........................................................
Γιατί είχαν αυταπάτες;
Νομίζω πως κανείς δεν θα
διαφωνήσει με την άποψη ότι για όσα λέμε ή κάνουμε υπάρχει πάντα κάποιος
λόγος που μας οδηγεί στο να πούμε ή να κάνουμε κάτι. Κατά συνέπεια,
όταν παραδεχτούμε ένα λάθος μας, παραδεχόμαστε επίσης, είτε το θέλουμε
είτε όχι, ότι και το σκεπτικό που κατέληξε σε αυτό ήταν επίσης
λανθασμένο.
Οταν ο Αλ. Τσίπρας από το βήμα της Βουλής παραδέχτηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ
έτρεφε αυταπάτες, οι αντίπαλοί του ανέκραξαν ότι στην ουσία ο
πρωθυπουργός δικαίωσε αναδρομικά την κριτική εκείνων που το κόμμα του
είχε χαρακτηρίσει «ταγματασφαλίτες» και «γερμανοτσολιάδες» (μεταξύ
άλλων). Και ώς εδώ η αντιπολίτευση είχε μάλλον δίκιο.
Αν όμως μιλήσουμε με όρους πλεονεκτήματος –αυτό δεν κάνουμε πάντα
στην πολιτική;– η εικόνα αλλάζει. Διότι δεν αποκλείεται η παραδοχή του
λάθους να ευνοήσει σε τελική ανάλυση την κυβέρνηση, επειδή έτσι
αποσιωπάται ή συγκαλύπτεται το ιδεολογικό του υπόβαθρο.
Για να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, για «αυταπάτες» είχε μιλήσει πρώτος ο Γ. Βούτσης.
Σίγουρα ο όρος δεν επιλέχθηκε τυχαία αλλά κατόπιν ώριμου
επικοινωνιακού προβληματισμού, στη βάση της κοινότοπης αρχής ότι αν δεν
μπορείς πια να αρνηθείς κάτι –και ποιος μπορεί να αρνηθεί την κωλοτούμπα
του τρίτου μνημονίου;– τότε ο μόνος τρόπος να περιορίσεις τη χασούρα
είναι να το ομολογήσεις. (Αυτά ως προς τη «λεβεντιά» που μερικοί
απέδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ επειδή παραδέχτηκε το λάθος του.)
Εδώ πρέπει να σταθούμε αναλογιζόμενοι ότι συχνά στην πολιτική δεν
βλέπουμε το πραγματικό παιχνίδι γιατί αυτό παίζεται σε άλλο γήπεδο.
Προσπαθώ να πω ότι ενώ η αντιπολίτευση θριαμβολογούσε, το επικοινωνιακό
επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ, με μια κίνηση που δεν μπορώ παρά να θαυμάσω,
χτύπησε με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια.
Πρώτο τρυγόνι: απέδωσε το λάθος σε απλές «αυταπάτες», αποκλείοντας έμμεσα το ενδεχόμενο να οφείλεται σε άλλες αιτίες, λιγότερο κολακευτικές.
Και δεύτερο τρυγόνι: έπειτα από αυτή την έκρηξη
ειλικρίνειας και αυτοκριτικής από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, το θέμα
έκλεισε. Ας βρούμε κάτι άλλο να συζητήσουμε και να τσακωθούμε.
Διαβάζοντας τις εφημερίδες και μιλώντας με φίλους έχω αντιληφθεί ότι
αυταπάτες δεν είχε μόνο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ και καιρό συναντώ
ανθρώπους –εννοώ απλούς ψηφοφόρους και ενίοτε στελέχη του κόμματος– που
κατά το κοινώς λεγόμενο τους έχει φύγει ο τσαμπουκάς.
Αντί για αγωνιστικές μεγαλοστομίες και περιφρόνηση για τους
δαιμονοποιημένους αντιπάλους τους δηλώνουν, πότε ρητά και πότε υπόρρητα,
από προβληματισμένοι μέχρι απογοητευμένοι, παραδέχονται τα λάθη που
έγιναν και γενικά αποφεύγουν να αναφερθούν σε κάποια πράγματα για τα
οποία, μέχρι πρότινος, δεν έβαζαν γλώσσα μέσα.
Αυτό το μούδιασμα συνόψισε με υποδειγματική ακρίβεια και εντιμότητα η
Βασιλική Κατριβάνου όταν ανακάλυψε όχι μόνο το χάσμα ανάμεσα στις
προεκλογικές υποσχέσεις και τη μετεκλογική πραγματικότητα –ο κόσμος το
’χει τούμπανο– αλλά και κάτι άλλο, απείρως πιο σημαντικό: ότι δεν μπορεί
να σκεφτεί μια αξιόπιστη εναλλακτική.
Νομίζω ότι όσοι δεν δέχονται ότι η εναλλακτική λύση υπάρχει και είναι
η νεοφιλελεύθερη συνταγή, οφείλουν να πιστεύουν -ή τουλάχιστον να
ελπίζουν- ότι η Αριστερά θα τη βρει. Οσο επώδυνο και να αποδειχθεί το
ψάξιμο. Για να τη βρει όμως, θα πρέπει οι αριστεροί να συνειδητοποιήσουν
ότι η ομολογία για αυταπάτες όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά ίσως γίνεται εκ
του πονηρού για να μην τεθεί το επόμενο ερώτημα: γιατί τις είχαμε;
Κάποιες απαντήσεις έχουν ήδη δοθεί. Μήπως βιαστήκαμε εκβιάζοντας
εκλογές ενώ θα ήταν προτιμότερο να περιμένουμε να πέσει η κυβέρνηση
Σαμαρά αφού θα είχε περάσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούν εκβιαστικά
οι δανειστές; Μήπως συνέβαλε η απειρία και γενικότερα η έλλειψη
τεχνογνωσίας που απαιτεί η διακυβέρνηση μιας χώρας;
Μήπως η συγγνωστή αισιοδοξία του ανατροπέα υποτίμησε τις δυσκολίες;
Ολα αυτά και κάμποσα παρόμοια βρίσκουν στόχο. Θα έλεγα όμως ότι είναι
η πιο ανώδυνη εκδοχή της αναστοχαστικής αμφισβήτησης που απαιτεί μια
ριζική αυτογνωσία επειδή αποσιωπούν πολύ πιο δυσάρεστες ερμηνείες και
καμουφλάρουν κίνητρα λιγότερο ευγενή.
Για παράδειγμα, η Ιστορία μάς διδάσκει ότι το κυνήγι της εξουσίας,
ακόμα κι από εκείνους που -στην αρχή τουλάχιστον- πραγματικά πιστεύουν
ότι το κάνουν για να ανατείλει επιτέλους ο ήλιος της δικαιοσύνης, κρύβει
μέσα του το σκουλήκι της εξουσιολαγνείας. Μήπως η ευρύτατα διαδεδομένη
αριστερίστικη άποψη ότι το πρόβλημα της Αριστεράς ήταν η έλλειψη
αγωνιστικότητας αποδείχθηκε αφελής;
Μήπως η λογική του μείζονος και του ελάσσονος χρησιμοποιήθηκε –δεν
ήταν η πρώτη φορά– για να εκλογικευτούν επιλογές όπως η σύμπραξη με τον
Καμμένο ή η αλίευση «δυσαρεστημένων» χωρίς να ενδιαφερθεί κανείς γιατί
δυσαρεστήθηκαν;
Μήπως μερικές φορές στον λόγο της Αριστεράς εμφιλοχωρεί μια δυσανεξία
στην κριτική και μια τάση προς την αλαζονεία που τρέφεται από την
πεποίθηση ότι μόνο οι αριστεροί έχουν πρόσβαση στην πραγματικότητα ενώ
όλοι οι άλλοι την προσλαμβάνουν μέσα από τα παραμορφωτικά ιδεολογικά
γυαλιά τους;
Δεν ξέρω τι από όλα αυτά ισχύει και σε ποιον βαθμό. Αξίζει όμως να το
ψάξουμε. Και για να το κάνουμε, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το καίριο
ερώτημα δεν είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αυταπάτες, αυτό απαντήθηκε ήδη, αλλά
γιατί τις είχε.
Κλείνοντας, υπενθυμίζω τη λαϊκή ρήση ότι από τότε που βγήκε το παρντόν χάθηκε το φιλότιμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου