Στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες δυτικές
χώρες είναι του συρμού η αναπαράσταση της Ιστορίας, με τη σκηνοθετημένη
παρουσίαση κορυφαίων επεισοδίων της. Στη Γαλλία λ.χ., πριν από λίγα
χρόνια αναπαρέστησαν φαντασμαγορικά την κατάληψη της Βαστίλλης. Αυτή τη
φορά ο λαός δεν πρωταγωνιστούσε. Του είχε ανατεθεί ο ρόλος του
κομπάρσου, με καθοδηγητή την πολιτεία, η οποία άλλωστε έδωσε και τα
απαιτούμενα για το σόου κονδύλια. Εμείς εδώ αναπαραστήσαμε πέρυσι τη
μάχη στο Καλπάκι, ενώ κάθε χρόνο ανατινάζουμε το Κούγκι και παραδίδουμε
στις φλόγες των μπουρλότων ένα πλεούμενο που παριστάνει την τουρκική
ναυαρχίδα. Υποτίθεται ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο σκοπός είναι
παιδαγωγικός. Τελικά, όμως, αποβαίνει σκέτα ψυχαγωγικός, με την έννοια
της ρηχής διασκέδασης που έχει πια η λέξη· ίσως επειδή με το πίσω μέρος
του μυαλού μας λογαριάζουμε πόσους τουρίστες θα ελκύσει το απομιμητικό
θέαμα.
Θέλουμε άραγε να προβάλουμε παραδείγματα από το παρελθόν και να
συγκινήσουμε; Ή μήπως έχουμε πειστεί ότι η Ιστορία έληξε, υπακούοντας
στους ορισμούς του Φουκουγιάμα, και ότι τα πάντα έχουν απομαγευτεί,
οπότε το μόνο που μας απομένει είναι η απομίμηση, η φτιασιδωμένη
ανακατασκευή, τα ομοιώματα; Οπως και να ’χει, ενώ η Ιστορία εκτυλίσσεται
μπροστά μας, πάντοτε πρωτότυπη, πάντοτε ανέκδοτη και ανεπανάληπτη, ένα
κομμάτι τού γενικώς μπουκωμένου δυτικού κόσμου (στο οποίο ανήκουμε κι
εμείς, παρά την όλη χρεοκοπία μας), πορεύεται με την αίσθηση πως όλα
έχουν ειπωθεί κι όλα έχουν γίνει. Αφού λοιπόν δεν θέλουμε να δούμε το
ολοφάνερο, ότι μία, δύο, δυόμισι ήπειροι (Ασία, Αφρική, Λατινική
Αμερική) διεκδικούν την ισότιμη επιτέλους παρουσία τους σε ό,τι εμείς οι
του άρχοντος δυτικού κόσμου εννοούμε ως Ιστορία της οικουμένης,
ξεφεύγουμε από το παρόν αναπαριστάνοντας εξωραϊσμένο το παρελθόν. Σαν να
αποφασίσαμε ότι έχουμε εγκλωβιστεί στην εποχή της ρεπλίκας.
Νά τη λοιπόν μια εντυπωσιακή ρεπλίκα να αποσπά μεγάλο κομμάτι του
διεθνούς ενδιαφέροντος τις τελευταίες μέρες, μολονότι σε άλλου είδους
σκάφη θα έπρεπε να έχουν προσηλωθεί ο νους και η ψυχή μας. Από τη
Γαλλία, λοιπόν, σάλπαρε πανηγυρικά (με παρόντα στις τελετές τον κ.
Φρανσουά Ολάντ), και με προορισμό τη Βοστώνη, η «Ερμιόνη». Ενα πιστό
αντίγραφο της φρεγάτας που μετέφερε 1.780 Γάλλους στρατιώτες, για να
πολεμήσουν στο πλευρό των Αμερικανών επαναστατών. Στην επετειακή 4η
Ιουνίου το ομοίωμα του πλοίου της αλληλεγγύης θα καταπλεύσει στη Νέα
Υόρκη. Πόσο στοίχισε το σκάφος, που άρχισε να κατασκευάζεται το 1997; 26
εκατομμύρια ευρώ. Εχουν και οι αναπαραστάσεις το κόστος τους.
Την ίδια στιγμή όμως που η «Ερμιόνη–2» θα διασχίζει τον Ατλαντικό, στη
Μεσόγειο δεκάδες σαπιοκάραβα, απείρως πιο φτηνά, φορτωμένα πρόσφυγες από
χώρες του πολέμου (Συρία, Ιράκ, Παλαιστίνη, Νιγηρία, Ερυθραία...) θα
βουλιάζουν στη μέση του δρόμου. Εσκεμμένα συνήθως. Για να επικυρωθεί την
ίδια στιγμή, και με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο, τόσο ο Αισχύλος
στον «Αγαμέμνονα» («ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς») όσο και το
δημοτικό της ξενιτιάς: «Στη μέση από τη θάλασσα, στη μέση του πελάγου, /
τους παίρνει αέρας ’πό μπροστά, σπιλιάδα κι από πίσω, / σπιλιάδ’ από τα
δυο πλευρά, μπαίνει το κύμα μέσα. / Γιομίζ’ η θάλασσα πανιά κι η άκρη
παλαμάρια, / και όλα τα ριζόσπηλα γιομίζουν παλικάρια».
Αλλά πώς αναπαριστάνουμε εμείς οι δυτικοί θεατές τις ανώνυμες οδύσσειες;
Μιλώντας για «ορδές λαθρομεταναστών». «Ορδές» αφενός, «λαθρομετανάστες»
αφετέρου. Το λεξιλόγιο της απαξίωσης και της περιφρόνησης, που
σημαδεύει ευθύς εξαρχής την αναφορά στο προσφυγικό πρόβλημα, όποιο κι αν
είναι κατά τα λοιπά το περιεχόμενό της· δεν είναι δύσκολο άλλωστε να
δηλώσεις συγκινημένος. Ακόμα και στα μεσημεριανάδικα του κουτσομπολιού,
ανάμεσα σε πρόβες ρούχων και διαφημίσεις καλλυντικών, θυμούνται να
πετάξουν κι ένα «αχ, μα τι γίνεται στον κόσμο...».
Οι «ορδές» και οι «λαθρομετανάστες» δεν έχουν πατέρα. Είναι οι λέξεις
που κυριαρχούν στα περισσότερα τηλεοπτικά δελτία και στις πρωινές
εκπομπές. Αλλά είναι και οι λέξεις που προτιμά ο πρόεδρος της Ν.Δ.,
δίνοντας έτσι τον τόνο και το παράδειγμα. Το «λαθρομετανάστης» μάλιστα
ήταν και η λέξη που είπε και ξαναείπε στη Βουλή ένας απ’ όσους προβάρουν
τη στολή διαδόχου του κ. Σαμαρά, ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης. Ο οποίος
βροντοφώναξε ότι αυτόν, παιδί από τζάκι, ουδείς μπορεί να τον
λογοκρίνει. Ουδείς δηλαδή θα τον υποχρεώσει να λέει «παράτυποι»
μετανάστες και όχι λαθραίοι. Εχει δίκιο. Αν δεν του βγαίνει αυθόρμητα,
ουδείς μπορεί να του το επιβάλει.
Φυσικά, το ζητούμενο είναι ν’ αλλάξουν –να τις αλλάξουμε δηλαδή– οι
καταστάσεις που ονοματίζουν οι λέξεις. Αλλά το προς τα πού θα τις
αλλάξουμε δεν είναι ανεξάρτητο από το πώς τις ονομάζουμε. Το χρώμα που
τους δίνει η ορολογία μας υποδηλώνει και το χρώμα της αλλαγής τους που
έχουμε κατά νουν. Δεν χρειάζεται λ.χ. ν’ ανοίξουμε λεξικό για να
σιγουρευτούμε ότι με την «ορδή» εννοούσαμε πάντα και εννοούμε και τώρα
τα πλήθη των ατάκτων που στο διάβα τους βιαιοπραγούν, λεηλατούν,
ξεπαστρεύουν, άρα πρέπει να αντιμετωπιστούν βίαια· σαν εχθροί. Πλούσια
ωστόσο η ελληνική, το λέμε και το καμαρώνουμε, έχει να μας προσφέρει
ποικίλες λύσεις στη θέση της ταταρογενούς «ορδής».
Τι; Χρησιμοποιούμε τάχα από συνήθεια τις λέξεις, ρουτινιάρικα, δίχως να
ελέγχουμε το ακριβές περιεχόμενό τους; Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι
πιστευτός. Οσοι επιμένουν να μιλούν για «ορδές», και το περιεχόμενο της
λέξης γνωρίζουν και τον λόγο για τον οποίο την επιλέγουν. Το
καταλαβαίνουμε άλλωστε από το βλέμμα τους όταν μιλούν, ή από τα
συμφραζόμενά τους, όταν έχουμε να κάνουμε με γραπτό κείμενο.
Δίπλα στην «ορδή» και στους «λαθρομετανάστες», πάνε κι έρχονται οι
«δουλέμποροι» και τα «δουλεμπορικά». Και όμως. Δεν έχουμε να κάνουμε με
δούλους, αλλά με ανθρώπους που αποζητούν παθιασμένα και μέχρι θανάτου,
κυριολεκτικά εδώ, την ελευθερία· αυτήν που λείπει στον τόπο τους. Δεν
είναι παράδοξη η γλωσσική μας έγνοια να αντικαθιστούμε –μαζικά πια, και
βεβαίως λανθασμένα– τη λέξη «πτώματα» με τη λέξη «σοροί», που μας
φαίνεται πιο επίσημη, όταν έχουμε ήδη χαρακτηρίσει πλιατσικολόγους τους
νεκρούς (σαν μέλη ορδής όπως τους παρουσιάζουμε), αλλά και δούλους και
λαθρεπιβάτες της ζωής; Μήπως, τελικά, δεν είχε απόλυτο δίκιο ο Λορέντζος
Μαβίλης;