Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

"ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ" διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851 - 1911)

...........................................................





Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 - 1911)












ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ

 

 

 

Μιὰ ζωή, πενῆντα χρόνια! Εἶχαν συζήσει ὁμοῦ. Ὣς τόσον ἡ γριὰ δὲν ἦτο ἀκόμη 65 ἐτῶν· τὴν εἶχε πάρει πολὺ μικρήν, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, ὁ γέρος. Αὐτὸς τώρα ἦτο ἄνω τῶν 85. Καὶ ἡ γριὰ τοῦ τ᾿ ἀνέβαζε μέχρις 90. Κι ὁ γαμβρός, ὁ σύζυγος τῆς ἐγγονῆς, χωρὶς νὰ ξεύρῃ, ἐβεβαίου ὅτι ὁ γέρος θὰ εἶχε φθάσει τὰ ἑκατόν.
Ἡ γριὰ εἶχε δύο σπίτια, ἐντὸς βαθείας αὐλῆς, κάτω ἀπὸ τοῦ Ψυρῆ, εἰς ἕνα δρόμον. Αὐτὴ ἦτο ὁ μόνος κύριος καὶ διαχειριστής. Ὁ γέρος, εἰς τὰ τελευταῖα του, κάποτε ἐξήρχετο τὰ Σάββατα, κ᾿ ἐδιακόνευε. Οἱ ἀνεψιάδες τῆς ἔλεγαν νὰ τὸν μαλώσῃ, νὰ μὴ τὸ κάμνῃ. Ἡ γριὰ ἔλεγεν ὅτι δὲν τὸ ξεύρει. Δεκάρες σπανίως τοῦ ἔδιδε.
Ἡ μοναχοκόρη της εἶχε χηρεύσει σαραντάρα. Εἶχε δύο παιδιά. Ἡ μικρὴ ἐμεγάλωσε πολὺ γρήγορα. Ὁ υἱὸς ἐβγῆκε μόρτης, ὅπως ὅλοι… Ὁ Νιόνιος, μ᾿ ἕνα ὡρολόγι χρυσό, καὶ μὲ μίαν προξενιὰ παραφουσκωμένην, εἶχε κάμει τὴν γριὰν νὰ πιστεύσῃ ὅτι εἶχε λεπτά. Ἔγινε δεκτὸς ὡς γαμβρός. Ἐστεφανώθη, καὶ ὀβολὸν δὲν εἶχε.
Ἐπέρασαν σχεδὸν πέντε χρόνια, κ᾿ ἡ Γιωργούλα ἀπέκτησε τρία παιδιά. Ἐξηκολούθει νὰ δουλεύῃ ὡς μοδίστρα, ὅπως καὶ πρὶν πανδρευθῇ.
Ἡ γραῖα εἶχε δώσει προῖκα τὸ ἔξω σπίτι, τὸ πρὸς τὸν δρόμον. Τὸ ἔσω εἰς τὸ βάθος τῆς αὐλῆς τὸ ἐκράτησεν αὐτή. Ηὐλίζοντο ὁμοῦ, καὶ ἡ φαγούρα δὲν ἔλειπε μεταξὺ τοῦ γαμβροῦ καὶ τῆς μάμμης.
Ἡ γραῖα ἐκράτει ἓν ἰσόγειον δωμάτιον κάτω, καὶ εἶχεν ἄλλα 4 ἢ 5 ἐνοικιασμένα. Ὅλον τὸ φθινόπωρον καὶ μέχρι μέσου τοῦ χειμῶνος, ὁ γέρος ἦτο μεταξὺ ζωῆς καὶ τάφου. Ἐγόγγυζεν, ἔρρεγχεν, ἠγωνία. Ἔτρωγεν, ἔπινε. Τὰ δόντια του εἶχον πέσει πρὸ πολλοῦ, ἀλλὰ καθὼς παρετήρησεν ἡ γραῖα, τὰ οὖλά του εἶχον σκληρυνθῆ τόσον, ὥστε ἀνεπλήρου τὴν ἔλλειψιν. Ἐμάσα καλά, κ᾿ ἐχώνευε καλύτερα· ἐπάλαιεν, ἐπαράδερνεν, ἔβλεπεν ὁράματα, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ βγῇ ἡ ψυχή του.
*
* *
Μακρὰν νύκτα τοῦ Νοεμβρίου, ἡ γραῖα ἠγρύπνει πλησίον τοῦ ἀσθενοῦς, ὅστις, συχνά, παλαίων μὲ τὸν ἴδιον ἑαυτόν του, ἔπιπτε κάτω ἀπὸ τὸ χαμηλὸν κρεβάτι κ᾿ ἐκυλίετο. Ἡ μικρὰ Κατίνα, ἔκθετον τὸ ὁποῖον εἶχε προσλάβει ἡ γραῖα ἀπὸ τὸ βρεφοκομεῖον, ἦτο ἡ μόνη συντροφιά της· εἶχε γίνει ἤδη ὀκταέτις, καὶ τὴν εἶχε κρατήσει πλησίον της ― μὲ ὅλας τὰς διαμαρτυρίας τοῦ γαμβροῦ καὶ τῆς ἐγγονῆς οἵτινες, ἂν καὶ χίλια μικρὰ θελήματα τοὺς ἔκαμνε, τὴν ἐπαράβλεπαν, καὶ τὴν ἔκραζαν «μπαστάρδα».
Ὁ ἐγγονός της, ὁ μόρταρος, τότε μόνον ἐνθυμεῖτο τὴν γιαγιά του, ὅταν ἤλπιζε νὰ ἐκβιάσῃ παρ᾿ αὐτῆς λεπτά. Ἐκοπροσκυλοῦσε ὅλην τὴν ἡμέραν, κ᾿ ἐξενοκάτιαζε* τὴν νύκτα. Ἡ μητέρα του ἀνέτρεφε τὰ παιδιὰ τῆς κόρης της, μὴ εὐκαιρούσης ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, καὶ δὲν κατήρχετο συχνὰ νὰ ἰδῇ τοὺς γονεῖς της.
Ὁ Νιόνιος ἔφθανε κάπου κατὰ τὰ μεσάνυχτα. Ἕως τότε συνήθως εἶχε παρέα μὲ φίλους· ἐπλησίαζεν εἰς τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου, ὅπου ἔβλεπε φῶς εἰς τὸν φεγγίτην τῆς φλιᾶς.
― Καλησπέρα. Τί κάνετε;
Ἔβλεπε τὸν γέρον κυλιόμενον κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι, νὰ παραδέρνῃ μὲ ἀτάκτους χειρονομίας, καὶ νὰ ψιθυρίζῃ ἀσυνάρτητα.
―Ἔ, γριά, τί τὸν φυλᾷς; Δὲν τὸν πᾷς στὸ νοσοκομεῖο;
Ἠκούετο ἡ φωνὴ τοῦ γέρου νὰ μορμυρίζῃ.
― Πουλάκια! πουλάκια! ὅλο κελαηδοῦν… ἔ, ψαράκια! τί μὲ κυνηγᾶτε;
Ὁ Νιόνιος ἠκροᾶτο πρὸς στιγμήν· εἶτα:
― Σ᾿ ἐξέχασε ὁ Μιχάλης, παππού;
Ὁ γέρων δὲν ἤκουεν· ἐξηκολούθει καὶ πάλιν νὰ γογγύζῃ:
― Ψαράκια! ψαράκια!… Νὰ εἶχα λεπτὰ νὰ τ᾿ ἀγοράσω!
―Ἀκοῦς, γιαγιά;… λεφτὰ σοῦ γυρεύει.
Εἶτα ἐπέφερε:
― Στὸ νοσοκομεῖο!… δὲν μᾶς ἀφήνετε νὰ ἡσυχάσουμε.
Ἡ γιαγιὰ συνήθως δὲν ἀπήντα. Ἀλλ᾿ ὅταν ἐκεῖνος ἀπήρχετο, τοῦ ἔστελλεν εἰς τὰ νῶτά του πολλὲς «ὑπερευλογημένες».
*
* *
Μίαν ἑσπέραν οἱ δύο ἱερεῖς τῆς ἐνορίας, κληθέντες, ἐτέλεσαν εὐχέλαιον ἐπὶ τοῦ ἀσθενοῦς. Ἐδιάβαζεν ὁ παπα-Σπύρος, ἐδιάβαζεν ὁ παπα-Παντελής (ἂν δὲν ἀπατῶμαι, οὕτω συνηθίζεται εἰς Ἀθήνας), καὶ τρίτος ἐμορμύριζεν ὁ γέρος, ὥστε ἀπετελεῖτο εἶδος χάβρας.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ὁ παπα-Ἰγνάτιος, παρακληθείς, ἦλθε νὰ τὸν ἐξομολογήσῃ. Ὁ παπὰς ἐφόρεσε τὸ ἐπιτραχήλι του, καὶ ἤρχισε νὰ τὸν ἐπερωτᾷ ἂν ἐνθυμεῖτο τί ἁμαρτίας εἶχεν· ἀλλ᾿ ὁ γέρων, προσβλέψας αὐτὸν βλοσυρῶς, τοῦ λέγει:
― Αὐτὰ δὲν τ᾿ ἀκούω ἐγώ… Λεφτὰ ἔχεις νὰ μοῦ δώσῃς;… Λεφτά, λεφτά!
*
* *
Τὴν ἐπαύριον ὁ γέρος «ἀγγελιάστηκε». Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ἐνῷ ἡ γερόντισσα εἶχε πάρει ὕπνον, αἴφνης τὴν ἐξύπνησεν ἀποτόμως ἡ μικρὰ ψυχοκόρη της.
― Τί εἶναι;
― Φοβᾶμαι, γιαγιά!… Φοβᾶμαι, ἔκαμνε κολλῶσα ἐπάνω της ἡ μικρά.
Ὁ γέρων μὲ ἀπλανές, ἔξαλλον ὄμμα, ἔκραζε:
― Τί μοῦ ἦρθες ἐδῶ, μακελλάραγα*;… Λεφτὰ νὰ μοῦ φέρῃς, λεφτά!
Αὐταὶ ἦσαν αἱ τελευταῖαι λέξεις του. Ἐξέπνευσε μετ᾿ ὀλίγον.
(1925)

Δεν υπάρχουν σχόλια: