ΣΗΜΕΡΑ ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΜΙΑΣ, ΤΗΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗΣ (;), ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΛΩΣΕΙΣ. ΚΑΙ ΠΟΣΕΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΝΑ ΙΣΤΟΡΗΣΕΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΤΟΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΑΝ. ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ, ΑΝ ΘΕΛΗΣΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΕ ΚΑΘΑΡΟ ΚΑΙ ΑΠΡΟΚΑΤΑΛΗΠΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙ, ΘΑ ΒΡΕΙ ΠΑΝΤΟΥ ΜΙΑ ΠΡΟΔΟΣΙΑ, ΜΙΑ ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΑ, ΕΝΑΝ ΕΦΙΑΛΤΗ, ΕΝΑΝ ΠΗΛΙΟ ΓΟΥΣΙΑ.
Μια ζωή, ακόμη και οι ιστορικοί μας, τουλάχιστον οι παλαιότεροι, προσπαθούσαν να βρουν κάποιον εχθρό, κάποια ξενική συνωμοσία, οργανωμένα συμφέροντα, μισέλληνες και πληρωμένους διεθνείς μπράβους και οργανισμούς που έκοβαν και έραβαν το σάβανό μας. Και κλείναμε τα μάτια για να επιβεβαιώσουμε την τύφλα μας, την ολιγωρία των αρχόντων, την πλεονεξία του παχέος λαού και τη δειλία, τον ωχαδερφισμό, τα προσκυνήματα και τους τεμενάδες της απροσδιόριστης χύδην μάζας.
Και άλλες φορές, χωρίς να θέλω να προκαλέσω, έχω ισχυριστεί πως το ελληνοποιημένο δίδυμο Καραγκιόζη- Χατζηαβάτη είναι τα παραπληρώματα της νεοελληνικής (ή και της ελληνικής διαχρονίας) ιδιοπροσωπίας.
Από τη μια ο πεινάλας, ξυπόλητος και παμπόνηρος Ρωμιός, ο καπάτσος, ο πρωτεϊκός χαμαιλέων, ο μικροαπατεώνας, ο εύπιστος, ο κολαούζος, ο ύπουλος, ο ψευτάκος, ο συναισθηματικός, αλλά και ο βάναυσος, ο αιώνιος Δούρειος Ιππος, η νιοστή μεταμόρφωση του Οδυσσέα, ο πλάνης, ο φερέοικος, ο μπαταχτσής, ο γαλαντόμος και ο μίζερος.
Και από την άλλη ο κόλακας, ο ελισσόμενος, ο γυμνοσάλιαγκας, το διανοούμενο ρεμάλι, ο τραπεζορήτορας, ο πολιτικάντης, ο αιώνια συμβιβασμένος, ο χαραμοφάης, ο ξενόδουλος, ο δουλικός, ο αγύρτης, ο τσαννακογλείφτης, ο συνωμότης, η λαμόγια.
Εχω κι άλλες φορές υπαινιχθεί πως τα δύο αυτά παραπληρώματα υπάρχουν διότι υπάρχει το Σεράι, δεν έχουν λόγο ύπαρξης χωρίς τον Πασά, τον Βεζύρη και τον Βεληγκέκα. Το Σεράι είναι η Ιθάκη τους και ο Πασάς, ο Βεληγκέκας, ο Βεζύρης, η Βεζυροπούλα είναι οι Συμπληγάδες, ο Κύκλωπας, ο θυμωμένος Ποσειδώνας και η Κίρκη. Η τιμωρία τους είναι το τίμημα διότι έφαγαν τα βόδια του Ηλιου, γιατί άνοιξαν αυθαίρετα τον ασκό του Αιόλου, γιατί παραδοθήκανε στη γοητευτική γεύση των Λωτών, διότι σαν τον «ηδονικό» Ελπήνορα αποκοιμήθηκαν αποχαυνωμένοι στα ανοιχτά σκέλια, γουρούνια σωστά, μιας ερωτικής χοάνης και δεν πήραν χαμπάρι πως οι σύντροφοι απέπλευσαν και στον μισοκοιμισμένο πανικό τους βγήκαν γυμνοί να τους κυνηγήσουν από το ανώγι και πέφτοντας σαν το σφοντύλι τσακίσανε τον αυχένα τους και ύστερα ως βρικόλακες εκλιπαρούν τους συντρόφους να τους ανακουφίσουν σε τάφο.
Η ελληνική ιστορία- αρχαία, μεσαιωνική και νεώτερη- είναι η ιστορία κάθε φορά μιας Πέμπτης Φάλαγγας.Είτε αυτή ονομάζεται Εφιάλτης, Κλέων, Αλκιβιάδης, Τριάκοντα, Μονή Στουδίου, Αυτοκράτορες Αγγελοι (ο καθηγητής Ζακυθινός τούς χαρακτήριζε «Δαίμονες του Βυζαντίου»), παπικές τιάρες, τουρκικά φέσια, Κερκόπορτα, Γκούρας, Ανάλατος, Ακροναυπλία, Μαυρομιχαλαίοι, 1897, Μικρά Ασία, Μεταξάς, Τσολάκογλου και Σία, Δεκέμβρης, Καπετάν Μιζέριας, Εμφύλιος, Μακρονήσι και Γιούρα, Γλύξμπουργκ, Γκοτζαμάνης, χούντα και πάει λέγοντας.
Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν είναι μόνο ψυχωσικό ή άλλο, είναι και συμβολικά ιστορικό. Ενας ευφυής (όπως κι άλλοι άλλωστε) λαός που σε δύσκολες εποχές έγινε λύτης αινιγμάτων, εφηύρε τη φιλοσοφία, την τραγωδία, την ιστορία, κυβέρνησε πολλά χρόνια πριν από τους ιμπεριαλιστές τα κύματα, είχε την αφομοιωτική ικανότητα να καθιζάνει και να φιλτράρει τα δάνεια του πολιτισμού του σύμπαντος και την προσαρμοστικότητα να αφομοιώνεται ως μετανάστης με τα ξένα ήθη, μοιραίος και συχνά ανίδεος, ανυποψίαστος και απαίδευτος, πανικόβλητος από σειρήνες και αμφίσημους χρησμούς σκότωνε τους πατέρες του, την παράδοσή του, το παρελθόν του ή το ξεπουλούσε στους παλιατζήδες της ιστορίας και ασελγούσε πάνω στο σώμα της μητέρας πατρίδας του κι όταν το συνειδητοποιούσε έβγαζε με τα δάχτυλά του τα μάτια του και περιφερόταν ως ζήτουλας στα σταυροδρόμια του κόσμου, τους Κολωνούς και αναζητούσε άσυλο στα διεθνή ιερατεία της διπλωματίας και του χρήματος κι άλλοτε πάλι βρώμιζε τα ιερά του, ταμπουρωνόταν στα ιερά του άλση, κρυβόταν πίσω από το δάχτυλό του ή περίμενε την εξ ύψους βοήθεια.
Αλλοτε πάλι παραλοϊσμένος, κυνηγώντας τους αίτιους (;) των δεινών του, σαν τον Αίαντα μπερδεύει τους εχθρούς με τα άκακα αρνάκια και ρίχνεται με αρειμάνιο μένος και τα κατακρεουργεί θριαμβολογώντας για το κατόρθωμά του.
Αλλοτε πάλι σαν τον μαινόμενο Ηρακλή μπερδεύει τα παιδιά του εχθρού του με τα δικά του παιδιά και σφάζει τα βλαστάρια του για να θρηνολογήσει πάνω στα πτώματά τους όταν συνέρχεται.
Κι άλλοτε πάλι σαν την πανικόβλητη Δηιάνειρα θέλοντας να επαναφέρει στη στέγη της αγάπης τα λατρεμένα της πρόσωπα μπερδεύει τα ερωτικά φίλτρα με τα ερωτικά δηλητήρια και καταστρέφει ό,τι αγαπά.
Να γιατί έχουν «παραπονεμένα λόγια» τα τραγούδια μας, γιατί ακόμη και τα ερωτικά μας άσματα περισσότερο μιλούν για την απάρνηση, τον χωρισμό, το πένθος, τη στέρηση. Ενας λαός τραγικός, προορισμένος να εφεύρει το τραγικό είδος και εν συνεχεία να κάνει τον μύθο πράξη και τη ζωή του μίμησιν τραγικής πράξεως. Δεν είναι τυχαίο, έγραφα παλαιότερα, πως το τέλος του τραγικού είδους στο τέλος του 5ου αιώνα συμπίπτει με τη δημοσίευση της Ιστορίας του Θουκυδίδη, αφού από τον 4ο αιώνα η τραγωδία γράφεται από τους ιστορικούς, χωρίς θεϊκή παρουσία και χωρίς καν Από Μηχανής Θεούς. Πάντα όμως με την τραγική διαδικασία: «κατά το εικός και το αναγκαίον» του Αριστοτέλη.
Η ανάμνηση της Αλώσεως είναι, πρέπει να είναι, ανάμνηση όλων των αλυσιδωτών ιστορικών και πνευματικών μας Αλώσεων. Αρκεί να θυμόμαστε πάντα πως αιτία του τραγικού είναι η Υβρις, η Επαρση, η Αλαζονεία της εξουσίας, η Εθελοτυφλία, της Ατης η Απάτη που έγραφε ο Αισχύλος και μόνο μετά την Ατη έρχεται νομοτελειακά η Νέμεσις και μόνον αυτή είναι προϋπόθεση της καθάρσεως από τα ελεεινά και φοβερά ιστορικά και άλλα (κυρίως ηθικά και πνευματικά και δευτερευόντως οικονομικά) παθήματα, κοινώς φιάσκο.