Η ένοπλη σύγκρουσή μας με τους Ιταλούς, με την οποία μπήκαμε κι
εμείς στον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου
1940. Κι άρχισε με δική τους, πρώτα, επίθεση. Επειδή κατά τις πρώτες
μεταμεσονύκτιες ώρες της ημέρας εκείνης απορρίψαμε τελεσίγραφό τους, με
το οποίο απαιτούσαν να δεχτούμε να καταλάβουν ορισμένες παραγωγικές
θέσεις στον τόπο μας, για να διασφαλιστούν, όπως ισχυρίζονταν, από
πιθανή επίθεση αντιπάλων τους, αποφάσισαν να καταλάβουν τις θέσεις αυτές
με τα όπλα, με πόλεμο. Και στα σύνορά μας με την Αλβανία (την οποία
είχαν καταλάβει από το προηγούμενο έτος) απ’ όπου, προς τον σκοπό αυτό,
εξεκίνησαν, άρχισε ο σκληρός αγώνας της απόκρουσής τους. Ένας αγώνας που
αρκετοί δεν περίμεναν να κρατήσει πολύ. Ύστερα από κάποια αντίσταση
–έλεγαν όλοι– που θα κάναμε για εθνικό γόητρο περισσότερο, θα
αναγκαζόμασταν να τον σταματήσουμε. Είτε με κάποια ανώδυνη, κατά το
δυνατόν, για μας, συνθήκη είτε βάσει άλλης ευλογοφανούς δικαιολογίας, θα
δίναμε τέλος στις εχθροπραξίες. Περιθώρια για άλλη λύση δεν άφηνε η
συντριπτική υπεροχή των Ιταλών σε στρατό και σε μέσα. Αλλά, πολύ
γρήγορα, τα πράγματα διέψευσαν τις εκτιμήσεις αυτές. Διότι δεν πετάξαμε
μόνον έξω από τα σύνορά μας τους αλαζόνες εισβολείς, αλλά τους απωθήσαμε
εν συνεχεία και μέσα στον αλβανικό χώρο, που προκαλέσαμε τον παγκόσμιο
θαυμασμό. Κάναμε τον αγώνα μας έπος. Το «έπος της Αλβανίας», όπως έμεινε
να λέγεται.
Εγώ, που υπηρετούσα τότε δάσκαλος στην Θεσσαλονίκη, δεν ήμουνα από τους
πρώτους επιστρατευθέντες. (Έτσι ησύχασε κι ο μικρός μου ανιψιός Γιώργος,
ηλικίας 8 χρονών, ο οποίος, στο άκουσμα του πολέμου εκείνο το πρωί,
άρχισε να κλαίει και να μου λέει: «Να μην πας συ, θείε!». Η κλάση η δική
μου –του 1928– κλήθηκε μερικές ημέρες αργότερα, ακριβώς δε στις 20
Νοεμβρίου. Κι από το Ναύπλιο, την έδρα του συντάγματός μου –του 8ου–
όπου παρουσιάστηκα στις 22, ήμουνα, την 1η Δεκεμβρίου, μαζί μ’ άλλους
200 στρατιώτες, στα Γιάννενα. Εκεί, χωρίς να το περιμένουμε, μείναμε ώς
τις 23 του μηνός. Κι όλες αυτές τις ημέρες τις περάσαμε με
μικροδιασκεδάσεις στις ταβερνούλες. Σ’ αυτές συνήθως περνούσαμε τα
βράδια μας. Κάναμε όμως, η παρέα μας –καμιά δεκαριά Καστρίτες–,1
και έξω από την πόλη μερικά γλεντάκια, σ’ έναν μικρό συνοικισμό που
απείχε λιγότερο από ώρα. Κι ήσαν κι αυτά ευχάριστα, όπως ήτανε και
επόμενο, αφού, οι περισσότεροι, ήμασταν παλαιοί συμμαθητές στο
Σχολαρχείο, μερικοί δε είχαμε να ιδωθούμε από τα χρόνια εκείνα. Για
φαγητό φρόντιζε, με προθυμία πάντοτε, ο συμπαθής κρεοπώλης του Καστρίου,
Πέτρος Καλούτσης, που σκοτώθηκε, ο ατυχής, αργότερα.
Στις 23 Δεκεμβρίου φύγαμε κι απ’ εκεί. Πήγαμε στην Πρεμετή πρώτα, όπου
κάναμε την πρώτη γνωριμία μ’ ένα από τα δυσάρεστα παρεπόμενα του
πολέμου. Με την πείνα. Περάσαμε τα Χριστούγεννα νηστικοί. Έπειτα πήγαμε
λίγα χιλιόμετρα πιο πάνω, στο χωριό Πόγκρι, στο οποίο είχε την έδρα της
και η μεραρχία μας, η 15η.2 Κατά την έως εκεί διαδρομή μας
γινήκαμε μάρτυρες κι ενός τραγικού συμβάντος. Σκοτώθηκε, δίπλα μας
σχεδόν, ένας φαντάρος τμήματός μας, που επέστρεφε από τις επιχειρήσεις
για ανάπαυση. Το κακό έγινε στις όχθες ενός παραπόταμου του Αώου, όπου
συναπαντηθήκαμε με το τμήμα αυτό. Επειδή οι στρατιώτες του
διαγκωνίζονταν για το ποιος θα περάσει ενωρίτερα το πρόχειρο γεφύρι που
υπήρχε (ένας κορμός δέντρου, τοποθετημένος στο στενότερο μέρος του
ποταμού), για να διαπεραιωθεί στην απέναντι όχθη όπου είχαμε φθάσει κι
εμείς, ο αξιωματικός τους, με την πρόθεση να τους βάλει σε κάποια σειρά,
έβγαλε το μπιστόλι του και με την ψεύτικη, φυσικά, απειλή ότι θα
πυροβολήσει κατά των ανυπάκουων τους διέταξε να κάνουν γραμμή πρώτα και
κατόπιν να προχωρήσουν. Το μπιστόλι του όμως εκπυρσοκρότησε και σκότωσε
έναν· τον είδαμε κατόπιν, όταν περάσαμε απέναντι, ξαπλωμένο στην
ακροποταμιά, με το καίριο πλήγμα στον μαστό, και τον κάηκε η ψυχή μου.
Είχε γλιτώσει σε τόσες πολύνεκρες μάχες και χάθηκε εκεί για το τίποτε.
Επάνω του είχε σκύψει και τον έκλαιγε με λυγμούς ένας άλλος φαντάρος
(γαμπρός του ή κουνιάδος του, κάτι τέτοιο ακούσαμε), δίπλα του δε έκανε
νευρικές βόλτες ο ακούσιος δολοφόνος. Οι άλλοι στρατιώτες του τμήματος,
μετά την πρώτη, την οδυνηρή βέβαια εντύπωση, που τους τάραξε, ηρέμησαν
πάλι, λόγω και της πλούσιας εμπειρίας που είχαν από παρόμοια γεγονότα,
και συνέχισαν τον δρόμο τους αδιάφοροι. Πιο κάτω, μάλιστα, μου φάνηκε
ότι άρχισαν και το τραγούδι.
Στο Πόγκρι μείναμε μια βραδιά μόνο, την οποία και δεν την περάσαμε
καλά. Εκτός από την πείνα που μας θέριζε (και δεν μας άφηνε να κλείσουμε
μάτι), είχαμε να κάνουμε και με το κρύο. Κόψαμε καρφιά, εκεί, δίπλα σε
μια ακροποταμιά, όπου στήσαμε τις σκηνές μας και διανυκτερεύσαμε, και
νοσταλγούσαμε φωτιά περισσότερο, παρά κουραμάνα.
Από εκεί, το πρωί, ανεβήκαμε μερικές ώρες ψηλότερα, όπου βρισκόταν η
στρατολογική μας υπηρεσία και όπου συναντήσαμε και τα πρώτα, λιγοστά
ακόμη, χιόνια. Μας κατένειμαν στα Συντάγματα της Μεραρχίας, το 28ο, 33ο,
90ό (στο πρώτο από τα οποία έπεσα κι εγώ, ειδικότερα δε στον 6ο λόχο
του), αλλά δεν φύγαμε αμέσως για τις μονάδες στις οποίες
προσκολληθήκαμε. Επειδή, πού και πού, περνούσαν ιταλικά αεροπλάνα πάνω
από τα κεφάλια μας, περιμέναμε να νυχτώσει και κατόπιν (χωρίς τον φόβο
τους πια) να ξεκινήσουμε.
Κατά την ώρα δε της παραμονής μας αυτής, είδαμε να γίνεται πιο πέρα
και η ταφή ενός φαντάρου. (Επρόκειτο περί τραυματία που μεταφερόταν στα
Γιάννενα και πέθανε καθ’ οδόν, εκεί). Την όλη επικήδεια πομπή την
αποτελούσαν οι δύο τραυματιοφορείς του και ο παπάς. Αυτοί μόνον τον
συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία. Και ήσαν και οι τρεις τους
συναισθηματικώς άχρωμοι και ανεκδήλωτοι. Τον κατέβασαν στον τάφο, με την
ψυχραιμία και την απάθεια με την οποία φυτεύει κανείς ένα δέντρο. Κι
αυτό με μελαγχόλησε. Δεν ήξερα ακόμη αυτό που έμαθα την επόμενη κιόλας,
ότι δηλαδή όσους σκοτώνονται στον πόλεμο τους θάφτουν και πιο απέριττα
ακόμη. Και χωρίς παπά. Και βαρύς, ψυχικώς, όπως έγινα, τραβήχτηκα
κατόπιν πιο πέρα, μόνος, για ν’ αγναντέψω τα μέρη και να διώξω από τα
μάτια μου την θλιβερή σκηνή που είχα παρακολουθήσει. Αλλά δεν αλάφρωνα
και εκεί που πήγα.
Την ώρα εκείνη, ώρα απογεύματος, από κάποιο χωριό, που φαινόταν
χαμηλά, ακούστηκε η καμπάνα της εκκλησίας. Κάποιος παπάς (στρατιωτικός
βέβαια, αφού όλους τους Βορειοηπειρώτες τους είχαν μετακινήσει οι Ιταλοί
στο εσωτερικό της Αλβανίας, από την αρχή ακόμη του πολέμου) σήμαινε
εσπερινό. Κι ο ήχος της καμπάνας δεν έφτασε στ’ αυτιά μου (και μέσα μου)
όπως άλλοτε. Άλλοτε, η καμπάνα του εσπερινού, με την ιλαρότητα που
διαχέει, γέμιζε την ψυχή μου με αισιοδοξία, ελπίδες και χαρά. Τώρα την
γέμισε, κόμπο τον κόμπο, με κατάθλιψη και απαισιοδοξία. Και κατάλαβα τα
μάτια μου να θολώνουν...
Όταν έφτασε το βράδυ, αρχίσαμε πια να φεύγουμε. Στην αρχή
ξεκινήσαμε όλοι μαζί, αλλά σιγά-σιγά λιγοστεύαμε. Άλλη κατεύθυνση πήραν,
πιο πάνω, οι προοριζόμενοι για τα δύο άλλα συντάγματα της Μεραρχίας –το
33ο και το 90ό– κι άλλη, εν συνεχεία, όσοι είχαν τοποθετηθεί στο 1ο και
2ο Τάγμα του δικού μας. Και συνεχίσαμε τώρα εμείς, οι υπόλοιποι, που
πηγαίναμε στο 2/28, μόνοι, ακολουθώντας ένα στενό και ανηφορικό
μονοπατάκι, που είχαν ανοίξει πάνω στο χιόνι παλαιότεροι βηματισμοί.
Βαδίζαμε κατ’ άνδρα και προσεκτικά, διότι κινδυνεύαμε να γλιστρήσουμε
και ή να τσακιστούμε πάνω στο παγωμένο έδαφος ή να κατρακυλήσουμε στην
απότομη κατηφοριά που ήτανε δεξιά μας. Γι’ αυτό και φτάσαμε αργά στο
Τάγμα. Το βρήκαμε στην πιο προκεχωρημένη θέση του τομέα, στην πλαγιά
ενός βουνού, πίσω από το οποίο, σ’ άλλο βουνό επάνω, ήσαν οι Ιταλοί. Οι
σκηνές του, σκόρπιες καθώς ήσαν στην κατωφέρεια, έδιναν, με το σχήμα
τους και με το χρώμα τους, στην κάτασπρη έκταση την μορφή ενός γραφικού
τοπίου.
Αποθέσαμε κάπου και κυκλωθήκαμε, μετά ταύτα, από μερικούς
αγρυπνούντες ακόμη φαντάρους, που μας ζητούσαν νέα από την Ελλάδα. Ήρθαν
επίσης και μας είδαν και δύο αξιωματικοί, ένας από τους οποίους ήταν
γνωστός μου. Ήταν ο έφεδρος υπολοχαγός Πολύκαρπος Χατζηγιαννάκης,
δάσκαλος κι αυτός στην Θεσσαλονίκη, και λοχαγός των πολυβόλων εκεί. Τα
είπαμε φυσικά λίγο ή, ακριβέστερα, μου είπε εκείνος μερικά για την ζωή
εκεί πάνω, στο τέλος δε και την πληροφορία ότι την επομένη θα δίναμε
μάχη.
Έπειτα μας παρέλαβαν οι οικείοι λοχίες και μας οδήγησαν στους
λόχους μας. Και άρχισε τότε η επίπονη προσπάθεια να στήσουμε τις σκηνές
μας, πράγμα που δεν το καταφέραμε όλοι. Η νύχτα, το κρύο και η
κατωφέρεια δεν μας βοήθησαν. Και την περάσαμε, αρκετοί, έξω, τυλιγμένοι
ανά δύο με τις κουβέρτες και τα αντίσκηνά μας. Πόσο υπέφερα εκείνη τη
νύχτα από το κρύο και την έλλειψη και μικρού ακόμη επίπεδου μέρους, που
θα μου επέτρεπε ν’ απλώσω τα πόδια μου και να τα ξεμουδιάσω λίγο, δεν
περιγράφεται. Ήτανε σωστό μαρτύριο.
Το πρωί-πρωί της 30ής Δεκεμβρίου 1940, μας ξύπνησαν από τις 5:30.
Ήρθαν οι λοχίες στις σκηνές μας και με σκουντήματα (διότι απαγορευόταν
και ο ελάχιστος θόρυβος) μας κάλεσαν να σηκωθούμε. Ήτανε για την μάχη
που θα δίναμε. Μαζέψαμε αθόρυβα τα πράγματά μας και, αθόρυβα πάντοτε,
ανεβήκαμε, από την πλαγιά του βουνού που βρισκόμασταν, στην κορυφή του.
Απ’ εκεί βλέπαμε τώρα, απέναντι, και το βουνό εναντίον του οποίου θα
κάναμε την επίθεση. Ήταν ψηλότερα από τα άλλα γύρω, γυμνό από δένδρα απ’
την μέση κι επάνω, χώριζε δε από το δικό μας με μια λαγκαδιά αρκετού
βάθους. Ήταν δηλαδή ένα κοινό βουνό, το οποίο όμως στα δικά μας τα μάτια
φάνταζε σαν κάτι το γεμάτο μυστήριο και απειλή. Κάπως έτσι το βλέπαμε,
τα παγερά εκείνα χαράματα. Μας είπαν τότε οι αξιωματικοί και την
προκαταρκτική ενέργεια που είχαμε να κάνουμε. Μας είπαν ότι θα
κατεβαίναμε πρώτα στο βάθος της ενδιάμεσης λαγκαδιάς, στη βάση δηλαδή
του κατεχομένου από τους Ιταλούς υψώματος, κι απ’ εκεί, κατόπιν (στις
6:40´ κατά το πρόγραμμα) θα εξορμούσαμε για να τους διώξουμε από πάνω
του. Εν συνεχεία μας έκαναν μια μικρή επιθεώρηση (αν έχουμε σφαίρες,
χειροβομβίδες κλπ.) κι έπειτα μας έδωσαν από λίγες σταφίδες κι από ένα
παγούρι κονιάκ στην κάθε διμοιρία. Το κονιάκ εκείνο το ήπιαμε –θυμάμαι–
με τυπικότητα ιεροτελεστίας. Δίναμε το παγούρι ο ένας στον άλλο με την
σειρά και αμίλητοι, σαν να μετείχαμε σε ενέργεια μυσταγωγικού
χαρακτήρος. Κατόπιν αρχίσαμε, κατά μικρά τμήματα (κατά διμοιρίες), να
ροβολάμε προς τα κάτω, προς το βάθος της λαγκαδιάς, φροντίζοντας να
καλυπτώμεθα όσο ήταν δυνατό κάτω από τα δέντρα, για να μη μας πάρουν
είδηση οι Ιταλοί από απέναντι. Και φτάσαμε εγκαίρως στην αφετηρία της
επιθετικής μας ενεργείας.
Πόσο όμως συγκινήθηκα, κατά την ώρα των διαδοχικών αυτών κινήσεών
μας, δεν μπορώ να ειπώ. Κάθε φορά που τα τμήματά μας χάνονταν στο βάθος
της λαγκαδιάς, χανόμουνα κι εγώ μέσα στους βαρείς συλλογισμούς μου. Ας
ήξερα καλά γιατί βρισκόμουνα εκεί πάνω. Μόνο τότε κατάλαβα πλήρως
ενώπιον ποιας καταστάσεως βρισκόμουν και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα
λάβαινα μέρος στα δραματικά γεγονότα που θα επακολουθούσαν. Θυμήθηκα,
την ώρα εκείνη, και κάτι το σχετικό από μάχη του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου,
που γράφει στη «Ζωή εν τάφω» ο Μυριβήλης, μια μάχη κατά την οποία «θα
ορμούσαν χίλιοι άνδρες απ’ εδώ και χίλιοι απ’ εκεί, για να σφάξουν»,
όπως λέει, «οι μισοί τους άλλους μισούς», κι ένιωθα την καρδιά μου να
χτυπάει δυνατά, να συνταράσσεται. Όχι από φόβο. Γενναίος δεν ήμουνα,
αντιθέτως όμως προς τους πολλούς, οι οποίοι όσο να «βαφτιστούν» στη μάχη
κατέχονται από αγωνία, εγώ τέτοια αγωνία δεν είχα. Ένιωθα να
συγκλονίζομαι από την σκέψη του μακελειού που θα γινόταν, σαν άνθρωπος
μόνον, που δεν είχα ακόμη εξοικειωθεί με τα αίματα και τους σκοτωμούς.
Γι’ αυτό και μόνον.
Στις 6:40´, ύστερα, αρχίσαμε και την επίθεση. Και το τι γινόταν τότε δεν
μπορώ να περιγράψω. Ο ενθουσιασμός μας από την μια μεριά και οι λάμψεις
των κανονιών μας, με τα κελαηδήματα των πολυβόλων από την άλλη, σ’
έκαναν να νομίζεις ότι κάτι άλλο –ευχάριστο πάντοτε– επιχειρείται, κι
όχι συμπλοκή ανθρώπων «για να σφάξουν οι μισοί τους άλλους μισούς». Αλλ’
όσο προχωρούσαμε προς τα επάνω, όσο πλησιάζαμε στις εχθρικές θέσεις, τα
πράγματα γίνονταν δυσκολότερα και για πολλούς απέβαιναν μοιραία (το
πρώτο θύμα που είδα ήταν ένας από τους προελαύνοντας δίπλα μου: είχε
δεχτεί σφαίρα στον λαιμό και, ημιλιπόθυμος, προσπαθούσε να σταματήσει το
αίμα με την παλάμη του), πολύ περισσότερο δε όταν φτάσαμε στην άδενδρη
ζώνη του υψώματος. Οι Ιταλοί τότε από ψηλά, από το φρύδι της
κορυφογραμμής που βρίσκονταν, επεσήμαιναν ευκολότερα τις κινήσεις μας
και ματαίωναν, αιματηρά, κάθε προσπάθειά μας να τους πλησιάσουμε.
«Προχωρείτε παιδιά», φώναζαν από πίσω διμοιρίτες και λοχαγός.
Προχωρείτε, προχωρείτε, προχωρείτε-είτε», σάλπιζε και ο σαλπιγκτής.
Άδικα όλα. Κάτι μικροάλματα που επιχειρήσαμε τα πληρώσαμε αμέσως και με
νεκρούς και με τραυματίες. Αλλά το ύψωμα έπρεπε να καταληφθεί, να το
πάρουμε. Ήταν η δεύτερη επίθεση που κάναμε εναντίον του και δεν έπρεπε
να αποτύχει όπως η πρώτη, που είχε γίνει από άλλο τμήμα λίγες ημέρες
ενωρίτερα. Γι’ αυτό αποφασίστηκε η κατάληψή του με έφοδο. Με μια
ακάθεκτη δηλαδή εξόρμησή μας κατά των Ιταλών, για να τους εκτοπίσουμε
από τις θέσεις τους με την λόγχη. Και η έφοδος αυτή ανετέθη σε τρεις
διμοιρίες, μια από τις οποίες (της δεξιάς πτέρυγος) και η δική μου. Μας
το διεμήνυσαν, με την πρόσθετο σύσταση να αφήσουμε όσα από τα πράγματά
μας θα μας δυσκόλευαν στο τρέξιμο (εγώ άφησα την κουβέρτα μου). Και
ύστερα από μερικά λεπτά, κατά την διάρκεια των οποίων όλα μας τα όπλα
έβαλλαν κατά των εχθρικών θέσεων, για να δυσχεράνουν την δυνατότητά τους
να μας αναχαιτίσουν, αρχίσαμε, με την ιαχή «Αέρα!» πάντοτε, να τρέχουμε
προς τα επάνω, με όση δύναμη είχαμε. Στην αρχή έπεσαν μερικοί, κι
άλλοι, τραυματισθέντες, έμεναν εκτός μάχης, αλλ’ οι λοιποί δεν
σταματήσαμε. Κι όταν εκείνοι που πλησίασαν πρώτοι τους Ιταλούς (και ήσαν
οι της αριστερής παρατάξεως) άρχισαν να πετούν χειροβομβίδες στα
πολυβολεία τους, η μάχη πήρε τέλος. Οι Ιταλοί το ’σκασαν. Μόνο δύο
τραυματίες είχαν απομείνει στα οχυρά τους, οι οποίοι βέβαια παραδόθηκαν.
Έτσι, το ύψωμα αυτό, το «1200», το κύριο έρεισμα των Ιταλών στον τομέα
(τον τομέα της Κλεισούρας), περιήλθε στα χέρια μας. Και σήμανε, ακόμη,
ότι η ίδια τύχη περιμένει τους Ιταλούς όλου του ορεινού συγκροτήματος
της περιοχής, διότι η πτώση του 1200 αποδυνάμωσε την αμυντική ισχύ τους.3 (Το ύψωμα δεν είχε ύψος 1200 μέτρα αλλά 1294. Η φανταρία όμως το στρογγύλεψε στα 1200, και έτσι το λέγαμε όλοι).
Τους κυνηγήσαμε κατόπιν (αφού πρώτα εμείς, της εφόδου, γυρίσαμε και
πήραμε τα πράγματά μας, που είχαμε αφήσει) επί ώρες πολλές (ώς το
απόγευμα), χωρίς εκείνοι να κοιτάξουν να αμυνθούν κατά κάποιο τρόπο.
Έτρεχαν συνεχώς αλαφιασμένοι. Έπειτα σταματήσαμε. Μπροστά, για
διασφάλιση της γραμμής, προχώρησαν άλλα τμήματα, από τα μη λαβόντα μέρος
στη μάχη. Ήμασταν κατάκοποι αλλά και υπερήφανοι.
Εμένα τουλάχιστον ποτέ ώς τότε δεν με είχαν διακυβερνήσει παρόμοια
συναισθήματα. Εκεί ήρθε σε λίγο και μας συνεχάρη και ο ταγματάρχης μας
Δημήτριος Σιώκος, από την Ευρυτανία, αξιωματικός ικανός και με πίστη
στον αγώνα που κάναμε. Η φανταρία τον δέχτηκε με χειροκροτήματα και
ζητωκραυγές, καθώς και με πολλά αστεία, που γελούσαμε πολύ. Μεταξύ
άλλων, από τα αστεία, που έλεγαν: «Να μας ζήσεις π...τσούλα ταγματάρχη.
Θα πάμε και στη Ρώμη και θα τις... κανονίσουμε όλες τις Ιταλιάνες!...».
Δηλωτικά όλα αυτά του ενθουσιασμού που διατηρούσε ο στρατός μας, παρά
τις ικανές κάπως απώλειες που είχαμε. Κατά την έφοδο η διμοιρία μας είχε
έξι νεκρούς.
Εκεί ήρθε και ρώτησε για μένα –για να ιδεί αν επιζώ– και ο λοχαγός
των πολυβόλων Πολύκαρπος Χατζηγιαννάκης, τον οποίο είχα ιδεί την
προηγούμενη. Και με συνεκίνησε το ενδιαφέρον του αυτό, διότι δεν είχαμε
και ιδιαιτέρα φιλία στην Θεσσαλονίκη που υπηρετούσαμε.
Κατά το απόγευμα με φώναξαν στην σκηνή του λοχαγού (του εφέδρου
υπολοχαγού Ηρακλή Γριπονησιώτη, τραπεζικού υπαλλήλου στον πολιτικό του
βίο, από τις Κυκλάδες) και έκανα τον γραφέα στις προτάσεις των
αξιωματικών για προαγωγή οπλιτών επ’ ανδραγαθία. Ο διμοιρίτης μου,
Αναστάσιος Καγιάφας, έφεδρος υπολοχαγός από τον Βόλο, πρότεινε και μένα,
αφού είχα λάβει μέρος στην έφοδο τους άνδρες της οποίας ήθελαν να
αμείψουν πρωτίστως, αλλ’ ο λοχαγός δεν δέχτηκε την πρότασή του. «Αυτός»,
του είπε, δείχνοντάς με, «χτες ήρθε, ενώ οι άλλοι πολεμάνε μήνες.
Άστονε».
Την επομένη, 31 Δεκεμβρίου 1940, μας σήκωσαν πρωί πάλι. Ήταν για
την νέα μάχη που θα έδινε το τάγμα μας, στην οποία όμως ο δικός μας
λόχος δεν θα λάβαινε μέρος. Θα περιμέναμε πίσω, εφεδρικοί, εμείς.
Το ύψωμα κατά του οποίου θα κάναμε την επίθεση λεγόταν Μάλι Τοπιάνι. Και
είχε κι αυτό μεγάλη στρατιωτική σημασία για τους Ιταλούς. Ήτανε κι αυτό
από τα στηρίγματά τους στον κεντρικό τομέα. Θυμάμαι ότι κατά την έως
εκεί οδοιπορία μας δοκίμασα δύο πολύ έντονες συγκινήσεις.
Την μία, όταν πάτησα (χωρίς να το καταλάβω βέβαια, μέσα στο
σύθαμπο) πάνω σ’ έναν σκοτωμένο Ιταλό. Ρίγησα όταν το αντιλήφθηκα. Και
για πολλή ώρα κατόπιν γύριζε επίμονα στο μυαλό μου η σκληρή του μοίρα. Η
μοίρα του, να σκοτωθεί πρώτα και να μείνει άταφος κατόπιν, για να τον
πατάμε εμείς σήμερα και να τον φάνε τα αγρίμια αύριο.
Την άλλη, όταν περνούσαμε μπροστά από τα έτοιμα ήδη κανόνια μας,
που θα υποστήριζαν στην επίθεσή μας. Οι πυροβολητές τους νόμιζαν ότι θα
κάναμε εμείς την επίθεση και μας έλεγαν «Καλή τύχη, παιδιά». Σπανίως
ευχή έφτασε τόσο βαθιά μέσα μου.
Όταν φτάσαμε στο ύψωμα, στο Μάλι Τοπιάνι, ήταν νύχτα ακόμη. Προτού
ακόμη προφθάσουμε να αποθέσουμε, εκεί πίσω που σταματήσαμε, όπου την ώρα
εκείνη βρισκόταν και συζητούσε με αξιωματικό του Πυροβολικού ο
συνταγματάρχης Δημήτριος Παπαδόπουλος, ο επιλεγόμενος και παππούς,
αξιωματικός από τους ηρωικότερους που είχαμε, μας αρχίζουν
αιφνιδιαστικά, με όλα τους τα όπλα, οι Ιταλοί, και το ύψωμα μετεβλήθη
αμέσως σε τσακμακόπετρα. Λάμψεις παντοίων εκρήξεων, γύρω μας και παντού,
που νόμιζες ότι ο τόπος πήρε φωτιά. Ότι η γη σειόταν από τους κρότους
που ’μοιαζαν με αστραπόβροντα. Έβλεπες πελώριους βράχους ν’
ανατινάσσονται σαν πετραδάκια στα ύψη από τις οβίδες και τεράστια δέντρα
να κόβονται σαν τρυφεροί βλαστοί και να γέρνουν, αργά στην αρχή, σαν να
μην ήθελαν, σαν να αρνιούνταν να υποταχτούν στη μοίρα τους, και απότομα
κατόπιν, σαν κεραυνόπληκτα. Και την φοβερή αυτή κατάσταση να την
συμπληρώνουν οι θλιβερές ουρές των τραυματιών που άρχισαν να έρχονται
από την γραμμή του πυρός. Σε τέτοιο απροσδόκητα φονικό περιβάλλον
βρεθήκαμε. Και όπως ήτανε επόμενο, διαταχτήκαμε αμέσως όλοι, κι εμείς
δηλαδή οι εφεδρικοί (που είχαμε εν τω μεταξύ σκορπίσει σε θέσεις με
σχετική ασφάλεια, για να σωθούμε), να σπεύσουμε να βοηθήσουμε τους
μαχόμενους που δεκατίζονταν και υπήρχε φόβος να υποχωρήσουν. Όλοι μαζί
τότε, με ενέργειες ασυνήθους τόλμης και αποφασιστικότητας, κατορθώσαμε
ν’ αναχαιτίσουμε τους Ιταλούς και ν’ αποτρέψουμε τα χειρότερα.
Η μάχη αυτή ήτανε μια από τις σκληρότερες που έδωσε το τάγμα μας στην
Αλβανία. Και τούτο διότι με την αιφνιδιαστική τους ενέργεια οι Ιταλοί
κατόρθωσαν να βρεθούν σε πλεονεκτική θέση εν σχέσει μ’ εμάς. Πρόλαβαν
και κατέλαβαν μερικά καίρια σημεία στο ύψωμα, από τα οποία μπορούσαν ν’
αναπτύσσουν άνετα φονική δράση εις βάρος μας, χωρίς να έχουμε την
δυνατότητα εμείς να τους προκαλέσουμε σημαντική φθορά. Και αν δεν πάθαμε
χειρότερα, ήταν γιατί ενεργήσαμε με τον τρόπο που είπα. Φτάσαμε, να
φανταστείς, έρποντες ώς τις καίριες εκείνες θέσεις που είχαν καταλάβει
με τον αιφνιδιασμό τους και τους αναγκάσαμε –όπως και στο 1200 περίπου–,
με τις χειροβομβίδες, να τις αφήσουν και να φύγουν. Και να πάρει, εν
συνεχεία, τέλος και η όλη μάχη.4
Για την δική μου τώρα συμμετοχή (για τον βαθμό της συμμετοχής μου
στη σκληρή αυτή μάχη) έχω να ειπώ ότι, όπως όλοι, έτσι κι εγώ δεν φάνηκα
κατώτερος των περιστάσεων. Πολέμησα με θάρρος κι εγώ, μόλο που στην
αρχή είχα χαμηλό κάπως το ηθικό. Μου το είχε κλονίσει και ο εχθρικός
αιφνιδιασμός βέβαια (όπως κλόνισε και όλων, λίγο πολύ), αλλά και το
γεγονός ότι κατά την ώρα εκείνη της εκδήλωσής του είδα να σκοτώνεται
δίπλα μου ένας άγνωστός μου φαντάρος. Είχε έλθει βιαστικά ο ατυχής προς
το μέρος που είχα καταφύγει για να προφυλαχτώ και, βιαστικά επίσης,
άρχισε να ετοιμάζεται για σωματική του ανάγκη. Μόλις όμως έκανε την
κάμψη να καθίσει, πέφτει ένας μεγάλος όλμος στην πλάτη του και τον
κατακομμάτιασε. Στην τύχη αποδίδω ότι δεν βρήκαν και μένα τα θραύσματά
του, τόσο κοντά που βρισκόμουνα, κι αυτό με κλόνισε ακόμη περισσότερο.
Η υπόλοιπη ημέρα, κατόπιν, πέρασε με συνεχείς ρίψεις όλμων εναντίον
μας, από τους Ιταλούς, για να έχουμε και τώρα μερικά θύματα. Μπορέσαμε
όμως κατά τα μικρά διαλείμματα που μας «ξεχνούσαν» να στήσουμε τα
αντίσκηνά μας, όσοι δεν είχαμε προφθάσει να το κάνουμε το πρωί. Τότε την
στήσαμε κι εμείς, εγώ δηλαδή κι ο συστεγαζόμενος σ’ αυτή Γιώργος
Κεραμιδάς από την Πτολεμαΐδα.
Κατά το απόγευμα πέρασα και μια μικρή στενοχώρια. Ακούσαμε ότι θα
πηγαίναμε (ο λόχος μας) το βράδυ φρουρά στα χαρακώματα, κι αυτό μου
χάλασε λίγο το κέφι. Επηρεασμένος ίσως και από τα αιματηρά γεγονότα της
ημέρας, από την σφοδρή και φονική δράση των Ιταλών εναντίον μας, νόμιζα
ότι δεν θα γυρίσω πάλι, ότι οι Ιταλοί, εκεί κοντά τους που θα πηγαίναμε,
πικαρισμένοι όπως θα ήσαν από την πρωινή τους αποτυχία, θα μας έκαιγαν
με τους όλμους, που τους είχαν πολλούς και τους έριχναν αλογάριαστα.
Νόμισα ότι διανύω την τελευταία ημέρα της ζωής μου, τόσο πολύ
απελπίστηκα. Ευτυχώς που όσο να έρθει το βράδυ για να φύγουμε οι ώρες
ήσαν πολλές, και κατά το διάστημα αυτό ξαναβρήκα την ψυχραιμία μου, έτσι
που όταν πήγαμε πήρα την θέση που ήτανε να πάρω (μέσα σε ένα σκάμμα)
ήρεμος. Και ήρεμος παρέμεινα μέχρι που ήρθαν και μας αντικατέστησαν
άλλοι, αφού, επί τούτοις, δεν συνέβη να μας ενοχλήσουν οι Ιταλοί.
Θυμάμαι ότι κατά τις ώρες της φρουράς μας αυτής ήρθε στο μυαλό μου ένα
σχετικό ποίημα, που είχαν τα παλιά αναγνωστικά: «Με το κράνος βαρύ, στο
σκοτάδι, την πατρίδα φυλάττω. Τίς ει;». Το ψιθύρισα ολόκληρο κι ένιωσα
εγώ, ο οποίος λίγες ώρες ενωρίτερα είχα στενοχωρηθεί για την αποστολή
που μας περίμενε το βράδυ, ένιωσα τιμή και καύχηση για την συμμετοχή μου
στην νυχτερινή εκείνη επαγρύπνηση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Καταγόμενοι, όπως και ο συγγραφέας, από το Καστρί της Αρκαδίας, που
τότε ανήκε στην επαρχία Κυνουρίας και σήμερα ανήκει στον Δήμο Βόρειας
Κυνουρίας.
2. Η 15η Μεραρχία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην κατάληψη της
Κλεισούρας και στη νίκη των ελληνικών δυνάμεων στον κεντρικό τομέα του
μετώπου.
3. Το ύψωμα 1200 όπως και το ύψωμα Μάλι Τοπιάνι ανήκουν στο ορεινό
συγκρότημα Σεβρανίν Γαρονίν, όπου έγιναν σκληρότατες μάχες για την
κατάληψη και εξασφάλιση του κόμβου της Κλεισούρας. Η επίθεση κατά της
Κλεισούρας άρχισε στις 30.12.1940 και διήρκεσε πλέον του δεκαπενθημέρου.
4. Η κατάληψη του υψώματος Μάλι Τοπιάνι ήταν η δεύτερη μεγάλη μάχη
για την κατάληψη της Κλεισούρας όπου έλαβε μέρος και ο συγγραφέας. Στην
μάχη αυτή οι Ιταλοί εμφάνισαν για πρώτη φορά την επίλεκτη μεραρχία με το
όνομα «Οι λύκοι της Τοσκάνης» η οποία ηττήθηκε από την 15η ελληνική
Μεραρχία. Στην 15η Μεραρχία επικρατούσε σε αριθμό το ποντιακό στοιχείο,
γι’ αυτό και την ονόμασαν, άτυπα, «οι λύκοι των Καιλαρίων».
|