.............................................................
Έτσι οραματίστηκες τη ζωή σου ;
της Μαριαλένας Σπυροπούλου (ψυχολόγου-ψυχοθεραπέυτριας)
"Νησίδες" της "Εφημερίδας των Συντακτών" (29-30/6/2013)
Έτσι οραματίστηκες τη ζωή σου ;
της Μαριαλένας Σπυροπούλου (ψυχολόγου-ψυχοθεραπέυτριας)
"Νησίδες" της "Εφημερίδας των Συντακτών" (29-30/6/2013)
Ανεβαίνω το μετρό στο Σύνταγμα. Περπατώ με ταχύ βήμα να προσπεράσω τις ορδές του κόσμου. Βιάζομαι. Για ακόμα μια φορά. Ανεβαίνω ασθμαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά στις κυλιόμενες. Πιάνω στο στομάχι μου, γιατί νιώθω να χτυπάει η καρδιά μου πιο γρήγορα. Όχι από ερωτική αναστάτωση αλλά από αγυμνασία. Κοιτώ γύρω μου. Οι άνθρωποι φαίνονται σαν καλοκουρδισμένα ρομπότ. Περπατούν σκυφτοί, αγέλαστοι, σχεδόν μουτρωμένοι. Αναρωτιέμαι εάν ήταν έτσι η έκφραση του προσώπου τους όταν ήρθαν στη ζωή. Κανείς δεν κοιτά κανέναν, όλοι σαν ταγμένοι στρατιώτες σκύβουν το κεφάλι για να επιταχύνουν το βήμα τους. Αφοσιωμένοι στον εσωτερικό τους μικρόκοσμο σκέφτονται πώς θα βγάλουν την ημέρα. Πώς θα πληρώσουν τους λογαριασμούς. Πώς θα πάρουν εκείνη την αποζημίωση. Πώς θα πάρουν τα δεδουλευμένα τους. Πώς θα δρομολογήσουν την τακτοποίηση του ατακτοποίητου δανείου. Πώς θα επιβιώσουν μέσα σε έναν καύσωνα που ήρθε φέτος νωρίς. Μια κυρία δίπλα μου λέει στη φίλη της "γλιτώσαμε το καλοριφέρ φέτος, θα τα φάμε στο air condition". Ένας άλλος κύριος απέναντι διαπληκτίζεται στο τηλέφωνο με κάποιον με τον οποίο, απ' ό,τι ακούγεται, έχει οικονομικές διαφορές. "Θα μου τα δώσεις σήμερα. Με κοροϊδεύεις τόσο καιρό. Θα εφαρμόσω άλλες μεθόδους", φαίνεται σαν η απειλή να είναι η τελευταία διέξοδος στην απελπισία του. Αρχίζει μέσα μου να γίνεται περισσότερο κατανοητό γιατί ο ένας δεν κοιτά τον απέναντί του. Θλίβομαι. Τώρα το στομάχι μου σφίγγεται. Γιατί ξαφνικά έχουμε γίνει όλοι εχθροί; Εχθροί κάτω από τον πιο γενναιόδωρο ήλιο. Σαν να μας χωρίζουν περισσότερα από όσα μας ενώνουν. Οι εργαζόμενοι ενάντια στους ανέργους. Οι χαμηλα αμειβόμενοι απέναντι στα "ρετιρέ", που διατηρούνται ακόμα. Οι νέοι ενάντια στους βολεμένους μεσήλικες. Οι απολυμένοι μεσήλικες απέναντι στο άφθαρτο της νεότητας. Οι κατηγορίες των διπόλων φαίνεται να μην έχουν τέλος. Σε όλες το διακύβευμα είναι το χρήμα. Ούτε το πολύ ούτε το λίγο, το χρήμα σαν καύσιμη ύλη. Σαν πραγματικότητα και σαν ψευδαίσθηση. Σαν φαντασίωση ευκαιριών. Σαν υπόσχεση ελευθερίας. Το χρήμα σαν μόνη δυνατότητα ευτυχίας.
Σταματώ στην αποβάθρα και βλέπω ένα πανέμορφο κορίτσι. Έναν νεαρό μίσχο απλό, απέριττο,όπως μόνο τα μπουμπούκια στην πρώτη άνθιση μπορούν να είναι. Γελάει με μια φίλη της κελαρυστά, γάργαρα. Θυμούνται τη χθεσινή βραδυά τους. Ένα καλοκαιρινό βράδυ που το ξημέρωμα θα αργούσε να φανεί. Στον καρπό της έχει χαράξει ένα τατουαζ στα αγγλικά. "Έτσι οραματίστηκες τη ζωή σου;" φαίνεται να αναρωτιέται. Στέκομαι παραδίπλα και θυμάμαι μια σκηνή από την ταινία του David Fincher "Fight Club". O Brad Pitt εισβάλλει να ληστέψει ένα βενζινάδικο και βγάζει έξω τον Κινέζο υπάλληλο (μπορεί να είναι και Μεξικάνος, εχω να τη δω από το 1999) και με το πιστόλι στον κρόταφο τον απειλεί: "Αυτη τη ζωή ήθελες να ζήσεις;" Εκείνος με τρεμάμενη φωνή του απαντά: "Όχι, ήθελα να τελειώσω τις σπουδές μου, ήθελα άλλα πράγματα". Ο πρωταγωνιστής τότε του χαρίζει τη ζωή του με τον όρο να την αλλάξει από εκείνο το δευτερόλεπτο. "Εάν σε ξαναβρώ έτσι, τη δεύτερη φορά δεν θα γλιτώσεις".
Κάπως έτσι έχω κρατήσει στη μνημη μου εκείνη τη σκηνή, που αναδύθηκε με αφορμή το σοφό ερώτημα του τατουαζ πάν στο χέρι του κοριτσιού-αγάλματος.
Άραγε, έτσι οραματιστήκαμε τη ζωή μας; Με απειλές, θυμό, απογοήτευση, έλλειψη σχεδίων, ερωτισμού, χαράς και διάθεση για ζωή; Ζώντας με τα στατιστικά; Της ανεργίας, της ανάκαμψης, της σπέκουλας, της υγείας, της νόσου, του θανάτου; Ποιος μας εμποδίζει να κυνηγήσουμε το όραμά μας; Ποιον κηδεμόνα-μέντορα-δικτάτορα-αφέντη έχουμε ανάγκη για να αλλάξουμε πλεύση; Γιατί προδώσαμε εμάς;
Κατεβαίνω στη στάση μου. Έχω σηκώσει τους ώμους. Χαμογελώ. Συνειδητοποιώ ότι με αυτά και με αυτά έχω καθυστερήσει στο ραντεβού μου. Δεν πειράζει, σκέφομαι. Άλλωστε ο χρόνος, ελλείψει χρήματος, είναι το καλύτερο είδος εν αφθονία που μας συμβαίνει μέχρι να πάψει κι αυτό να συμβαίνει.
Σταματώ στην αποβάθρα και βλέπω ένα πανέμορφο κορίτσι. Έναν νεαρό μίσχο απλό, απέριττο,όπως μόνο τα μπουμπούκια στην πρώτη άνθιση μπορούν να είναι. Γελάει με μια φίλη της κελαρυστά, γάργαρα. Θυμούνται τη χθεσινή βραδυά τους. Ένα καλοκαιρινό βράδυ που το ξημέρωμα θα αργούσε να φανεί. Στον καρπό της έχει χαράξει ένα τατουαζ στα αγγλικά. "Έτσι οραματίστηκες τη ζωή σου;" φαίνεται να αναρωτιέται. Στέκομαι παραδίπλα και θυμάμαι μια σκηνή από την ταινία του David Fincher "Fight Club". O Brad Pitt εισβάλλει να ληστέψει ένα βενζινάδικο και βγάζει έξω τον Κινέζο υπάλληλο (μπορεί να είναι και Μεξικάνος, εχω να τη δω από το 1999) και με το πιστόλι στον κρόταφο τον απειλεί: "Αυτη τη ζωή ήθελες να ζήσεις;" Εκείνος με τρεμάμενη φωνή του απαντά: "Όχι, ήθελα να τελειώσω τις σπουδές μου, ήθελα άλλα πράγματα". Ο πρωταγωνιστής τότε του χαρίζει τη ζωή του με τον όρο να την αλλάξει από εκείνο το δευτερόλεπτο. "Εάν σε ξαναβρώ έτσι, τη δεύτερη φορά δεν θα γλιτώσεις".
Κάπως έτσι έχω κρατήσει στη μνημη μου εκείνη τη σκηνή, που αναδύθηκε με αφορμή το σοφό ερώτημα του τατουαζ πάν στο χέρι του κοριτσιού-αγάλματος.
Άραγε, έτσι οραματιστήκαμε τη ζωή μας; Με απειλές, θυμό, απογοήτευση, έλλειψη σχεδίων, ερωτισμού, χαράς και διάθεση για ζωή; Ζώντας με τα στατιστικά; Της ανεργίας, της ανάκαμψης, της σπέκουλας, της υγείας, της νόσου, του θανάτου; Ποιος μας εμποδίζει να κυνηγήσουμε το όραμά μας; Ποιον κηδεμόνα-μέντορα-δικτάτορα-αφέντη έχουμε ανάγκη για να αλλάξουμε πλεύση; Γιατί προδώσαμε εμάς;
Κατεβαίνω στη στάση μου. Έχω σηκώσει τους ώμους. Χαμογελώ. Συνειδητοποιώ ότι με αυτά και με αυτά έχω καθυστερήσει στο ραντεβού μου. Δεν πειράζει, σκέφομαι. Άλλωστε ο χρόνος, ελλείψει χρήματος, είναι το καλύτερο είδος εν αφθονία που μας συμβαίνει μέχρι να πάψει κι αυτό να συμβαίνει.