.....................................................
Ο «έντιμος συμβιβασμός» και το φάντασμα του στρατηγικού αδιεξόδου
http://www.dubiumn.com, 25/02/2015
Στον
απόηχο της μεταβατικής συμφωνίας της κυβέρνησης με τους δανειστές,
παρατηρούμε τρεις τρόπους αντίδρασης στο πολιτικό σκηνικό. Η πρώτη
προέρχεται από τους υποστηρικτές του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, κυρίως
την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία αντιμετωπίζει τις υποχωρήσεις του
ΣΥΡΙΖΑ ως «προσγείωση στην πραγματικότητα» και ως προπομπό ενός νέου
μνημονίου, παρόμοιου με αυτό που εφάρμοσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις,
χωρίς αμφισβήτηση του καθεστώτος επιτροπείας και της πολιτικής
λιτότητας. Η αντίδραση αυτή είναι ανάξια περαιτέρω ανάλυσης, καθώς
αποβλέπει στην περίφημη «αριστερή παρένθεση», την δικαίωση του
αφηγήματος της ΝΔ και την γρήγορη επάνοδό της στην εξουσία, δια της
αναμενόμενης αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ να συμβιβάσει τις προεκλογικές του
εξαγγελίες με την κυβερνητική διαχείριση στο αντίξοο διεθνές περιβάλλον
που δημιουργεί η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς στην Ευρώπη. Αυτό
το σενάριο είναι ανεδαφικό γιατί αγνοεί τη σαφή και νωπή λαϊκή εντολή
για ριζική αλλαγή πορείας, και κυρίως τη δυναμική ελπίδας και
κινητοποίησης που δημιούργησε η πολιτική ανατροπή του Γενάρη στη
συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, μια δυναμική που είναι πολύ ισχυρή
για να εξασθενίσει από τυχόν αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, και που αποκλείεται
σε κάθε περίπτωση να λειτουργήσει υπέρ του πολιτικού κι οικονομικού
κατεστημένου που προκάλεσε την γενοκτονία των τελευταίων ετών, τα
αποτελέσματα της οποίας βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους.
Η δεύτερη αντίδραση προέρχεται από την πλειοψηφία των κυβερνητικών
στελεχών και το πρωθυπουργικό περιβάλλον, και αντιμετωπίζει τη συμφωνία
ως μια πρώτη σημαντική επιτυχία, ως τον «έντιμο συμβιβασμό» που
αναζητούσε η κυβέρνηση με τους δανειστές, προκειμένου να περάσει στην
τετράμηνη μεταβατική φάση κατά την οποία, αφού εφαρμόσει συγκεκριμένες
μεταρρυθμίσεις με έγκριση κι αξιολόγηση των «θεσμών»(όπως μετονόμασε
τους δανειστές), θα μπορέσει να φτάσει σε μια τελική συμφωνία στην
οποία, έχοντας πλέον κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, θα μπορέσει να
διαπραγματευτεί μια συνολική λύση με ευνοϊκότερους όρους, η οποία θα
συμπεριλαμβάνει και ζητήματα που δεν έθεσε τώρα, όπως αυτό του χρέους. Η
αισιόδοξη αυτή οπτική βασίζεται χοντρικά σε δύο επιχειρήματα. Πρώτον,
ότι επειδή οι συσχετισμοί δεν ευνοούν τον ΣΥΡΙΖΑ, η ορθότερη τακτική
είναι να κάνει ορισμένες υποχωρήσεις στις προεκλογικές του εξαγγελίες,
που οι απέναντι θεωρούν μαξιμαλιστικές, εμμένοντας όμως στην
αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και τον τερματισμό της λιτότητας,
υποχωρήσεις που θα εξασφαλίσουν μια βάση διαλόγου με τους Ευρωπαίους και
αλλαγή της ατζέντας, ώστε να δημιουργηθούν πλαγίως και σταδιακά ρήγματα
στο γερμανοκεντρικό μέτωπο της πολιτικής λιτότητας. Οι κυριότερες
υποχωρήσεις στα πλαίσια αυτά από τη μεριά της κυβέρνησης είναι η
εγκατάλειψη του αιτήματος διαγραφής του χρέους, η μη ακύρωση των
υλοποιημένων και των εν εξελίξει ιδιωτικοποιήσεων, η «σταδιακή» αύξηση
του κατώτατου μισθού και η δέσμευση για τη διατήρηση, έστω και σε
χαμηλότερο επίπεδο, των πρωτογενών πλεονασμάτων. Το δεύτερο επιχείρημα
της επίσημης κυβερνητικής γραμμής συνίσταται στην εκτίμηση ότι η λαϊκή
εντολή της 25ης του Γενάρη είναι η άρση της λιτότητας με
ταυτόχρονη όμως παραμονή στο ευρώ. Δεδομένου ότι η πάση θυσία παραμονή
στο ευρώ εμφανίζεται ακόμα συντριπτικά πλειοψηφική στις δημοσκοπήσεις,
υπονοείται ότι οι ανωτέρω υποχωρήσεις, και όποιες άλλες ενδεχομένως
γίνουν, θα γίνουν αποδεκτές από την κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, αν
κριθούν απαραίτητες για να αποφευχθεί η έξοδος από την ΟΝΕ.
Η τρίτη αντίδραση απέναντι στον «έντιμο συμβιβασμό» με τους
δανειστές, αντίδραση που ασπάζομαι κι εγώ, προέρχεται από στελέχη και
βουλευτές του «αριστερού ρεύματος» του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ευρύτερα από
οργανώσεις και συλλογικότητες της ριζοσπαστικής Αριστεράς, και
συνοψίζεται σε μια στάση «κριτικής αναμονής», η οποία, παρά το γεγονός
ότι αποδέχεται τους αντικειμενικούς περιορισμούς στους οποίους
υπόκεινται οι κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, τόσο λόγω του πολύ μικρού διαστήματος
από την ανάληψη της εξουσίας, όσο και λόγω του εχθρικού ευρωπαϊκού
περιβάλλοντος στο οποίο κινείται, εντούτοις αναγνωρίζει ότι οι συνθήκες
επίτευξης και κυρίως το περιεχόμενο της συμφωνίας αποτελούν μια σαφή
ήττα της στρατηγικής της κυβέρνησης, αιχμή της οποίας υπήρξε ο
συναινετικός τερματισμός της λιτότητας χωρίς ρήξη με τις χώρες του
ευρωπαϊκού Κέντρου, και αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου δημοσιονομικού
πλαισίου του Μάαστριχτ, θεματοφύλακας του οποίου είναι η μη εκλεγμένη
και δημοκρατικά ελεγχόμενη ΕΚΤ. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι δεν υπήρξαν
ορισμένες βελτιώσεις για την Ελλάδα, που έχουν μια πολιτική σημασία.
Ωστόσο, οι βελτιώσεις αυτές έμειναν κατά βάση στο επίπεδο των
διατυπώσεων και της επικοινωνιακής διαχείρισης, και δεν άλλαξαν δραστικά
το πλαίσιο των ασφυκτικών δεσμεύσεων με τις οποίες έδεσε τη χώρα το
μνημονιακό καθεστώς. Στο οικονομικό επίπεδο, η αναγνώριση της υποχρέωσης
αποπληρωμής του τεράστιου δημόσιου χρέους, σε συνδυασμό με την εμμονή
στην ανάγκη πλεονασματικών προϋπολογισμών και τη «δημοσιονομική
σταθερότητα», αφαιρούν σημαντικό δημοσιονομικό χώρο από την κυβέρνηση,
και μειώνουν δραματικά τις δυνατότητες υλοποίησης του απολύτως
απαραίτητου προγράμματος της ΔΕΘ, ακόμα και των παρεμβάσεων που η
κυβέρνηση επιμένει ότι θα προχωρήσουν άμεσα, όπως τα «κόκκινα δάνεια», η
κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και η επαναχορήγηση της 13ης σύνταξης
στους χαμηλοσυνταξιούχους. Η στρατηγική των υποχωρήσεων με στόχο έναν
«έντιμο και αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό» έχει νόημα όταν ακολουθείται
από την ισχυρότερη πλευρά σε μια διαπραγμάτευση, ή όταν υπάρχει
ισορροπία ισχύος. Όταν όμως επιλέγεται από την ασθενέστερη πλευρά μια
στρατηγική συμβιβαστικών υποχωρήσεων και η λογική των «σταδιακών
ρηγμάτων» στο αντίπαλο στρατόπεδο, το πιθανότερο είναι να βγει αυτή
ζημιωμένη. Στην περίπτωσή μας, είναι προφανές ότι το κυρίαρχο μέτωπο
θεσμών και κυβερνήσεων της συντηρητικής Δεξιάς με την σκληρή στάση του
επιχειρεί να επιβάλλει στον ΣΥΡΙΖΑ όσο το δυνατόν πιο μεγάλες εκπτώσεις
και αναβολές στο ομολογουμένως μετριοπαθές πρόγραμμα της ΔΕΘ, μέχρι το
σημείο ακύρωσής του, ώστε αφενός μεν να «παραδειγματιστούν» λαοί που
υπόκεινται σε πολιτικές λιτότητας και η ενδεχόμενη ουσιαστική
αμφισβήτηση των πολιτικών αυτών από τον ΣΥΡΙΖΑ θα τους ενθάρρυνε να
βαδίσουν στον ίδιο δρόμο, και αφετέρου, μέσω των υποχωρήσεων, να χάσει ο
ΣΥΡΙΖΑ την συντριπτική ανοχή ή υποστήριξη που σήμερα διαθέτει στην
κοινωνία, και η οποία είναι το βασικότερο, αν όχι το μοναδικό, όπλο του
στην διαπραγμάτευση. Κι όσο ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται, στο όνομα του
«συμβιβασμού», περιορισμούς στην υλοποίηση των δεσμεύσεών του, τόσο θα
εξανεμίζεται η λαϊκή υποστήριξη, και τόσο πιο ευάλωτος θα καθίσταται σε
πιέσεις για περαιτέρω υποχωρήσεις, εγκλωβισμένος σε έναν φαύλο κύκλο. Εν
ολίγοις, η βασική αδυναμία της κυβερνητικής στρατηγικής του «αμοιβαία
επωφελούς συμβιβασμού», είναι η αντιμετώπιση της διεθνούς πολιτικής με
ηθικούς όρους, στα πλαίσια της οποίας οι δανειστές βαφτίζονται «φίλοι»
και «εταίροι», και αγνοείται η απλή αλήθεια ότι μια σχέση εξάρτησης
όπως αυτή μεταξύ δανειστή-δανειζομένου είναι σχέση μηδενικού
αθροίσματος, όπου τα κέρδη του ενός είναι απώλειες για τον άλλο,
αποκλείοντας «αμοιβαία επωφελείς» λύσεις, και επιβάλλοντας τη ρήξη και
την αποδέσμευση του δανειζομένου, όταν οι όροι του δανεισμού καταλήγουν
στην εξαθλίωση και τη διαιώνιση της εξάρτησης του τελευταίου.
Όσον αφορά τώρα στο δεύτερο επιχείρημα στο οποίο στηρίζει η κυβέρνηση
τον «έντιμο συμβιβασμό» που διατείνεται ότι πέτυχε, δηλαδή την ανάγκη
παραμονής στην ευρωζώνη, είναι μια εκτίμηση που αντιβαίνει κατ’ αρχάς τη
βασική θέση του ιδρυτικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ το 2013, που συνοψίζεται
στη φράση «καμία θυσία για το ευρώ», και τονίζει εμμέσως ότι μόνος
γνώμονας της αριστερής διακυβέρνησης είναι η αξιοπρέπεια και η ευημερία
του λαού, ό, τι κι αν αυτή απαιτήσει στο επίπεδο των σχέσεων με την ΕΕ
και την ευρωζώνη. Η εμμονή λοιπόν στην πάση θυσία παραμονή στο ευρώ,
πέρα του ότι ακυρώνει μια επίσημη και ψηφισμένη θέση του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός
που θέτει, εσωκομματικά και ευρύτερα, ζήτημα δημοκρατίας, ουσιαστικά
εγκλωβίζει την κυβέρνηση στο νεοφιλελεύθερο και κοινωνιοκτόνο πλαίσιο
του Μάαστριχτ, οι δεσμεύσεις και οι μηχανισμοί του οποίου συνετέλεσαν
καίρια στην κρίση της ευρωζώνης. Η κρίση αυτή συνοψίζεται στην
δημιουργία των εμπορικών κι ανταγωνιστικών πλεονασμάτων των χωρών του
ευρωπαϊκού κέντρου, κυρίως της Γερμανίας, τα οποία τροφοδοτήθηκαν την
περίοδο του ευρώ από αντίστοιχα δημοσιονομικά, εμπορικά κι ανταγωνιστικά
ελλείμματα των χωρών της περιφέρειας. Η δομική αυτή ανισορροπία είναι
που προκάλεσε την κρίση χρέους των τελευταίων, η οποία για προφανείς
λόγους αντιμετωπίστηκε από την ευρωπαϊκή οικονομικοπολιτική ελίτ ως
κρίση δανεισμού. Ο μηχανισμός του ευρώ επίσης ήταν αυτός που επέτρεψε
στην ελίτ αυτή να αποκρύψει την αλήθεια και να επιβάλλει άγρια λιτότητα
κι εσωτερική υποτίμηση στους λαούς της περιφέρειας, ώστε να διασφαλίσει
και να αυξήσει τα συσσωρευθέντα κέρδη και πλεονάσματα. Όλα αυτά
σημαίνουν ότι η λιτότητα δεν είναι παρά το σύμπτωμα της συστημικής
λειτουργίας της ευρωζώνης και των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών που
αντανακλά. Συνεπώς, καμία ουσιαστική άρση της λιτότητας, διαγραφή
χρέους, παραγωγική ανασυγκρότηση και αναδιανομή πλούτου υπέρ του κόσμου
της εργασίας, προτάγματα με βάση τα οποία εξελέγη ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί
να υπάρξει χωρίς έτοιμο εναλλακτικό σχέδιο ρήξης και αποδέσμευσης από
την ευρωζώνη. Ριζοσπαστικοί στόχοι όπως οι παραπάνω με σαφές ταξικό
πρόσημο, είναι καταδικασμένοι να μένουν απλές δηλώσεις χωρίς αντίκρισμα,
όσο η απέναντι πλευρά μονοπωλεί τα θεσμικά κι οικονομικά εργαλεία που
απαιτούνται για την υλοποίησή τους(νομισματική, δημοσιονομική και
βιομηχανική πολιτική). Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δέσμια μιας υπεραισιόδοξης
αντίληψης για το ρόλο του πολιτικού κλίματος και της λαϊκής
κινητοποίησης στις περαιτέρω εξελίξεις, επικεντρώνεται στο εποικοδόμημα,
κι αγνοεί τους περιορισμούς που θέτουν οι οικονομικές δομές στις
επιδιώξεις της. Αυτή η ψευδαίσθηση, μεταφέρθηκε, έστω και καλοπροαίρετα,
σε ένα σημαντικό τμήμα της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, και δικαιολόγησε
την δογματική θέση της πάση θυσία παραμονής στο ευρώ, η οποία επιβάλλει
στην κυβέρνηση τις παραχωρήσεις και τις εκπτώσεις που περιέχονται στη
«συμφωνία-γέφυρα». Ωστόσο, οι μαζικές κινητοποιήσεις υποστήριξης στην
διαπραγματευτική προσπάθεια της κυβέρνησης και η αποδοχή της από τη
συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, υποδεικνύει γι ακόμη μια φορά ότι
οι πολίτες είναι πιο ώριμοι κι έτοιμοι για τη ρήξη από οποτεδήποτε στα
προηγούμενα χρόνια, σε σχέση με την ηγεσία της χώρας, κι αυτή η
διαθεσιμότητα μπορεί πάντοτε να αποτελέσει εχέγγυο και καταλύτη για την
ώθηση της κυβέρνησης σε πιο επιθετική-διεκδικητική στρατηγική και την
απαλλαγή από συμβιβαστικές αυταπάτες.
Συμπερασματικά, τα δεδομένα που προκύπτουν ως τώρα από τη συμφωνία
των Βρυξελλών, υπαγορεύουν, όπως προαναφέρθηκε, μια στάση «κριτικής
αναμονής», μακριά τόσο από την αφελή θριαμβολογία περί «σημαντικής
νίκης», όσο κι από την καταστροφολογική απαισιοδοξία και τους αφορισμούς
περί επικύρωσης του μνημονιακού καθεστώτος και «αριστερής παρένθεσης».
Επιβάλλεται η αναμονή και η λαϊκή πίεση για την άμεση νομοθέτηση του
τμήματος εκείνου του προγράμματος της ΔΕΘ που συμπεριλαμβάνεται στη
συμφωνία κι αφορά κυρίως τις παρεμβάσεις για την άμεση αντιμετώπιση της
ανθρωπιστικής κρίσης. Στα πλαίσια αυτά, μπορούμε να περιμένουμε οριακές
βελτιώσεις στην οικονομική κατάσταση των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και
θεσμικές πρωτοβουλίες για την ριζική αντιμετώπιση της διαφθοράς και της
διαπλοκής. Αν αυτά υλοποιηθούν γρήγορα κι αποφασιστικά θα εξοικονομηθούν
σημαντικοί πόροι για την ανακούφιση των θυμάτων της κρίσης. Είναι
λοιπόν πρόωρο να μιλάμε για ολική «κωλοτούμπα» και συνέχιση του
μνημονίου λιτότητας ως έχει. Από την άλλη πλευρά, σίγουρα δεν πρόκειται
για νίκη της Αριστεράς ούτε για οριστική άρση της λιτότητας, αλλά
μάλλον για μια πρώτη ήττα, αφού οι εξαγγελίες της κυβέρνησης με
οικονομικό κόστος και η κευνσιανού χαρακτήρα αναδιανομή υπέρ των
ασθενέστερων, περιορίζεται δραστικά, υποτασσόμενη στα νεοφιλελεύθερα
θέσφατα της εξυπηρέτησης του συνόλου του χρέους, των πλεονασμάτων και
της «δημοσιονομικής σταθερότητας», χάνοντας έτσι μεγάλο μέρος της
δυναμικής της, συμβολικά και ουσιαστικά. Ωστόσο, αυτή η ήττα δεν
προδιαγράφει την έκβαση του πολέμου υπέρ ή κατά των λαϊκών συμφερόντων.
Είναι μάλιστα χρήσιμη, καθώς αποκαλύπτει τις αντιφάσεις και τα όρια του
«έντιμου συμβιβασμού» εντός ευρώ. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιμείνει στις συνεχείς
υπαναχωρήσεις και αναβολές που απαιτεί ο συμβιβασμός από μειονεκτική
θέση, θα οδηγηθεί με μαθηματική ακρίβεια σε στρατηγικό πολιτικό κι
οικονομικό αδιέξοδο, το οποίο νομίζω πως περιέγραψα επαρκώς στο παρόν
κείμενο. Καθήκον λοιπόν των αριστερών δυνάμεων εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ
είναι να αντλήσουν τα σωστά συμπεράσματα από αυτή την ήττα, να
επεξεργαστούν τάχιστα ένα ολοκληρωμένο αντικαπιταλιστικό σχέδιο ρήξης με
τους ευρωενωσιακούς θεσμούς και κανόνες, να στηρίξουν τις όποιες
πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή την κατεύθυνση(π.χ τη συγκρότηση
επιτροπής λογιστικού ελέγχου του χρέους που προανήγγειλε η Ζ.
Κωνσταντοπούλου), και τέλος, να αγωνιστούν ενωμένες για την υλοποίηση
του εν λόγω εναλλακτικού σχεδίου, αν το επιβάλλουν οι συνθήκες.
Ραφαήλ Παπαδόπουλος