............................................................
Από την "Περσεφόνη" της Νίνας Κουλετάκη (εκδ. Οσελότος)
...ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ 2 | Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΚΕΙΝΗ
Ίσως αυτή να είναι η πρώτη ανάμνηση της ζωής μου. Ή το
πρώτο όνειρο – δεν είμαι σίγουρη. Όπως και να ‘χει, είναι απλωμένη στο μυαλό
μου και πιάνει πολύ χώρο. Πρέπει να την ξεφορτωθώ.
Είμαι πολύ
μικρή – όχι πάνω από ενός έτους. Το
ξέρω, γιατί κοιμάμαι ακόμα στο δωμάτιο του Μπαμπά και της Μαμάς. Μετά τον πρώτο
χρόνο της ζωής μου πήγα στο δικό μου δωμάτιο. Η κούνια μου είναι δίπλα στο
κρεβάτι τους από τη μεριά της Μαμάς μου. Είναι άσπρη και έχει ένα κουνελάκι
ζωγραφισμένο στο κεφαλάρι της. Έχει και μιαν όμορφη, άσπρη κουνουπιέρα, που μου
έραψε η μαμά της Τασίας.
Είναι νύχτα
κι όλοι κοιμόμαστε. Ξαφνικά ξυπνάω από έναν θόρυβο. Μοιάζει με το τικ-τακ που
κάνει το μεγάλο ρολόι της Γιαγιάς της Φόνης στον τοίχο, μόνο που είναι πολύ πιο
δυνατός. Ξέρω πως δεν είναι το ρολόι, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι.
Στην αρχή δεν
βλέπω τίποτα – είναι πολύ σκοτεινά. Σιγά σιγά, τα μάτια μου συνηθίζουν το
σκοτάδι και βλέπω το κρεβάτι του Μπαμπά και της Μαμάς. Κοιμούνται κι οι δύο, ο
Μπαμπάς μπρούμυτα και η Μαμά στο πλάι, γυρισμένη προς το μέρος του, με το ένα της
πόδι πάνω στα δικά του και το χέρι της στην πλάτη του. Είναι ξεσκέπαστοι, κάνει
ζέστη και το παράθυρο είναι ανοιχτό.
Τότε την
είδα. Στεκόταν έξω από το παράθυρο και κοίταζε μέσα. Μια γυναίκα. Δεν μπορούσα
να δω καθαρά το πρόσωπό της – ήξερα, όμως, ότι εκείνη έκανε τον θόρυβο που
άκουγα. Ήταν ψηλή κι αδύνατη και φορούσε σκούρα ρούχα, σαν μαύρα. Την φοβήθηκα
λίγο και σκέφτηκα ότι αν έκλεινα τα μάτια μου μπορεί να έφευγε. Και τα έκλεισα.
Ο θόρυβος, μετά από ένα λεπτό ακουγόταν πιο καθαρά και δυνατά.
Ξανάνοιξα τα
μάτια μου. Μου κόπηκε η ανάσα. Είχε μπει μέσα στο δωμάτιο και καθόταν στο
κρεβάτι του Μπαμπά και της Μαμάς, από τη μεριά της κούνιας μου. Αν άπλωνα το
χέρι μου έξω από το κάγκελο θα άγγιζα το φόρεμά της. Ο Μπαμπάς κι η Μαμά
συνέχιζαν τον ύπνο τους χωρίς να ‘χουν καταλάβει τίποτα. Φοβήθηκα πολύ. Η
γυναίκα μπορούσε να μου κάνει – να τους κάνει – κακό. Δεν μιλούσε, καθόταν μόνο
εκεί, στο κρεβάτι τους και με κοίταζε. Τότε είδα το πρόσωπό της. Ήταν εντελώς
στρογγυλό, όπως ο δίσκος ενός ρολογιού. Και η μύτη της, λεπτή και μακριά, σαν
τον λεπτοδείχτη. Και πήγαινε πέρα δώθε στο πρόσωπό της, κάνοντας αυτό το
τικ-τακ που άκουγα.
Τα μαλλιά της
δεν ήταν μακριά, ή μπορεί και να ήταν, δεν ξέρω. Δεν φαίνονταν, γιατί είχε ένα
μαντήλι ριγμένο επάνω τους. Δεν ήταν δεμένο σαν μαντήλι, αλλά ακουμπούσε στο
κεφάλι της σαν πέπλο. Και ήταν σκούρο κι αυτό, από το ίδιο βαρύ ύφασμα που ήταν
φτιαγμένο το μακρύ φόρεμά της. Δεν μιλούσε, δεν έκανε καμία κίνηση, μόνο
καθόταν και με κοίταζε. Και ξαφνικά έπαψα να φοβάμαι. Κατάλαβα πως είχε έρθει
για μένα εκεί, όχι για να με τρομάξει ή να μου κάνει κακό, αλλά γιατί κάτι
ήθελε να μου πει, κάτι να μου δείξει. Μα, τότε γιατί δεν μού μιλούσε;
Σε μια στιγμή
άπλωσε το χέρι της και τύλιξε ένα της δάχτυλο γύρω από μια μπουκλίτσα μου.
Αυτή, την αγαπημένη μου μπουκλίτσα, που παίζω με το ένα μου χέρι, ενώ πιπιλάω
το χοντρούλι δαχτυλάκι του άλλου. Και μετά έσκυψε και με κοίταξε στα μάτια,
χωρίς να βγάζει τσιμουδιά. Αλλά περίεργα μάτια είχε, σαν δυο μικρές οθόνες, όπως
αυτή που έχει το Σινεάκ που με πάει η μαμά τις Κυριακές και βλέπω μίκι-μάους
και παιδικές ταινίες. Και έπαιζε κάτι σαν ταινία εκεί, μ’ ένα μικρό κοριτσάκι.
Μα ναι, εγώ ήμουν! Όπως τώρα και μετά λίγο πιο μεγάλη και πιο μεγάλη και πιο
μεγάλη! Και μ’ έβλεπα να τρέχω και να παίζω και να στολίζω χριστουγεννιάτικα
δέντρα και να κρατάω πασχαλιάτικα αυγά και λαμπάδες και να κολυμπάω σε
καλοκαιρινές θάλασσες και να κάθομαι στο πρώτο θρανίο στο σχολείο και να
μεγαλώνω κι άλλο και να κάθομαι, πια, σε ένα από τα τελευταία θρανία και να έχω
φίλες και φίλους και να γελάω και να κλαίω και να μεγαλώνω κι άλλο και να φοράω
γυαλιά και να γνωρίζω έναν άντρα και να είμαι δίπλα του νύφη σε μιαν εκκλησία
και να έχω δυο μωρά και να είμαι γυναίκα μεγάλη σε ένα σπίτι με πολλά παιχνίδια
και βιβλία και δυο όμορφες κοπέλες και να μεγαλώνω κι άλλο και να γερνάω και να
γελάω πάλι και να κλαίω λίγο και να κρατάω κάποιον απ’ το χέρι και να έχω μικρά
παιδάκια γύρω μου ξανά και να γερνάω κι άλλο και μετά να φεύγω για ταξίδι
μακρινό.
Και μετά
έσβησαν τα μάτια-οθόνες και τέλειωσε η ταινία. Η γυναίκα ξέμπλεξε το δάχτυλό της
από τη μπουκλίτσα μου και σηκώθηκε να φύγει. Την ώρα που πέταγε έξω από το
παράθυρο της μίλησα ψιθυριστά:
«Πώς σε λένε;»
«Ζωή».
Και χάθηκε
στη νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου