........................................................
"Εφημερίδα των Συντακτών" 15/04/14
«Τι θέλει η κ. Μέρκελ;» Ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις στην εξουσία
Αυτές οι μικρές στιγμές και οι επιφανειακά
ασήμαντες λεπτομέρειες μας φωτίζουν τη διαταραγμένη ψυχική οικονομία της
εξουσίας. Η συμβολική αναπαράσταση που παρουσιάζει τις ντόπιες και
ξένες εξουσίες σε αγαστή συμφωνία και συμπόρευση ραγίζει καθώς το
προσωπείο πέφτει για λίγο.
→Χρειαζόμαστε
μια μεγάλη δημόσια συζήτηση για την ταυτότητά μας που να εγκαταλείπει
τα παλιά και σκουριασμένα μοντέλα. Αυτά επιβιώνουν μόνο στα όνειρα των
Ανατολικών εραστών της Δύσης και όχι στις υβριδικές ταυτότητες των
Δυτικών. Μια τέτοια συζήτηση δεν θα οργανωθεί βέβαια από τους
«πνευματικούς ταγούς» που επιτήδεια σιωπούν μέχρι να φανούν τα γυρίσματα
του καιρού
Του Κώστα Δουζίνα*
Σε προηγούμενα άρθρα εξετάσαμε τις αντιστάσεις στα καταστροφικά μέτρα
της λιτότητας και την επακόλουθη κρίση του κοινωνικού ήθους και ηθικής.
Αλλά και οι κυρίαρχοι κύκλοι, παρά την αποδοχή και ενεργό συμμετοχή
στην επιβολή των μέτρων, υπέστησαν απώλειες. Οι κάμερες έχουν καταγράψει
την αμηχανία του Παπανδρέου στις Κάνες ή του Σαμαρά στις πρώτες του
συναντήσεις με την κ. Μέρκελ, όταν ήταν ακόμη αντίθετος στο μνημόνιο, ή
την ασυνήθιστη ταπείνωση του Βενιζέλου στην πρώτη επίσκεψή του στις
Βρυξέλλες με την ιδιότητα του υπουργού Οικονομικών, όταν κατηγορηματικά
απέρριψαν οι Ευρωπαίοι τον χαρακτηριστικά υπερφίαλο ισχυρισμό του ότι
διαπραγματεύεται μόνο με τις πολιτικές ηγεσίες και όχι με τους
τεχνοκράτες της τρόικας.
Το προσωπείο πέφτει
Αυτές οι μικρές στιγμές και οι επιφανειακά ασήμαντες λεπτομέρειες μας
φωτίζουν τη διαταραγμένη ψυχική οικονομία της εξουσίας. Η συμβολική
αναπαράσταση που παρουσιάζει τις ντόπιες και ξένες εξουσίες σε αγαστή
συμφωνία και συμπόρευση ραγίζει καθώς το προσωπείο πέφτει για λίγο.
Σύμφωνα με βασική ψυχαναλυτική θέση «επιθυμία είναι η επιθυμία του
άλλου». Επιθυμούμε την αναγνώριση των άλλων ελπίζοντας ότι έτσι θα
βρούμε προσωρινή προστασία από τη θεμελιώδη έλλειψη που στοιχειώνει την
ύπαρξη. Η διαλεκτική της επιθυμίας οργανώνεται μέσω δύο φαντασιακών
μηχανισμών: του «ιδεώδους εγώ» (ideal
ego) και του «ιδεατού εγώ» (ego ideal). Το πρώτο οργανώνει το εγώ μας
μέσα από τη φαντασιακή προβολή μιας ιδεατής ταυτότητας: ονειρεύομαι τον
εαυτό μου πετυχημένο, έξυπνο, ωραίο, παρότι ξέρω ότι η αλήθεια είναι
διαφορετική. Αυτή η προβολή μού επιτρέπει να ξεχάσω αποτυχίες και να
ουδετεροποιήσω αδυναμίες, να βάλω μάσκα πρίγκιπα πάνω στη μορφή
βατράχου. Το δεύτερο, το «ιδεατό εγώ», είναι ακόμη πιο σημαντικό για την
ψυχική ισορροπία: για να γίνω αντικείμενο επιθυμίας, προσπαθώ να δω τον
εαυτό μου από τη σκοπιά του άλλου και να γίνω ή να πράξω αυτό που
νομίζω ότι ο άλλος περιμένει από μένα.
Το πιο συνηθισμένο λάθος κάποιου που περνά από συνέντευξη για δουλειά
είναι να προσπαθεί να φανταστεί τι άνθρωπο θέλει ο εργοδότης και να
παρουσιάζει τον εαυτό του ανάλογα. Εχοντας υπάρξει και στις δύο πλευρές
των συνεντευξιακών χαρακωμάτων, μπορώ να πω ότι η προσπάθεια να
μαντέψουμε τι θέλει ο άλλος είναι αναπόφευκτη και ταυτόχρονα
καταδικασμένη σε αποτυχία. Αυτό ήταν μέχρι πρόσφατα το μοντέλο των
ελληνικών ελίτ: θα εκσυγχρονιστούμε, θα γίνουμε όπως νομίζουμε ότι μας
θέλουν οι Ευρωπαίοι.
Ο ρόλος του αγχωμένου εραστή έχει κυριαρχήσει στις «διαπραγματεύσεις»
με τους Ευρωπαίους από τα μνημόνια και το PSI μέχρι τις αυτοκρατορικές
επισκέψεις της Μέρκελ. Οι Ελληνες πολιτικοί ψάχνουν απεγνωσμένα τις
επιθυμίες των Ευρωπαίων. «Τι θέλει η Μέρκελ;» αγωνιούν τα τελευταία
τέσσερα χρόνια Παπανδρέου, Σαμαράς και Βενιζέλος. Παραφράζουν έτσι το
περίφημο ερώτημα του Φρόιντ «τι θέλει η γυναίκα;» Αλλά η κ. Μέρκελ είναι
τόσο σαφής όσο η Πυθία. Αρχικά έδειχνε χρεοκοπία, μετά ήθελε να «σώσει»
την Ελλάδα, πολλές φορές δεν φαίνεται να ξέρει ή δεν λέει τι θέλει.
Οι ελληνικές ελίτ
Ετσι, οι ελληνικές ελίτ, που κάνουν ό,τι μπορούν για να τους αγαπήσει
η κ. Μέρκελ, βυθίζονται στην αγωνία, την απογοήτευση, τη ματαίωση του
εγκαταλειμμένου εραστή και πολλαπλασιάζουν τις προσπάθειες να καταλάβουν
και να πραγματώσουν την επιθυμία της. Οπως ξέρουμε από την ψυχανάλυση,
στον επίδοξο εραστή την επιθυμία κινεί το ερώτημα και η αγωνία που
εγείρει και όχι η (ανύπαρκτη) απάντηση. Η κ. Μέρκελ θα κρύβει ή θα
αλλάζει συνεχώς τις απαιτήσεις της κρατώντας τους Ελληνες στην κατάσταση
του αιωνίως αιτούντος και απορριπτόμενου υποψηφίου. Ετσι, η ενοχή
εντείνεται, οι εναγώνιες αναζητήσεις αυξάνονται, η προσπάθεια
συμμόρφωσης σ’ ένα άπιαστο ιδεώδες γίνεται βασανιστικά απολαυστική.
Αλλά και η ευρωπαϊκή πλευρά αντιμετωπίζει την Ελλάδα με μια διπλή
φαντασίωση. Η αρχική αντιμετώπιση του ελληνικού «προβλήματος»
χαρακτηρίστηκε από έναν εκκωφαντικό ρατσισμό. Μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο
κανένας πολιτικός ή σχολιαστής δεν υποστήριξε ότι ολόκληρος ο γερμανικός
λαός ήταν υπεύθυνος για τις βαρβαρότητες των ναζί.
Αυτό όμως έγινε με τους Ελληνες. «Είναι τεμπέληδες, ψεύτες, ανίκανοι»
έλεγαν σε όλους τους τόνους οι ευρωπαϊκές ελίτ. Πτωχοί και πλούσιοι,
μισθωτοί και φοροκλέφτες, εφοπλιστές και λοστρόμοι όλοι φταίνε το ίδιο,
μια ιδέα που εισήγαγε στην Ελλάδα ο Πάγκαλος παίζοντας τον ρόλο
ντανταϊστή εισαγγελέα. Ηταν η περίοδος που η κ. Μέρκελ μιμούνταν τον
πάστορα στην ταινία «Λευκή κορδέλα» του Χάνεκε. Οσο περισσότερο
υπάκουγαν τις παράλογες εντολές τα παιδιά του τόσο περισσότερο τα
τιμωρούσε.
Ετσι λειτουργεί το υπερεγώ, σκληρά, σαδιστικά, βίαια. Οσο περισσότερο
διαλύουν τα μνημόνια τον κοινωνικό ιστό τόσο περισσότερο πρέπει να
τιμωρηθεί ο λαός. Αργότερα η απαξίωση έγινε οριενταλισμός μιας μορφής
που κανένας δεν θα τολμούσε να απευθύνει σήμερα στην Ινδία ή την Αφρική.
Οι Ευρωπαίοι μάς είπαν ότι το μέλλον της Ελλάδας βρίσκεται στην
εκμετάλλευση του ήλιου και της θάλασσας, στο ξεπούλημα των παραλιών και
των λιμανιών, στην επεξεργασία των σκουπιδιών και στον τουρισμό.
«Προσπαθήστε λίγο ακόμη, Ελληνες» μας συμβουλεύουν «για να γίνετε
υπηρέτες και σερβιτόροι για τους γηράσκοντες Βορειοευρωπαίους». Η
ταλαντούχα κ. Μέρκελ είναι η άπιαστη φαντασίωση και το βάναυσο υπερεγώ
των ελληνικών ελίτ.
Η φαντασίωση του άλλου ως κατώτερου, παθητικού και αποτυχημένου έχει
όμως και μια αντίστροφη «αισχρή» όψη – τον φθόνο για τις απολαύσεις του
άλλου. «Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άξεστοι και χρεοκοπημένοι Ελληνες να
απολαμβάνουν τη ζωή περισσότερο από μας;» είναι η χαρακτηριστική της
μορφή. Ο ήλιος και η θάλασσα, τα φαγητά και τα πανηγύρια, οι παρέες και
τα τραγούδια των Ελλήνων «κλέβουνε» την ευτυχία των δύστροπων Βορείων.
Γι’ αυτό πρέπει να τιμωρηθούν, να γίνουν σαν κι αυτούς, να χάσουν την
επιθυμία για μια ζωή που δεν συνάδει με την πειθαρχία του καπιταλισμού
και την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Οταν ο Δένδιας λέει πως θα
βάλει «τέλος στη μεταπολίτευση», όταν ο Σαμαράς υπόσχεται ότι θα κάνει
την Ελλάδα μια «κανονική χώρα», απαντούν ξανά στο ερώτημα «τι θέλει η
Μέρκελ;» φαντασιώνοντας ότι για να τους συμπαθήσει η κυρία, πρέπει η
Θεσσαλονίκη να γίνει σαν το Ντίσελντορφ μια βροχερή μέρα και οι Ελληνες
πουριτανοί προτεστάντες.
Δύση ή Ανατολή;
Η συμπεριφορά της κυβέρνησης και των κατεστημένων ΜΜΕ κατά τη σύντομη
επίσκεψη της κ. Μέρκελ στην Αθήνα την περασμένη Παρασκευή θύμισε
επισκέψεις αποικιοκρατών αντιβασιλέων για να επιθεωρήσουν τους
αντιπροσώπους της αυτοκρατορίας. Εκλεισαν οι δρόμοι, αστυνομία παντού,
συνεχής κάλυψη της επίσκεψης στην τηλεόραση. Δεν αναβαπτίζεται κανείς σε
δόκιμο προτεστάντη αν δεν αποδεχτεί ότι, σύμφωνα με την πολιτική
θεολογία, η καγκελάριος είναι κάτι σαν αντιπρόσωπος του Θεού ή τέλος
πάντων του Κεφαλαίου επί γης. Οταν επισκέπτεται την πόλη, οι υπήκοοι
είτε παρατάσσονται για να την υποδεχτούν είτε κλείνονται στα σπίτια
τους.
Η διάκριση ανάμεσα στους λίγους που πανηγυρίζουν την παρουσία και
τους πολλούς που πρέπει να αποκλειστούν γιατί μπορεί να διαπράξουν lèse-majesté
υπενθυμίζει μια ιδεοληψία ενός μέρους της ελληνικής κοινωνικής
επιστήμης και της «σκεπτόμενης» κοινής γνώμης. Σύμφωνα μ’ αυτή την
κοινότοπη άποψη, το κυρίαρχο δίλημμα της πολιτισμικής μας ταυτότητας
είναι «Δύση ή Ανατολή» και η απάντηση μονότονα η ίδια: «Εσπερία ή
θάνατος» – πιο πρόσφατα «Εσπερία και θάνατος».
Το ερώτημα «Λωζάννη ή Κοζάνη» αποπνέει την αναπαλαιωμένη οσμή ενός
παρελθόντος υπαρξιακού άγχους που αναπαράγεται σήμερα με τη μορφή των
«κλασικών εικονογραφημένων» της νιότης μας. Αν λοιπόν το δίλημμα αυτό
αποτέλεσε κάποτε την κρίσιμη διαχωριστική γραμμή του πολιτισμού μας, η
αρχή του τέλους του μπορεί να χρονολογηθεί ακριβώς με την άφιξη της
τρόικας και η ολοκλήρωσή του με την επίσκεψη της Μέρκελ. Και η «Ευρώπη»
και η «Ανατολή» αποτελούν «φαντασιακές κοινότητες», δημιουργήματα της
αποικιοκρατικής περιόδου και της «εκπολιτιστικής της αποστολής».
Στον ύστερο καπιταλισμό, η κοινωνική γεωγραφία έχει αλλάξει ριζικά. Η
«Ανατολή» αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της «Δύσης» και βρίσκεται στην
καρδιά κάθε ευρωπαϊκής μητρόπολης όπως και στην Αθήνα. Οι εθνικές
ταυτότητες έχουν γίνει ευκίνητες, εύπλαστες, οι πολιτισμικές και
πολιτικές προτεραιότητες προσαρμόστηκαν στις συνθήκες του
παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Τα αμερικάνικα Big Macs
γίνονται MacSouvlaki για τους Ανατολικούς χωρίς δεύτερη σκέψη. Εξίσου, η
παραδοσιακή μέριμνα της μεσογειακής οικογένειας προς τα αδύναμα μέλη
της εισάγεται ως βήμα προόδου στο Μόναχο και το Μάντσεστερ όταν το
κοινωνικό κράτος υποχωρεί ακολουθώντας την κατηγορική προσταγή της
εποχής «ιδιωτικοποιήστε τα πάντα».
Δημόσια συζήτηση
Αυτοί που έχουν διαφορετικές προσδοκίες για το μέλλον πρέπει να
κοιτάξουν πέρα από τις κοινοτοπίες των εκσυγχρονιστών. Σύμφωνα μ’ ένα
γνωστό ρητό που έχει αποδοθεί στον Τζορτζ Μπέρναρντ Σο και τον Τσόρτσιλ,
η Αμερική είναι το μόνο κράτος που πέρασε από τη βαρβαρότητα στην
ντεκαντάνς χωρίς να πατήσει στον πολιτισμό. Ετσι και η Ελλάδα μπορεί να
περάσει από τον παραδοσιακό καπιταλισμό στον μεταμοντέρνο σοσιαλισμό
χωρίς να πατήσει στη νεωτερικότητα.
Χρειαζόμαστε μια μεγάλη δημόσια συζήτηση για την ταυτότητά μας που να
εγκαταλείπει τα παλιά και σκουριασμένα μοντέλα. Αυτά επιβιώνουν μόνο
στα όνειρα των Ανατολικών εραστών της Δύσης και όχι στις υβριδικές
ταυτότητες των Δυτικών. Μια τέτοια συζήτηση δεν θα οργανωθεί βέβαια από
τους «πνευματικούς ταγούς» που επιτήδεια σιωπούν μέχρι να φανούν τα
γυρίσματα του καιρού.
Πέφτει λοιπόν το καθήκον στην Αριστερά να βάλει την ηθική και
πολιτισμική αναγέννηση στο κέντρο της πολιτικής της αντίστασης. Αυτή
είναι και η απάντηση της ψυχανάλυσης στην ατελέσφορη προσπάθεια
ανεύρεσης της επιθυμίας του άλλου. Ο άλλος, όπως κι εσύ, δεν έχει την
απάντηση στο μυστήριο της επιθυμίας. Η μόνη λύση είναι να εγκαταλείψουμε
τη φαντασίωση της ολοκλήρωσης και να αποφασίσουμε ότι μόνοι, χωρίς τη
Μεγάλη Αλλη, θα βρούμετην πορεία μας.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
* Καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του
Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του
Πανεπιστημίου του Λονδίνου