ΑΛΦΕΙΟΣ και ΑΡΈΘΟΥΣΑ
Μνήμη Italo Calvino
ΗΤΑΝ ΙΟΥΛΙΟΣ, σε όλη του τη δόξα. Ο ήλιος του καταμεσήμερου, ένας τεράστιος πυρακτωμένος αχινός, δοκίμαζε τ' αγκάθια του πάνω σε όντα και μη όντα/ κατάφερνε ακόμα και στα δάση να εισχωρεί, στ' αρκαδικά βαθύσκια δάση, και να πληγώνει πεύκα κι έλατα που κλαίγαν με κεχριμπαρένιο δάκρυ.
Η πανωραία νύμφη Αρέθουσα, ακόλουθος πιστή της αειπάρθενης Αρτέμιδας, είχε αξημέρωτα, με τη δροσιά, κινήσει για την καθημερινή της ενασχόληση (δίχτυα και ξόβεργες να στήνει για πουλιά), αλλ' ήταν τόσο δυνατό το κυνηγετικό της πάθος, που δίχως να το καταλάβει, μεσημέριασε κι άρχισε τώρα να χοροπηδά, ως αναστενάρισσα, επάνω στα καυτά λιθάρια. Ήταν ωστόσο τυχερή, γιατί, καθώς ροβόλαγε στην πλευρά του βουνού, κάθιδρη και διψασμένη, βρέθηκε ξαφνικά σε τόπο χλοερό και δροσερό, όπου ανάμεσα σε λεύκες, σε καλάμια και πλατάνια, έρρεαν τα νερά του Αλφειού, τόσο καθάρια που, όπως λέει ο Οβίδιος,
"μπορούσες να δεις να μετρήσεις ακόμη και στο πιο μεγάλο βάθος, τα βότσαλά του".1
Περιχαρής, η νύμφη Αρέθουσα κάθισε παρευθύς στην όχθη και βούτηξε στο δροσερό νερό τα καταπονημένα πόδια της. Ήτανε τόση η ανακούφισή της, που δεν έδωσε και μεγάλη σημασία σε κάτι που 'μοιαζε με χάδι στα πέλματα και στ' ακροδάχτυλά της. "Έτσι είναι το νερό", σκέφτηκε, "πάντα φιλικό με τους ανθρώπους" και, ενθουσιασμένη, σηκώθηκε και προχώρησε μέσα στον ποταμό ως τα γόνατα. Το χάδι, τώρα, το 'νιωθε σ' όλο το μήκος των γαμπών κι ήτανε τόσο γλυκό που ήθελε σε όλο το κορμί της να το νιώσει. Γδύθηκε, λοιπόν, και, αφού πέταξε σε ένα κλαδί ιτιάς το ρούχο της, άρχισε να κολυμπά με μικρά ξεφωνητά απόλαυσης, που όμως σύντομα γινήκανε τρόμου κραυγές και πανικού, γιατί το νερό δεν χάιδευε πια το κορμί της, αλλά το μάλαζε και λάγνα το πασπάτευε, με δάχτυλα αμέτρητα, μέχρι τα πιο απόκρυφα σημεία του, ενώ από τον βυθό του ποταμού, που τώρα είχε θολώσει, έβγαινε ένα υπόκωφο μουρμουρητό. Τρελή από τρόμο και ντροπή, κολύμπησε όπως όπως ως την όχθη και, όταν βρέθηκε εκεί, άρχισε, όπως ήτανε, γυμνή, να τρέχει μ' όλη της τη δύναμη.
Ο Αλφειός (όπως άλλωστε και όλοι οι άλλοι ποταμοί) ήτανε, τότε, εκτός από ποταμός και θεός, και μάλιστα σπουδαίος θεός, καθότι "ο μεγαλύτερος , πολυυδρότερος και μακρότερος εις μήκος ποταμός της Πελοποννήσου".2 Ως θεός, λοιπόν είχε την ικανότητα οποιαδήποτε μορφή ήθελε να παίρνει και, εν προκειμένω, επέλεξε αυτήν του κυνηγού, προκειμένου να κυνηγήσει και να συλλάβει την νεαρά κυνηγό, που τόσο είχε τρομοκρατηθεί από τα τολμηρά και, ίσως, κάπως βίαια χάδια του.
Η Αρέθουσα, δασκαλέμένη από την μίσανδρο Αρτέμιδα, πίστευε ότι όλοι οι άνδρες, ακόμη και οι θεοί, ήτανε κάτι τέρατα, που άλλο δεν είχανε στο νου τους παρά πώς να αφαιρούν από τις αθώες κορασίδες την πολύτιμον παρθενίαν τους.
Κι ήτανε για να σώσει αυτήν την παρθενιά που έτρεχε τώρα σαν τον άνεμο.
Ο Αλφειός μπορεί να ήταν πιο αργός, αλλ' είχε με το μέρος του το πάθος του κεραυνοόλου έρωτα και την αντοχή, καθ' ότι ως γνωστόν, θεοί και ποταμοί είναι δρομείς μεγάλων αποστάσεων. Έτσι, κάποια στιγμή, η ταχυτάτη μεν αλλά κατάκοπη Αρέθουσα ένιωσε την ανάσα του στο σβέρκο της. Άλλην ελπίδα πλέον δεν είχε παρά να ζητήσει την βοήθεια της θεάς, και τούτο έπραξε. Η Αρτέμιδα κατέφθασε αυτοστιγμεί και αφού τη μεταμόρφωσε σε γάργαρη πηγή, άνοιξε μια σήραγγα στη γη, από την Πελοπόννησο ως τη Σικελία, και την ξαπόστειλε εκεί, πλησίον των Συρακουσών, σ' ένα μικρό νησί, στην Ορτυγία, όπου και σήμερα ακόμη αναβλύζει το νερό της.
Ωστόσο, ο Αλφειός δεν έχασε καιρό, ξανάγινε κι αυτός νερό, όρμησε μες στην ίδια σήραγγα, διέσχισε υπογείως3 το πέλαγος και έφτασε στην Ορτυγία, όπου έσμιξε4 επιτέλους, ες αεί, με την καλλίπυγο πηγή, την αρετούσα5 Αρέθουσα.
Επί πολλούς αιώνες, διάφοροι αλαφροΐσκιωτοι υποστήριζαν ότι ελληνικά λουλούδια εμφανίζονταν την άνοιξη στη σικελική πηγή και ότι, αν μέσα σε κλειστή φιάλη μήνυμα έριχνες στον Αλφειό, το μήνυμά σου έφτανε στην Ορτυγία. Μόνον αλαφροΐσκιωτοι δεν ήτανε αυτοί/ μετά τις πυρκαγιές του περασμένου θέρους, που αποτέφρωσαν Ηλεία και Αρκαδία, γίνανε της Αρέθουσας τα γάργαρα νερά σταχτιά, κι αποκαΐδια απ' την Ολυμπία έφτυνε, μήνες ολόκληρους, το στόμα της.
1: Μεταμορφώσεις 5.569 κ.ε.
2: Μεγάλη Ελλην. Εγκυκλοπάιδεια τ.Δ' λ. Αλφειός
3. Ο Α.Χιόνης επέλεξε την εκδοχή της υπόγειας διαδρομής, επικαλούμενος και τον Δ. Σαββόπουλο, επειδή ο Αλφειός από τις πηγές του στον Πάρνωνα μέχρι τον κόλπο της Κυπαρισσίας καταβυθίζεται και αναδύεται συνεχώς μέχρι να ενωθεί με τη θάλασσα. Αυτό το φαινόμενο, λέει ο Χιόνης, μάλλον ώθησε τους προγόνους μας στην σύλληψη της ιδέας της σήραγγας.
4. Αρέθουσα = ύδωρ αφθόνως αναβλύζον, δηλ. το κοινώς λεγόμενο κεφαλάρι, ενώ Αλφειός =
= πλουτοδότης, γονιμοποιός. Πού θα βρισκότανε ποιο ταιριαστό ζευγάρι αναρωτιέται ο συγγραφέας
5. Εδώ αρετούσα = ενάρετη, επιθ. Μήπως ο Αλφειός θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ερωτόκριτος τιμώντας τον Βιντσέντζο Κορνάρο;
Το ταπεινό χορτάρι που φυτρώνει
Ανάμεσα στις πλάκες των πεζοδρομίων μας
Δεν είναι διόλου ταπεινό
Είναι το δάσος που επιστρέφει
Είναι η ζούγκλα που ποτέ δεν παραιτήθηκε
Απ' αυτό που της ανήκει
Και που της πήραμε με τόσο δόλο
Η γάτα που μας γδέρνει τάχα παίζοντας το χέρι
Δεν παίζει διόλου
Είναι το αιλουροειδές που εκδικείται
Για όλ' αυτά τα χάδια ανάμεσα στα μάτια
Για όλ' αυτά τα αποφάγια της ζωοφιλίας μας
Είναι η τίγρη που τη σάρκα μας γυρεύει
Η χαλασμένη βρύση που στάζει αδιάκοπα στο
νεροχύτη μας
Δεν είναι διόλου χαλασμένη
Είναι ο ποταμός ο καταρράχτης κι ο κατακλυσμός
Που δεν υπέκυψαν ποτέ στο κεντρικό μας δίκτυο
υδρεύσεως
Είναι τα ύδατα που αμφισβητούν το διαχωρισμό τους
απ' τη γη
Που αμφισβητούν τη γένεσή μας
Το παραπάνω ποίημα είναι από τη συλλογή ποιημάτων του Α.Χ. Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη (εκδ. Αιγόκερως) και το αναφέρει σε σημείωσή του για το διήγημά του Ο ανδριάντας.
Πάντως η συλλογή του Αργύρη Χιόνη "Το Οριζόντιο Ύψος" είναι από τα καλύτερα βιβλία που διάβασε ο Μεθόδιος Αργουμέντης τελευταία και το συνιστά ανεπιφύλακτα.