............................................................
Ξέρω – θεός είναι του σύμπαντος η παγερή αδιαφορία. Το χώμα έγινε ζωή από άγνοια. Και η ζωή, σαν αίφνης άρχισε να ελπίζει, έγινε άνθρωπος. Κρούει τις θύρες. Θορυβεί. Κανείς, κανείς δεν του ανοίγει.
Τυφλός ο ήλιος, όμως αποκαλύπτει σύσσωμο τον κυνισμό της ομορφιάς. Τον φόβο αποκαλύπτει. Σαν τον ωραίο αετό, που κύκλους γράφει στο στερέωμα αγεωμέτρητους. Αίφνης χιμάει κάθετα. Θραύει με ράμφος στιβαρό του αγριοκούνελου το ανύποπτο κρανίο. Μυρίζει αίμα η μέρα. Έτσι ακριβώς μυρίζει η ομορφιά. Τον έρωτα σκεφτείτε, που πάντα αρχίζει με αίμα στα σεντόνια. Και τελειώνει με αίμα.
Τι μάταιες προσπάθειες. Τι οίηση. Κάποιος ξυπόλυτος από την Ναζαρέτ γυρνάει σε πόλεις και χωριά. Λέει τραγούδια δίχως μουσική. Κανείς δεν τα χορεύει. Από το λογχισμένο του πλευρό σταλάζει ωραίο αίμα και νερό.
Να μη με ψάξετε, λοιπόν. Δεν θα με βρείτε. Κάθομαι αόρατος στον Ελικώνα. Βόσκω κοπάδι ειρηνικό, αθώες λέξεις, προβατάκια. Μα πάντα, κάθε μέρα, τα απογεύματα, μύγα κακιά τσιμπάει τους αμνούς μου. Βουρλίζονται. Πέφτουνε ένας ένας στον γκρεμό.
Μόνη μου εντιμότητα – το κλάμα.
Γι’ αυτό σας λέω – adios, amigos, παρατάτε με.
Μόνη μου εντιμότητα – το κλάμα.
ΚΟΚΚΙΝΟ
Ξέρω – θεός είναι του σύμπαντος η παγερή αδιαφορία. Το χώμα έγινε ζωή από άγνοια. Και η ζωή, σαν αίφνης άρχισε να ελπίζει, έγινε άνθρωπος. Κρούει τις θύρες. Θορυβεί. Κανείς, κανείς δεν του ανοίγει.
Τυφλός ο ήλιος, όμως αποκαλύπτει σύσσωμο τον κυνισμό της ομορφιάς. Τον φόβο αποκαλύπτει. Σαν τον ωραίο αετό, που κύκλους γράφει στο στερέωμα αγεωμέτρητους. Αίφνης χιμάει κάθετα. Θραύει με ράμφος στιβαρό του αγριοκούνελου το ανύποπτο κρανίο. Μυρίζει αίμα η μέρα. Έτσι ακριβώς μυρίζει η ομορφιά. Τον έρωτα σκεφτείτε, που πάντα αρχίζει με αίμα στα σεντόνια. Και τελειώνει με αίμα.
Τι μάταιες προσπάθειες. Τι οίηση. Κάποιος ξυπόλυτος από την Ναζαρέτ γυρνάει σε πόλεις και χωριά. Λέει τραγούδια δίχως μουσική. Κανείς δεν τα χορεύει. Από το λογχισμένο του πλευρό σταλάζει ωραίο αίμα και νερό.
Να μη με ψάξετε, λοιπόν. Δεν θα με βρείτε. Κάθομαι αόρατος στον Ελικώνα. Βόσκω κοπάδι ειρηνικό, αθώες λέξεις, προβατάκια. Μα πάντα, κάθε μέρα, τα απογεύματα, μύγα κακιά τσιμπάει τους αμνούς μου. Βουρλίζονται. Πέφτουνε ένας ένας στον γκρεμό.
Μόνη μου εντιμότητα – το κλάμα.
Γι’ αυτό σας λέω – adios, amigos, παρατάτε με.
Μόνη μου εντιμότητα – το κλάμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου