιο και καταλήγει στην επανόρθωση μιας ιστορικής αδικίας την οποία
υπέστη η Αριστερά.
Το «πρώτη φορά Αριστερά» δεν αναφέρεται απλώς σε κάτι καινούργιο, μια
τομή στον χρόνο, αλλά αποτελεί την αναδρομική δικαίωση όσων είχαν
κερδίσει την εξουσία στο παρελθόν καθαρά και με το σπαθί τους, αλλά οι
τότε κακοί, και πάλι με τη βοήθεια των ξένων, τους την πήραν μέσα από τα
χέρια.
Το «πρώτη φορά Αριστερά» ήταν η καθυστερημένη δικαίωση μιας κοσμογονίας που κατεπνίγη εν τη γενέσει.
Αυτό τουλάχιστον εισέπραξα μιλώντας με αριστερούς τους μήνες πριν από τις εκλογές, όταν το ποτάμι φούσκωνε, και αμέσως μετά.
Και στις αξέχαστες εκείνες ημέρες, τότε που οι ανατρεπτικές και
λεβέντικες ατάκες του Αλέξη Τσίπρα διεύρυναν συνεχώς τη διαφορά από τη
Ν.Δ., δεν θυμάμαι κανέναν, μα κανέναν απολύτως, να είπε σε κάποια
στιγμή, για σταθείτε, ρε παιδιά, μήπως παραμυθιάζουμε τον κόσμο, μήπως
τάζουμε με υπερβολική ευκολία πράγματα που δεν γίνονται;
Εδώ θέλω να καταλήξω. Είμαι σίγουρος ότι κανείς δεν είπε ψέματα, κανείς δεν θέλησε να εξαπατήσει.
Απλώς η χαρά για τη διαφαινόμενη νίκη ήταν τόσο μεγάλη που δεν τους
επέτρεψε να θέσουν στον εαυτό τους τα ερωτήματα που σήμερα τα βρίσκουν
μπροστά τους.
Τις δυσκολίες τις οποίες επικαλούνται για να δικαιολογήσουν την
αθέτηση των υποσχέσεών τους δεν τις απέκρυψαν προεκλογικά – τις
απώθησαν.
Και δεν χρειάζεται να είσαι ψυχολόγος για να ξέρεις ότι άλλο το ψέμα
και άλλο να κρύβεις από τον ίδιο τον εαυτό σου, πόσο μάλλον από τους
άλλους, κάτι δυσάρεστο που δεν μπορείς να αντέξεις.
Κι εδώ το εξ αφορμής άρθρο του Κύρκου Δοξιάδη:
Ταξιτζής τις προάλλες, αναφερόμενος στον Αλέξη Τσίπρα: «Μου είχε πει ότι θα βάλει ΦΠΑ 13%; Ναι. Εβαλε τελικά 23%; Ναι. Αρα είναι ψεύτης και μου είχε πει ψέματα για να τον ψηφίσω».
Είναι κοινότοπο καλαμπούρι ότι οι συζητήσεις με οδηγούς ταξί συχνά αποτελούν αποκαλυπτικές σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.
Στην προκειμένη περίπτωση, ας πούμε ότι τούτη η κουβέντα «αποκάλυψε» κάτι που ήδη διαφαινόταν και σε «κανονικές» δημοσκοπήσεις: ότι η μεγάλη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται κυρίως στην αίσθηση πως το εν λόγω κόμμα και ο αρχηγός του είπαν ψέματα στον κόσμο προκειμένου να κερδίσουν στις εκλογές.
Ταυτόχρονα, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο προφανώς, τα περί ψεμάτων Τσίπρα και ΣΥΡΙΖΑ είναι μάλλον το πιο εύκολα πιστευτό στοιχείο της αντικυβερνητικής προπαγάνδας που μεθοδεύεται τώρα από το κοινωνικο-πολιτικό και επικοινωνιακό καθεστώς.
Πολύς κόσμος δείχνει να έχει αληθινά εξοργιστεί, πιστεύοντας πως έχει εξαπατηθεί, και βέβαια το γεγονός αυτό η αντιπολίτευση το εκμεταλλεύεται στο έπακρο.
Μέσα στις άγριες προπαγανδιστικές συνθήκες του σύγχρονου ελληνικού πολιτικού λόγου, το «Δεν είπαμε ψέματα, είχαμε αυταπάτες» είναι αδύνατον να πείσει κανέναν εκτός από τους ήδη πεισμένους.
Από την άλλη, η τόσο μεγάλη απογοήτευση που υπέστη ο κόσμος εξ αιτίας των ψεμάτων που πιστεύει ότι του είπαν κάποιοι πολιτικοί είναι μάλλον πρωτοφανής.
Ιστορικά μιλώντας, παρατηρούμε πως υπάρχει μια αδιάρρηκτη σχέση μεταξύ πολιτικής και ψέματος με μακρά παράδοση στη σύγχρονη ελληνική -και όχι μόνο- κοινωνία.
Η κωμωδία «Ζητείται ψεύτης» του 1961 μαρτυρεί πως ήδη, κάμποσα χρόνια πριν από τη δικτατορία του 1967, στη συνείδηση του πολύ κόσμου, η συστηματική ψευδολογία από τους πολιτικούς, είτε προς την εκλογική τους πελατεία είτε προς το εκλογικό σώμα γενικότερα, είχε καθιερωθεί ως κάτι απολύτως αναμενόμενο, φυσιολογικό, αναπόφευκτο – εν τέλει ίσως και αποδεκτό: η παροιμιώδης μορφή του «Ψευτοθόδωρου» που υποδύεται ο Ντίνος Ηλιόπουλος παρουσιάζεται σχεδόν συμπαθητική.
(Πολλά χρόνια αργότερα, θα συναντήσουμε μια αντίστοιχη «σχεδόν συμπαθητική» μορφή στον αφοπλιστικά κυνικό υποκριτή Sir Humphrey της περίφημης βρετανικής σατιρικής σειράς «Μάλιστα κύριε Υπουργέ».)
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε πως η ανειλικρίνεια, η υποκρισία, η διαστρεβλωτική ωραιοποίηση των πραγματικών καταστάσεων και, κυρίως, οι μη πραγματοποιήσιμες υποσχέσεις από πλευράς πολιτικών είχαν καταστεί εγγενές στοιχείο της πολιτικής ζωής, όχι μόνον όπως η τελευταία πράγματι ήταν αλλά και όπως ο πολύς κόσμος πίστευε –και τελικά αποδεχόταν– πως ήταν.
Το ψέμα με τις πολλαπλές του εκδοχές είχε καταξιωθεί ως απαραίτητο στοιχείο της ίδιας της λειτουργίας του αστικού πολιτικού συστήματος.
Πέρα από σάτιρες και απαξιωτικές γενικεύσεις (που μεταξύ άλλων είχαν επενεργήσει ως άλλοθι για αντιδημοκρατικές εκτροπές και για το ίδιο το χουντικό πραξικόπημα), σημασία έχει ότι το πολιτικό ψέμα είχε αναδειχθεί ως συγκροτητικό στοιχείο της ίδιας της επικυρίαρχης ιδεολογικής αναπαράστασης του πολιτικού γίγνεσθαι.
Από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες έως τις εκλογές του 2015 που ανέτρεψαν το πολιτικό σκηνικό, ψέμα και πολιτική στη λαϊκή συνείδηση ήταν κάτι σαν τον Μάρτη και τη Σαρακοστή.
Επαναλαμβάνω πως το φαινόμενο είναι διεθνές – εξ ου και τα περί «μετα-αλήθειας» που τελευταία είναι του συρμού.
Μάλλον το πιο σοβαρό πρόβλημα ιδεολογικής στρατηγικής που συναντά η Αριστερά, ιδίως στην Ελλάδα που βρίσκεται στην κυβέρνηση, είναι η αδυναμία να κατανοεί τις προσδοκίες ενός κόσμου που την ψηφίζει χωρίς να είναι «ήδη» αριστερός.
Με άλλα λόγια, απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση της περιπόθητης ιδεολογικής ηγεμονίας είναι να γνωρίζει η Αριστερά τι περιμένουν από εκείνην άνθρωποι χωρίς «αριστερή συνείδηση» αλλά που ωστόσο θέλουν να τη στηρίξουν.
Ας μη γελιόμαστε. Κάτι που στην Αριστερά, ενώ το γνωρίζουμε, συχνά δυσκολευόμαστε να το «χωνέψουμε» είναι ότι πολλοί ψηφοφόροι είτε αγνοούν είτε δεν συμφωνούν είτε δεν ενδιαφέρονται για τα περί του τελικού σκοπού του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Για πολλούς, το 13% ΦΠΑ είναι όντως αυτό που περιμένουν από το κόμμα της Αριστεράς.
Δηλαδή, ακριβέστερα: να υποσχεθεί 13% ΦΠΑ και να το τηρήσει – αλλιώς, να μην το υποσχεθεί.
Για την Αριστερά η ειλικρίνεια δεν είναι ζήτημα «ηθικής συνέπειας». Θα ήταν λάθος να το βλέπει έτσι.
Ηθικολογώντας περί ειλικρίνειας, θα έδινε στον εαυτό της τη δυνατότητα να δικαιολογεί την ασυνέπεια και την ανειλικρίνειά της στο όνομα του ρεαλισμού.
Αντιθέτως, ακριβώς επειδή στην κυριαρχούσα αφήγηση περί πολιτικής το ψέμα είναι ταυτισμένο με τα αστικά κόμματα, θα ήταν ρεαλιστικό εγχείρημα για την Αριστερά να κερδίσει τον κόσμο πείθοντάς τον ότι «κάνει τη διαφορά» τουλάχιστον σε αυτό.
*καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Κι εδώ το εξ αφορμής άρθρο του Κύρκου Δοξιάδη:
Το ψέμα ως πολιτική έννοια
Ταξιτζής τις προάλλες, αναφερόμενος στον Αλέξη Τσίπρα: «Μου είχε πει ότι θα βάλει ΦΠΑ 13%; Ναι. Εβαλε τελικά 23%; Ναι. Αρα είναι ψεύτης και μου είχε πει ψέματα για να τον ψηφίσω».
Είναι κοινότοπο καλαμπούρι ότι οι συζητήσεις με οδηγούς ταξί συχνά αποτελούν αποκαλυπτικές σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.
Στην προκειμένη περίπτωση, ας πούμε ότι τούτη η κουβέντα «αποκάλυψε» κάτι που ήδη διαφαινόταν και σε «κανονικές» δημοσκοπήσεις: ότι η μεγάλη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται κυρίως στην αίσθηση πως το εν λόγω κόμμα και ο αρχηγός του είπαν ψέματα στον κόσμο προκειμένου να κερδίσουν στις εκλογές.
Ταυτόχρονα, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο προφανώς, τα περί ψεμάτων Τσίπρα και ΣΥΡΙΖΑ είναι μάλλον το πιο εύκολα πιστευτό στοιχείο της αντικυβερνητικής προπαγάνδας που μεθοδεύεται τώρα από το κοινωνικο-πολιτικό και επικοινωνιακό καθεστώς.
Πολύς κόσμος δείχνει να έχει αληθινά εξοργιστεί, πιστεύοντας πως έχει εξαπατηθεί, και βέβαια το γεγονός αυτό η αντιπολίτευση το εκμεταλλεύεται στο έπακρο.
Μέσα στις άγριες προπαγανδιστικές συνθήκες του σύγχρονου ελληνικού πολιτικού λόγου, το «Δεν είπαμε ψέματα, είχαμε αυταπάτες» είναι αδύνατον να πείσει κανέναν εκτός από τους ήδη πεισμένους.
Από την άλλη, η τόσο μεγάλη απογοήτευση που υπέστη ο κόσμος εξ αιτίας των ψεμάτων που πιστεύει ότι του είπαν κάποιοι πολιτικοί είναι μάλλον πρωτοφανής.
Ιστορικά μιλώντας, παρατηρούμε πως υπάρχει μια αδιάρρηκτη σχέση μεταξύ πολιτικής και ψέματος με μακρά παράδοση στη σύγχρονη ελληνική -και όχι μόνο- κοινωνία.
Η κωμωδία «Ζητείται ψεύτης» του 1961 μαρτυρεί πως ήδη, κάμποσα χρόνια πριν από τη δικτατορία του 1967, στη συνείδηση του πολύ κόσμου, η συστηματική ψευδολογία από τους πολιτικούς, είτε προς την εκλογική τους πελατεία είτε προς το εκλογικό σώμα γενικότερα, είχε καθιερωθεί ως κάτι απολύτως αναμενόμενο, φυσιολογικό, αναπόφευκτο – εν τέλει ίσως και αποδεκτό: η παροιμιώδης μορφή του «Ψευτοθόδωρου» που υποδύεται ο Ντίνος Ηλιόπουλος παρουσιάζεται σχεδόν συμπαθητική.
(Πολλά χρόνια αργότερα, θα συναντήσουμε μια αντίστοιχη «σχεδόν συμπαθητική» μορφή στον αφοπλιστικά κυνικό υποκριτή Sir Humphrey της περίφημης βρετανικής σατιρικής σειράς «Μάλιστα κύριε Υπουργέ».)
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε πως η ανειλικρίνεια, η υποκρισία, η διαστρεβλωτική ωραιοποίηση των πραγματικών καταστάσεων και, κυρίως, οι μη πραγματοποιήσιμες υποσχέσεις από πλευράς πολιτικών είχαν καταστεί εγγενές στοιχείο της πολιτικής ζωής, όχι μόνον όπως η τελευταία πράγματι ήταν αλλά και όπως ο πολύς κόσμος πίστευε –και τελικά αποδεχόταν– πως ήταν.
Το ψέμα με τις πολλαπλές του εκδοχές είχε καταξιωθεί ως απαραίτητο στοιχείο της ίδιας της λειτουργίας του αστικού πολιτικού συστήματος.
Πέρα από σάτιρες και απαξιωτικές γενικεύσεις (που μεταξύ άλλων είχαν επενεργήσει ως άλλοθι για αντιδημοκρατικές εκτροπές και για το ίδιο το χουντικό πραξικόπημα), σημασία έχει ότι το πολιτικό ψέμα είχε αναδειχθεί ως συγκροτητικό στοιχείο της ίδιας της επικυρίαρχης ιδεολογικής αναπαράστασης του πολιτικού γίγνεσθαι.
Από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες έως τις εκλογές του 2015 που ανέτρεψαν το πολιτικό σκηνικό, ψέμα και πολιτική στη λαϊκή συνείδηση ήταν κάτι σαν τον Μάρτη και τη Σαρακοστή.
Επαναλαμβάνω πως το φαινόμενο είναι διεθνές – εξ ου και τα περί «μετα-αλήθειας» που τελευταία είναι του συρμού.
Μάλλον το πιο σοβαρό πρόβλημα ιδεολογικής στρατηγικής που συναντά η Αριστερά, ιδίως στην Ελλάδα που βρίσκεται στην κυβέρνηση, είναι η αδυναμία να κατανοεί τις προσδοκίες ενός κόσμου που την ψηφίζει χωρίς να είναι «ήδη» αριστερός.
Με άλλα λόγια, απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση της περιπόθητης ιδεολογικής ηγεμονίας είναι να γνωρίζει η Αριστερά τι περιμένουν από εκείνην άνθρωποι χωρίς «αριστερή συνείδηση» αλλά που ωστόσο θέλουν να τη στηρίξουν.
Ας μη γελιόμαστε. Κάτι που στην Αριστερά, ενώ το γνωρίζουμε, συχνά δυσκολευόμαστε να το «χωνέψουμε» είναι ότι πολλοί ψηφοφόροι είτε αγνοούν είτε δεν συμφωνούν είτε δεν ενδιαφέρονται για τα περί του τελικού σκοπού του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Για πολλούς, το 13% ΦΠΑ είναι όντως αυτό που περιμένουν από το κόμμα της Αριστεράς.
Δηλαδή, ακριβέστερα: να υποσχεθεί 13% ΦΠΑ και να το τηρήσει – αλλιώς, να μην το υποσχεθεί.
Για την Αριστερά η ειλικρίνεια δεν είναι ζήτημα «ηθικής συνέπειας». Θα ήταν λάθος να το βλέπει έτσι.
Ηθικολογώντας περί ειλικρίνειας, θα έδινε στον εαυτό της τη δυνατότητα να δικαιολογεί την ασυνέπεια και την ανειλικρίνειά της στο όνομα του ρεαλισμού.
Αντιθέτως, ακριβώς επειδή στην κυριαρχούσα αφήγηση περί πολιτικής το ψέμα είναι ταυτισμένο με τα αστικά κόμματα, θα ήταν ρεαλιστικό εγχείρημα για την Αριστερά να κερδίσει τον κόσμο πείθοντάς τον ότι «κάνει τη διαφορά» τουλάχιστον σε αυτό.
*καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών