..........................................................
«Θα λέμε και θα κάνουμε μόνο τα καλά. Περίσσεψαν τα άσχημα και οι συνέπειές
τους».*
Στο τραπέζι των προβών της «Λυσιστράτης», πάνω στη σκηνή, με θέα τη θαυμάσια, αν και άδεια,
αγκαλιά της πλατείας και του διπλού εξώστη της Κεντρικής Σκηνής του Εθνικού
Θεάτρου, η συζήτηση με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό είναι σαν μια παρένθεση στον χώρο
και στον χρόνο. Εδώ μπορούμε να μιλάμε ώρες για πράγματα που και οι δυο
αγαπάμε, για αρχαία έργα και για αρχαία θέατρα. Γύρω τριγύρω διάσπαρτα
αντικείμενα, κάποια εκ των οποίων θα χρησιμοποιηθούν στη σκηνογραφία της
«Λυσιστράτης» που ετοιμάζει για το μεγάλο θέατρο της Επιδαύρου. Ένας μεγάλος
καθρέφτης κυριαρχεί. «Είναι το αγαπημένο σημείο των κοριτσιών του θιάσου. Με
κάθε ευκαιρία βρίσκονται μπροστά του, μόνες ή σε μικρά σύνολα, κοιτάζονται και
σχολιάζουν». «Είναι η φύση των γυναικών;», τον ρωτώ. «Δεν υπάρχει αμφιβολία».
«Μα, τότε, δεν ισχύει το σύνθημα "Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι" που
έπαιξε πολύ πρόσφατα στις αφίσες του Athens Pride;». «Κοίτα, έχω σπουδάσει
Βιολογία και μπορώ να σου πω μετά βεβαιότητας ότι, αν εξετάσουμε τα
χρωμοσώματα, θα δούμε το ΧΧ να αντιστοιχεί στο θήλυ, το ΧΥ στο άρρεν. Υπάρχει
γενετική διαφορά και η Βιολογία την εξηγεί. Το ζήτημα δεν είναι αν γεννιέσαι ή
γίνεσαι, αλλά πώς να είσαι καλά με τον εαυτό σου, και βέβαια και με τους άλλους
γύρω σου, όσο πιο βαθιά και ουσιαστικά είναι δυνατόν». Η Βιολογία θα επανέλθει
αρκετές φορές στην κουβέντα μας, μια που ο σκηνοθέτης δεν αντιμετωπίζει τη
«Λυσιστράτη» με τους συμβατικούς «διονυσιακούς» όρους ούτε και ως
πρωτοφεμινιστικό έργο. Γι' αυτόν η κωμωδία του Αριστοφάνη είναι μια αφορμή να
μιλήσουμε για τις δυνάμεις της φύσης και για τη λυτρωτική δύναμη της ομορφιάς.
— Βλέπω πως δίπλα στην καινούργια μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη έχεις
την αγγλική έκδοση τσέπης της κλασικής σειράς Loeb. Γιατί;
Σ' αυτήν τη φιλολογική έκδοση του αρχαίου κειμένου υπάρχει δίπλα η καθαρή
και ακριβής απόδοση του λόγου στην Αγγλική – επιβεβαιώνω, όποτε έχω κάποια
απορία, την ακρίβεια της δικής μας μετάφρασης. Κοίτα, υπάρχει ένα ζήτημα που
μας απασχόλησε με τον Δημήτρη Δημητριάδη. Και στην τραγωδία, αλλά πολύ
περισσότερο στην κωμωδία, οι μεταφράσεις γίνονται με παραστασιακή πρόθεση. Πρώτα
ξεκαθαρίζει η πρόθεση του σκηνοθέτη και μετά ολοκληρώνεται η μετάφραση. Έχει τη
λογική του αυτό, αλλά και τις συνέπειές του. Επειδή ο Αριστοφάνης είναι
συνυφασμένος με την έννοια «κωμωδία», το κυρίαρχο ζητούμενο είναι οι
μεταφράσεις να προκαλούν γέλιο. Γι' αυτό και συχνά υιοθετούνται αντιστοιχίες με
πρόσωπα και πράγματα γνωστά, της επικαιρότητας, για να κατανοεί το κοινό τη
σάτιρα, σε περίπτωση που αγνοεί κάποια πραγματολογικά στοιχεία του πρωτοτύπου.
Έτσι, η απόδοση του λόγου προσαρμόζεται στα καθ' ημάς, λύση που μετατρέπει την
αριστοφανική κωμωδία σε επιθεώρηση. Δεν μου αρέσει αυτή η επιλογή. Είναι άλλου
τύπου το χιούμορ του Αριστοφάνη. Ειδικά στη «Λυσιστράτη» δεν είναι περισσότερα
από δύο τα σημεία που μπορεί να πει κανείς ότι είναι σκοτεινά από πραγματολογική
άποψη, ότι δεν ξέρεις για τι μιλάει. Είναι απολύτως καθαρή και εύκολα κατανοητή
στο σύγχρονο κοινό.
— Άρα, προτείνετε κάτι άλλο ως προς την απόδοση του αριστοφανικού λόγου;
Ο Δημητριάδης, με τον οποίο εξαρχής είχαμε την ίδια άποψη, επιδίωξε η
απόδοση να είναι όσο πιο ακριβής γίνεται ως προς το πρωτότυπο. Δεν είναι εύκολη
υπόθεση, γιατί ο Αριστοφάνης συχνά χρησιμοποιεί λέξεις αμφίσημες και διφυείς,
ενίοτε και τριφυείς, το παιχνίδι με τα νοήματα των οποίων ο αρχαίος θεατής το
έπιανε αμέσως. Το «διαβαίνω» π.χ. σημαίνει περνώ από το ένα μέρος στο άλλο,
σημαίνει όμως και δρασκελώ, ανοίγω τα πόδια μου. Ή η λέξη «κέλης-ητες», που
σήμαινε τα άλογα ιππασίας, τα πλοιάρια, και στη φράση «επί των κελήτων»,
ιππαστί, καβάλα, με σαφή την παραπομπή στη σεξουαλική πράξη. Στη μετάφραση του
Δημητριάδη ο ένας στόχος είναι η ακρίβεια και ο άλλος να μη χαθεί η
ποιητικότητα του πρωτοτύπου. Υπάρχουν σημεία όπως το εξής: «Μα, αυτά ακριβώς θα
μας σώσουν / Οι κρόκοι και τα μύρα / Οι άζωστοι χιτώνες / Τα κοκκινάδια και τα
πέπλα τα διάφανα − είναι ακριβής η απόδοση των στίχων και η σαφής ποιητικότητά
τους θα ήταν κρίμα να χαθεί. Αν επικεντρώσεις στη σάτιρα και στο σεξουαλικώς
νοούμενο ή υπονοούμενο, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος η ποίηση των έργων του να
εξαφανιστεί. Γιατί ο Αριστοφάνης ήταν ποιητής κι αυτή είναι μια διάστασή του
που αγνοούμε. Επιπλέον, αν αφήσεις το πρωτότυπο στην ησυχία του, παίρνεις μια
γεύση επί του πραγματικού της εποχής του. Ο Αριστοφάνης μας δίνει μια
εκπληκτική ανταπόκριση του τι συνέβαινε στην Αθήνα στα χρόνια του. Ήθελε
κάποιος στις Συρακούσες να μάθει πώς ήταν η ζωή στην Αθήνα και ο Πλάτων τον
παρότρυνε να διαβάσει Αριστοφάνη. Ώρες-ώρες νιώθεις την ανάγκη να κάνεις ένα
στοπ, διερωτώμενος «τώρα ποιος μιλάει», γιατί αυτά που ακούς γεφυρώνουν 2.000
χρόνια, χωρίς καμιά ουσιαστική διαφορά ως προς τη γενικότερη ανθρώπινη συνθήκη.
Η μόνη διαφορά είναι η τεχνολογία των κινητών και των υπολογιστών.
Το ιδιοφυές που κάνει ο Αριστοφάνης είναι ότι μιλάει για πολιτική, για την
ανάγκη να σταματήσει ο πόλεμος, χρησιμοποιώντας τους αδέκαστους όρους της
Βιολογίας και της Ενδοκρινολογίας. Η ανάγκη ικανοποίησης του γενετήσιου
ενστίκτου αποτελεί αδιάσειστο επιχείρημα − όταν πεινάς, με κάθε έννοια, πρέπει
να φας
— Υπάρχει διαφορά: σε σχέση με τους αρχαίους Αθηναίους είμαστε πολύ πιο
συντηρητικοί ως προς τα θέματα σεξουαλικής φύσης. Στη «Λυσιστράτη», π.χ., στη
συζήτηση μεταξύ γυναικών γίνεται, μεταξύ άλλων, ανοιχτά λόγος για τα
υποκατάστατα που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για την αυτοϊκανοποίησή τους, τα
οποία κατασκευάζονταν στη Μίλητο και λόγω του πολέμου και της αποστασίας της
Μιλήτου δεν μπορούσαν πια να τα προμηθευτούν!
Να σου πω κάτι; Επειδή κάνουμε πρόβες στην Κεντρική Σκηνή, πολλά σημεία του
έργου που μιλούν απροκάλυπτα για την ανθρώπινη φύση μάς φαίνονται «απρεπή».
Παρεμβάλλεται η αυτολογοκριτική σκέψη: «Ναι, αλλά είναι παράσταση του Εθνικού
Θεάτρου». Και τότε πρέπει να πω: «Ναι, αλλά κι αυτή είναι μια κωμωδία του
Αριστοφάνη». Υπάρχει, δηλαδή, μια σύγκρουση, ενδοοικογενειακή θα την έλεγα,
σχετικά με τον βαθμό που εμείς, ως θίασος του Εθνικού Θεάτρου, μπορούμε ν'
αφήσουμε τον λόγο του Αριστοφάνη ως έχει! Χωρίς να τον λογοκρίνουμε! Όταν λέει
η Λαμπιτώ, στην πρώτη σκηνή, «Δύσκολο μεν, μα τους δίδυμους θεούς, / να πέφτουν
για ύπνο οι γυναίκες δίχως ψωλή, μόνες,/ έλα όμως που γι' αυτό χρειαζόμαστε
εξάπαντος ειρήνη», με το που πέφτει η λέξη «ψωλή», που υπάρχει ακριβώς έτσι στο
πρωτότυπο, αρχίζουμε το γκροτέσκο γιατί δεν αντέχουμε τη λέξη. Θα μπορούσε η
επίμαχη φράση να αποδοθεί «χωρίς αγκαλιά», αλλά γιατί να μην τολμάμε την
κυριολεξία; Αποδεικνύεται εμπράκτως ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν έχει
και μεγάλη σχέση με τον δικό μας. Οι περισσότερες παραστάσεις υιοθετούν το
γκροτέσκο λόγω σεμνοτυφίας, δημιουργείται ένα πλαίσιο υπερβολής στο οποίο η
κυριολεξία, η ευθυβολία του λόγου του Αριστοφάνη, δεν ενοχλεί. Δεν υπάρχει
τίποτα για να μετανιώνει κανείς, κάθε εποχή έχει τις δικές της ανάγκες, αλλά
κάποια στιγμή ο κύκλος κλείνει και ό,τι ίσχυε πρέπει να τελειώνει. Για μπορέσουμε
να βρούμε τι άλλο υπάρχει, να φωτίσουμε τα κρυμμένα.
— Ναι, και για να αντιμετωπίσουμε ψυχρά την οπισθοχώρηση που σήμαινε η
επικράτηση του χριστιανισμού και της ηθικής του.
«Αν εμείς περιφερόμασταν στο σπίτι περιποιημένες,
κυκλοφορούσαμε με πέπλα διαφανή της Αμοργού, γυμνές, με ξυρισμένο το δέλτα μας,
οι άνδρες δεν θα παθαίναν στύση; Δεν θα πέθαιναν να μας γαμήσουν; Εμείς, όμως,
αν δεν τους πλησιάζαμε, αν απείχαμε, τρέχοντας θα έκαναν ειρήνη, ξέρω τι λέω».
Αυτό είναι το επιχείρημα της Λυσιστράτης σε πιστή μετάφραση. Κανένα γκροτέσκο,
καμιά υπερβολή, πρόκειται για ένα επιχείρημα διατυπωμένο με απόλυτη
ακριβολογία. Μιλάμε για έναν πολιτισμό, στον οποίο το γυμνό ήταν μέρος της
καθημερινότητας των πολιτών. Οι νέοι γυμνάζονταν γυμνοί κι αυτό συνέβαινε ως
άσκηση στο «γνώθι σαυτόν». Πρέπει να ξέρεις πώς είναι το σώμα σου, να δεχθείς
τον εαυτό σου όπως είναι – πρόκειται για ρητό που έχει σωματική αφετηρία και,
δευτερευόντως, ηθικοπλαστική.
— Σε απασχόλησε το ζήτημα της έμφυλης διαμάχης; Στη «Λυσιστράτη» τα δύο
φύλα βρίσκονται σε πόλεμο...
Η Λυσιστράτη δεν είναι αρχαία
φεμινίστρια και το έργο δεν αφορά την έμφυλη διαμάχη. Το ζήτημα είναι ο
πόλεμος, και μάλιστα ο εμφύλιος πόλεμος, ο πικρός διχασμός ανάμεσα στους
Έλληνες. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι το έργο παρουσιάστηκε δύο χρόνια μετά
την καταστροφική για τους Αθηναίους Σικελική Εκστρατεία και ενώ ο
Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν σε εξέλιξη. Και βγαίνει ο Αριστοφάνης σε μια
κοινωνία που ήθελε τις γυναίκες στο σπίτι και θέτει το ερώτημα: μια που οι
άνδρες τα έχουν κάνει χάλια, μήπως να αναλάβουν οι γυναίκες; Το σεξ, εν
προκειμένω η αποχή από το σεξ, είναι το μέσο. Το ζήτημα που τίθεται είναι
πολιτικό, αφορά το ευ ζην της πολιτείας, γι' αυτό και οι γυναίκες κάνουν κάτι ακόμη:
καταλαμβάνουν το δημόσιο ταμείο. Το ιδιοφυές που κάνει ο Αριστοφάνης είναι ότι
μιλάει για πολιτική, για την ανάγκη να σταματήσει ο πόλεμος, χρησιμοποιώντας
τους αδέκαστους όρους της Βιολογίας και της Ενδοκρινολογίας. Η ανάγκη
ικανοποίησης του γενετήσιου ενστίκτου αποτελεί αδιάσειστο επιχείρημα − όταν
πεινάς, με κάθε έννοια, πρέπει να φας. Και ενώ οι δύο πλευρές δεν μπορούν με
τίποτα να συμφωνήσουν, πώς ξεκινά η συμφιλίωση ανδρών και γυναικών; Από μια
κίνηση που δεν είναι πολιτική −μια γυναίκα προσφέρει ρούχο στον άνδρα να
σκεπάσει τη γύμνια του και του βγάζει ένα μυγάκι από το μάτι−, από την κίνηση
του πραγματικού αγγίγματος (στιχ. 1.020-1.035). Το θυμάσαι εσύ αυτό το σημείο;
Γιατί εγώ έχω την εντύπωση ότι σημαντικά σημεία του έργου δεν τα έχουμε δει στις
παραστάσεις της «Λυσιστράτης». Όχι ότι δεν έχω ευχαριστηθεί παραστάσεις
αριστοφανικής κωμωδίας, κυρίως από το Θέατρο Τέχνης, αλλά υπάρχουν πράγματα που
συνήθως χάνονται πίσω από ιδεολογήματα.
— Ο Φρόιντ είχε πει ότι το πρόβλημα είναι τι θέλει η γυναίκα. Εσύ, που
έχεις γνωρίσει και ζήσει πολλά, έχεις απαντήσει στο ερώτημα;
Εδώ δεν το
απάντησε ολόκληρος Φρόιντ, εγώ θα το απαντήσω (γέλια)! Δεν ξέρω καν τι θέλει ο
άνδρας. Δεν υπάρχει απάντηση.
— Στην παράστασή σου πώς ισορροπούν τα αντιθετικά στοιχεία που εντοπίζεις;
Η αριστοφανική ακριβολογία, η χριστιανικών καταβολών σεμνοτυφία μας, η επιθυμία
να είσαι κοντά στο κείμενο, αλλά χωρίς γκροτέσκο και υπερβολές;
Τώρα που μιλάμε είμαι στη διαδικασία διαμόρφωσης της παράστασης. Ακόμα μου
αποκαλύπτονται πράγματα και, παρότι υπάρχουν κριτήρια επιλογής, δεν μπορώ να πω
τι μορφή θα έχει τελικά. Δεν μπορώ να μιλήσω γι' αυτά που θα συμβούν. Αυτό που
προσπαθώ είναι να μην προσεγγίζω το έργο με πρόσημο (αυτό είναι κωμικό, αυτό είναι
δραματικό). Θέλω να καταλήξουμε σε ό,τι μας αρέσει πιο πολύ και μας
αποκαλύπτει, σχεδόν σωματικά, ενορμητικά, το νόημα των πραγμάτων. Σ' αυτό που
μας κάνει να αισθανόμαστε καλά και προκαλεί ωραίες σκέψεις. Για μένα, η
«Λυσιστράτη» είναι μια καλή αφορμή να σκεφτούμε για το κάλλος. Νιώθω ότι είναι
καιρός να μιλήσουμε για τη σημασία της ομορφιάς, εν τη ευρεία εννοία. Υπάρχει
δίπλα μας και δεν τη βλέπουμε. Και τη χάνουμε.
— Μου φαίνεται ότι βρίσκεσαι σε φάση ντοστογιεφσκική. «Η ομορφιά θα σώσει
τον κόσμο», είχε πει ο ανεπανάληπτος Ντοστογιέφσκι.
Αυτό πιστεύω κι εγώ. Είναι μια φράση στη «Λυσιστράτη», προς το τέλος, που
λέει: «Θα λέμε και θα κάνουμε μόνο τα καλά. Περίσσεψαν τα άσχημα και οι
συνέπειές τους». — Παρ' όλα αυτά, η «Λυσιστράτη», ως ένα έργο για την ομορφιά,
θα προκαλέσει σε πολλούς απορία... Είπα ότι η ιδιοφυΐα του Αριστοφάνη φαίνεται
στο ότι κάνει πολιτικό επιχείρημα τις φυσικές δυνάμεις, το γενετήσιο ένστικτο.
Το επιχείρημα της Λυσιστράτης ποντάρει στη φυσική ομορφιά των γυναικών. Το
στοίχημα, λοιπόν, είναι το εξής δύσκολο: με αναλόγως φυσικό τρόπο να
αποκαλύψουμε το επιχείρημα της ομορφιάς, που όμως δεν παίζεται − υπάρχει και
εμφανίζεται. Και δεν προβάλλεται, δεν επιδεικνύεται, γιατί τότε μεταπίπτει σε
κάτι άλλο, με τον τρόπο που οι προκλητικές γυναίκες δεν είναι όμορφες, είναι
κάτι άλλο.
— Να σου θέσω το γνωστό, παλιό ερώτημα: τι γίνεται με τη «θεά» (ή τον
«θεό», αντιστοίχως) που η ομορφιά της σε αφήνει άφωνο, αλλά, όταν ανοίξει το
στόμα της, αποδεικνύεται «ακατοίκητη»;
Το κάλλος το εξωτερικό το βάζεις σε εξέδρα και το κοιτάς. Υπάρχει η αυταξία
της ομορφιάς, της ευ-μορφής, η οποία είναι κι αυτή κινητοποιός δύναμη. Η
καλλονή μπορεί να κάνει τον ποιητή να γράψει ένα ποίημα, το ποίημα θα μιλήσει
σε κάποιους, θα καλλιεργήσει το εσωτερικό τους κάλλος και να πώς αυτό που
υποτιμάς ως «εξωτερικό» δικαιολογεί τον λόγο της ύπαρξής του. Εάν δε αυτή η
ομορφιά που λες είναι σε θέση να αρθρώσει και κάποιες σκέψεις, τότε βρίσκεσαι
υπό την επήρεια σοβαρών δυνάμεων, φυσικών και μεταφυσικών.
— Με ποια κριτήρια διάλεξες τις ηθοποιούς της παράστασης (Αθηνά
Δημητρακοπούλου, Λένα Δροσάκη, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Άννα Κλάδη, Σοφία
Κόκκαλη, Ειρήνη Μαρκή, Αθηνά Μαξίμου, Ελένη Μπούκλη, Ηλέκτρα Νικολούζου, Αγλαΐα
Παππά, Λένα Παπαληγούρα, Μαρία Σκουλά, Έλενα Τοπαλίδου) και την Κιτσοπούλου για
Λυσιστράτη;
Ήθελα το προσωπικό επιχείρημα (και δεν χρησιμοποιώ τη λέξη με τη ρητορική
έννοια) των συγκεκριμένων γυναικών, να τους δώσω βήμα να μιλήσουν για την πόλη
και για τα αισθήματά τους. Θέλω να βγει αυτό που εκφράζουν ως προσωπικότητες,
γιατί είναι όλες μία και μία. Και απ' όσο μπορώ να κρίνω από τις πρόβες, είναι
κάτι που συμβαίνει: καθεμιά τους καταθέτει την προσωπική ποιότητά της και όλες
μαζί συνθέτουν αυτό που είναι η έλξη, η σαγήνη, η ομορφιά του γυναικείου φύλου.
— Η Κιτσοπούλου έχει προκαλέσει «θόρυβο», και περιέργεια, με τα προκλητικά
έργα της τα τελευταία χρόνια. Είναι κι αυτός ένας λόγος που την επέλεξες για
τον ρόλο της Λυσιστράτης;
Έχει να κάνει με το ακριβώς αντίθετο: αυτό που με ελκύει πολύ στη Λένα
είναι η αισχύνη της, η ντροπαλότητά της. Η πρόκληση είναι μια αναγκαία έκρηξη
για να ξεπεραστεί αυτή η ντροπαλότητα. Ταυτόχρονα, είναι ένα πρόσωπο που έχει
περιεχόμενο, έχει αυτό που λένε οι Κορεάτες «χαν». Δεν ξέρω αν έχουμε λέξη στην
οποία να μεταφράζεται αυτή η έννοια. Θα σου την εξηγήσω με μια μικρή ιστορία.
Πηγαίνουν σ' έναν δάσκαλο και του λένε: «Μάστερ, σου φέραμε μια γυναίκα με
καταπληκτική φωνή, να την ακούσεις». Την ακούει ο μάστερ και λέει: «Πραγματικά,
θαυμάσια φωνή. Επτά χρόνια φυλακή και μετά ξαναφέρτε την». Έτσι και γίνεται.
Την ακούει έπειτα από επτά χρόνια και λέει: «Ελεύθερη. Πριν είχε απλώς μια
ωραία φωνή. Τώρα έχει χαν». Πολλά στοιχεία συνθέτουν έναν άνθρωπο, άνισα μεταξύ
τους, άλλα είναι όμορφα, άλλα όχι. Ακόμη και στις προκλήσεις, στα εκρήγματα,
υπάρχουν ποιότητες που χρειάζονται διερεύνηση, υπάρχουν εντός τους διαμάντια. Η
Λένα είναι ένα πρόσωπο που μπορεί να καταθέσει παρουσία και λόγο και μια
ποιότητα πολύ ενδιαφέρουσα.
— Ας μιλήσουμε για τον χρόνο που περνά. Σε ώριμη ηλικία πια (γέλια),
καθηγητής στο πανεπιστήμιο που διδάσκει νεαρά παιδιά, σκηνοθέτης που επίσης
συνδιαλέγεται με νεαρούς ηθοποιούς, φαντάζομαι ότι μπορείς να μου μιλήσεις για
το «χάσμα των γενεών» − τι λογής είναι σήμερα, που δεν υπάρχουν μεγάλες
διαφορές μεταξύ ενός 20άρη κι ενός 40άρη. Μοιάζει η ηλικία, η γενιά, να μην
αποτελεί πια εμπόδιο επικοινωνίας. Είναι, όμως, έτσι;
Ο καλλιτέχνης είναι μια «θεσμοθετημένα» ανώριμη προσωπικότητα. Αρνείται να
μεγαλώσει. Είπες ότι είμαι σε ώριμη ηλικία και, ακούγοντάς το, σκέφτηκα
αυθόρμητα «Για μένα μιλάει;». Ε, λοιπόν, η τέχνη θεσμοθετεί την παιδικότητα σε
μια κοινωνία που επιβάλλει να είμαστε σοβαροί και ώριμοι για να είμαστε
αξιόπιστοι. Κι έρχεται η τέχνη και σου λέει: «Εδώ μπορείτε να λύσετε τις
βαλβίδες, αγάπες μου». Αυτό κάνει η τέχνη, γι' αυτό και στον ευρύτερο χώρο της
επιτρέπονται τα πάντα. Ο κοινωνικός ρόλος της είναι ανεκτίμητος για την
ισορροπία του ατόμου γιατί οι καλλιτέχνες, λειτουργώντας πιο ελεύθερα και
φανερά, νομιμοποιούν αυτό που όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη: μια
«εξω-συμβατική» ελαφρότητα, την ανάγκη του παιχνιδιού που υποτίθεται ότι από
μια ηλικία και μετά είναι ανάρμοστη.
— Όταν συνδιαλέγεσαι με δημόσιες
υπηρεσίες, τι επάγγελμα δηλώνεις;
Δημόσιος υπάλληλος (γέλια)! Λέω ότι εργάζομαι για το δημόσιο καλό. Κοίτα,
το να δηλώσεις σκηνοθέτης δεν είναι απλό, γιατί πρόκειται για ιδιότητα
περίπλοκη ως προς τα εργασιακά χαρακτηριστικά της. Πήγα μια φορά σ' έναν ράφτη
στη Θεσσαλονίκη, μεγάλη μορφή, για να μου κοντύνει ένα παντελόνι. Του λέω τι
και πώς, γυρίζει, με κοιτάει πάνω από τα γυαλιά του και με ρωτάει:
«Καλλιτέχνης;». Του λέω «γιατί ρωτάτε;» και μου απαντά «ε, μ' αυτές εδώ τις
λεπτομέρειες που μου λες, το φαντάστηκα». Είναι ένας απ' αυτούς τους σπάνιους
ανθρώπους που μέσα από τη δουλειά τους έχουν σπουδάσει την ανθρώπινη κατάσταση.
Και μου λέει: «Εδώ ο κόσμος έρχεται για να τον διορθώνω. Μου έφερε τις προάλλες
κάποιος ένα κοστούμι που αγόρασε έτοιμο κι ενώ το παντελόνι ήρθε στα μέτρα του
μια χαρά, το σακάκι δεν έστρωνε. Επί μία εβδομάδα δεν μπορούσα να κοιμηθώ −
γιατί όποιος έρχεται εδώ, πρέπει να φύγει με το χαμόγελο στο στόμα. Ε, αν δεν
το καταφέρω, απέτυχα. Εσύ είσαι καλλιτέχνης, ξέρεις για ποιο πράγμα σού μιλάω».
Έχω ηχογραφήσει έναν μονόλογό του κι έστειλα τους φοιτητές μου (της Σχολής
Θεάτρου του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου) να πάνε να τον γνωρίσουν και να του
μιλήσουν. Για να καταλάβουν πράγματα που αφορούν την καλλιτεχνική διάσταση των
πραγμάτων, πέρα από τα στενά όρια των σπουδών τους. Ένας ράφτης, απλώς – κι
όμως, διορθώνει τη φύση και τη μορφή των πραγμάτων.
— Έχεις ένα ταλέντο να βρίσκεις γωνιές κι ανθρώπους των πόλεων ιδιαίτερους,
με μεγάλη ιστορία ζωής κι όμως αφανείς ή/και ξεχασμένους. Είναι κάτι που
αναζητάς ή αφορά ένα είδος όρασης, ένα εκπαιδευμένο βλέμμα που εντοπίζει το
σημαντικό που είναι αόρατο για τους πολλούς;
Κινούμαι με τον τρόπο που λέει ο Μπαρτ στον «Φωτεινό Θάλαμο», ό,τι τραβήξει
την προσοχή μου, ό,τι με ερεθίζει με καθαρά αισθητηριακούς όρους, το αφήνω να
με οδηγεί, πάω κοντά να δω τι είναι. Κι έτσι εντοπίζω πράγματα που συνήθως τα
προσπερνάμε. Είμαι άνθρωπος περίεργος. Είχα κάποτε μια φίλη, Δανέζα. Ήμασταν σ'
ένα νησί, πηγαίναμε για μπάνιο, βρίσκαμε μια ωραία παραλία κι εγώ έλεγα: «Πάμε
και στην επόμενη, να δούμε πώς είναι». Οπότε μου λέει: «Θα σε λέω "Τhe
next beach is better" (γέλια)». Όταν ψάχνεις, βρίσκεις πράγματα που δεν
περιμένεις, που σε εκπλήσσουν. Και όταν εκπλήσσεσαι, ανανεώνεσαι.
— Είναι τρίτη φορά, μετά την «Ηλέκτρα» και τον «Ηρακλή Μαινόμενο» (τέταρτη,
αν συνυπολογίσουμε και την περσινή «Νέκυια» – και δεν μετρώ τις φορές που
έπαιξες ως ηθοποιός), που κάνεις παράσταση για την Επίδαυρο. Αν θεωρήσουμε ότι
κι εσύ, όπως όλοι οι σύγχρονοι σκηνοθέτες, είσαι δημιουργός του κλειστού χώρου,
τι σημαίνει να κάνεις θέατρο σ' αυτό το υπέροχο αρχαίο θέατρο;
Η Επίδαυρος είναι τόπος της προσωπικής μου μυθολογίας και δεν υπάρχει
κανένας λόγος να ξεπερνάμε τις μυθολογίες μας. Λυπάμαι αυτούς που ξεπέρασαν τις
μυθολογίες τους, εκεί επέρχεται το τέλος της ιστορίας (τους). Μέχρι στιγμής, η
πιο συγκλονιστική εμπειρία ήταν οι πρόβες της «Ηλέκτρας» το 1998. Ξεκινούσαμε
στις 8 το βράδυ και φεύγαμε στις 7.30 το πρωί (τώρα πια δεν επιτρέπεται να
μείνεις στον χώρο του θεάτρου μετά τις 12, το πολύ μέχρι τη 1 π.μ.). Όντας η
πρώτη φορά που δούλευα εκεί, ήταν σαν να ανακάλυπτα έναν άλλο κόσμο – αν και
κάθε φορά η Επίδαυρος είναι ανακάλυψη, πάντα υπάρχουν πράγματα που ανακαλύπτεις
(ή νιώθεις ότι ανακαλύπτεις) για πρώτη φορά. Ξανάζησα ανάλογη εμπειρία πέρσι με
τη «Νέκυια», αφού για το τελετουργικό κάλεσμα του θιάσου στον ήλιο, που έγινε
το ξημέρωμα του Σαββάτου (25 Ιουλίου), η πρόβα ξεκινούσε στις 6 το πρωί. Έζησα
όλο τον κύκλο του τόπου (αλλά και τον κόσμο και τα αντικείμενα που ενοικούν σ'
αυτόν) μέσα στη μέρα, στο διαφορετικό φως και στη διαφορετική ατμόσφαιρα κάθε
ώρας. Είναι μια απόλυτη εμπειρία, ό,τι παίρνει ο θεατής που έρχεται να δει μια
παράσταση είναι πολύ μικρότερο απ' αυτό που εισπράττουμε εμείς. Και δεν
μεταβιβάζεται. Ο χώρος του Ασκληπιείου ήταν ιερός κι ευτυχώς, με το να μην
περνάνε αυτοκίνητα, η αίσθηση της ιερότητας έχει διασωθεί. Σε τέτοια μέρη
πρέπει να υπάρχουν κανόνες, ναι, και απαγορεύσεις, πρέπει να υποδεικνύεται ο
σεβασμός σε αυτό που δεν χωράει στα δικά μας, μικρά μεγέθη. Χωρίς κανόνες, δεν
υπάρχει μυθολογία.
— Ούτε και τελετές. Το έλεγε ο Κομφούκιος, ξανά και ξανά: «Όποιος δεν
γνωρίζει τις τελετές, ποτέ δεν θα σταθεί στη θέση του» (Ανάλεκτα, 20.3).
Ακριβώς. Και τελετές χωρίς κανόνες δεν υπάρχουν. Στην Επίδαυρο μπορείς να
βιώσεις τη μόνωση της νύχτας και του τόπου, να αισθανθείς την ηλικία της
πέτρας, να κινητοποιηθεί μέσα σου ένας ολόκληρος πολιτισμός, αυτό που λέω
«βιωματική μυθολογία». Γιατί σ' ένα άλλο αρχαίο θέατρο, στους Φιλίππους, που
επίσης είναι μέρος μεγάλης ομορφιάς, ο δρόμος είναι σε κοντινή απόσταση και ο
θόρυβος από αυτοκίνητα και φορτηγά δεν σου επιτρέπει να αποκοπείς. Δεν γίνεται
να περνάνε οι δρόμοι κοντά στα αρχαία θέατρα. Πρέπει κάποια στιγμή να υπάρξει
μια πολιτική απόφαση και να βρεθούν λύσεις, αν θέλουμε να αποδώσουμε σ' αυτά τα
πολύτιμα σημεία του τόπου μας την αξία και την αίγλη που τους αναλογεί. Γιατί
κανένα από τα αρχαία θέατρα δεν χτίστηκε σε τυχαίο σημείο. Θα σου πω κάτι: πήγαμε
πέρσι να παίξουμε τον «Φιλοκτήτη» στο Αρχαίο Θέατρο Μεσσήνης. Δεν είχα βρεθεί
ξανά σ' εκείνα τα μέρη. Καθώς πηγαίναμε με το αυτοκίνητο από την Καλαμάτα να
δούμε το θέατρο, είδα μπροστά μου έναν μεγάλο λόφο και εντυπωσιάστηκα από την
ομορφιά του. Λέω: «Τι ομορφιά. Πώς ξέφυγε στους αρχαίους!». Δεν τους ξέφυγε,
όμως, η Μεσσήνη ήταν ακριβώς από πίσω! Εκπληκτικός τόπος. Στη Μεσσήνη, όπως και
στην Επίδαυρο, περπατούσα στον αρχαίο τόπο, απολάμβανα την αρμονία των γραμμών
και το μόνο που ήθελα να πω ήταν: «Αφήστε με να βλέπω. Αφήστε με να αισθάνομαι.
Αφήστε μου τις αισθήσεις, είναι ό,τι έχω».
...Μπαίνει ο κύριος που είναι υπεύθυνος για το θέατρο,
περασμένες 11, είναι ώρα να φύγουμε, να κλείσει. Εντάξει, άλλη φορά όσα δεν
προλάβαμε να πούμε. Θα δοθούν ευκαιρίες: τον χειμώνα ο Μιχαήλ Μαρμαρινός θα
σκηνοθετήσει «Δον Ζουάν» στη Στέγη, του χρόνου Τενεσί Ουίλιαμς στο Δημοτικό
Θέατρο Πειραιά. Και ο «Μισάνθρωπος» στριφογυρίζει στο μυαλό του – θέλει να τον
ερμηνεύσει ο ίδιος. Έξω, η πόλη καλοκαιρινή.
Λυσιστράτη
05/08 -06/08 Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
Πηγή: www.lifo.gr
*Σημείωση: Προτίμησα την κουβέντα «Θα λέμε και θα κάνουμε μόνο τα καλά...κλπ." Ο τίτλος της συνέντευξης στη Lifo είναι Μιχαήλ
Μαρμαρινός: Η Λυσιστράτη δεν είναι αρχαία φεμινίστρια, το έργο δεν αφορά την
έμφυλη διαμάχη
Ο
ευρηματικός σκηνοθέτης μιλάει για το αιώνια παρεξηγημένο έργο του Αριστοφάνη με
όρους ενδοκρινολογίας, υπενθυμίζει στίχους βαθύτατου αγγίγματος που
επαναπροσδιορίζουν την πολιτική του στόχευση και σέβεται τον ράφτη του για όχι
προφανείς λόγους
16.6.2016 | Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου