Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Από το "Οριζόντιο Ύψος" του Αργύρη Χιόνη (εκδόσεις "Κίχλη") - Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2009.

       
      ΑΛΦΕΙΟΣ  και ΑΡΈΘΟΥΣΑ                                                                                                      
                                                                                                     Μνήμη Italo Calvino


   ΗΤΑΝ ΙΟΥΛΙΟΣ, σε όλη του τη δόξα. Ο ήλιος του καταμεσήμερου, ένας τεράστιος πυρακτωμένος αχινός, δοκίμαζε τ' αγκάθια του πάνω σε όντα και μη όντα/ κατάφερνε ακόμα και στα δάση να εισχωρεί, στ' αρκαδικά βαθύσκια δάση, και να πληγώνει πεύκα κι έλατα που κλαίγαν με κεχριμπαρένιο δάκρυ.
   Η πανωραία νύμφη Αρέθουσα, ακόλουθος πιστή της αειπάρθενης Αρτέμιδας, είχε αξημέρωτα, με τη δροσιά, κινήσει για την καθημερινή της ενασχόληση (δίχτυα και ξόβεργες να στήνει για πουλιά), αλλ' ήταν τόσο δυνατό το κυνηγετικό της πάθος, που δίχως να το καταλάβει, μεσημέριασε κι άρχισε τώρα να χοροπηδά, ως αναστενάρισσα, επάνω στα καυτά λιθάρια. Ήταν ωστόσο τυχερή, γιατί, καθώς ροβόλαγε στην πλευρά του βουνού, κάθιδρη και διψασμένη, βρέθηκε ξαφνικά σε τόπο χλοερό και δροσερό, όπου ανάμεσα σε λεύκες, σε καλάμια και πλατάνια, έρρεαν τα νερά του Αλφειού, τόσο καθάρια που, όπως λέει ο Οβίδιος, 
"μπορούσες να δεις να μετρήσεις ακόμη και στο πιο μεγάλο βάθος, τα βότσαλά του".1
   Περιχαρής, η νύμφη Αρέθουσα κάθισε παρευθύς στην όχθη και βούτηξε στο δροσερό νερό τα καταπονημένα πόδια της. Ήτανε τόση η ανακούφισή της, που δεν έδωσε και μεγάλη σημασία σε κάτι που 'μοιαζε με χάδι στα πέλματα και στ' ακροδάχτυλά της. "Έτσι είναι το νερό", σκέφτηκε, "πάντα φιλικό με τους ανθρώπους" και, ενθουσιασμένη, σηκώθηκε και προχώρησε μέσα στον ποταμό ως τα γόνατα. Το χάδι, τώρα, το 'νιωθε σ' όλο το μήκος των γαμπών κι ήτανε τόσο γλυκό που ήθελε σε όλο το κορμί της να το νιώσει. Γδύθηκε, λοιπόν, και, αφού πέταξε σε ένα κλαδί ιτιάς το ρούχο της, άρχισε να κολυμπά με μικρά ξεφωνητά απόλαυσης, που όμως σύντομα γινήκανε τρόμου κραυγές και πανικού, γιατί το νερό δεν χάιδευε πια το κορμί της, αλλά το μάλαζε και λάγνα το πασπάτευε, με δάχτυλα αμέτρητα, μέχρι τα πιο απόκρυφα σημεία του, ενώ από τον βυθό του ποταμού, που τώρα είχε θολώσει, έβγαινε ένα υπόκωφο μουρμουρητό. Τρελή από τρόμο και ντροπή, κολύμπησε όπως όπως ως την όχθη και, όταν βρέθηκε εκεί, άρχισε, όπως ήτανε, γυμνή, να τρέχει μ' όλη της τη δύναμη.
   Ο Αλφειός (όπως άλλωστε και όλοι οι άλλοι ποταμοί) ήτανε, τότε, εκτός από ποταμός και θεός, και μάλιστα σπουδαίος θεός, καθότι "ο μεγαλύτερος , πολυυδρότερος και μακρότερος εις μήκος ποταμός της Πελοποννήσου".2 Ως θεός, λοιπόν είχε την ικανότητα οποιαδήποτε μορφή ήθελε να παίρνει και, εν προκειμένω, επέλεξε αυτήν του κυνηγού, προκειμένου να κυνηγήσει και να συλλάβει την νεαρά κυνηγό, που τόσο είχε τρομοκρατηθεί από τα τολμηρά και, ίσως, κάπως βίαια χάδια του.
   Η Αρέθουσα, δασκαλέμένη από την μίσανδρο Αρτέμιδα, πίστευε ότι όλοι οι άνδρες, ακόμη και οι θεοί, ήτανε κάτι τέρατα, που άλλο δεν είχανε στο νου τους παρά πώς να αφαιρούν από τις αθώες κορασίδες την πολύτιμον παρθενίαν τους.
Κι ήτανε για να σώσει αυτήν την παρθενιά που έτρεχε τώρα σαν τον άνεμο.
   Ο Αλφειός μπορεί να ήταν πιο αργός, αλλ' είχε με το μέρος του το πάθος του κεραυνοόλου έρωτα και την αντοχή, καθ' ότι ως γνωστόν, θεοί και ποταμοί είναι δρομείς μεγάλων αποστάσεων. Έτσι, κάποια στιγμή, η ταχυτάτη μεν αλλά κατάκοπη Αρέθουσα ένιωσε την ανάσα του στο σβέρκο της. Άλλην ελπίδα πλέον δεν είχε παρά να ζητήσει την βοήθεια της θεάς, και τούτο έπραξε. Η Αρτέμιδα κατέφθασε αυτοστιγμεί και αφού τη μεταμόρφωσε σε γάργαρη πηγή, άνοιξε μια σήραγγα στη γη, από την Πελοπόννησο ως τη Σικελία, και την ξαπόστειλε εκεί, πλησίον των Συρακουσών, σ' ένα μικρό νησί, στην Ορτυγία, όπου και σήμερα ακόμη αναβλύζει το νερό της.
   Ωστόσο, ο Αλφειός δεν έχασε καιρό, ξανάγινε κι αυτός νερό, όρμησε μες στην ίδια σήραγγα, διέσχισε υπογείως3 το πέλαγος και έφτασε στην Ορτυγία, όπου έσμιξε4 επιτέλους, ες αεί, με την καλλίπυγο πηγή, την αρετούσα5 Αρέθουσα.
   Επί πολλούς αιώνες, διάφοροι αλαφροΐσκιωτοι υποστήριζαν ότι ελληνικά λουλούδια εμφανίζονταν την άνοιξη στη σικελική πηγή και ότι, αν μέσα σε κλειστή φιάλη μήνυμα έριχνες στον Αλφειό, το μήνυμά σου έφτανε στην Ορτυγία. Μόνον αλαφροΐσκιωτοι δεν ήτανε αυτοί/ μετά τις πυρκαγιές του περασμένου θέρους, που αποτέφρωσαν Ηλεία και Αρκαδία, γίνανε της Αρέθουσας τα γάργαρα νερά σταχτιά, κι αποκαΐδια απ' την Ολυμπία έφτυνε, μήνες ολόκληρους, το στόμα της.

1: Μεταμορφώσεις 5.569 κ.ε.
2: Μεγάλη Ελλην. Εγκυκλοπάιδεια τ.Δ' λ. Αλφειός
3. Ο Α.Χιόνης επέλεξε την εκδοχή της υπόγειας διαδρομής, επικαλούμενος και τον Δ. Σαββόπουλο, επειδή ο Αλφειός από τις πηγές του στον Πάρνωνα μέχρι τον κόλπο της Κυπαρισσίας καταβυθίζεται και αναδύεται συνεχώς μέχρι να ενωθεί με τη θάλασσα. Αυτό το φαινόμενο, λέει ο Χιόνης, μάλλον ώθησε τους προγόνους μας στην σύλληψη της ιδέας της σήραγγας.
4. Αρέθουσα = ύδωρ αφθόνως αναβλύζον, δηλ. το κοινώς λεγόμενο κεφαλάρι, ενώ Αλφειός = 
= πλουτοδότης, γονιμοποιός. Πού θα βρισκότανε ποιο ταιριαστό ζευγάρι αναρωτιέται ο συγγραφέας
5. Εδώ αρετούσα = ενάρετη, επιθ. Μήπως ο Αλφειός θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ερωτόκριτος τιμώντας τον Βιντσέντζο Κορνάρο;    

Το ταπεινό χορτάρι που φυτρώνει
Ανάμεσα στις πλάκες των πεζοδρομίων μας
Δεν είναι διόλου ταπεινό
Είναι το δάσος που επιστρέφει
Είναι η ζούγκλα που ποτέ δεν παραιτήθηκε
Απ' αυτό που της ανήκει
Και που της πήραμε με τόσο δόλο

Η γάτα που μας γδέρνει τάχα παίζοντας το χέρι
Δεν παίζει διόλου
Είναι το αιλουροειδές που εκδικείται
Για όλ' αυτά τα χάδια ανάμεσα στα μάτια
Για όλ' αυτά τα αποφάγια της ζωοφιλίας μας
Είναι η τίγρη που τη σάρκα μας γυρεύει

Η χαλασμένη βρύση που στάζει αδιάκοπα στο 
     νεροχύτη μας
Δεν είναι διόλου χαλασμένη
Είναι ο ποταμός ο καταρράχτης κι ο κατακλυσμός
Που δεν υπέκυψαν ποτέ στο κεντρικό μας δίκτυο
     υδρεύσεως
Είναι τα ύδατα που αμφισβητούν το διαχωρισμό τους 
      απ' τη γη
Που αμφισβητούν τη γένεσή μας 

Το παραπάνω ποίημα είναι από τη συλλογή ποιημάτων του Α.Χ. Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη (εκδ. Αιγόκερως) και το αναφέρει σε σημείωσή του για το διήγημά του Ο ανδριάντας.

Πάντως η συλλογή του Αργύρη Χιόνη "Το Οριζόντιο Ύψος" είναι από τα καλύτερα βιβλία που διάβασε ο Μεθόδιος Αργουμέντης τελευταία και το συνιστά ανεπιφύλακτα.

Εκλεκτικές συγγένειες...







Your Heart Is As Black As Night (Lyrics) - Melody Gardot 

(Piano Intro)
Your eyes may behold
But the story I’m toldh
Is your 
heart is as black as night
Your lips may be sweet
Such that I can’t compete
But your heart is as black as night
I don’t know why you came along
At such a perfect 
time
But if I let you hang around

I’
m bound to lose my mind
Cuz’ your hands may be strong
But the feelings all wrong
Your heart is as black as night
(Instrumental break)
I don’t know why you came along
At such a perfect time
But if I let you hang around
I’m bound to lose my mind
Cuz’ your hands may be strong
But the feelings all wrong
Your heart is as black
Your heart is as black
Oh your heart is as black…..as night

 


ΤΗΣ ΤΑΒΕΡΝΑΣ ΤΟ ΡΟΛΟΪ  [Μουσική - Στίχοι : Βασίλης Τσιτσάνης/Βλάχος (;)*] 


Παράξενα απόψε με κοιτάζεις
απόψε δεν σε πιάνει το κρασί
της ταβέρνας το ρολόι
το κοιτάς, κάτι σε τρώει
δεν αντέχω να σε βλέπω σκεπτική.**

Α, ρίξε στο ποτήρι σου
φαρμάκι για χατίρι σου
και φέρ' το να το πιω
και να πεθάνω εγώ για σένα.

Με τρώει κάποια μαύρη υποψία
πως άλλος την καρδιά σου κυβερνά
κι αν αυτό είναι αλήθεια

δως μου μαχαίρια στα στήθια
πριν γκρεμίσουν τα όνειρά μου τα χρυσά.

Α, ρίξε στο ποτήρι σου
φαρμάκι για χατίρι σου
και φέρ' το να το πιω
και να πεθάνω εγώ για σένα.



*: Με παραξένεψε το "Βλάχος" δίπλα στο όνομα του Τσιτσάνη, βλ. www.στίχοι-info.gr. Τι να σημαίνει άραγε;
**: Άντρας ο συνθέτης και ο στιχουργός "εξηγεί" το "σκεπτική" της α' στροφής/ πάντως το www.στίχοι αναφέρει ως πρώτη ερμηνεία αυτή του ντουέτου των Γ. Λύδιας και Σταύρου Καμπάνη. Δεν θα είχε ενδιαφέρον να το πει και άντρας τραγουδιστής με το "σκεπτική";

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Σε δύσκολους καιρούς η παραμυθία παρηγορία...



ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ *

(ρώσικο παραμύθι)

Στα πολύ παλιά χρόνια, παιδιά μου, ζούσε ένας σοφός και δίκαιος βασιλιάς, που όλοι τον αγαπούσαν και τον άκουγαν με σεβασμό.
Μια νύχτα είδε ένα όνειρο που τον τρόμαξε: μια αλεπού, λέει, κρεμόταν από την ουρά της πάνω από το κρεβάτι του. Όταν ξύπνησε το πρωί φώναξε τους συμβούλους του και τους ζήτησε να του εξηγήσουν το όνειρο. Μα κανείς δεν ήξερε τι να πει. Φώναξε τους φρουρούς του. Τίποτα. Τότε, έβαλε τελάλη να πει πως όποιος του εξηγήσει το όνειρο θα πάρει χίλια χρυσά φλουριά κι ό,τι άλλο ζητήσει.
Τ’ άκουσε ένας φτωχός χωρικός και είπε: «δεν πάω στο φίλο μου να μού το εξηγήσει;» Μια και δυο πάει στο στενό μονοπάτι έξω από το χωριό του και βρίσκει το φίλο του – ήταν ένα έξυπνο φίδι. «Αυτό κι αυτό συμβαίνει» του λέει «μπορείς να με βοηθήσεις;» «Θα σε βοηθήσω αν μου δώσεις τα μισά φλουριά» του απαντάει το φίδι. «Σύμφωνοι» λέει ο χωρικός. Και το φίδι του εξήγησε το όνειρο: η αλεπού είναι η ψευτιά, η κλεψιά και η πανουργία που υπάρχει μέσα στο βασίλειο. Είναι ένα κακό που πρέπει να ξεριζωθεί. Ευχαριστημένος ο χωρικός τρέχει στο βασιλιά, του εξηγεί το όνειρο, παίρνει τα φλουριά και τα δώρα και φεύγει. Ούτε σκέφτηκε βέβαια να τα μοιραστεί με το φίδι.
Πέρασε κάμποσος καιρός κι ο βασιλιάς είδε ένα άλλο όνειρο:  πως πάνω από το κρεβάτι του κρεμόταν ένα γυμνό σπαθί. Τρομαγμένος, πετάχτηκε από το κρεβάτι του και φώναξε τον υπασπιστή του. «Να πας να μου βρεις εκείνον τον χωρικό. Μόνο αυτός μπορεί να μού εξηγήσει το όνειρο».
Όταν έμαθε ο χωρικός το όνειρο, έτρεξε στο φίδι. Του υποσχέθηκε πάλι να του δώσει τα μισά κι εκείνο του είπε: «Αν και με γέλασες την άλλη φορά, ωστόσο πες στο βασιλιά πως το γυμνό σπαθί είναι πόλεμος. Οι εχθροί είναι κοντά και οι προδότες μέσα στο παλάτι». Ευχαριστημένος ο χωρικός, έτρεξε στο βασιλιά και του εξήγησε το όνειρο. Κι ο βασιλιάς του έδωσε πάλι χίλια φλουριά και πολλά δώρα. Μα ο χωρικός ούτε κι αυτή τη φορά έδωσε τα μισά στο φίδι, όπως του είχε τάξει.
Μια μέρα, καθώς ο χωρικός δούλευε στο χωράφι του, παρουσιάστηκε το φίδι. «Ήρθα να πάρω αυτά που μου χρωστάς», του είπε. Ο χωρικός σκέφτηκε γρήγορα-γρήγορα και του απάντησε: «Καλά έκανες κι ήρθες. Πλησίασε να πάρεις τα φλουριά σου. Τα ’χω σ’ αυτό το σακούλι». Και ξαφνικά, τραβάει ένα μεγάλο μαχαίρι να χτυπήσει το φίδι. Το φίδι όμως ήταν έξυπνο και μ’ ένα πήδημα γλύτωσε τη μαχαιριά. Μόνο που του κόπηκε ένα κομμάτι από την ουρά του.
Έφυγε ο χωρικός για το σπίτι του, κρύφτηκε το φίδι σ’ ένα βράχο κι όλα θα ξεχνιόνταν αν ο βασιλιάς δεν έβλεπε πάλι ένα όνειρο. Πως πάνω από το κρεβάτι του κρεμόταν ένα ήσυχο αρνί, χωρίς να βελάζει. Όταν έστειλε να φωνάξουν το χωρικό, εκείνος τα χρειάστηκε: «Πώς να πάω στο φίδι, σκέφτηκε, που το ’χω γελάσει τόσες φορές;» Ναι, αλλά ο βασιλιάς περίμενε κι αν δεν πήγαινε θα τον τιμωρούσε. Τι να κάνει; Μια και δυο πάει και βρίσκει το φίδι: «Να με συγχωρήσεις για ό,τι έκανα, του είπε, μα αυτή τη φορά θα κρατήσω το λόγο μου. Θα σου δώσω τα μισά φλουριά αν με βοηθήσεις». «Σύμφωνοι, απάντησε το φίδι με καλοσύνη. Πες στο βασιλιά πως τώρα στο βασίλειο υπάρχει ειρήνη κι ο κόσμος ζει ήσυχα όπως ένα αρνί». Όταν άκουσε ο βασιλιάς την εξήγηση του ονείρου του χάρηκε πολύ κι έδωσε πλούσια δώρα στο χωρικό κι άλλα χίλια χρυσά φλουριά. Κι αυτός, φορτωμένος με τους θησαυρούς του, πήρε το δρόμο για το στενό μονοπάτι. Εκεί βρήκε το φίδι. «Ήρθα, όπως σου υποσχέθηκα, να μοιραστούμε όσα μου έδωσε ο βασιλιάς, του είπε. Πες μου πού θέλεις να τα πάω». «Δεν είναι ανάγκη να στενοχωριέσαι, του απάντησε το φίδι. Δεν φταις εσύ για ό,τι έγινε. Τον καιρό που όλος ο κόσμος ήταν ψεύτης και κλέφτης, κι εσύ μου είπες ψέματα και μ’ έκλεψες. Την άλλη φορά, όταν ο πόλεμος ήταν κοντά κι οι προδότες μες το παλάτι, τράβηξες το μαχαίρι σου να με σκοτώσεις και μου ’κοψες την ουρά. Τώρα που όλοι έγιναν καλοί κι ευγενικοί, κι εσύ άλλαξες. Ήρθες μόνος σου να μου δώσεις τα μισά φλουριά. Γιατί η αγάπη γύρισε στην καρδιά των ανθρώπων. Γι’ αυτό δεν θέλω τίποτα. Πήγαινε στο σπίτι σου και ζήσε ευτυχισμένος».
Αυτά είπε το φίδι και χώθηκε μέσα στους βράχους. Κι ο χωρικός γύρισε στη δουλειά του κι έζησε ήσυχα και καλά με τους δικούς του.


*: (ευχαριστούμε την κ. Κ. Πετράκου που μας "δάνεισε" το παραμύθι. Είναι βάλσαμο στον πόνο και στην πίκρα των ημερών)

Από ένα ερωτηματολόγιο του Προυστ...

...- Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;
- Η ελπίδα ότι η σημερινή μέρα θα είναι καλύτερη από τη χθεσινή.
- Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι...
- Η ευθύτητα και ο ιδιόμορφος τρόπος που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα.
- Το βασικό ελάττωμά σας...
- Βαριέμαι εύκολα και λέω συνήθως αυτό που σκέφτομαι.
...- Το αγαπημένο σας ταξίδι;
- Αυτό που κάνω στο μυαλό μου...
- Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;
- Τον λόγο τιμής.
- ...και σε μια γυναίκα;
- Την υπομονή.
...- Ο αγαπημένος σας ζωγράφος...
- Είναι ο ανώνυμος ζωγράφος που ζωγράφισε χωρίς πινέλα στο σπήλαιο του Λασκό το 
5500 π.Χ.
...- Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ' όλα;
- Την υποκρισία και την δουλοπρέπεια.
- Ο μεγαλύτερος φόβος σας;
- Να πεθάνω και να ξαναγεννηθώ.
- Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;
- Για να διασκεδάσω κάποιον ή για να τον κάνω να πονέσει λιγότερο.
- Ποιο είναι το μότο σας;
- Να λες πάντα αυτό που σκέφτεσαι.
...- Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;
- Είμαι πολύ, πάρα πολύ θυμωμένος. 

[ Απάντησε στα "ΝΕΑ", 19-20/6/2010 ο Σταύρος Μιχαλαριάς, γνωστός συλλέκτης και συντηρητής έργων τέχνης ] 

"I DON'T WANT TO GO TO CHELSEA" by Elvis COSTELLO








I DON'T WANT TO GO TO CHELSEA (Lyrics)


Photographs of fancy tricks to get your kicks at sixty-six
He thinks of all the lips that he licks
And all the girls that he's going to fix
She gave a little flirt, gave herself a little cuddle
But there's no place here for the mini-skirt waddle
Capital punishment, she's last year's model
They call her Natasha when she looks like Elsie
I don't want to go to Chelsea

Oh no it does not move me
Even though I've seen the movie
I don't want to check your pulse
I don't want nobody else
I don't want to go to Chelsea

Everybody's got new orders
Be a nice girl and kiss the warders
Now the teacher is away
All the kids begin to play

Men come screaming, dressed in white coats
Shake you very gently by the throat
One's named Gus, one's named Alfie
I don't want to go to Chelsea

Oh no it does not move me
Even though I've seen the movie
I don't want to check your pulse
I don't want nobody else
I don't want to go to Chelsea

Photographs of fancy tricks to get your kicks at sixty-six
He thinks of all the lips that he licks
And all the girls that he's going to fix
She gave a little flirt, gave herself a little cuddle
But there's no place here for the mini-skirt waddle
Capital punishment, she's last year's model
They call her Natasha when she looks like Elsie
I don't want to go to Chelsea

Oh no it does not move me
Even though I've seen the movie
I don't want to check your pulse
I don't want nobody else
I don't want to go to Chelsea



"Ο Λέμελ και η Τσίπα" - μια ιστορία για παιδιά του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ - Β' μέρος και τελευταίο.

(για το α' μέρος βλ. στην αμέσως προηγούμενη ανάρτηση - ακριβώς από κάτω)


...Μια και δεν υπήρχαν δάσκαλοι στο χωριό, ο Λέμελ αναγκάστηκε να παέι πίσω στο Λιούμπλιν για να μάθει να διαβάζει. Πάλι ο πεθερός του τού έδωσε λεφτά για τη διαδρομή και για να πληρώσει τα μαθήματα. Στο Λιούμπλιν, καθώς ο Λέμελ πήγαινε να βρει δάσκαλο, πέρασε από ένα μαγαζί που διαφήμιζε γυαλιά. Κοίταξε μέσα κι είδε έναν πελάτη να βάζει ένα ζευγάρι γυαλιά και να ρίχνει μια ματιά σ' ένα βιβλίο, ενώ ο ιδιοκτήτης ρώτησε, "Τώρα μπορείς να διαβάσεις;"
   "Ναι, τώρα διαβάζω καλά", απάντησε εκείνος. 
   Ο Λέμελ σκέφτηκε: "Μια που βάζοντας γυαλιά μπορείς να διαβάσεις, τι τον χρειάζομαι τον δάσκαλο;"
   Δεν νοιαζόταν να μελετήσει. Ανυπομονούσε να γυρίσει πίσω στην Τσίπα.
   Μπήκε στο μαγαζί κι είπε στον ιδιοκτήτη: "Δώστε μου ένα ζευγάρι γυαλιά έτσι ώστε να μπορώ να διαβάσω".
   Ο ιδιοκτήτης τον ρώτησε πόσο δυνατά γυαλιά είχε φορέσει παλιότερα, κι ο Λέμελ, που δεν ήξερε τίποτα, απάντησε: "Δεν ξέρω τίποτα σχετικό. Αφήστε με να δοκιμάσω".
   Ο ιδιοκτήτης του έδωσε ένα ζευγάρι γυαλιά και του έτεινε ένα βιβλίο.
   Ο Λέμελ κοίταξε στο βιβλίο και είπε: "Λυπάμαι, δεν μπορώ να διαβάσω".
   "Θα σου δώσω πιο δυνατά γυαλιά", απάντησε εκείνος.
   Ο Λέμελ δοκίμασε το δεύτερο ζευγάρι κι είπε: "Τίποτα δεν άλλαξε, πάλι δεν μπορώ να διαβάσω".
   Ο ιδιοκτήτης του έδωσε πολλά διαφορετικά ζευγάρια να δοκιμάσει, αλλά ο Λέμελ πάντα έδινε την ίδια απάντηση - όχι, δεν μπορούσε να διαβάσει.
   Μετά από λίγη ώρα, απορημένος ο ιδιοκτήτης ρώτησε: "Με συγχωρείς, αλλά μήπως δεν ξέρεις να διαβάζεις;"
   "Αν μπορούσα να διαβάσω, δεν θα είχα έρθει εδώ καθόλου", απάντησε ο Λέμελ.
   "Σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει πρώτα να πας σ' έναν δάσκαλο, για να μάθεις να διαβάζεις. Δεν μπορείς να το πετύχεις αυτό βάζοντας γυαλιά".
   Ο Λέμελ απογοητεύτηκε απ' την απάντηση. Είχε ετοιμαστεί να βάλει τα γυαλιά και να γυρίσει σπίτι. Μετά από λίγο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε άλλο χωρίς την Τσίπα. Του έλειπε πάρα πολύ. Πήγε να βρει έναν δάσκαλο, όχι τόσο για να μάθει να διαβάζει, όσο για να του δώσει να γράψει από μέρους του ένα γράμμα για το σπίτι. Σύντομα βρήκε έναν. Όταν ο Λέμελ ρώτησε πόσος καιρός θα χρειαζόταν για να μάθει να διαβάζει, εκείνος απάντησε: "Θα μπορούσε να πάρει κι έναν χρόνο, αλλά όχι λιγότερο από μισό χρόνο".
   Ο Λέμελ στενοχωρήθηκε πάρα πολύ. Είπε στον δάσκαλο: "Μπορείς να γράψεις ένα γράμμα για μένα; Θέλω να στείλω ένα γράμμα στην Τσίπα μου".
   Έτσι ο Λέμελ άρχισε να υπαγορεύει:


   Αγαπημένη μου Τσίπα,
   Είμαι κιόλας στο Λιούμπλιν. Νόμιζα ότι αν βάλεις γυαλιά μπορείς να διαβάσεις, αλλά ο ιδιοκτήτης του καταστήματος είπε ότι τα γυαλιά δεν βοηθούν. Ο δάσκαλος λέει ότι θα έπαιρνε ένα μισό χρόνο ή έναν ολόκληρο χρόνο για να μου μάθει να διαβάζω, κι ότι πρέπει να μείνω στο Λιούμπλιν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αγαπημένη Τσιπούλα, σ' αγαπώ τόσο πολύ που αν μείνω μακριά σου για μια μέρα, πρέπει να πεθάνω από μελαγχολία. Αν είμαι χωρίς εσένα για έναν ολόκληρο μισό χρόνο, θα πρέπει να πεθάνω εκατό φορές κι ακόμα περισσότερες. Ως αποτέλεσμα, αποφάσισα να γυρίσω σπίτι, αν ο πεθερός μου, ο πατέρας σου συμφωνήσει. Ελπίζω να βρω μια δουλειά που να μη χρειάζεται να ξέρεις να γράφεις ή να διαβάζεις.
                                                                                           Με μελαγχολία,
                                                                                                           Λέμελ


  Όταν η Τσίπα πήρε το γράμμα κι ο πατέρας της τής το διάβασε, άρχισε να κλαίει κι υπαγόρευσε ένα γράμμα για το Λέμελ, που έλεγε τα εξής:


   Αγαπημένε μου Λέμελ,
   Όταν δε με δεις για μια μέρα πρέπει να πεθάνεις, αλλά όταν εγώ δεν σε βλέπω για ένα λεπτό, τρελαίνομαι. Ναι, αγαπημένε μου Λέμελ, γύρνα πίσω. Δεν χρειάζομαι ένα συγγραφέα αλλά έναν καλό σύζυγο, κι αργότερα ένα σπίτι γεμάτο παιδιά - έξι αγόρια κι έξι κορίτσια. Ο πατέρας θα βρει κάποια δουλειά για σένα. Μην αργοπορείς, μα έλα κατευθείαν σπίτι, επειδή αν γυρίσεις πεθαμένος και με βρεις τρελή, δεν θα 'ναι καλό για κανέναν απ' τους δυο μας.
                                                                                      Η αφοσιωμένη σου Τσίπα







   Όταν ο δάσκαλος διάβασε το γράμμα της Τσίπας στον Λέμελ, εκείνος άρχισε να κλαίει. Την ίδια μέρα ξεκίνησε για να γυρίσει σπίτι. Πριν ανέβει στο βαγόνι του Λιούμπλιν, μπήκε σ' ένα μαγαζί που πουλούσε καθρέφτες για να τη αγοράσει δώρο έναν καθρέφτη. Εκεί μέσα είπε στον ιδιοκτήτη ό,τι του είχε συμβεί - πώς τον εξαπάτησαν με το κουλουράκι και αποδείχτηκε ανίκανος να μάθει να διαβάζει με γυαλιά. 
   Ο ιδιοκτήτης  ήταν κι εκείνος κλέφτης και ψεύτης. Είπε: "Άνθρωποι σαν εσένα, Λέμελ, και τη γυναίκα σου την Τσίπα, θα έπρεπε να υπάρχουν πολλοί. Έχω ένα φίλτρο, το οποίο, μόλις το πίνεις, διπλασιάζεσαι, τριπλασιάζεσαι, τετραπλασιάζεσαι.  Πώς θα σου φαινόταν να υπήρχαν δέκα Λέμελ και δέκα Τσίπες που θ' αγαπούσαν ο ένας τον άλλο; Ο ένας Λέμελ και η μία Τσίπα θα έμεναν σπίτι όλη μέρα , το άλλο ζευγάρι θα πήγαινε στο μαγαζί ν' αγοράσει τ' απαραίτητα, το τρίτο θα πήγαινε μια βόλτα, το τέταρτο θα έτρωγε τηγανίτες με κρέμα, και το πέμπτο θα πήγαινε στο Λιούμπλιν να μάθει να γράφει και να διαβάζει".
   "Πώς γίνεται αυτό;" ρώτησε ο Λέμελ.
   "Πιες το φίλτρο και θα το διαπιστώσεις μόνος σου".
   Ο ιδιοκτήτης του έδωσε ένα ποτήρι με απλό νερό και του είπε να πιει μόνο μια γουλιά.  Ύστερα τον πήγε σ' ένα δωμάτιο όπου υπήρχαν δυο καθρέφτες,ο ένας απέναντι στον άλλο, και ο ένας από τους δύο ήταν λίγο πιο γερμένος προς τη μια πλευρά. Όταν ο Λέμελ μπήκε στο δωμάτιο, είδε όχι μόνο έναν Λέμελ στον καθρέφτη, αλλά μια ολόκληρη σειρά. Γύρισε στον άλλο καθρέφτη κι εκεί τα ίδια.
   Ο ιδιοκτήτης στεκόταν στηνπόρτα κι είπε: "Λοιπόν, σε εξαπάτησα;"
   "Α, δεν μπορώ να πιστέψω τα ίδια μου τα μάτια!" αναφώνησε ο Λέμελ. "Πόσο κοστίζει αυτό το φίλτρο;"
   "Είναι πολύ ακριβό", απάντησε ο ιδιοκτήτης, "αλλά για σένα, θα κάνω μια καλή τιμή. Δώσε μου όλα τα λεφτά που έχεις, εκτός απ' αυτά που σου χρειάζονται για να γυρίσεις σπίτι. Πέτυχες σπουδαίο κελεπούρι".
   Ο Λέμελ πλήρωσε χωρίς δισταγμό, κι ο ιδιοκτήτης του έδωσε ένα μεγάλο φλασκί γεμάτο νερό. Του είπε: "Εσύ κι η Τσίπα σου, πρέπει να πίνετε απ' αυτό μόνο μια σταγόνα την ημέρα. Αυτό το φλασκί θα κρατήσει για χρόνια. Αν τελειώσει, μπορείς πάντα να έρθεις πίσω στο Λιούμπλιν κι εγώ θα στο ξαναγεμίσω τσάμπα. Περίμενε, θα σου δώσω μια γραπτή εγγύηση".
   Ο ιδιοκτήτης πήρε ένα κομμάτι χαρτί κι έγραψε: "Ο Θεός αγαπάει τους χαζούς. Γι' αυτό κι έφτιαξε τόσους πολλούς".
   Όταν ο Λέμελ γύρισε σπίτι κι ο πεθερός του είδε το φλασκί με το νερό και διάβασε το χαρτί, κατάλαβε ότι ο γαμπρός του είχε εξαπατηθεί γι' άλλη μια φορά.
   Αλλά ο Λέμελ όταν είδε την Τσίπα, η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη που ξέχασε όλα τα προβλήματά του. Τη φίλησε και την αγκάλιασε και φώναξε: "Δεν χρειάζομαι πολλές Τσίπες. Μια Τσίπα μου είναι αρκετή, ακόμα κι αν εγώ γινόμουν χίλιοι Λέμελ".
   "Κι εγώ δεν χρειάζομαι πολλούς Λέμελ. Ένας Λέμελ μου είναι αρκετός, ακόμα κι αν εγώ γινόμουν ένα εκατομμύριο Τσίπες", αναφώνησε η Τσίπα.
   Όντως, ο Λέμελ και η Τσίπα ήταν και οι δύο χαζοί, αλλά μέσα τους είχαν πιο πολλή αγάπη απ' όλους τους σοφούς. Μετά από λίγο καιρό, ο Λέμελ αγόρασε ένα άλογο κι ένα κάρο κι έγινε αμαξάς. Γι' αυτή τη δουλειά, δεν χρειαζόταν να ξέρει να γράφει και να διαβάζει. Πήγαινε τους επιβάτες στο Χελμ και τους έπαιρνε από εκεί, κι όλοι τον αγαπούσαν για τη συνέπειά του, τη φιλική του διάθεση, και την αγάπη που έδειχνε στο άλογό του. Η Τσίπα άρχισε να κάνει παιδιά, και γέννησε στον Λέμελ έξι αγόρια κι έξι κορίτσια. Τα αγόρια έμοιασαν στην Τσίπα και τα κορίτσια στον Λέμελ, αλλά ήταν όλοι τους καθαρόαιμοι χαζοί κι όλοι βρήκαν συζύγους στο Χελμ. Ο Λέμελ και η Τσίπα έζησαν ευτυχισμένα μέχρι τα βαθιά γεράματα, τόσο πολύ ώστε να απολαύσουν μια ολόκληρη φυλή από εγγόνια, δισέγγονα και τρισέγγονα. 


(μετάφραση: Ανθή Λεούση, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ)


Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

"Ο Λέμελ και η Τσίπα" - μια ιστορία για παιδιά του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ

   ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ μου την είπε η μητέρα μου και την επαναλαμβάνω εδώ λέξη προς λέξη, όσο πιο πιστά γίνεται.
   Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας εύπορος χωρικός ονόματι Τωβίας. Ο Τωβίας και η γυναίκα του η Λεία είχαν μια κόρη, την Τσίπα, που ήταν τόσο χαζή όσο δεν ήταν κανένας άλλος σε ολόκληρη την περιοχή. Όταν η Τσίπα μεγάλωσε, οι παντρολογητές βάλθηκαν να της προτείνουν γαμπρούς, αλλά κάθε φορά που ένας υποψήφιος σύζυγος ερχόταν να τη δει κι εκείνη άρχιζε να ξεδιπλώνει την κουταμάρα της, το έβαζε στα πόδια. Έτσι, η Τσίπα μάλλον θα έμενε γεροντοκόρη.
   Οι γονείς της πήγαν να ζητήσουν τη συμβουλή ενός ραββίνου, που τους είπε: "Οι γάμοι ευλογούνται στον ουρανό. Αν η Τσίπα είναι χαζή, ο ουρανός σίγουρα θα της εξασφαλίσει έναν χαζό γαμπρό. Ρωτήστε απλώς αριστερά και δεξιά για έναν νέο που να είναι πιο χαζός απ' την κόρη σας, κι όταν οι δυο χαζοί παντρευτούν, θα είναι ευτυχισμένοι μαζί".
   Οι γονείς ικανοποιήθηκαν απ' αυτή τη συμβουλή. Πήγαν σ' έναν προξενητή και του είπαν να βρει τον πιο χαζό στην επαρχία του Λιούμπλιν για την κόρη τους. Του υποσχέθηκαν τη διπλάσια τιμή που πλήρωναν συνήθως για ένα συνοικέσιο. Ο προξενητής ήξερε ότι καμιά πόλη δεν είχε πιο πολλούς χαζούς από το Χελμ κι έτσι πήγε εκεί πέρα.
   Πλησίασε ένα σπίτι κι είδε έναν νέο μπροστά του, ο οποίος έκλαιγε. Ο προξενητής τον ρώτησε, "Νέε, γιατί κλαις;"
   Κι ο νέος είπε: "Η μητέρα μου έψησε μια ολόκληρη πιατέλα τηγανίτες για την Πεντηκοστή. Όταν βγήκε έξω ν' αγοράσει λίγη κρέμα για τις τηγανίτες  με προειδοποίησε: "Λέμελ, μην φας τις τηγανίτες μέχρι την Πεντηκοστή". Της υποσχέθηκα ότι δεν θα το έκανα, αλλά μόλις έφυγε ένιωσα μια τεράστια επιθυμία να φάω μια τηγανίτα και το έκανα, και μετά την πρώτη θέλησα και μια δεύτερη, και μια τρίτη, και μια τέταρτη, και πριν το καταλάβω, είχα τελειώσει ολόκληρη την πιατέλα. Ήμουν τόσο απασχολημένος καθώς έτρωγα τηγανίτες, που δεν πρόσεξα τη γάτα που με παρακολουθούσε. Τώρα είμαι πολύ φοβισμένος, επειδή όταν η μητέρα γυρίσει, η γάτα θα της πει τι έκανα και η μητέρα θα με τσιμπήσει και θα με πει όπως με λέει έτσι κι αλλιώς: χαζό, γελοίο, κουτορνίθι, μπουμπούνα, γάιδαρο, ανόητο, κοκορόμυαλο".
   "Αυτός ο Λέμελ είναι ό,τι πρέπει για την Τσίπα" σκέφτηκε ο προξενητής.
   Είπε φωναχτά: "Ξέρω πως να μιλώ τη γατογλώσσα. Θα πω στη γάτα να μην πει τίποτα, κι όταν δίνω σε μια γάτα αυτή τη διαταγή, με υπακούει, μια που είμαι ο βασιλιάς των Γατών".
   Όταν ο Λέμελ άκουσε αυτά τα λόγια, βάλθηκε να χοροπηδάει από τη χαρά του. Ο προξενητής άρχισε να μουρμουρίζει στη γάτα όποια λέξη του ερχόταν στο μυαλό: "Πέτσε-μέτσε-κέτσε-λέτσε".
   Κατόπιν ρώτησε: "Λέμελ, θέλεις νύφη;"
   "Και βέβαια", του αποκρίθηκε εκείνος. 
   "Έχω την κατάλληλη νύφη για σένα - καμιά δεν της μοιάζει σε ολόκληρο τον κόσμο. Τη λένε Τσίπα".
   "Έχει κόκκινα μάγουλα;" ρώτησε ο Λέμελ. "Εγώ θέλω να παντρευτώ ένα κορίτσι με κόκκινα μάγουλα και μακριές πλεξούδες".
   "Έχει ό,τι θέλεις".
   Ο Λέμελ άρχισε να χορεύει γι' άλλη μια φορά και να χτυπάει παλαμάκια. Εκείνη τη στιγμή, μπήκε η μητέρα του κρατώντας στα χέρια της την κούπα με την κρέμα. Όταν είδε το γιό της να χορεύει, τον ρώτησε: "Λέμελ, προς τι η μεγάλη γιορτή;"
   Κι ο Λέμελ απάντησε: "Έφαγα όλες τις τηγανίτες και φοβήθηκα πως η γάτα θα σου το 'λεγε, αλλά αυτός ο άνθρωπος διέταξε τη γάτα να μην πει τίποτα".
   "Χαζέ, μπούφο", τσίριξε η μητέρα του. "Τι θα κάνω με σένα; Ποιο κορίτσι θα 'θελε να παντρευτεί έναν μπουμπουνοκέφαλο;"
   "Μητέρα, έχω ήδη νύφη", αναφώνησε ο Λέμελ. "Τη λένε Τσίπα, κι έχει μακριά μάγουλα και κόκκινες κοτσίδες".
   Λίγες μέρες αργότερα, ο Λέμελ και η Τσίπα υπέγραψαν το συμβόλαιο των αρραβώνων τους...



...Επειδή δεν μπορούσαν να γράψουν τα ονόματά τους, ο Λέμελ υπέγραψε με τρεις τελείες και η Τσίπα με τρεις παύλες. Ο Λέμελ πήρε προίκα διακόσια φιορίνια. Από τη στιγμή που ο Λέμελ δεν καταλάβαινε τίποτα από λεφτά και δεν ήξερε ούτε καν τη διαφορά ανάμεσα σ' ένα χαρτονόμισμα και σ' ένα άλλο, ο πατέρας της Τσίπας τύλιξε τα χαρτονομίσματα των πέντε φιορινιών σε άσπρο χαρτί κι εκείνα των δέκα φιορινιών σε μπλε χαρτί. Ο Λέμελ πήρε επίσης ένα ασημένιο ρολόι, αλλά επειδή δεν καταλάβαινε τους αριθμούς, όταν ήθελε να μάθει τι ώρα είναι σταματούσε κάποιον περαστικό στο δρόμο και τον ρωτούσε "Τι ώρα είναι;" ενώ την ίδια στιγμή πρόσθετε "Δεν μπορώ να δω επειδή έχω χάσει τα γυαλιά μου". Αυτή ήταν η δικαιολογία που του είχε πει να χρησιμοποιεί η μητέρα του. 
   Όταν έφτασε η μέρα του γάμου, η Τσίπα άρχισε να κλαίει πικρά.
   Η μητέρα της τη ρώτησε: "Τσίπα, γιατί κλαις;"
   Κι η Τσίπα απάντησε: "Ντρέπομαι να παντρευτώ έναν ξένο".
  "Κι εγώ παντρεύτηκα έναν ξένο", είπε η μητέρα της. "Μετά το γάμο οι σύζυγοι έρχονται κοντά και δεν είναι πια ξένοι".
   Αλλά η Τσίπα δεν το 'βαζε κάτω. "Εσύ, μητέρα, παντρεύτηκες τον πατέρα, όμως εγώ πρέπει να παντρευτώ έναν άνθρωπο που μου είναι τελείως ξένος", είπε.
   Κι η μητέρα της απάντησε: "Τσίπα, είσαι θεόχαζη, αλλά κι ο γαμπρός είναι ένας χαζός σαν κι εσένα, και μαζί θα είστε, δόξα τω Θεώ, δυο χαρούμενοι χαζοί".
   Μετά από μεγάλες και επίπονες συζητήσεις, η Τσίπα δέχτηκε να παντρευτεί.
  Λίγες μέρες μετά το γάμο, ο πατέρας της Τσίπας είπε στον γαμπρό του: "Λέμελ, ο πατέρας σου είναι έμπορος, εγώ είμαι έμπορος, και θέλω να γίνεις κι εσύ έμπορος. Σου έχω δώσει προίκα. Χρησιμοποίησέ την για να κάνεις συναλλαγές".
   "Τι είναι έμπορος;" ρώτησε ο Λέμελ, κι ο πεθερός του τού απάντησε: "Έμπορος είναι κάποιος που αγοράζει φτηνά και πουλάει ακριβά. Μ' αυτόν τον τρόπο κάνει κέρδη. Πάρε την προίκα, πήγαινε στο Λιούμπλιν, κι αν βρεις κάποια ευκαιρία εκεί, αγόρασε το προϊόν όσο πιο φτηνά γίνεται, ύστερα γύρνα πίσω εδώ και πούλησέ το σε ψηλή τιμή".
   Ο Λέμελ έκανε όπως τον πρόσταξε ο πεθερός του. Η Τσίπα του έδωσε ένα κοτόπουλο τυλιγμένο σε λαχανόφυλλα, για να φάει αν πεινάσει στο δρόμο. Στο βαγόνι, ο Λέμελ πείνασε και θέλησε να φάει το κοτόπουλο, αλλά ήταν ωμό. Η μητέρα της Τσίπας της είχε πει να δώσει στο σύζυγό της ένα κοτόπουλο, αλλά μια που δεν είχε αναφέρει το μαγείρεμα, η Τσίπα έδωσε στο Λέμελ ένα ωμό κοτόπουλο.
   Ο Λέμελ σταμάτησε σ' ένα πανδοχείο. Πεινούσε πάρα πολύ. Τον ρώτησαν τι ήθελε να φάει κι είπε: "Δώστε μου ό,τι έχετε και θα φάω μέχρι να χορτάσω".
   Το 'πε και το 'κανε. Στην αρχή του έδωσαν ένα ποτήρι κρασί, μετά ένα ακόμα, στη συνέχεια για ορεκτικό πατσά με πόδια μοσχαριού. Ο Λέμελ το 'φαγε όλο μαζί με μπόλικο ψωμί και χράνα. Ύστερα του σερβίρισαν μια γαβάθα χυλοπίτες. Κατόπιν του σερβίρισαν μια πελώρια μερίδα κρέας με πλιγούρι, λάχανο, πατάτες και καρότα. Ο Λέμελ τα καταβρόχθισε όλα και ήταν ακόμη πεινασμένος. Ύστερα του σερβίρισαν κομπόστα δαμάσκηνα, μήλα, αχλάδια, και σταφίδες. Ο Λέμελ τα κατέβασε όλα, κι όμως δεν είχε χορτάσει την πείνα του ακόμα. Τέλος, του σερβίρισαν τσάι με αφράτο κέικ και μελόπιτα. Ο Λέμελ ήπιε το τσάι κι έφαγε το γλύκισμα, αλλά η πείνα κατά περίεργο τρόπο τον έτρωγε ακόμα. Ο πανδοχέας είπε: "Ελπίζω να χόρτασες".
   Αλλά ο Λέμελ απάντησε: "Όχι, πεινάω ακόμα".


 


   Ο πανδοχέας πήρε ένα κουλουράκι κι αμέσως ένιωσε χορτάτος. Είπε: "Τώρα είμαι εντάξει. Αν ήξερα ότι μπορείς να χορτάσεις μ' ένα κουλουράκι, δεν θα χρειαζόταν να παραγγείλω όλα αυτά τα πιάτα".
   Ο πανδοχέας αμέσως κατάλαβε ότι είχε να κάνει μ' έναν μπούφο. Καθώς ήταν απατεώνας, δεν άφησε την ευκαιρία να του ξεφύγει κι είπε: "Τώρα είναι πολύ αργά. Αλλά αν ξανάρθεις εδώ, θα σου δώσω αμέσως ένα παρόμοιο κουλουράκι και δεν θα χρειαστεί να παραγγείλεις άλλα πιάτα. Τώρα, σαν καλός άνθρωπος, πλήρωσε το φαγητό σου".
   Ο Λέμελ έβγαλε απ' το πορτοφόλι του τα χαρτονομίσματα, τα τυλιγμένα σε άσπρο, και τα άλλα, τα τυλιγμένα σε μπλε χαρτί, κι είπε: "Το ένα χρώμα περιέχει τα χαρτονομίσματα των πέντε φιορινιών και το άλλο των δέκα φιορινιών, μα δεν θυμάμαι ποια είναι που".
   Ο πανδοχέας ξετύλιξε τα περιτυλίγματα, και όπως θα έκανε κάθε απατεώνας, είπε στον Λέμελ ότι το χαρτονόμισμα των δέκα φιορινιών ήταν χαρτονόμισμα των πέντε φιορινιών. Έτσι έκλεψε το Λέμελ κάνοντας αυτή την αλλαγή.
   Στο Λιούμπλιν, ο Λέμελ πήγαινε από μαγαζί σε μαγαζί ψάχνοντας για κέρδη, αλλά κατά περίεργο τρόπο, δεν υπήρχαν πουθενά κέρδη. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, το βράδυ σκέφτηκε εκείνο το θαυματουργό κουλουράκι που σε χόρταινε αμέσως. "Αν ήξερα πώς να φτιάχνω τέτοια κουλουράκια, θα γινόμουν πλούσιος", μονολόγησε. "Στο Χελμ δεν υπάρχει πολύ φαγητό και οι άνθρωποι πεινάνε. Όλοι θα καλοδέχονταν τέτοια κουλουράκια".
   Ο ίδιος ένιωθε χορτάτος για σχεδόν είκοσι ώρες αφότου έφαγε το κουλουράκι. 
   Την επόμενη μέρα ο Λέμελ ξεκίνησε για το σπίτι του και σταμάτησε στο ίδιο πανδοχείο. Παρήγγειλε το θαυματουργό κουλουράκι, αλλά ο πανδοχέας είπε: "Μόλις πριν από λίγο έδωσα το τελευταίο σ' έναν πελάτη. Αλλά μπορώ να σου πουλήσω τη συνταγή. Πίστεψέ με, άμα ψήσεις τέτοια κουλούρια στο Χελν, θα τα πουλήσεις με μεγάλο κέρδος, και θα γίνεις πλούσιος σαν τον Ρότσιλντ".
   "Πόσο κοστίζει η συνταγή;"
   Ο πανδοχέας είπε μια ψηλή τιμή, αλλά ο Λέμελ σκέφτηκε ότι φτιάχνοντας τέτοια κουλουράκια θα έπαιρνε πίσω όλα τα χρήματα που θα έδινε τώρα με μεγάλο κέρδος. Έτσι, αγόρασε τη συνταγή. Καθώς ο πανδοχέας είχε δει ότι ο Λέμελ δεν μπορούσε να διαβάσει, να γράψει, ή ακόμα και να καταλάβει την αξία ενός νομίσματος, σκάρωσε την ακόλουθη συνταγή:
    
   "Παίρνετε ένα λίτρο γάλα πάπιας, πέντε λίβρες αλεσμένο αλεύρι από σίδερο, δυο λίβρες τυρί από χιόνι, μια λίβρα λίπος από τσακμακόπετρα, μισή λίβρα πούπουλα από ένα κόκκινο κοράκι, κι ένα τέταρτο της λίβρας χυμό από στυμμένο χαλκό. Ρίχνετε όλα τα υλικά σε μια κατσαρόλα φτιαγμένη από κερί και τα αφήνετε να ψηθούν για τρεις μέρες και τρεις νύχτες στη φωτιά ενός πατατόδεντρου. Μετά από τις τρεις μέρες, ζυμώνετε τη ζύμη απ' το μείγμα, κόβετε τα κουλουράκια μ' ένα μαχαίρι από βούτυρο, και τα ψήνετε σ' έναν φούρνο από πάγο, μέχρι να γίνουν κόκκινα, καφέ και κίτρινα. Τότε σκάβετε ένα λάκκο, ρίχνετε μέσα όλο αυτό το χάλι και στήνετε μια πινακίδα που να λέει:
                          "ΟΤΑΝ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΕΝΑΝ ΧΑΖΟ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ,
                            ΟΙ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΟΥΝ"
   
   Αφότου ο Λέμελ πλήρωσε για φαγητό και τη συνταγή, του απέμειναν ελάχιστα χρήματα για να γυρίσει σπίτι. Ήταν όμως ευχαριστημένος με τη συμφωνία που είχε κάνει.
   Όταν έφτασε στο σπίτι κι είπε στην Τσίπα για το θαυματουργό κουλουράκι, εκείνη άρχισε να χειροκροτάει και να χορεύει. Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ. Όταν ο πεθερός του Λέμελ ήρθε κι αυτός στο σπίτι και διάβασε τη συνταγή, εξαγριώθηκε και ούρλιαξε: "Λέμελ, σ' εξαπάτησαν!"
   Η Τσίπα άρχισε να κλαίει αμέσως. Η μητέρα της έκλαψε κι αυτή μαζί της.
   Μετά από λίγη ώρα, ο Λέμελ είπε: "Όλα μου τα προβλήματα πηγάζουν από το γεγονός ότι δεν μπορώ να διαβάσω. Πρέπει να μάθω να διαβάζω, κι όσο πιο σύντομα γίνει αυτό, τόσο το καλύτερο".
   "Ναι, γιε μου", είπε ο πατέρας της Τσίπας, "ένας έμπορος πρέπει να είναι ικανός νά γράφει και να διαβάζει". 







Διάλειμμα α α α! Η συνέχεια αύριο !