.............................................................
ΞΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΣΑΣ
του Πάνου Σταθόγιαννη
Είμαι ξένος στην πόλη σας, δεν γνωρίζω κανέναν εδώ.
Άκουσα μόνο ότι έχετε όμορφους ανθρώπους, συμμάχους του φωτός, ανθόσχημους. Βυθίζει κανείς εύκολα το χέρι του στην ψυχής σας κι ό,τι ανασύρει από εκεί του το χαρίζετε.
Τα Ιερά σας Βιβλία εκθειάζουν τη λήθη. Τα χαράματα, λέει, κάποιος φυτεύει μια ρεματιά κάτω από κάθε παράθυρο, κι έρχονται αηδόνια και του μαρτυράνε τι είναι αλήθεια και τι ψέμα. Μα, ευτυχώς, το λησμονάτε ξυπνώντας, κι έτσι ο βίος σας γίνεται στρογγυλός. Κυλάει εύκολα. Σαν τροχός. Παίρνει τις ανηφόρες, πάει στα σύννεφα, πέφτει με δύναμη από ψηλά στο ποτάμι, τινάζονται νερά στα γύρω φυλλώματα, αναδύεται, ξαναβγαίνει στη στεριά, τρέχει να προλάβει τα καινούργια σύννεφα. Τι ωραία! Θέλω πολύ να το δω αυτό και να πιστέψω.
Στην πόλη τη δική μου γνωριζόμαστε όλοι. Ξέρουμε τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Ακόμα κι εκείνα που τον κάνουν να ντρέπεται πολύ και να βγάζει μαχαίρι. Κι είναι μια κόλαση αυτό.
Πάντως, τα Ιερά Βιβλία μας λένε πως μόνο έτσι θα δούμε πόσο ίδιοι είμαστε συναμεταξύ μας. Και θ’ αγαπηθούμε. Μέχρι τώρα όμως μόνο σφαγές. Και καθόλου πουλιά, καθόλου ρεματιές, καθόλου ποτάμια. Μονάχα ευθύγραμμοι δρόμοι που διασταυρώνονται. Είναι που εμείς ξέρουμε διαρκώς τι είναι αλήθεια και τι ψέμα. Δεν ξεχνάμε τίποτα. Και τα δικά μας κι όλων των άλλων. Ξέρουμε ποιον θα σκοτώσουμε αύριο.
Εσείς εδώ είστε αλλιώς. Προσκυνάτε άλλους θεούς, άλλα σας λένε τα δικά σας Ιερά Βιβλία. Γι’ αυτά κυρίως ήρθα – θέλω να τα διαβάσω. Να δω σε τι βωμούς θύετε, τι είδους παρηγοριά ζητάτε και, κυρίως, πώς γίνεται να καλοδέχεστε τους ξένους.
Γιατί αν έρθει κάποιος από σας στην πόλη μου, θα κακοπάθει. Τις νύχτες λύνουμε τα σκυλιά μας. Βγαίνουν στους δρόμους. Κι αν βρούνε ξένο πουθενά, πέφτουνε πάνω του και τον λιανίζουν. Δεν αγαπάμε τους ξένους εκεί. Δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτά που τους κάνουν να ντρέπονται.
Άκουσα ακόμα πως θα μου παραχωρήσετε γυναίκα για όσον καιρό θα είμαι στην πόλη σας. Να μου μάθει, λέει, το δικό σας τον έρωτα, το πώς εσείς διαπραγματεύεστε τα σώματα και τις ψυχές. Και ν’ απαιτήσει ύστερα να της δείξω τα δικά μας. Θα ήθελα, αν είναι δυνατόν, αυτό να το αποφύγουμε. Με ξενίζει πολύ. Με κάνει περισσότερο ξένο.
Πώς να λυθώ; Αφού θα με ξεχάσετε αμέσως μόλις θα φύγω. Έτσι η γνώση θα γίνει λήθη, η γύμνια ρούχο, το τέλος θα εκραγεί σε χιλιάδες αρχές. Ή μήπως ακριβώς γι’ αυτό; Ίσως τα Ιερά Βιβλία σας να με διαφωτίσουν. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από αυτά, και βλέπουμε. Εκτός αν οι γυναίκες σας εδώ δεν μπορούν να περιμένουν.
Νιώθω παράξενα.
Δεν ξέρω πώς θα είμαι όταν θα φύγω.
Νιώθω παράξενα πολύ, κι ας μην έχω δει ακόμα τίποτα δικό σας.
ΞΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΣΑΣ
του Πάνου Σταθόγιαννη
Είμαι ξένος στην πόλη σας, δεν γνωρίζω κανέναν εδώ.
Άκουσα μόνο ότι έχετε όμορφους ανθρώπους, συμμάχους του φωτός, ανθόσχημους. Βυθίζει κανείς εύκολα το χέρι του στην ψυχής σας κι ό,τι ανασύρει από εκεί του το χαρίζετε.
Τα Ιερά σας Βιβλία εκθειάζουν τη λήθη. Τα χαράματα, λέει, κάποιος φυτεύει μια ρεματιά κάτω από κάθε παράθυρο, κι έρχονται αηδόνια και του μαρτυράνε τι είναι αλήθεια και τι ψέμα. Μα, ευτυχώς, το λησμονάτε ξυπνώντας, κι έτσι ο βίος σας γίνεται στρογγυλός. Κυλάει εύκολα. Σαν τροχός. Παίρνει τις ανηφόρες, πάει στα σύννεφα, πέφτει με δύναμη από ψηλά στο ποτάμι, τινάζονται νερά στα γύρω φυλλώματα, αναδύεται, ξαναβγαίνει στη στεριά, τρέχει να προλάβει τα καινούργια σύννεφα. Τι ωραία! Θέλω πολύ να το δω αυτό και να πιστέψω.
Στην πόλη τη δική μου γνωριζόμαστε όλοι. Ξέρουμε τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Ακόμα κι εκείνα που τον κάνουν να ντρέπεται πολύ και να βγάζει μαχαίρι. Κι είναι μια κόλαση αυτό.
Πάντως, τα Ιερά Βιβλία μας λένε πως μόνο έτσι θα δούμε πόσο ίδιοι είμαστε συναμεταξύ μας. Και θ’ αγαπηθούμε. Μέχρι τώρα όμως μόνο σφαγές. Και καθόλου πουλιά, καθόλου ρεματιές, καθόλου ποτάμια. Μονάχα ευθύγραμμοι δρόμοι που διασταυρώνονται. Είναι που εμείς ξέρουμε διαρκώς τι είναι αλήθεια και τι ψέμα. Δεν ξεχνάμε τίποτα. Και τα δικά μας κι όλων των άλλων. Ξέρουμε ποιον θα σκοτώσουμε αύριο.
Εσείς εδώ είστε αλλιώς. Προσκυνάτε άλλους θεούς, άλλα σας λένε τα δικά σας Ιερά Βιβλία. Γι’ αυτά κυρίως ήρθα – θέλω να τα διαβάσω. Να δω σε τι βωμούς θύετε, τι είδους παρηγοριά ζητάτε και, κυρίως, πώς γίνεται να καλοδέχεστε τους ξένους.
Γιατί αν έρθει κάποιος από σας στην πόλη μου, θα κακοπάθει. Τις νύχτες λύνουμε τα σκυλιά μας. Βγαίνουν στους δρόμους. Κι αν βρούνε ξένο πουθενά, πέφτουνε πάνω του και τον λιανίζουν. Δεν αγαπάμε τους ξένους εκεί. Δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτά που τους κάνουν να ντρέπονται.
Άκουσα ακόμα πως θα μου παραχωρήσετε γυναίκα για όσον καιρό θα είμαι στην πόλη σας. Να μου μάθει, λέει, το δικό σας τον έρωτα, το πώς εσείς διαπραγματεύεστε τα σώματα και τις ψυχές. Και ν’ απαιτήσει ύστερα να της δείξω τα δικά μας. Θα ήθελα, αν είναι δυνατόν, αυτό να το αποφύγουμε. Με ξενίζει πολύ. Με κάνει περισσότερο ξένο.
Πώς να λυθώ; Αφού θα με ξεχάσετε αμέσως μόλις θα φύγω. Έτσι η γνώση θα γίνει λήθη, η γύμνια ρούχο, το τέλος θα εκραγεί σε χιλιάδες αρχές. Ή μήπως ακριβώς γι’ αυτό; Ίσως τα Ιερά Βιβλία σας να με διαφωτίσουν. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από αυτά, και βλέπουμε. Εκτός αν οι γυναίκες σας εδώ δεν μπορούν να περιμένουν.
Νιώθω παράξενα.
Δεν ξέρω πώς θα είμαι όταν θα φύγω.
Νιώθω παράξενα πολύ, κι ας μην έχω δει ακόμα τίποτα δικό σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου