«Δεν απέτυχε η διαπραγμάτευση, η διακυβέρνηση απέτυχε» (Λένιν ή θα μπορούσε κιόλας)
Η πρόταση των δανειστών είναι ίδια κι απαράλλακτη από τις 20 Φλεβάρη.
Στο εκβιαστικό take or leave it, δεν έχει αλλάξει ούτε σημείο στίξης.
Το γιατί η κυβέρνηση δεν την έκανε αποδεκτή τότε, είναι ορατό δια
γυμνού οφθαλμού. Θα έπεφτε αμαχητί, δεν θα είχε κάνει ούτε μια
προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Είναι προφανές ότι επιχειρήθηκε να πάει όλο
και πιο πίσω σε μια ανοιχτή πίεση. Μια προσπάθεια – ακόμα και με
αυταπάτες – ρηγμάτωσης, ανάδειξης αντιθέσεων και δημιουργίας συμμαχιών
(το τελευταίο δεν απέτυχε).
Στο ερώτημα γιατί η κυβέρνηση, αφού γνώριζε ότι οι δανειστές θα
παραμείνουν αμετακίνητοι, δεν προχώρησε σε κάποιες ενέργειες πιο πριν
όπως η μη πληρωμή εξωτερικών υποχρεώσεων, πάλι η απάντηση είναι ορατή
δια γυμνού οφθαλμού. Η κυβέρνηση είχε ενημερωθεί από την πρώτη στιγμή σε
όλους τους τόνους ότι όποτε κι αν φτάσει σε σημείο σύγκρουσης θα
κλείσουν οι τράπεζες που πολύ καιρό πριν τις 25 Γενάρη είναι
συνδεδεμένες με το σωληνάκι του ELA. Επίσης η κυβέρνηση γνώριζε ότι ανά
πάσα στιγμή η αθέτηση εξωτερικών υποχρεώσεων θα μπορούσε να βγάλει στη
χώρα την κόκκινη κάρτα του default.
Μία η άλλη δηλαδή ως προς τους χρόνους, θα είχαμε βρεθεί στο ίδιο
σημείο. Ο εκβιασμός είναι ενεργός από την πρώτη μέρα και παραμένει
ενεργός και τις ώρες που διανύουμε. Κατά την ταπεινή άποψη ενός απλού
μέλους (του κομματικού τε και του κοινωνικού ΣΥΡΙΖΑ) – δημοσιογράφου
στην προηγούμενη ζωή του ένας μεγάλος κύκλος ακραίων στην Ευρώπη και οι
ντόπιοι συνεργάτες τους δεν θα ησυχάσουν, αν δεν δουν αυτή την κυβέρνηση
να πέφτει.
Γίνεται μια προσπάθεια με εύκολο τρόπο να ξεπεραστεί το ζήτημα της
χρεοκοπίας από τη συζήτησή μας. Ας μην το κάνουμε η χρεοκοπία είναι το
ενεργό σχέδιο των δανειστών, στην χρεοκοπία ποντάρει το ντόπιο ξοφλημένο
σύστημα για να τιμωρήσει πολιτικά και όχι μόνο το ΣΥΡΙΖΑ. Στην
χρεοκοπία ποντάρουν πολλά λεφτά πλούσιοι (έλληνες και ξένοι)
κερδοσκοπικά funds τα λέμε στο χωριό. Με τους τελευταίους ο ΣΥΡΙΖΑ δεν
είχε και δεν έχει παρτίδες, γι’ αυτό καλό είναι να κλείσουν και τα
λούκια των διαρροών και να μπουν σε κάποια στόματα υπέρμετρης
αυτοπροβολής φερμουάρ.
Είναι προφανές λοιπόν ότι καταβλήθηκε η προσπάθεια, η κυβέρνηση να
πάρει τον πολιτικό χρόνο, να δώσει δείγματα γραφής (που λέει και το
κλισέ), να εδραιώσει το ρόλο της στο λαό, να χτίσει μια στέρεα σχέση με
τους ανθρώπους που στήριξαν και ήθελαν μια ανάσα δημοκρατίας. Γιατί μη
γελιόμαστε και μεταξύ μας αυτός ο κόσμος που στήριξε ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα
στηρίζει την κυβέρνηση δεν το έκανε, γιατί πίστεψε ότι ο Τσίπρας θα μας
περάσει στη γη της επαγγελίας. Στήριξε και στηρίζει μια νέα πολιτική
δυναμική που δεν έχει καμία σχέση με το νοσηρό και μιαρό χθες το οποίο
μας έφτασε ως εδώ ανακτώντας την τιμή της πολιτικής και την αξιοπρέπεια
του λαού. Η κυβέρνηση είχε ανάγκη λοιπόν τον πολιτικό χρόνο για να
απαντήσει στο βασικό ερώτημα, αν μπορεί.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί σκασίλα μας μεγάλη, αν τεχνικά
κλιμάκια της κυβέρνησης προετοιμαζόταν για όλα τα ενδεχόμενα σε σχέση
την πορεία της διαπραγμάτευσης, τις τράπεζες και τα νομίσματα, αυτή ήταν
η δουλειά τους. Το θέμα μας είναι αν τεχνικά κλιμάκια της κυβέρνησης
προετοίμαζαν μεγάλες δημοκρατικές τομές που θα εξέπεμπαν το μήνυμα της
κοινωνικής δικαιοσύνης στο λαό. Την αποκατάσταση του ισοζυγίου στο δίκιο
στο οπτικό πεδίο της κοινωνίας.
Αντί αυτού, αυτής της μεγάλης εικόνας, κατρακυλήσαμε όλοι σε μια
γελοία και αντιεπιστημονική συζήτηση για τα ευρώδραχμα και όχι για το
χρήμα και πως από τους πλούσιους θα πάει στους φτωχούς κάνοντας τα
κόκαλα του Μαρξ να τρίζουν.
Και γίνεται ακόμα πιο στενάχωρη η φάση, όταν σε αυτή τη συζήτηση
μπαίνουν και μάλιστα σκληρά σύντροφοι και συντρόφισσες που αυτό το
θεματάκι, το «βουνό ή θάλασσα» το είχαν λύσει. Και σήμερα ακολουθούν
χαζές συνεπαγωγές του τύπου «ευρώ = μνημόνια λιτότητας άρα δραχμή = το
αντίθετο». Too good to be true αγαπούλες. Κι ας κάνουμε επιτέλους μια
ειλικρινή τοποθέτηση και να πούμε ότι συναποφασίζουμε την έξοδο από το
ευρώ, αλλά ο δρόμος με «τα δάκρυα και το αίμα» δεν θα κρατήσει «μερικές
βδομάδες ή λίγους μήνες και μετά θα σταθεροποιηθεί η κατάσταση» και θα
έχει επίσης άγρια λιτότητα. Θα πούμε την αλήθεια ότι άμα το
συναποφασίσουμε θα χρειαστεί περισσότερο μια δεκαετία, όσο μια
παραγωγική γενιά όπως λένε και οι σοβαροί μελετητές – υποστηρικτές και
όχι πολέμιοι της εξόδου από το ευρώ. Επίσης να πούμε ότι η κρίση του ’50
– ’60 στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε με τη μαζική μετανάστευση (1,5
εκατομμύριο παραγωγικό δυναμικό εκτός χώρας) που έστελνε τα εμβάσματα
για να ζουν τα γερόντια στα χωριά και να προικίζονται οι αδερφές. Να
πούμε ακόμη ότι η παραγωγική ανασυγκρότηση θέλει μια δεκαετία, αλλά να
σας δω κατά 40% κατόχους μεταπτυχιακού τίτλου – που δεν φταίτε εσείς,
αλλά η συλλογική καλλιέργεια προσδοκίας – πως ξεχωρίζεις το μπέλι από το
φτυάρι. Να πούμε επίσης ότι άμα το συναποφασίσουμε θα πρέπει να λύσουμε
και τα γεωπολιτικά θέματα με τους απέναντι (που μακάρι δηλαδή). Αφού τα
πούμε όλα αυτά να πάμε, μια και το άλλο είναι φυλακή.
Αμέσως μετά τις εκλογές του 2012 ένας πολύ αγαπημένος σύντροφος στις
συλλογικές επεξεργασίες έβαλε μια καθοριστική παράμετρο, ότι πρέπει να
δούμε πέρα από το δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο και να μιλήσουμε για τη
δημοκρατία (και είναι άδικο αυτός ο συλλογισμός σήμερα να
χρησιμοποιείται από τους «πάση θυσία κυβέρνηση»).
Και επανερχόμενη στο λόγο που γράφεται αυτό το υπέρδιπλο σεντόνι το
προηγούμενο διάστημα θες από ανεπάρκεια, θες από πολιτικό
κατσαπλιαδισμό, θες από εγγενείς αδυναμίες, θες γιατί βάλαμε σε
προτεραιότητα τη διαπραγμάτευση, αλλά χάθηκε η μπάλα στη διακυβέρνηση,
στο άλλο παράδειγμα διακυβέρνησης. Λάθη, αστοχίες, παραλείψεις,
καθυστερήσεις και προκλητικές επιλογές προσώπων. Γιατί αν αυτά τα είχαμε
κάνει σήμερα θα υπήρχε μια κοινωνία ικανή να στηρίξει ακόμα και
μνημόνιο με μια σαφή και ξεκάθαρη περιγραφή για ποιό λόγο και με ποια
προοπτική, γιατί σαφώς δεν είναι το μέλλον μας ούτε τα μνημόνια, ούτε η
αναπαραγωγή της λιτότητας.
Χρόνος υπάρχει ακόμα. Και γι’ αυτό το συγκεκριμένο ακάου θεωρεί
απαράδεκτη τη μη παροχή πολιτικού χρόνου στην κυβέρνηση και τον Τσίπρα
από σύσσωμη την Κοινοβουλευτική Ομάδα.
Αυτά τα ζητήματα θα πρέπει ν’ απασχολήσουν τις συλλογικές
διαδικασίες, γι’ αυτά να χαράξουμε συγκεκριμένους στόχους και φυσικά να
απαντήσουμε με βάση τα δεδομένα στα ερωτήματα «ποια αριστερά στην Ευρώπη
και ποια αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη».
Αν θέλουμε να έχουμε μέλλον σε αυτά πρέπει να απαντήσουμε. Ο ΓΑΠ
ξεκίνησε μ’ ένα τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο, είχε όλο το σύστημα μαζί του
και το βαθύ κράτος. Το πολιτικό του κεφάλαιο εξανεμίστηκε πολύ γρήγορα,
όχι γιατί εφάρμοσε μνημόνιο μόνο, αλλά γιατί δεν κυβέρνησε σωστά, όσο ο
λαός ζοριζόταν από το μνημόνιο άνοιγε η ψαλίδα του ισοζυγίου κοινωνικής
δικαιοσύνης από την κακή διακυβέρνηση.
Αυτά πρέπει να συζητήσουν οι συλλογικές διαδικασίες και όχι τα
ευκολάκια «να πάρει πίσω τώρα το μνημόνιο η κυβέρνηση». Αυτά πρέπει να
συζητήσουν οι συλλογικές διαδικασίες και όχι ψευδή διλήμματα που οδηγούν
σε ψευδή σύγκρουση, γιατί απλά δεν είναι «αντιπαραθετικό στρατηγικό
σχέδιο» για την Αριστερά το νόμισμα.
Η κλεψύδρα γύρισε ανάποδα.