...........................................................
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 - 1911)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 - 1911)
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ
Μιὰ ζωή, πενῆντα χρόνια! Εἶχαν συζήσει ὁμοῦ. Ὣς τόσον ἡ γριὰ δὲν ἦτο
ἀκόμη 65 ἐτῶν· τὴν εἶχε πάρει πολὺ μικρήν, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὁ γέρος.
Αὐτὸς τώρα ἦτο ἄνω τῶν 85. Καὶ ἡ γριὰ τοῦ τ᾿ ἀνέβαζε μέχρις 90. Κι ὁ
γαμβρός, ὁ σύζυγος τῆς ἐγγονῆς, χωρὶς νὰ ξεύρῃ, ἐβεβαίου ὅτι ὁ γέρος θὰ
εἶχε φθάσει τὰ ἑκατόν.
Ἡ γριὰ εἶχε δύο σπίτια, ἐντὸς βαθείας αὐλῆς, κάτω ἀπὸ τοῦ Ψυρῆ, εἰς ἕνα
δρόμον. Αὐτὴ ἦτο ὁ μόνος κύριος καὶ διαχειριστής. Ὁ γέρος, εἰς τὰ
τελευταῖα του, κάποτε ἐξήρχετο τὰ Σάββατα, κ᾿ ἐδιακόνευε. Οἱ ἀνεψιάδες
τῆς ἔλεγαν νὰ τὸν μαλώσῃ, νὰ μὴ τὸ κάμνῃ. Ἡ γριὰ ἔλεγεν ὅτι δὲν τὸ
ξεύρει. Δεκάρες σπανίως τοῦ ἔδιδε.
Ἡ μοναχοκόρη της εἶχε χηρεύσει σαραντάρα. Εἶχε δύο παιδιά. Ἡ μικρὴ
ἐμεγάλωσε πολὺ γρήγορα. Ὁ υἱὸς ἐβγῆκε μόρτης, ὅπως ὅλοι… Ὁ Νιόνιος, μ᾿
ἕνα ὡρολόγι χρυσό, καὶ μὲ μίαν προξενιὰ παραφουσκωμένην, εἶχε κάμει τὴν
γριὰν νὰ πιστεύσῃ ὅτι εἶχε λεπτά. Ἔγινε δεκτὸς ὡς γαμβρός. Ἐστεφανώθη,
καὶ ὀβολὸν δὲν εἶχε.
Ἐπέρασαν σχεδὸν πέντε χρόνια, κ᾿ ἡ Γιωργούλα ἀπέκτησε τρία παιδιά. Ἐξηκολούθει νὰ δουλεύῃ ὡς μοδίστρα, ὅπως καὶ πρὶν πανδρευθῇ.
Ἡ γραῖα εἶχε δώσει προῖκα τὸ ἔξω σπίτι, τὸ πρὸς τὸν δρόμον. Τὸ ἔσω εἰς
τὸ βάθος τῆς αὐλῆς τὸ ἐκράτησεν αὐτή. Ηὐλίζοντο ὁμοῦ, καὶ ἡ φαγούρα δὲν
ἔλειπε μεταξὺ τοῦ γαμβροῦ καὶ τῆς μάμμης.
Ἡ γραῖα ἐκράτει ἓν ἰσόγειον δωμάτιον κάτω, καὶ εἶχεν ἄλλα 4 ἢ 5
ἐνοικιασμένα. Ὅλον τὸ φθινόπωρον καὶ μέχρι μέσου τοῦ χειμῶνος, ὁ γέρος
ἦτο μεταξὺ ζωῆς καὶ τάφου. Ἐγόγγυζεν, ἔρρεγχεν, ἠγωνία. Ἔτρωγεν, ἔπινε.
Τὰ δόντια του εἶχον πέσει πρὸ πολλοῦ, ἀλλὰ καθὼς παρετήρησεν ἡ γραῖα, τὰ
οὖλά του εἶχον σκληρυνθῆ τόσον, ὥστε ἀνεπλήρου τὴν ἔλλειψιν. Ἐμάσα
καλά, κ᾿ ἐχώνευε καλύτερα· ἐπάλαιεν, ἐπαράδερνεν, ἔβλεπεν ὁράματα, ἀλλὰ
δὲν ἤθελε νὰ βγῇ ἡ ψυχή του.
*
* *
* *
Μακρὰν νύκτα τοῦ Νοεμβρίου, ἡ γραῖα ἠγρύπνει πλησίον τοῦ ἀσθενοῦς,
ὅστις, συχνά, παλαίων μὲ τὸν ἴδιον ἑαυτόν του, ἔπιπτε κάτω ἀπὸ τὸ
χαμηλὸν κρεβάτι κ᾿ ἐκυλίετο. Ἡ μικρὰ Κατίνα, ἔκθετον τὸ ὁποῖον εἶχε
προσλάβει ἡ γραῖα ἀπὸ τὸ βρεφοκομεῖον, ἦτο ἡ μόνη συντροφιά της· εἶχε
γίνει ἤδη ὀκταέτις, καὶ τὴν εἶχε κρατήσει πλησίον της ― μὲ ὅλας τὰς
διαμαρτυρίας τοῦ γαμβροῦ καὶ τῆς ἐγγονῆς οἵτινες, ἂν καὶ χίλια μικρὰ
θελήματα τοὺς ἔκαμνε, τὴν ἐπαράβλεπαν, καὶ τὴν ἔκραζαν «μπαστάρδα».
Ὁ ἐγγονός της, ὁ μόρταρος, τότε μόνον ἐνθυμεῖτο τὴν γιαγιά του, ὅταν
ἤλπιζε νὰ ἐκβιάσῃ παρ᾿ αὐτῆς λεπτά. Ἐκοπροσκυλοῦσε ὅλην τὴν ἡμέραν, κ᾿
ἐξενοκάτιαζε* τὴν νύκτα. Ἡ μητέρα του ἀνέτρεφε τὰ παιδιὰ τῆς κόρης της,
μὴ εὐκαιρούσης ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, καὶ δὲν κατήρχετο συχνὰ νὰ ἰδῇ τοὺς
γονεῖς της.
Ὁ Νιόνιος ἔφθανε κάπου κατὰ τὰ μεσάνυχτα. Ἕως τότε συνήθως εἶχε παρέα
μὲ φίλους· ἐπλησίαζεν εἰς τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου, ὅπου ἔβλεπε φῶς εἰς
τὸν φεγγίτην τῆς φλιᾶς.
― Καλησπέρα. Τί κάνετε;
Ἔβλεπε τὸν γέρον κυλιόμενον κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι, νὰ παραδέρνῃ μὲ ἀτάκτους χειρονομίας, καὶ νὰ ψιθυρίζῃ ἀσυνάρτητα.
―Ἔ, γριά, τί τὸν φυλᾷς; Δὲν τὸν πᾷς στὸ νοσοκομεῖο;
Ἠκούετο ἡ φωνὴ τοῦ γέρου νὰ μορμυρίζῃ.
― Πουλάκια! πουλάκια! ὅλο κελαηδοῦν… ἔ, ψαράκια! τί μὲ κυνηγᾶτε;
Ὁ Νιόνιος ἠκροᾶτο πρὸς στιγμήν· εἶτα:
― Σ᾿ ἐξέχασε ὁ Μιχάλης, παππού;
Ὁ γέρων δὲν ἤκουεν· ἐξηκολούθει καὶ πάλιν νὰ γογγύζῃ:
― Ψαράκια! ψαράκια!… Νὰ εἶχα λεπτὰ νὰ τ᾿ ἀγοράσω!
―Ἀκοῦς, γιαγιά;… λεφτὰ σοῦ γυρεύει.
Εἶτα ἐπέφερε:
― Στὸ νοσοκομεῖο!… δὲν μᾶς ἀφήνετε νὰ ἡσυχάσουμε.
Ἡ γιαγιὰ συνήθως δὲν ἀπήντα. Ἀλλ᾿ ὅταν ἐκεῖνος ἀπήρχετο, τοῦ ἔστελλεν εἰς τὰ νῶτά του πολλὲς «ὑπερευλογημένες».
*
* *
* *
Μίαν ἑσπέραν οἱ δύο ἱερεῖς τῆς ἐνορίας, κληθέντες, ἐτέλεσαν εὐχέλαιον
ἐπὶ τοῦ ἀσθενοῦς. Ἐδιάβαζεν ὁ παπα-Σπύρος, ἐδιάβαζεν ὁ παπα-Παντελής (ἂν
δὲν ἀπατῶμαι, οὕτω συνηθίζεται εἰς Ἀθήνας), καὶ τρίτος ἐμορμύριζεν ὁ
γέρος, ὥστε ἀπετελεῖτο εἶδος χάβρας.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ὁ παπα-Ἰγνάτιος, παρακληθείς, ἦλθε νὰ τὸν
ἐξομολογήσῃ. Ὁ παπὰς ἐφόρεσε τὸ ἐπιτραχήλι του, καὶ ἤρχισε νὰ τὸν
ἐπερωτᾷ ἂν ἐνθυμεῖτο τί ἁμαρτίας εἶχεν· ἀλλ᾿ ὁ γέρων, προσβλέψας αὐτὸν
βλοσυρῶς, τοῦ λέγει:
― Αὐτὰ δὲν τ᾿ ἀκούω ἐγώ… Λεφτὰ ἔχεις νὰ μοῦ δώσῃς;… Λεφτά, λεφτά!
*
* *
* *
Τὴν ἐπαύριον ὁ γέρος «ἀγγελιάστηκε». Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ἐνῷ ἡ
γερόντισσα εἶχε πάρει ὕπνον, αἴφνης τὴν ἐξύπνησεν ἀποτόμως ἡ μικρὰ
ψυχοκόρη της.
― Τί εἶναι;
― Φοβᾶμαι, γιαγιά!… Φοβᾶμαι, ἔκαμνε κολλῶσα ἐπάνω της ἡ μικρά.
Ὁ γέρων μὲ ἀπλανές, ἔξαλλον ὄμμα, ἔκραζε:
― Τί μοῦ ἦρθες ἐδῶ, μακελλάραγα*;… Λεφτὰ νὰ μοῦ φέρῃς, λεφτά!
Αὐταὶ ἦσαν αἱ τελευταῖαι λέξεις του. Ἐξέπνευσε μετ᾿ ὀλίγον.
(1925)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου