.............................................................
Αριστερά σε ανορθόδοξους καιρούς.
Του Νικόλα Σεβαστάκη
Έγραφα σε προηγούμενο σημείωμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να
ξανακάνει την Αριστερά «κόμμα της κίνησης». Κατάφερε να ξεπαγώσει το
πεδίο της προσδοκίας σε συνθήκες συλλογικής κατάθλιψης. Αλλά η θέση και ο
ρόλος του ως παράταξης μετά τις 17 Ιουνίου επιβάλλουν να σκεφτούμε
καλύτερα τις ποιότητες αυτής της κίνησης.
Υπολογίζοντας συγχρόνως, όσο γίνεται, τους υψηλούς κραδασμούς που
απειλούν το εθνικό και το ευρωπαϊκό περιβάλλον, την κινδυνώδη αστάθεια
της περιόδου.Πολλοί βλέπουν ωστόσο την κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα φάση ως
μια συμβατική μετατόπιση από το ριζοσπαστικό «εκτός» στο θεσμικό
«εντός». Ως κίνηση ολίσθησης από το κόμμα/ κίνημα σε μια
κρατικο-κοινοβουλευτική δύναμη. Μια τέτοια θεώρηση είναι ωστόσο
εξωτερική προς το συγκεκριμένο χώρο, τις πραγματικότητές του, την
ανάπτυξή του σε καινούρια εδάφη και ακροατήρια. Γιατί παραγνωρίζει το
ισχυρό σημείο που κάνει σήμερα τον ΣΥΡΙΖΑ προνομιακό συνομιλητή ενός
κόσμου πέραν του λαού της Αριστεράς. Αυτό το ισχυρό σημείο είναι
ακριβώς η ατελής μορφοποίηση ενός αιρετικού ρεαλισμού. Είναι η
ανορθοδοξία και η πολιτική στο μεταίχμιο ως πηγή δύναμης και συγχρόνως
ως πηγή έγνοιας και ανησυχίας. Αυτή η ανορθόδοξη τοποθέτηση προϋπάρχει
εξαρχής στην ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά. Αλλά η τωρινή της
παραγωγικότητα συνδέεται με τη συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης περίστασης
της κρίσης, με την αίσθηση ότι οι κυβερνώσες ελίτ της χώρας μεταθέτουν
απλώς χρονικά το τέλος, το αδρανές και αποτυχημένο συμβόλαιο με το οποίο
επιδίωξαν να εκβιάσουν τη «νέα μεταπολίτευση».
Στη ριζοσπαστική Αριστερά έλαχε ο ρόλος της δύναμης που κατανόησε ότι
δεν ισχύει η οικεία κεντρώα αντιδιαστολή μεταξύ ρεαλισμού και
ριζοσπαστισμού. Ο ριζοσπαστισμός δεν αποτελεί την αντίθεση του ρεαλισμού
αλλά την επείγουσα συγκαιρινή του προϋπόθεση. Ο ριζοσπαστισμός συνιστά
κατά κάποιον τρόπο αυτοσυνείδηση της έκτακτης περίστασης και αυτό ισχύει
δυστυχώς και για έναν δεξιό και αυταρχικό ριζοσπαστισμό.
Η κίνηση η οποία καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ παράταξη της ριζοσπαστικής
εναλλαγής, της ενδεχόμενης ανορθωτικής τομής για τη χώρα έχει λοιπόν μια
προϋπόθεση: τη μετάβαση από μια ορθολογικότητα «χωρίς λαό» σε μια
ορθολογικότητα η οποία απαιτεί την παρουσία του λαού, την ορατότητά του
λαϊκού παράγοντα ως πηγής του νοήματος της δημοκρατίας και της
δημοκρατικής πολιτικής. Με άλλους όρους μιλούμε για το πέρασμα από έναν
ρεαλισμό που απωθεί ως καταστροφική τη στιγμή της σύγκρουσης σε έναν
ρεαλισμό που προτιμά να κάνει παραγωγική τη σύγκρουση.
Αλλά ποιος λαός εμπλέκεται εδώ; Γύρω από αυτό το ερώτημα, το διόλου
αυτονόητο, η υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον. Και
περιπλέκεται.
Ας πούμε ότι έχουμε μια κίνηση η οποία συντίθεται από επιμέρους κινήσεις και διαφορετικές συνδυαστικές. Πρωταρχική αφετηρία της είναι η ανάδειξη του κοινωνικού ζητήματος, του ζητήματος των υλικών όρων ζωής του λαού. Αυτή η καταστατική δέσμευση αποτελεί και την αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη κάθε αριστερής πολιτικής δύναμης.
Ας πούμε ότι έχουμε μια κίνηση η οποία συντίθεται από επιμέρους κινήσεις και διαφορετικές συνδυαστικές. Πρωταρχική αφετηρία της είναι η ανάδειξη του κοινωνικού ζητήματος, του ζητήματος των υλικών όρων ζωής του λαού. Αυτή η καταστατική δέσμευση αποτελεί και την αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη κάθε αριστερής πολιτικής δύναμης.
Επειδή όμως η κρίση προσλαμβάνει μια συνολική και όχι μόνο μια
οικονομική διάσταση, η κίνηση δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια και
μοναδική συνδυαστική. Εκτός από τον λαό του «κοινωνικού ζητήματος»
τίθεται αναπόφευκτα και το ερώτημα μιας νέας συμβιωτικής συνθήκης, μιας
μεταστροφής στην κοινωνική μας κουλτούρα, στη συλλογική ηθική.
Η Αριστερά δεν είναι μόνο η παράταξη των αγώνων εναντίον της υλικής αναξιοπρέπειας και της υποτίμησης της εργασίας. Προσκρούει όλο και περισσότερο στα ιζήματα της ηθικής κρίσης, στο πρόβλημα των ανθρώπινων και κοινωνικών δεσμών. Αν ο λαός του «κοινωνικού ζητήματος» παραμείνει έξω από την πολιτισμική μέριμνα της Αριστεράς, έξω δηλαδή από τη μέριμνα για ένα νέο νόημα του συνανήκειν, η οδύνη του μπορεί να μεταφραστεί σε μνησίκακη διαίρεση και σε έναν ακροδεξιό «κοινωνικό σωβινισμό». Η Χρυσή Αυγή είναι εδώ για να υπενθυμίζει αυτό το απειλητικό ενδεχόμενο.
Η Αριστερά δεν είναι μόνο η παράταξη των αγώνων εναντίον της υλικής αναξιοπρέπειας και της υποτίμησης της εργασίας. Προσκρούει όλο και περισσότερο στα ιζήματα της ηθικής κρίσης, στο πρόβλημα των ανθρώπινων και κοινωνικών δεσμών. Αν ο λαός του «κοινωνικού ζητήματος» παραμείνει έξω από την πολιτισμική μέριμνα της Αριστεράς, έξω δηλαδή από τη μέριμνα για ένα νέο νόημα του συνανήκειν, η οδύνη του μπορεί να μεταφραστεί σε μνησίκακη διαίρεση και σε έναν ακροδεξιό «κοινωνικό σωβινισμό». Η Χρυσή Αυγή είναι εδώ για να υπενθυμίζει αυτό το απειλητικό ενδεχόμενο.
Τέλος, οι εκλογές της 17ης Ιουνίου άφησαν εκτεθειμένο έναν ολόκληρο
χώρο που χρειάζεται να γίνει οργανικό στοιχείο της κίνησης του ΣΥΡΙΖΑ
Αναφέρομαι στις αξίες και στις ευαισθησίες της πολιτικής οικολογίας,
αξίες απολύτως απαραίτητες αν η Αριστερά θέλει να αποφύγει την
παλινόρθωση του «αναπτυξιακού κρατισμού» που φωλιάζει σε όλες σχεδόν τις
παραδόσεις της.
Ο εμπλουτισμός του κόμματος της κίνησης με όλες αυτές τις ξεχωριστές μέριμνες, με όλες αυτές τις ζωτικές εκκρεμότητες μπορεί να οδηγήσει και στο επόμενο βήμα: στη διαμόρφωση μιας μεγάλης αριστερής δημοκρατικής παράταξης. Το βήμα θα παραμένει μετέωρο όσο καιρό οι επιμέρους μέριμνες θα είναι ξένες ή αδιάφορες η μια για την άλλη. Το έργο της Αριστεράς είναι να τις συνθέσει σε έναν ορίζοντα προσδοκίας χωρίς την αυταπάτη της ιδεολογικής ενότητας.
Ο εμπλουτισμός του κόμματος της κίνησης με όλες αυτές τις ξεχωριστές μέριμνες, με όλες αυτές τις ζωτικές εκκρεμότητες μπορεί να οδηγήσει και στο επόμενο βήμα: στη διαμόρφωση μιας μεγάλης αριστερής δημοκρατικής παράταξης. Το βήμα θα παραμένει μετέωρο όσο καιρό οι επιμέρους μέριμνες θα είναι ξένες ή αδιάφορες η μια για την άλλη. Το έργο της Αριστεράς είναι να τις συνθέσει σε έναν ορίζοντα προσδοκίας χωρίς την αυταπάτη της ιδεολογικής ενότητας.
*Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ